Με μιά νέα και επιθετική ματιά - Thtough a New and critical point of view
Σάββατο 31 Ιουλίου 2010
Πέμπτη 29 Ιουλίου 2010
Ο Νούρος
και
η αποτυχία μου...
_____________
_____________
Τον Κώστα Μασσέλο (Νούρο ) τον ανακάλυψα πολύ αργά. Υπήρχε ανάμεσα στα τραγούδια που μάζευα, αλλά τ΄αυτιά μου ήταν "βουλωμένα". Δε καταλάβαινα. Τον είχα κατατάξει στην κατηγορία (α)μανέδες και οι μανέδες ήταν κάτι μελαγχολικό και αργό για μένα, ενώ εγώ έτρεχα για να προλάβω... Όλα τα πράγματα όμως έχουν την ώρα τους.
Όταν άρχισα να τον ψάχνω, κατάλαβα πως κάτι ιδιαίτερο έτρεχε μ΄αυτόν. Φόρεσα ακουστικά και τον άκουγα, ξανά και ξανά, τα βράδια με κλεισμένα τα φώτα Και βρήκα. Πρόσεξα τις μοναδικές διακυμάνσεις της φωνής του, τα πράγματα που μισολέει, πετώντας υποννοούμενα, άκουσα ακόμα και τη δυσκολία του να προφέρει κάποιους φθόγγους. Έψαξα τις φωτογραφίες του, τις εξέτασα με μεγεθυντικό φακό, μπήκα μέσα στις κόρες των ματιών του, σύνθεσα και φαντάστηκα προσπαθώντας να καλύψω τα κενά της ζωής του.
Σκάρωσα κι ένα διηγηματάκι που μπορείτε να το διαβάστε στο αποκάτω link
Ο Νούρος ήταν ένα γοητευτικό πρόσωπο για να γράψει κανείς ένα βιβλίο γι αυτόν. Έχει και κάτι ιδιότυπο. Ήταν ένας παλιός άνθρωπος, γεννήθηκε το 1892 και ταυτόχρονα, με κάποιο τρόπο και με σημερινή ματιά, είναι σύγχρονος για δυό λόγους.
Ο ένας, ότι ήταν το μοναδικό όνομα της δισκογραφίας για το οποίο ήταν ανοιχτά γνωστό πως ήταν αμφι και δε το έκρυβε
και ο άλλος, ότι τραγούδησε μιά σειρά από καταπληκτικούς μανέδες, με τη συνοδεία του Ογδοντάκη στο βιολί, όπου κάνει κάποια φωνητικά τολμήματα που κανείς άλλος σύγχρονός του δε τα τόλμησε. Επιπλέον, άλλαζε, συμπλήρωνε ή έγραφε δικούς του απλούς στίχους στους μανέδες, περνώντας, σε κάποιους απ΄αυτούς, μικρά κι αδιόρατα μηνύματα για τη ζωή του και ότι πέρασε.
Είναι όμως δύσκολος για μη εξασκημένο και γαλήνιο αυτί.
Έκανα ότι μπορούσα ως τώρα για να τον πλασάρω, αλλά απέτυχα.
Για όσους/ες έχουν υπομονή και περιέργεια,
υπάρχει ένας κήπος ανοιχτός που σας περιμένει...
Tο σύνδρομο του "συγκλονιστικού"
και ο Μάρκος Βαμβακάρης
Όσο κι αν ακουστεί τραβηγμένο απ' τ' αυτιά, είμαστε ακόμα "θύματα", σ' ότι αφορά (και) το ρεμπέτικο, του νόμου λογοκρισίας του Ι. Μεταξά (1937). Και ακόμα, "θύματα" του απόηχου της Καταστροφής του ΄22, του βάρους (αλλά και της πάσης φύσεως ΠΡΟΟΔΟΥ) πού έπεσε στην Ελλάδα από τον ερχομό τόσων ΕΛΛΗΝΩΝ προσφύγων από τη Μικρασία (ένας στους τέσσερεις κατοίκους στην Ελλάδα ήταν πρόσφυγας). Eίμαστε ακόμα "θύματα" της στάσης απέναντι στη μουσική τους που δε τη θεωρούμε δικιά μας, του τρόπου που τραγούδαγαν που δε τον θεωρούμε δικό μας, των εξαίσιων φωνών τους που δε μοιάζαν με τις φωνές της ελλαδίτικης μαγκιάς.
Τα λέω όλ' αυτά με τόση σιγουριά γιατί, τηρουμένων των αναλογιών, τα νιώθω στο πετσί μου, ζώντας σε μιά χώρα όπου ο ένας στους εννιά είναι ξένος. Η γλώσσα μου, η προφορά μου είναι άψογες, αλλά με βλέπουν σα ξένο σώμα (ΚΑΙ ΕΙΜΑΙ!) Λέω πράγματα που είναι ασυνήθιστοι ν' ακούν, τους μπερδεύω... Πρόβλημά τους. Αυτοί χάνουν, όχι εγώ...
