Στο elkibra-rebetisses blogspot.com δημοσίευσα ένα γραφτό (με τίτλο: Ένα σχόλιο και μιά απάντηση -
με αφορμή ένα σχόλιο σ΄ ένα παλιότερο post μου που είχε τον τίτλο "Σνόμπαρε η Ρίτα Αμπατζή το Μάρκο Βαμβακάρη;". Εδώ, συνεχίζω το ίδιο θέμα κάνοντας μιά αναφορά στον
Elia Kazan
Born Elias KazanjoglouSeptember 7, 1909(1909-09-07)Kayseri, Ottoman Empire
Died September 28, 2003 (aged 94)
Όπως σημειώνω στο άλλο post, είναι έως αντιδραστικό να υποστηρίζουμε ότι ένας πολιτισμός είναι ανώτερος κάποιου άλλου, παραβλέποντας τις αιτίες και τις συνθήκες που τον διαμόρφωσαν. Κι όμως, εγώ που λέω έτσι, έπιασα τον εαυτό μου τις προάλλες, να κάνει ακριβώς αυτό. Προσπαθώντας να πείσω, σε κάποια περίπτωση, ότι δεν έχω καμιά διάθεση να καταπιέσω ή να κατέχω έναν άνθρωπο που ανησυχούσε, έστειλα ένα μήνυμα με το κινητό που έλεγε:
Δεν είμαι latino, ούτε καν τυπικός Έλληνας δεν είμαι.
Οι ρίζες μου είναι από μιά πόλη που κάποτε ήταν
κοσμοπολίτικη (Σμύρνη)...
Να λοιπόν οι αντιφάσεις. Μόλις τό΄στειλα, πήγε το μυαλό μου σ΄ένα βιβλιαράκι πόκετ της BELL που το είδα τυχαία να κρέμεται με μανταλάκι σ΄ένα περίπτερο. Ο τίτλος ήταν "Ο Ανατολίτης" του Elia Kazan. Θυμάμαι πόση εντύπωση μου είχε κάνει το απόσπασμα που μεταφέρω. Ο Σταύρος Τοπούζογλου, ήρωας του βιβλίου, είναι Έλληνας από την Ανατολία που μετανάστευσε στις ΗΠΑ στις αρχές του 1900. Κάποια στιγμή τα μπλέκει με μιά Αμερικανίδα, την Αλθέα, κόρη μιάς καλοστεκούμενης οικογένειας. Η μάνα τον σνομπάρει και δε τον θέλει γιά πιθανό μελλοντικό γαμπρό. Η παρακάτω σκηνή εκτυλίσσεται στο σπίτι τους όπου βρέθηκε ο Σταύρος Τοπούζογλου, σε ένα γεύμα και θίγει ακριβώς το θέμα της πολιτιστικής ανωτερότητας και απ΄τις δύο πλευρές.
"...Αφού επιμένεις τόσο", είπε η κυρία Πέρι, "θα σου πω. Είναι αλήθεια ότι απέφευγα να σου μιλήσω, ακόμα και να σε κοιτάξω. Η Αλθέα είναι το μόνο παιδί που έχω. Κάποτε είχα κι ένα γιό. Πέθανε, όπως ξέρεις. Μετά το θάνατό του συγκέντρωσα όλες μου τις ελπίδες στην Αλθέα. Όταν τέλειωσε το πανεπιστήμιο, δεν υπήρχε πιό περήφανη μητέρα από μένα. Δε νομίζω ότι οι ελπίδες που είχα γιά την κόρη μου ήταν παράλογες. Ειλικρινά πιστεύω ότι θα μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα στη ζωή της - να παντρευτεί ένα μεγαλοβιομήχανο ή τον εκδότη μιάς μεγάλης εφημερίδας ή έναν ονομαστό συγγραφέα. Στο κάτω-κάτω, ο προπάππος της ήταν πρόεδρος ενός πανεπιστημίου. Θα μπορούσε ακόμα - και δε νομίζω ότι υπερτιμώ την αξία της - να παντρευτεί τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, αν ήθελε".
Είχε αρχίσει να κλαίει.
"Μητέρα", είπε η Αλθέα, "φτάνει ως εδώ".
"Αυτός μου το ζήτησε", είπε η κυρία Πέρι, "και του κάνω τη χάρη να του απαντήσω. Πιστεύω μάλιστα ότι θα νιώσω καλύτερα αν πω αυτά που έχω μέσα μου παρά να τα καταπιώ, όπως είπε κι ο πατέρας σου".
Αυτή τη φορά γύρισε και κοίταξε κατάματα τον Σταύρο. "Ναι, θα μπορούσε να τά΄χει κάνει όλα αυτά τα πράγματα. Εκείνη όμως ποιόν πάει και βρίσκει;". Άπλωσε το χέρι της κι έδειξε τον Σταύρο. "Εσένα! Τί θες, νά΄μαι ευτυχισμένη γι αυτό; Δεν είμαι. Νιώθω μιά φοβερή απογοήτευση, πίκρα, μίσος, ακόμα και οργή".
"Πώ, πώ, πώ", είπε ο Σταύρος.
’Έκανα ότι καλύτερο μπορούσα σήμερα", είπε η κυρία Πέρι. "Αυτό θα πρέπει να το παραδεχτείς, Αλθέα. Προσπάθησα, αλλά ο Μόργκαν είχε δίκιο. Δεν τα κατάφερα".
