Θ...
ο νταβατζής
_________________________________________________
ένα μικρό διήγημα με αφετηρία τέσσερεις φωτογραφίες
_________________________________________________
ένα μικρό διήγημα με αφετηρία τέσσερεις φωτογραφίες
Φωτο 2. O Θ.... με κουστουμιά και ριγωτή κάλτσα (λεπτομέρεια)
Aκούστε το τραγούδι κάνοντας κλικ στο παρακάτω (συχνά αργεί. αλλά έρχεται...)
Μού΄χει σφηνώσει η φάτσα σου στο κεφάλι.. Εκείνο το χαζογέλιο στο στόμα σου, καθώς βλέπεις τα καμώματα του Μπάτη. Είσαι πολύ νέος. Πόσο νά΄σαι; Ανάμεσα στα 25 και 26; Μαγκάκι. Κάθεσαι εκεί σταυροπόδι, μισός στον ήλιο, μες τη ζέστα που κάθεται σα βαρύ, υγρό σύννεφο πάνω απ΄τον Περαία. Περνάς την ώρα σου, έτσι; Δε βιάζεσαι, γιατί να βιαστείς; Νιάτα έχεις, «αθάνατος» είσαι, νταλκάδες πολλούς δεν έχεις στο κεφάλι. Άλλες «δουλεύουν» γιά πάρτη σου. Η Νίτσα, η Κούλα, η Φωφώ. Γυναικάκια μιά σταλιά, τροφαντά και τσαχπίνικα, που τα βρήκες στις φτωχογειτονιές Δυό απ΄τα νησιά και μιά προσφυγούλα. «Ξένο» κρέας, μεγαλύτερη η περιέργεια γιά τους πελάτες.
Τη Νίτσα τη βρήκες καθώς άπλωνε τη μπουγάδα. Περνούσες από κει και σου γυάλισε. «Τώρα θα σε φτιάξω», σκέφτηκες. «Έλα δω, ρε πιτσιρή. Δως μου λίγο το καθρεφτάκι σου...». «Τί να το κάνεις, ρε κύριος; Είναι δικό μου το καθρεφτάκι». «Έλα δω ρε, δε θα στο φάω, να...», έβαλες το χέρι στη κωλότσεπη. «Τσάκα αυτό το παστέλι. Δικό σου. Να στο δανειστώ θέλω μόνο, δε θα στο πάρω». Ο πιτσιρικάς άρπαξε το παστέλι και τό΄χωσε όλο στο στόμα του, μη τυχόν και μετανιώσεις. «Δε θα μου το φας το καθρεφτάκι, θα με κυνηγάει η αδρεφή μου». «Όχι ρε, θ΄ανέβω εκεί και θα στο ξαναδώσω σε λίγο...».
Σκαρφάλωσες στην απέναντι ψευτοταράτσα που έζεε απ΄τις κουτσουλιές των περιστεριών. Να, η μύγα. Γύρισες το καθρεφτάκι προς τον ήλιο κι έφερες το φωτεινό στίγμα πάνω στ΄απλωμένα ρούχα της μικρής. Το κουνάς πέρα-δώθε. Δε παίρνει πρέφα. Το φέρνεις πάνω της, στο τσίτι που φοράει. Το πας στο λαιμό της, το κατεβάζεις στα στήθια της και τα χαϊδεύεις με φως. Το πας πιό κάτω, στην κοιλιά της. Κλείνεις τα μάτια κι απ΄το φάρυγγά σου βγαίνει ένα ευχαριστημένο «μμμ...». Με μιά απότομη κίνηση το φέρνεις στα μάτια της και την τυφλώνεις. Σηκώνει τ΄αδύνατό της μπράτσο, να προφυλαχτεί απ΄τη λάμψη.
Κοιτάζει ολόγυρα. Αρχίζεις να την παίζεις κι εκείνη εκνευρίζεται. «Έλα, κόφτε το παιχνίδι κι αφείστε με να κάμω τη δουλιά μου», φωνάζει στο κενό. Σηκώνεσαι όρθιος, τεντώνεις το σώμα σου, βάζεις τα χέρια στη μέση. «Γειά σου, μορφονιά», της πετάς.
Τα υπόλοιπα γίναν γρήγορα. Σε βλέπει, χαμογελάει, κατεβαίνεις, πας κοντά της κι αρχινάς το πίτσι-πίτσι.