Στα 1932 λοιπόν, μετά και από επιμονή του ανοιχτομάτη και "πολύχρωμου" Μικρασιάτη Σπύρου Περιστέρη, ο Μάρκος Βαμβακάρης γράφει, σε ηλικία 27 χρονώ, τον πρώτο του δίσκο. Ο φουκαράς, ποτέ δε φανταζόταν ότι η βραχνή φωνή του θα άρεζε. "Όχι, αυτή τη φωνή σου θέλουμε", του είπαν. Και άρχισε ο άνθρωπος. Η συνέχεια είναι γνωστή.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης θεωρείται σαν η αρχή του παντός, ο γενάρχης, ο Δίας, ο πρωτεργάτης, ό έτσι, ο αλλιώς, ο "Συμπαντάρχης", όπως τον βάφτισαν τελευταία στα chat foroum.
Ο άνθρωπος ήταν ταλέντο, όντως, και με φωτιά που τον έκαιγε. Και πονηρός και δημιουργικός και πολυμήχανος και με έμπνευση και... και... και...
Το σημείωμα όμως αυτό δεν έχει σα σκοπό να προστεθεί στα άλλα θριαμβικά και δοξολογικά. Αρκετά έχουν γράψει και πει άλλοι. Σκοπός είναι η εστίαση στο "σύμπλεγμα του συγκλονιστικού"
Aυτό που είναι πολύ σημαντικό και μοναδικό με το Μάρκο είναι δυό πράγματα που τόλμησε:
1. έκθεσε την προσωπική ζωή του στο φως μέσα απ' τα τραγούδια του και,
2. έκανε κάτι που κανένας άντρας (και δη πατέρας) δε τολμάει να το κάνει. Διηγήθηκε τις περιπέτειές του. Εννοώ την εξάρτηση από το χασίσι και τις ερωτικές του περιπέτειες.
Οι όμοιοί του κάναν τα ίδια, αλλά δε τόλμησαν, γιά διάφορους λόγους. Ο Μάρκος τό'κανε και δε περιαυτολόγησε. Εκεί, του αξίζει ένα μεγάλο ΜΠΡΑΒΟ! Οι "δραματουργίες" γι αυτά που "πέρασε" απ' τις γυναίκες, δε χρειάζονται. Άλλωστε, ο τρόπος που σχολιάζονται κρύβει (τι κρύβει, μπαμ κάνει) τον υπόγειο τρόμο γιά το γυναικείο φύλο, αυτό το "αναγκαίο κακό", όπως γράφαν στην αρχαιότητα. Ο Μάρκος τουλάχιστο τόπε ανοιχτά, "εγώ τις φοβάμαι τις γυναίκες". Αυτό, κανείς άλλος δε το ξεστόμισε.
Τελειώνοντας, οι "περιπέτειες" του Μάρκου δεν είναι "συγκλονιστικές". Είναι οι περιπέτειες ενός ανθρώπου που μπήκε με τα μούτρα μες τη ζωή και γνώρισε την πιάτσα απ' την καλή της. Και όλο αυτό το΄κανε έργο. Δε μας αρκεί αυτό;
Και, για να πούμε "του στραβού το δίκιο", αυτά που "πέρασε ο Μάρκος ακούγονται αστεία αν τα συγκρίνουμε μ΄αυτά που πέρασαν οι ΕΛΛΗΝΕΣ πρόσφυγες, επειδή κάποιοι χτίζαν όνειρα κι όταν αυτά γκρεμίστηκαν τους παράτησαν σύξυλους, μπήκαν στα πλοία τους και γύρισαν πίσω, αφήνοντάς τους στα μαχαίρια και στις φλόγες...
Τα λέω όλ' αυτά με τόση σιγουριά γιατί, τηρουμένων των αναλογιών, τα νιώθω στο πετσί μου, ζώντας σε μιά χώρα όπου ο ένας στους εννιά είναι ξένος. Η γλώσσα μου, η προφορά μου είναι άψογες, αλλά με βλέπουν σα ξένο σώμα (ΚΑΙ ΕΙΜΑΙ!) Λέω πράγματα που είναι ασυνήθιστοι ν' ακούν, τους μπερδεύω... Πρόβλημά τους. Αυτοί χάνουν, όχι εγώ...
Στα 1932 λοιπόν, μετά και από επιμονή του ανοιχτομάτη και "πολύχρωμου" Μικρασιάτη Σπύρου Περιστέρη, ο Μάρκος Βαμβακάρης γράφει, σε ηλικία 27 χρονώ, τον πρώτο του δίσκο. Ο φουκαράς, ποτέ δε φανταζόταν ότι η βραχνή φωνή του θα άρεζε. "Όχι, αυτή τη φωνή σου θέλουμε", του είπαν. Και άρχισε ο άνθρωπος. Η συνέχεια είναι γνωστή.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης θεωρείται σαν η αρχή του παντός, ο γενάρχης, ο Δίας, ο πρωτεργάτης, ό έτσι, ο αλλιώς, ο "Συμπαντάρχης", όπως τον βάφτισαν τελευταία στα chat foroum.
Ο άνθρωπος ήταν ταλέντο, όντως, και με φωτιά που τον έκαιγε. Και πονηρός και δημιουργικός και πολυμήχανος και με έμπνευση και... και... και...
