Ουφ, αφόρητη πλήξη...
Απόσπασμα από το
Ύστερα απ αύτη τη σύντομη ανασκόπηση, θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τα ρεμπέτικα σαν συνέχεια των δημοτικών, αφού και 'κείνα κι αυτά από το λαό βγήκαν και τη λαϊκή ψυχή εκφράζουν. (Το ότι γνωρίζουμε τούς σύνθετες των ρεμπέτικων, δεν έχει καμία σημασία: είναι τόσο πολύ λαϊκοί άνθρωποι και το τραγούδι τους εκφράζει τόσο πολύ το λαϊκό αίσθημα, πού το όνομα τους παύει να αντιπροσωπεύει ατομικές καταστάσεις.) Αξίζει, λοιπόν, να εξετάσουμε, έστω και σύντομα, τις ομοιότητες και τις διαφορές τους. Εκείνο πού κάνει μεγάλη εντύπωση, ευθύς εξ αρχής, είναι o ελληνικός χαρακτήρας τού ρεμπέτικου τραγουδιού, πού τα φέρνει πιο κοντά στα δημοτικά και το απομακρύνει από τα ανατολίτικα. Τα ανατολίτικα είναι αισθησιακά μες στα γυρίσματα τους μας ξυπνούν βίαια πάθη και ορμές με τον αισθησιασμό τους, τα πιο βαθιά μας ένστικτα ζητούν να ξεσπάσουν ξεφρενιασμένα, ο ρυθμός τους φέρνει στη λαγνεία. Αντίθετα, τα ρεμπέτικα είναι αισθηματικά. Όταν τα ακούμε, μια μελαγχολική διάθεση μας κυριεύει, σχεδόν μας έρχεται να κλάψουμε - γιατί είναι ζυμωμένα με το βαθύτερο καημό πού μας τυραννάει, με το μεράκι πού μας τρώει, απλώνουν στα μάτια μας τα πιο ρημαγμένα τοπία της ψυχής μας. Επιτελούν, με τον τρόπο τους, μια κάθαρση, μάς λυτρώνουν ψυχικά, καθώς δίνουν διέξοδο στα πιο κρυφά μας παράπονα. Το ίδιο και τα δημοτικά, αν εξαιρέσουμε τα ακριτικά και τα κλέφτικα, είναι παραπονιάρικα και λυπητερά, γιατί εμείς οι Έλληνες είμαστε συναισθηματικός λαός, με μια αγιάτρευτη καρδιά και μ' ένα χρόνιο μεράκι, πού σπάνια γίνεται κέφι. Δε μοιάζει όμως μόνο η ατμόσφαιρα άλλα και η μυθολογία τους. Το παλικάρι πού σε λίγο θα πεθάνει, η μάνα πού παρακαλάει το Χάρο. Ο Χάρος πού δεν ακούει παρακάλια και, γενικά, ο Θάνατος είναι θέματα κοινά κ εδώ κι εκεί. Θα 'λεγε κανείς πώς τα τραγούδια μας είναι σχεδόν μοιρολόγια, μέσα από τα οποία ξεπηδάει πιο παθιασμένη η λαχτάρα της ζωής. Καμιά μεταφυσική προέκταση, καμιά χριστιανική πίστη, καμιά ελπίδα, ένας ζωικός και σχεδόν μοιρολατρικός παγανισμός κυριαρχεί στα τραγούδια μας, από τον Όμηρο έως τον Τσιτσάνη: ακόμα και η επίκληση «Θεέ μου» είναι μονάχα αναστεναγμός, χωρίς θρησκευτικό νόημα.