Το βράδυ βγήκατε βολτίτσα. Εύκολη ήταν. Χαζό. Δε πήρε παραπάνω από μήνα να την ψήσεις. Λογάκια, υποσχέσεις, αισθηματάκι, «γιά λίγο καιρό μόνο, έτσι, να μαζέψουμε μερικά ψιλά για τις ανάγκες μας, γιά να πάμε παραπέρα...» Πάει αυτή. Η Νίτσα...
Η Κούλα ήταν σκληρό καρύδι. Σε τυράνισε. Δε τσίμπαγε σε τέτοια. Σε γούσταρε, αλλά δεν... Έβαλες τα δυνατά σου, τίποτα. Ώσπου, ένα δειλινό, σε μιά απόμερη γωνιά, της έβαλες τον κόφτη στο λαιμό και της σφύριξες στ΄αυτί: «κοίτα, εγώ σου ξηγιέμαι καλά. Αν θες αλλιώτικα, σ΄έφαγα. Θα σε κάνω φέτες κι ας με κλείσουν μέσα!» Λύγισε. Φοβήθηκε. Τα μάτια της υγράθηκαν. Ε, καί;
Η ντουντού Τασώ την πήρε με τα σορόπια. «Δες, τι καλά που σου στέκεται στη μέση. Δαχτυλίδι η μεσούλα σου...αχχχ, νιάτα... Πάρτο, δικό σου είναι. Κοίτα, μόνο γιά 3-4 φορές. Μου έφυγε μιά Μυτιληνιά και μ΄άφησε ρέστη. Ώσπου νάβρω μιά άλλη... μόνο γιά 3-4 φορές. Κανείς δε θα μάθει τίποτα. Στα μουλωχτά. Πάρε κι αυτό». Της έχωσε ένα διπλωμένο χαρτονόμισμα στην παλάμη. Εσύ στεκόσουν στο πλάι κι έσκαγες χαμόγελα. Πάει κι αυτή...
Η Φωφώ... Η Φωφώ ήταν το λουλούδι σου, το σπλάχνο. Στον Παράδεισο σε πήγαινε σα σε κρατούσε στην αγκαλιά της. Από το Μπουνάρμπασι σου έλεγε πως ήταν, ή κάτι τέτοιο...Είχε ένα ελαττωματάκι αλλά, πάει στο διάολο. Κάτι πάθαινε στα καλά καθούμενα, σφιγγόταν κι άρχιζε να τρέμει. Βρε καλή μου, βρε χρυσή μου, τίποτα. «Θα ηπεράσει», σού΄λεγε, «μην ανησυχείς, δε φταις εσύ. Είναι από τότε...» Ήταν εντάξει το Φωφάκι και ζουμπουρλούδικο. Προστασία χρειαζόταν, προστασία της έδωσες και με το παραπάνω.Ορφανή ήτανε, βολική περίπτωση. Μιά μάνα που πρωί-βράδυ ξενόπλενε κι ένα σκαταδρεφάκι μαραμένο, δε μετρούσε.
Ήταν και κάποιος άλλος που την τριγύριζε, ένας μισή μερίδα. Έφαγε μερικές σβουρηχτές, έκανε στη μπάντα.
Κι έτσι, τις έκανες τρεις. Δεν είναι κι άσχημα. Το πουγγί άρχισε να γεμίζει. Οι Κυριακές όμως ήταν γιά τη Φωφώ. Φτιαχνόταν το Φωφάκι, στολιζόταν και σε περίμενε σα τον άγγελο. Την πήγαινες εκεί, στου Μελέτη κοντά στη θάλασσα. Ουζάκι, σαρδελίτσα στα κάρβουνα, δε ζήταγε πολλά. Κι όλο σε κοιτούσε στα μάτια. ΄Οταν κρύωνε την έπαιρνες αγκαλιά κι εκείνη κούρνιαζε και γουργούριζε σα περιστέρι. Ήταν εντάξει το Φωφάκι. Ότι και να της ζητούσες θα τό΄κανε. Σίγουρη.