Το σημείωμα όμως αυτό δεν έχει σα σκοπό να προστεθεί στα άλλα θριαμβικά και δοξολογικά. Αρκετά έχουν γράψει και πει άλλοι. Σκοπός είναι η εστίαση στο "σύμπλεγμα του συγκλονιστικού"
ΤΙ ΚΑΝΑΝ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΟΝ ΜΑΡΚΟ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ (σύμφωνα με στίχους του)
- τον παίδεψαν
- τον έκαναν κομμάτια
- τού΄καναν πείσματα
- τον βασάνισαν
- του χαράμισαν τα νιάτα του
- γύρισαν κι είπαν σ΄άλλους τι τού'χουν καμωμένα
- τον πλήγωσαν
- τον έκαναν να γυρίζει σα τρελό
- τού'καψαν βαθιά τα σωθικά
- τον μαράζωσαν
- του την κοπάνησαν
- τον καραβοτσάκισαν
- τον φαρμάκωσαν
- τον παλάβωσαν
- του πέρασαν χαλκά απ' τη μύτη
- τον νταλκάδιασαν
- του λειώσαν το κορμί
- του ραϊσαν την καρδιά και πολλά άλλα...
Aυτό που είναι πολύ σημαντικό και μοναδικό με το Μάρκο είναι δυό πράγματα που τόλμησε:
1. έκθεσε την προσωπική ζωή του στο φως μέσα απ' τα τραγούδια του και,
2. έκανε κάτι που κανένας άντρας (και δη πατέρας) δε τολμάει να το κάνει. Διηγήθηκε τις περιπέτειές του. Εννοώ την εξάρτηση από το χασίσι και τις ερωτικές του περιπέτειες.
Οι όμοιοί του κάναν τα ίδια, αλλά δε τόλμησαν, γιά διάφορους λόγους. Ο Μάρκος τό'κανε και δε περιαυτολόγησε. Εκεί, του αξίζει ένα μεγάλο ΜΠΡΑΒΟ! Οι "δραματουργίες" γι αυτά που "πέρασε" απ' τις γυναίκες, δε χρειάζονται. Άλλωστε, ο τρόπος που σχολιάζονται κρύβει (τι κρύβει, μπαμ κάνει) τον υπόγειο τρόμο γιά το γυναικείο φύλο, αυτό το "αναγκαίο κακό", όπως γράφαν στην αρχαιότητα. Ο Μάρκος τουλάχιστο τόπε ανοιχτά, "εγώ τις φοβάμαι τις γυναίκες". Αυτό, κανείς άλλος δε το ξεστόμισε.
Τελειώνοντας, οι "περιπέτειες" του Μάρκου δεν είναι "συγκλονιστικές". Είναι οι περιπέτειες ενός ανθρώπου που μπήκε με τα μούτρα μες τη ζωή και γνώρισε την πιάτσα απ' την καλή της. Και όλο αυτό το΄κανε έργο. Δε μας αρκεί αυτό;
Και, για να πούμε "του στραβού το δίκιο", αυτά που "πέρασε ο Μάρκος ακούγονται αστεία αν τα συγκρίνουμε μ΄αυτά που πέρασαν οι ΕΛΛΗΝΕΣ πρόσφυγες, επειδή κάποιοι χτίζαν όνειρα κι όταν αυτά γκρεμίστηκαν τους παράτησαν σύξυλους, μπήκαν στα πλοία τους και γύρισαν πίσω, αφήνοντάς τους στα μαχαίρια και στις φλόγες...
Δευτέρα 26 Ιουλίου 2010
H
γιορτή των πέντε
φεγγαριών
Γιορτή έχει απόψε και το σπίτι το δίπατο, ανασηκωμένο στον αέρα είναι. Πέρα-δώθε λικνίζεται, κορδέλες κόκκινες κρέμονται και ανεμίζουν.
Σούρουπο είναι, έτοιμος ο ήλιος να βουτήξει στα νερά, ο κόσμος βολτατζάρει στην παραλία, κανείς δε το βλέπει. Μόνο εσείς (;), εγώ κι αυτοί που θά΄ρθουν.
Μακριές σειρές από πολύχρωμα λαμπιόνια ανάβουν, κρέμονται απ΄τους τοίχους και μέσα συνεχίζουν, πίσω στην αυλή, πάνω από ένα μακρύ τραπέζι, στρωμένο από τους δυό μερακλήδες που κατοικούν στο σπίτι. Κάθονται, τα λένε, γελάνε, η ώρα έχει πάει οχτώ και να, που αρχίζουν νά΄ρχονται. Με άμαξες έρχονται στολισμένες, τ΄αλόγατα χρεμετίζουν κι από ψηλά κατεβαίνουν σε πομπή.
Φορτωμένοι με καλούδια είναι, στ΄άσπρα ντυμένες οι γυναίκες, με πούλιες που αστράφτουν κι οι άντρες με σιδερωμένα πουκάμισα και τα παιχνίδια τους, τα όργανα.
Και μπαίνουν ένας-ένας στην αυλή με χαράς και λαχτάρας φωνές που τόσα χρόνια δεν ειδώθηκαν. Αγκαλιάζονται, φιλιούνται, "εχ, μπρε μάτια μου, ΄πο πότε έχω να σε ιδώ;", "πούν΄το βιολάκι σου;", "Μαρίκα, τι μαγουλάκι είν΄αυτό, σουλτάνα μου, καθρέφτης!", "ελάτε, ελάτε, από δω οι δυό αδερφές, ως κι ο πατέρας σας θά΄ρθει εδώ απόψε".