_____
Ο Μάνος Χατζηδάκης
και
η "μιζέρια" του Ρεμπέτικου
Το Μάνο Χατζηδάκη τον κούραζε η ανοησία και η στατικότητα. Κάποια στιγμή κρίνοντας, νομίζω, την εξιστόρηση της ζωής του Μάρκου είπε, "τι μιζέρια...". Είχε και δίκιο και άδικο. Η εξιστόρηση της ζωής του Μάρκου είναι ένα πολύτιμο ντοκουμέντο μιάς εποχής, και κουβαλάει και μιά βαριά μελαγχολία. Τη μελαγχολία αυτή δε την αντέχουν οι περισσότεροι άνθρωποι, ούτε και την καταλαβαίνουν. Ούτε κι ο Μάνος Χατζηδάκης που έπλεε σ΄άλλες θάλασσες μπορούσε να τη καταλάβει και να τη σηκώσει. Άλλο θέμα αν το μεγαλύτερο μέρος του μεγάλου και πολυσχιδούς έργου του διακρίνεται από μιά βαθιά μελαγχολία. Οι "αστοί" τη λένε μελαγχολία, οι αριστεροί τη λένε, γενικά κι αόριστα, καημό και οι τότε, της εποχής του Ρεμπέτικου, τη λέγαν μεράκι, ντέρτι, πόνο, σεβντά κλπ.
Ακούστε το παρακάτω τραγούδι του Nelson Cavaquinho (1911-1986), ένα είδος Βραζιλιάνου Μάρκου. Το τραγούδι λέγεται Visita triste (Θλιμένη επίσκεψη) .
O Nelson Cavaquinho (δεξιά) τραγουδάει με τη τριμένη φωνή του, δίπλα σ΄έναν άνθρωπο που υπήρξε κοντινός του φίλος, τον Guillermo de Brito, έναν άνθρωπο από "αλλού", με λίγο κανταδόρικη φωνή και απαλά δάχτυλα, σα φυλαγμένα σε δαντέλες, που ακουμπάν μαλακά τα τάστα της κιθάρας.
Ο Nelson, σοβαρός και σκοτεινός, όπως ήταν κι ο Μάρκος. Είχε φάει τη ζωή με το κουτάλι και όλ΄αυτά ήταν, με κάποιο τρόπο, εκ του περισσού. Τα λεφτά απ΄τις συναυλίες τα μοίραζε στα φτωχόπαιδα και στις γυναίκες του δρόμου.
Νάτη πάλι η λαχτάρα
γι αυτή μου την επίσκεψη,
αυτή τη θλιμένη επίσκεψη
που μου φέρνει δάκρυα.
Καληνύχτα σε όλους,
εγώ θα τραβηχτώ.
Οι φίλοι μου δε σέβονται τη λύπη μου.
Δάκρυα τρέχουν απ΄τα μάτια μου.
Το χαμόγελο έρχεται και μου λείπεις
μα, δεν είμαι δα κι ο πρώτος που υποφέρει για κάποια.
Καληνύχτα σε όλους,
εγώ θα τραβηχτώ
Αυτό που είναι σημαντικό είναι πως αυτοί οι άνθρωποι όπως ο Nelson, ο Μάρκος, ο Δελιάς και πολλοί άλλοι, μιλούσαν για πράγματα μελαγχολικά, δύσκολα και μαύρα αλλά, τα επένδυαν με μελωδίες που σου ανοίγουν τη καρδιά. Ένας απ΄τυς πολλούς λόγους ειναι και το ότι συμμετείχαν καθημερινά σ΄ένα ανοιχτόκαρδο παρεϊστικο γίγνεσθαι που ήταν δέκα φορές πιό ζωοφόρο από τα μοναχικά δωμάτια των "άλλων".
Αν θέλετε να πάρετε μιά εναπομείνασα γεύση του τι εννοώ, κάντε μιά βόλτα στα χασαπάδικα, ψαράδικα και μαναβάδικα της οδού Αθηνάς, κατεβείτε στο "Δίπορτο" ή, στην Αγορά της Θεσσαλονίκης και στις αντίστοιχες λαϊκές αγορές των άλλων πόλεων.
Ένα παράδειγμα από τη Βραζιλία όπου παλιοί και μερακλήδες παίκτες οργάνων, απόλυτα σοβαροί, παίζουν εξαιρετικές μελωδίες.
Ένα μάθημα χρήσιμο για τις μέρες μας. Το μάθημα του παραμερισμού και της παρηγοριάς των δυσκολιών, μέσα από τραγούδια που μιλάνε για τις δυσκολίες αλλά ταυτόχρονα τις εκτονώνουν με τον τρόπο που είναι χτισμένες οι μελωδίες τους.