Δεν μπόρεσε να συνεχίσει. μερά φάνηκε να συνέρχεται. Κοίταξε την Αλθέα και είπε: "Φτωχό μου κορίτσι. Κοιτάξτε την, κύριε Αρνές! Δεν είναι όμορφη; Όταν γεννήθηκε είχε ένα φωτοστέφανο πάνω απ΄το κεφάλι της - χρυσά μαλλιά - και το χρώμα του ουρανού στα μάτια της. Τότε είχα πει μέσα μου, "Αυτό το κορίτσι θα κάψει πολλές καρδιές. Ναι, ήταν ένας άγγελος και τώρα είναι στο βόθρο μαζί σας". Κοίταξε πάλι την Αλθέα. "Φτωχό μου κορίτσι", επανέλαβε. "Και τώρα πρέπει να πάω ν΄αλλάξω παπούτσια". Κλαίγοντας με αναφιλητά, σηκώθηκε κι έφυγε από το δωμάτιο.
Ο Σταύρος με το κεφάλι ψηλά, έβγαλε το παπιγιόν του, ξεκούμπωσε το κολάρο του πουκαμίσου και το σακάκι του και μετά κοίταξε το πιάτο με το καμένο κρέας.
"Δε σε θέλουμε άλλο", είπε η Αλθέα στη Ρόντα που είχε έρθει να ρωτήσει αν τη χρειάζονταν. μετά η Αλθέα σηκώθηκε και πήγε ως την πόρτα, λέγοντας στον Σταύρο. "Μπορούμε να κάνουμε ένα περίπατο, αν θες. Έχουμε ώρα και είναι πολύ όμορφο απόγευμα".
Εκείνος δεν της απάντησε. Ύστερα από λίγο βγήκε από την τραπεζαρία, ανέβηκε τις σκάλες και χτύπησε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας της κυρίας Πέρι. Δεν πήρε απάντηση. "Κυρία Πέρι", είπε, "είμαι ο Σταύρος Τοπούζογλου". Το μόνο που άκουσε πίσω από την κλειστή πόρτα ήταν ένα παπούτσι που έπεφτε στο πάτωμα. "Θέλω να σας πω μερικά πράγματα, κυρία Πέρι. Παρακαλώ να μ΄ακούσετε". Μετά δυνάμωσε τη φωνή του γιά να σιγουρευτεί ότι θα τον άκουγε η οικοδέσποινα, η κόρη της που ανέβαινε τις σκάλες, ακόμα κι οι δυό υπηρέτριες που καθάριζαν την τραπεζαρία.
"Θά θελα να ξέρετε, κυρία Πέρι, ότι ανήκω σε μιά πολύ παλιά φυλή ανθρώπων που υπέφεραν αιώνες ολόκληρους δίχως να χάσουν την αξιοπρέπειά τους. Είμαστε φτωχοί, ναι, αλλά έχουμε καθαρό μέτωπο και καθαρή ψυχή. Πολύ καλύτεροι από σας! Αυτό το ανακάλυψα σήμερα. Εμείς έχουμε τρόπους, εσείς όχι. Ποτέ, μα ποτέ, δε θα προσβάλλαμε έναν καλεσμένο στο σπίτι μας. Δεν μπορώ να σας συγκρίνω ούτε με τους χαμάληδες της Κωνσταντινούπολης. Τέτοιος ήμουν κι εγώ...δίχως φαγητό να φάμε, δίχως κρεβάτι να κοιμηθούμε, δίχως καμιά ελπίδα. Αυτοί όμως είναι πιό άνθρωποι από σας και τον άντρα σας. Πρέπει να σας πω ότι είναι τυχερή η κόρη σας που είναι μαζί μου κι όχι εγώ που είμαι μαζί της. Αυτό μην το ξεχνάτε. Δε μου κάνει τιμή που είναι κοντά μου. Εγώ της κάνω τιμή".
Η κυρία Πέρι άνοιξε την πόρτα μ΄ένα χαμόγελο στα χείλια της. Είχε φορέσει ψηλές γαλότσες γιά τον κήπο της, μιά μάλλινη φούστα κι ένα χοντρό πουλόβερ. "Ώρα να δω τα λουλούδια μου", είπε.
Προσπάθησε να περάσει μπροστά από τον Σταύρο, αλλά της έκλεισε το δρόμο.
Τον κοίταξε και το χαμόγελό της ήταν προκλητικό. "Μπορώ να περάσω;" είπε.
"Μιά στιγμή", απάντησε ο Σταύρος. "Η κόρη σας, όπως ξέρετε", επέμεινε μ΄έναν ψυχρό τόνο στη φωνή του - και τώρα η κυρία Πέρι κατάλαβε γιά πρώτη φορά ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν επικίνδυνος - "έχει πάει με πολλούς άντρες. Όχι μ΄έναν, αλλά με πολλούς. Δεν είναι καθαρό κορίτσι. Εγώ όμως θα την πάρω".
Η κυρία Πέρι του έδωσε ένα δυνατό χαστούκι. ΄Οταν της χαμογέλασε, τον ξαναχαστούκισε. "Κι άλλο", της είπε. "Άλλη μιά φορά!"
Η κυρία Πέρι στάθηκε ακίνητη, με το κεφάλι χαμηλωμένο, τρέμοντας.
"Το σκαμπίλι σας δε σημαίνει τίποτα, κυρία Πέρι. Δεν πονάω εγώ. Εσείς πονάτε - και η Αλθέα. Τη βλέπετε που σας κοιτάζει; Αυτά που είπα γιά την κόρη σας είναι αλήθεια, αλλά γιά μένα δεν σημαίνουν τίποτα, επειδή την αγαπώ σαν γυναίκα μου. Γι αυτό σας ζήτησα να την παντρευτώ".