Ο ένας απ΄τους δύο μερακλήδες ανοίγει τα μακριά τα μπράτσα του και χάνεται μες την αγκαλιά του ο κοντόσωμος με τα σκαλωτά μαλλιά και ένα "ώωωωωωωπα, ο Μήτσος μου ο Ατρ..., έδώ, κοντά μου σε θέλω απόψε!"
Ο άλλος ο μερακλής παίρνει το βιολί του και μπαίνει μες το σπίτι. Τις σκάλες ανεβαίνει, φτάνει στην κορφή, το πορτάκι της στέγης ανοίγει, βγαίνει πάνω της και φωνάζει κάτω στην αυλή:
- "Απόψε, πατριώτισσες και πατριωτάκια, είν΄η βραδυά των πέντε φεγγαριών μας. Γιά ν΄ανταμώσουν οι ψυχές μας και να τραγουδήσουμε ως τα χαράματα. Όσο και να φωνάξουμε, κανείς δε μας ακούει. Το φωτισμένο σαράι μας θα το πάρει το βραδινό αεράκι και θα το σεργιανίσει πάνω απ΄όλους τους αγαπημένους τόπους μας. Θα το πάει και πάνω από βουνά και κάμπους, εκεί που κάποτε συρθήκαμε, εκεί που πλανιούνται οι ψυχές εκεινώνε που χάθηκαν. Αλλ΄όλ΄αυτά είναι περασμένα κι απόψε θα το κάψουμε το πελεκούδι... Τώρα, Καριπάκι, μ΄ακούς, εκεί κάτω; Εγώ θα σου παίζω από δω πάνω κι εσύ θα το πεις, από κει κάτω. Πάμε, Καρίπη, το Μπάλλο Μαστίχα...
- Πά, λωλάθηκε τ΄Ογδοντάκι, ξεκαρδίστηκαν όλες κι όλοι.
Ο βιολιτζής απ΄τη στέγη κατεβαίνει, το φαγοπότι και τα παιχνίδια αρχινάνε.
Αλλά εσύ, σιωπηλό και λευκό φεγγάρι μου, δες αυτά τα χωρίς βάρος, αλλά όχι άνυδρα, σώματα, δες αυτό το φωτισμένο σαράι που γλυστράει στον αέρα, μ΄ένα σωρό ανθρώπους - άνθη των βυθών της μουσικής, τις κορδέλες π΄ανεμίζουν κι αυτή τη μοναχική, ξυπόλητη σκιά που δε γλεντάει με τους άλλους, αλλά σπρώχνει το σπίτι μουρμουρίζοντας λόγια μυαλού σαλεμένου...
Τρίτη 20 Ιουλίου 2010
Δευτέρα 19 Ιουλίου 2010
Είναι νοσταλγικό αυτό το blog;
H νοσταλγία είναι προσευχή σε πεθαμένους ιστούς. Έρχεται όμως από μόνη της, δε μας ρωτάει. Μιλάμε γιά νοσταλγίες μακρινών πραγμάτων, όχι γιά το περσινό νησί ή το προπέρσινο ηλιοβασίλεμα. Το μυαλό έχει τους δικούς του νόμους. Κάθε δεκαετία (;) κουνιέται απ' τη θέση του, παίρνει μιά άλλη στάση. Επανατοποθετείται, αλλάζει τρόπο θέασης, επεξεργάζεται διαφορετικά. Εμείς, μπορεί περί άλλων να τυρβάζουμε, αλλ' αυτό κάνει τη δουλιά (με ιώτα) του. Θέλει άλλα, θέλει λιγότερα, έχει μάθει και δε την πατάει το ίδιο εύκολα. Αν τα αντιλαμβανόμαστε όλ' αυτά, είναι μιά άλλη ιστορία. Αν ναι, κατά κανόνα, εισπράττουμε αρνητικά τις αλλαγές του μυαλού μας. Νομίζουμε πως μεγαλώνουμε, πως γερνάμε. Το ίδιο πιστεύουν και οι γύρω μας. "Πάει αυτός/ή, τραβήχτηκε", μουρμουρίζουν και συνεχίζουν οι ίδιοι το τρέξιμο, το λαχάνιασμα, το πέσιμο στις ίδιες λακούβες...
Η νοσταλγία σε βγάζει έξω από το ρινγκ της πυγμαχίας της ζωής. Το θέμα είναι όμως, ποιά είναι η ζωή; Μέσα στο ρινγκ ή έξω από το ρινγκ;
Η νοσταλγία μπορεί να σε κολλήσει σε κάτι και να μη ξεκολλάς με τίποτα. Νά'σαι μέσα στο βούρκο της και να παραδέρνεις, ενώ σε τραβάει όλο και πιό κάτω, να μιξοκλαίς γιά πράγματα χαμένα.