Όταν έφτασε η στιγμή να της το ρίξεις, την πήγες στη Ραφήνα. Το συνδύασες με το που σού΄χε ΄κονομήσει κάποιος φίλος φίνο μαυράκι. Ήταν πολύ χαρούμενη κείνο το βράδυ. Έστριψες ένα τσιγαρλίκι. «Τί το θέλουμε αυτό; Κι έτσι καλά δεν είμαστε;», σου ψιθύρισε τρυφερά. Καααλά... Την έπιασε το μαυράκι. Όταν της τό΄ριξες, έγινε άσπρη σα το πανί. Ζάλη, κούρνιασμα, τρυφεράδες, πέταξαν μακριά. Μαζεύτηκε κι έκλεισε σαν όστρακο. Εσύ όμως τα κουμαντάρεις αυτά. Το δίπλωσες από δώ, το τύλιξες από κει, το κατάπιε.
Όταν γυρίζατε με τον Πανάγο που σας είχε φέρει, δεν έβγαζε «κιχ». Κράταγε μονάχα το κομένο σου δάχτυλο και τα χέρια της τρέμαν. Τί να γίνει; Η ζωή είναι δύσκολη, έχει απαιτήσεις. Η ζωή δεν είναι περβόλι στρωμένο με λούλουδα...
Έεετσι λοιπόν με τα γκομενάκια. Και τώρα, κάθεσαι ανέμελλος και κάνεις χάζι με τα κόλπα του Μπάτη. Ευχαριστημένος με τον εαυτό σου και πως τά΄χεις βολεμένα. Πιάνει ο Μπάτης το μπαγλαμαδάκι και νταρι-νταντρά, παίζει το δικό σου τραγούδι «Στου Μπεζεστένη την αυλή» του άλλου μόρτη, του Σωτήρη του Γαβαλά. «Έτσι μπράβο, ρε μάγκα», του λες βραχνά και σηκώνεσαι και ρίχνεις και τις βολτίτσες σου.
Aκούστε το τραγούδι κάνοντας κλικ στο παρακάτω:
http://www.fileden.com/files/2008/6/6/1947074/Stou%20Bezesteni%20tin%20avli%20%281932%29.mp3Κρέμεται το βαρύ σύννεφο της ζέστας πάνω από τον Περαία που βράζει. Τα περιστέρια ολόγυρα χοροπηδάνε, τσιμπολογώντας. Λίγο πιό πέρα, μέσα στα νερά της παραλίας, τα φύκια πανε κι έρχονται με αργές, λικνιστικές κινήσεις. Τί καταλαβαίνουν τα φύκια: Τίποτα δε καταλαβαίνουν... Τί να καταλάβουν δηλαδή; Δε τά΄φτιαξε ο Θεός γιά να καταλαβαίνουν. Γιατί τά΄φτιαξε άραγες; Σάμπως ήξερε κι αυτός; Πάντως, ένα είναι το σίγουρο, ότι δε σκαμπάζουν γρυ. Σάμπως όλ΄αυτά τα κορόιδα στα Λεμονάδικα σκαμπάζουν; Τον κακό τους τον καιρό. Μιά ζωή μες τα λεμόνια... ουστ! Τράβα ΄συ, ρε Θ..., τράβα το δρόμο σου όπως ξέρεις. Ασ΄ τους κοροιδόμαγκες και, τράβα στο δρόμο σου. Έτσι και βρίσκαμε πεντέξη γυναικάκια ακόμα, θά΄ταν πρίμα. Ποιός μας έπιανε μετά... Θ' ανεβοκατέβαινα με κούρσα στα καμπαρέ στην Αθήνα, με απλωμένες τις αρίδες. Μιά σήμερα, άλλη αύριο. Τί λέω; M΄άλλη θα ανέβαινα και μ' άλλη θα κατέβαινα στον Περαία. ΄Κείνα τ΄αμπέλια της θειάς, που θα μου πάνε... Τι τα θέλει, γριά γυναίκα; Oύτε παιδιά έχει, ούτε σκυλιά. Δώστα, μωρή καρακάξα στ΄ανηψάκι σου που είναι μες τη βράση του... Τι κωλοζέστη... Θα πα να ρίξω έναν υπνάκο, νά΄μαι φρέσκος το βραδάκι όταν θα πάω στα κορίτσια να μαζέψω τη σοδειά, να δω πως τα πάνε. Μετά, στο σινάφι, να τα κοπανίσουμε.
Σήμερα είναι Τρίτη, 18 του Αυγούστου του ΄34. Όλα παν μιά χαρά. Ποιός ο λόγος γιά νταλκάδες;
Aκούστε το τραγούδι κάνοντας κλικ στο παρακάτω:
http://www.fileden.com/files/2008/6/6/1947074/Ade%20re%20morti%2C%20Piraiwti%20%281931%29%20Arapakis.mp3