Το blog αυτό δεν έχει σχέση με τέτοιου είδους νοσταλγίες. Μιλάει γιά επιστροφές σε αλήθειες, απ' αυτές που τις βάζουμε στη μπάντα, γιατί δε προλαβαίνουμε να τις επεξεργαστούμε. Μιλάει γιά νοσταλγίες δημιουργικές, αιχμηρές, εκδικητικές, φλεγόμενες, που βάζουν μπροστά άγρια σκαψίματα στο υποσυνείδητο γιά να ξεθάψουν τιμαλφή μνήμης που είχαν σκεπαστεί από αδιάφορες αηδίες, κουτές προσμονές, φρούδες ελπίδες, επενδύσεις σε τρύπια χαρτιά. Μιλάω γιά νοσταλγίες εξέγερσης, γιά αναρχικές νοσταλγίες, γιά μεγάλα ΟΧΙ!
Αν, ανάμεσα σ' όλ' αυτά υπάρξουν και κάποια υγρά που θυμίζουν δάκρυα, καλά είναι κι αυτά. Εκτονώνεται κανείς με τα δάκρυα...
Πέμπτη 15 Ιουλίου 2010
Tί θα κάνουμε;
Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου να μην ανακατέψω την επικαιρότητα στα blogs μου, αλλά ήταν κάτι ουτοπικό. Έτζι, μπαίνω λίγο και προσεκτικά σ΄αυτήν, δίχως αυτό να σημαίνει πως μου τελειώνουν τα θέματα για το Ρεμπέτικο. Κάθε άλλο.
Σκέφτομαι λοιπόν πως η αρχή της σκοτεινής οικονομικής κατάστασης που βρισκόμαστε είναι μιά μοναδική ευκαιρία γιά ένα ξεκίνημα μιάς γενικής ανασυγκρότησης. Όχι οικονομικής, γιατί αυτό δε πρόκειται να γίνει, δεν υπάρχουν τέτοιες ελπίδες, απλά θα μπει μιά "τάξη", όχι μόνο σ΄εμάς αλλά σ΄όλη την Ευρώπη, πριν πάει και παραπέρα. Εννοώ μιά γενικότερη ηθική ανασυγκρότηση.
Μού΄ρχεται βέβαια να βάλω τα γέλια γιατί ούτε κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει. Αν υποθέταμε, θεωρητικά, ότι από σήμερα και πέρα βάζαμε μπρος με νέες αρχές, σε σαράντα χρόνια θα βλέπαμε τα πρώτα θετικά αποτελέσματα.
Αλλά, ας κάνουμε πως το ξεχνάμε αυτό. Θέλω μονάχα να πω πως, για πάρα πολλά χρόνια ρίχναμε τα βάρη στους "άλλους", οποιοιδήποτε κι αν ήταν αυτοί, αρνιόμασταν και συνεχίζουμε να αρνιόμαστε να δούμε πως είμαστε εμείς οι ίδιοι σαν άτομα. Σα να μην έχουμε καθόλου προσωπική ευθύνη, σα να είμαστε φύλλα που τα παρασέρνει ο αέρας. Δεν εννοώ μονάχα τη στάση μας απέναντι στο υποτιθέμενο κράτος, Εννοώ και τις σχέσεις ανάμεσά μας, το σβύσιμο των ελπίδων για το μέλλον των νέων, την κατάληψη θέσεων με μέσον, το μανάβη στις λαϊκές αγορές που φωνάζει "πάρτε, μόνο με ένα ευρούλι" κτρ. Ο κατάλογος μπορεί να συνεχιστεί ως το άπειρο.
Δε θα πω πολλά, ήθελα μόνο να εστιάσω στο ότι έχουμε, από παλαιόθεν, μιά πολύ κακή φήμη σα λαός. Ας μην αρχίσουμε με τα γνωστά, "ποιοί είναι αυτοί που θα μας κρίνουν;", "δε κοιτάν καλύτερα τα μούτρα τους..." κλπ.
Ένας απ΄τους λόγους αυτού του σημειώματος είναι να σας δείξω, έτσι ενδεικτικά, μερικά λήμματα από ένα Λεξικό, το παρακάτω:
Cassell´s
Dictionary of
SLANG
Jonathan Green
1998
Greek n. a cunning(=πονηρός), sly(= μπαμπέσης, κατεργάρης) individual, especially a gambler or swindler (= απατεώνας) - η άποψη αυτή εδράζεται ήδη από τον 16ο αιώνα(...), σύμφωνα με το λεξικό.
Greek n. 1930 και μετά, 1. a person who engages in anal intercourse ( = πρωκτική συναλλαγή), not necessarily but usu. a homosexual. 2. anal intercourse; often used on a prostitute´s "bil of sale". (the identification of Greeks with homosexuality)
Greek adj., 1930 και μετά,. A generic term for homosexual
Greek 1930 και μετά, (gay) to engage in pederasty
Greek back (or MEDITERRANEAN BACK) 1970 και μετά, (Austr.) a supposedly fake illness or incapacity, used to justify malingering ( = σκασιαρχείο απ΄τη δουλειά), apparently by Italians, Greeks, Yugoslavs and others seen as lazier than "White" Australians.
Greek culture,1930 και μετά, anal intercourse, usu. in homosexual advertisement use.
Ανθελληνισμός;
Πολύ τριμένη λέξη, δε συμφωνείτε;
Αυτά τα ολίγα.
Με τις υγείες μας...
(συνεχίζεται)
(συνεχίζεται)
Αφιερωμένο
στη
Μαρίκα Καναροπούλου
Καθώς τουμπάρει ανάποδα η νύχτα σου, Μαρίκα,
φωσφορικά χταπόδια απλώνοντας στον ουρανό.
Υψώνεται η πάλλουσα φωνή σου
κι οριστικά διαιρεί το υπόλοιπο στα δυό.
Ένα η άδεια παρουσία σου
κι ένα γιά τα δυό σου κεντημένα πασουμάκια.
Τότε, παύει να ξεχωρίζει το άσπρο φως από το μαύρο,
το 1914 από το 1990.
Γέρνουν τα μαύρα μάτια σου
και η ψυχή σηκώνεται ανάλαφρη,γυρίζοντας εκεί που ανήκει.
Κι όμως...
_________________
αυτοκριτικός αντίλογος
στη παραπάνω
και παρακάτω
ανάρτηση
και παρακάτω
ανάρτηση
Όταν αρχίζει κανείς και κατακρίνει τους νέους ανθρώπους, τότε συμβαίνουν τα παρακάτω:
έχει ξεχάσει κανείς τα αντίστοιχα νεανικά δικά του και, καθαγιάζοντας ότι βολεύει να θυμάται, εκνευρίζεται επειδή οι σημερινοί νέοι δε κάνουν τα ίδια ή παραπλήσια,
ουσιστικά, έχει αρχίσει να γερνάει και δε καταλαβαίνει τις επήρρειες των εξελίξεων και των καθημερινών γεγονότων. Δε παρακολουθεί τον καταιγισμό "πληροφόρησης" και αλλοτρίωσης στην οποία υπόκεινται καθημερινά τα νέα άτομα και ξεχνάει ότι οι μηχανισμοί άμυνας είναι πολύ μειωμένοι, αν όχι ανύπαρκτοι, στις νεανικές ηλικίες,
ξεχνάει, ή θέλει να ξεχνάει, πόσο απίστευτα μουχλιασμένος, υπναλέος και βαρετός είναι ο καθημερινός λόγος μέα απ΄όλα τα media, ξεχνάει ότι δεν έχουμε απολύτως τίποτα να προτείνουμε τους νέους και κατακρίνουμε τους νέους τρόπους που χρησιμοποιούν για να επικοινωνούν
κι ακόμα, παραμερίζουμε το μικρό ή μεγάλο μερίδιο προσωπικής ευθύνης για το ότι ο κόσμος έγινε τόσο αφελής όσο είναι σήμερα.
Ας θυμόμαστε πως life is easy with eyes closed και, διαβάστε τους παρακάτω στίχους:
Χαλίλ Γκιμπράν - Για τα παιδιά |
Τα παιδιά σου δεν είναι παιδιά σου Είναι οι γιοι και οι κόρες της λαχτάρας της Ζωής για τη Ζωή. Δημιουργούνται διαμέσου εσένα, αλλά όχι από σένα Κι αν και βρίσκονται μαζί σου, δε σου ανήκουν. Μπορείς να τους δώσεις την αγάπη σου, αλλά όχι τις σκέψεις σου Αφού ιδέες έχουν δικές τους. Μπορείς να δίνεις μια στέγη στο σώμα τους, αλλά όχι και στις ψυχές τους Αφού οι ψυχές τους κατοικούν στο σπίτι του αύριο που εσύ δεν πρόκειται να επισκεφτείς ούτε και στα όνειρά σου. Μπορείς να προσπαθήσεις να τους μοιάσεις αλλά μη γυρέψεις να τα κάνεις σαν εσένα Αφού η ζωή δεν πάει προς τα πίσω ούτε ακολουθεί στο δρόμο του το χτες Είσαι το τόξο από το οποίο τα παιδιά σου ωσάν ζωντανά βέλη ξεκινάνε για να πάνε μπροστά. Ο τοξότης βλέπει το ίχνος της τροχιάς προς το άπειρο και κομπάζει ότι με τη δύναμή του τα βέλη του μπορούν να πάνε γρήγορα και μακριά. Άς χαροποιεί τον τοξότη ο κομπασμός του Αφού ακόμα κι αν αγαπάει το βέλος που πετάει έτσι αγαπά και το βέλος που μένει στάσιμο." Χαλίλ Γκιμπράν Ο Προφήτης |
Τί θα κάνουμε; (2)
Το λιγότερο που θα μπορούσα να ονομάσω πολιτισμό, βάζοντας και το επίθετο "ζωντανό" μπροστά του είναι, όχι μόνο εκτίμηση αλλά και επανεκτίμηση των παραδόσεων παραπέρα εξέλιξη, με τον πρέποντα σεβασμό. Όχι τον απελπισμένο εναγκαλισμό αυτών που φτιάχτηκαν στο παρελθόν. Για να γίνουν όμως αυτά απαιτείται παιδεία.
Το παρακάτω video περιέχει ένα τραγούδι σεμνό και πολύ όμορφο, πριν το ξανακούσουμε σε "βελτιωμένη" και "καθώς πρέπει" μορφή.
Ας αφήσουμε ασχολίαστες τις ανάκατες φωτογραφίες που, αν μη τι άλλο, αναδαυλίζουν και κρατούν μνήμες που δε πρέπει να ξεχνιούνται, αλλά δε βοηθάει σε τίποτα να τις έχουμε αναρτημένες σε πρώτο επίπεδο. Μετά, ακούμε το γνωστό μαγκίτικο λόγο του Γ. Ζαμπέτα που αναφέρεται στην απελπισμένη επιμονή του Στράτου Παγιουμτζή να συνεχίσει να τραγουδάει. Ο Στράτος διατηρούσε την υπέροχη φωνή του, αλλά οι καιροί είχαν αλλάξει και δεν είχε πιά δίπλα του ανθρώπους ικανούς να τον καθοδηγούν, όπως ο Βασίλης Τσιτσάνης. Αντίστοιχα κατοπινότερα παραδείγματα είχαμε με τη Β. Μοσχολιού, έπειτα από τη συνεργασία της με τον Ξαρχάκο που την καθοδήγησε στο πως να τραγουδήσει άψογα το "Βάλε κι άλλο πιάτο στο τραπέζι",
Ας αφήσουμε ασχολίαστες τις ανάκατες φωτογραφίες που, αν μη τι άλλο, αναδαυλίζουν και κρατούν μνήμες που δε πρέπει να ξεχνιούνται, αλλά δε βοηθάει σε τίποτα να τις έχουμε αναρτημένες σε πρώτο επίπεδο. Μετά, ακούμε το γνωστό μαγκίτικο λόγο του Γ. Ζαμπέτα που αναφέρεται στην απελπισμένη επιμονή του Στράτου Παγιουμτζή να συνεχίσει να τραγουδάει. Ο Στράτος διατηρούσε την υπέροχη φωνή του, αλλά οι καιροί είχαν αλλάξει και δεν είχε πιά δίπλα του ανθρώπους ικανούς να τον καθοδηγούν, όπως ο Βασίλης Τσιτσάνης. Αντίστοιχα κατοπινότερα παραδείγματα είχαμε με τη Β. Μοσχολιού, έπειτα από τη συνεργασία της με τον Ξαρχάκο που την καθοδήγησε στο πως να τραγουδήσει άψογα το "Βάλε κι άλλο πιάτο στο τραπέζι",
και το Γρ. Μπιθικότση που άγγιξε τα όριά του στις συνεργασίες του με το Μ. Θεοδωράκη.
Στη συνέχεια λοιπόν ακούμε ξανά το ίδιο τραγούδι και κάποιον (Προβιάς) που χορεύει ένα ζεϊμπέκικο. Ένας μεγάλος, σφιγμένος άνθρωπος που, ξέροντας ότι τον παίρνει η κάμερα, προσπαθεί να καμωθεί μεράκια και ντέρτια και να εντυπωσιάσει, κάνοντας πηδηματάκια και φιγούρες που δεν είναι της ηλικίας του, αλλ΄αυτός δε τα βάζει κάτω...
Εκείνο που είναι ενδιαφέρον είναι τα μπερδεμένα σχόλια διαφόρων νέων παιδιών που, αν αντέξετε, μπορείτε να τα διαβάσετε κάνοντας κλικ στο video για να σας πάει στη σελίδα του youtube. Ανασύρω ένα, έχει, που δείχνει καθαρά το νεανικό στείρο κι θανάσιμο ενγκαλισμό της τυπικής ελληνικής θέσης, απέναντι σ΄αυτό που νομίζουμε πως είμαστε και στο πως μας βλέπει η... Ευρώπη.
Τό΄χω πει, θα το ξανα πω, και θα το λέω όσο βλέπω Ζεϊμπεκιά!
ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΤΟΥΣ...
Ακόμα διδάσκουμε πολιτισμό αλλά δε το έχουμε πάρει χαμπάρι!
Όλοι αυτοί οι ασπρουλιάρηδες, με όσα πανεπηστήμια και να βγάλουν
ποτέ δε θα καταλάβουν ΜΙΑ λέξη "ΝΤΑΛΚΑΣ"
Αν αναλύσει κανείς τα παραπάνω λόγια, δει την ορθογραφία και την επιλογή λέξεων, βγαίνει το μελαγχολικό παράπονο του μέσου Έλληνα που θεωρεί ότι"μας έχουν" από κλώτσου κι από μπάτσου, ότι δε μας καταλαβαίνουν κ.ά. Αυτές δηλαδή τις "θέσεις" που δεν οδηγούν παρά σε συνεχή αδιέξοδα και διαιωνίζουν την αυτάρεσκη απομόνωση που καταργεί το μέλλον της χώρας. Αυτά ακριβώς που το blog"Thorax and Mind" αντιμάχεται, τονίζοντας πως δεν αποτελούν αγάπη στο ρεμπέτικο αλλά, στασιμότητα και νεκρολαγνεία.
Τετάρτη 14 Ιουλίου 2010
Η "πλάκα" σαν ιδεολογία ζωής...
Τα μοναδικά ζωικά είδη της Φύσης που κάνουν πλάκα είναι κάποια είδη πιθήκων και οι άνθρωποι...
Στους ανθρώπους (στους άνδρες δηλαδή, αν χρησιμοποιήσω την "ορολογία" που κρύβεται πίσω απ΄τους στίχους ΚΑΙ του "ρεμπέτικου"), είναι μιά καθιερωμένη κατάσταση. Στη χώρα μας, είναι κάτι αυτονόητο και αποτελεί σημαντικό κομμάτι της καθημερινής ζωής.
Λένε πως οι Έλληνες είναι ένας χαρούμενος λαός που αρέσκεται να αστειεύεται. Αν πάμε πιό βαθιά, η πλάκα, σαν απομυθοποιητική λειτουργία, αποτελεί έναν αμυντικό μηχανισμό εκτόνωσης, ένα αλατοπίπερο γιά να νοστιμεύουμε τα δηλητήρια των ημερών μας. Όταν όμως αυτό επεκτείνεται και καθιερώνεται σαν ιδεολογία, καταντάει βαρετή και εκνευριστική ομελέτα. Πληγώνει, χρησιμοποιείται γιά να καλύψει τη ρηχότητα και την κενότητα, γίνεται μιά πανάκεια γιά "να περνάει η ώρα" (δηλαδή, να φτάσουμε μιά ώρ΄αρχύτερα στο θάνατο...)
Τα media (πρώτιστα η τηλεόραση, αλλά και η αθλιότητα του περιοδικού τύπου δε πάει πίσω), έχουν κάνει ότι μπορούν γιά να λυμάνουν ΚΑΙ το χώρο του χιούμορ (μεγιστοποιώντας τον και σκοπεύοντας στη γελοιότητα) ΚΑΙ το χώρο της σοβαρότητας (καταστροφολογώντας, μιά και η καταστροφολογία είναι το βασικό κομμάτι του δημοσιογραφικού ψωμιού), πλασάροντάς την σαν "αναγκαία" "πληροφόρηση"...
Επειδή υπάρχει όμως και η "ανάγκη" προσωπείου "σοβαροφάνειας", και επειδή η λέξη πλάκα είναι αγοραία κι εμείς πρέπει να είμαστε "μοντέρνοι", έχει αντικατασταθεί από τη λέξη "επικοινωνία". Αυτός είναι "επικοινωνιακός" λέμε, εννοώντας ότι χαϊδεύει τις μασχάλες του κοινού του που ήρθε, πρωτίστως, γιά να γελάσει. Αν δε κάνεις το κοινό σου να γελάσει (πράγμα που δεν είναι καθόλου λάθος, φτάνει να μη γίνεται κυρίαρχος σκοπός και να θυμίζει τις κωμωδίες της τηλεόρασης, με πρώτη διδάξασα τις ΗΠΑ, όπου κινούνται όλες/οι πάνω και γύρω από ένα καναπέ και σε κάθε τρίτη ή πέμπτη λέξη, ο σκηνοθέτης πατάει το κουμπί του κονσερβαρισμένου γέλιου (τί πλήξη, Θεούλη μου...), αν δε κάνεις λοιπόν το κοινό σου να γελάσει, δε θεωρείσαι "επικοινωνιακός". Ουσιαστικά, πρόκειται γιά κάτι αντίστοιχο των βάρβαρων θεαμάτων στο Colosseum της αρχαίας Ρώμης. Εκτόνωση δηλαδή, κι ας είναι ότι είναι...
Yπάρχει μιά πάρα πολύ καλή ταινία από το 1956 του Μιχ. Κακογιάννη με τίτλο, "Το κορίτσι με τα μαύρα" (Έλλη Λαμπέτη, Δημ. Χορν, Γιώργος Φούντας κ.ά). Είναι ένα απ΄τα πιό κλειστοφοβικά έργα που έχω δει, όπου σ΄ένα νησί (Ύδρα) οι άνθρωποι αλληλοκαταπιέζονται, στο όνομα των παραδόσεων και των χρηστών εθίμων της τρισμεγίστου Ορθόδοξης ελληνικής Εκκλησίας. Μιά "ανδρική" "πλάκα" που κρύβει από πίσω της συμπλέγματα κατωτερότητας, ζήλεια, κακία, ανωριμότητα, τελειώνει μ΄ένα τραγικό δυστύχημα...
Από μικρό παιδί μισούσα τις "πλάκες". Τις καυτηρίαζα ή έπαιρνα αποστάσεις.
Μέσα στο ρεμπέτικο υπάρχουν τρεις πλάκες, ομοφοβικές.
Ο παγωμένος (αλλά μεγάλος τραγουδιστής) Στελλάκης Περπινιάδης, πρωτοστατεί σε δυό. Στη μιά, πετάει ένα φιδίσιο "να πεθάνεις, πούστη!" στον πολύ μεγαλύτερο τραγουδιστή από κείνον, Κώστα Νούρο. Στην άλλη, σε κάτι αχρείους στίχους που θεωρούνται δικοί του, σκιαγραφεί το προφίλ ενός αληθινού μάγκα ( "Ο ρεμπέτης" 1934, ίσως σύνθεση του Ρουμελιώτη, αν και έχει περάσει στο όνομα του Στελλάκη).
Μιά άλλη "πλάκα" πετιέται πάλι ενάντια στο Νούρο, στο τραγούδι "Αλή Πασάς". Κάποιος ηλίθιος του πετάει το "γειά σου Νούρο, με το βιολιστή σου τ΄Ογδοντάκι, να τον περιμένεις παρακάτω..."
Και, για να κλείσουμε πηγαίνοντας κάπου αλλού, δείτε το παρακάτω video (αν δεν είναι στημένο), όπου όλες/οι ήταν κουρδισμένοι γιά να κάνουν "πλάκα" και αποστομώθηκαν...
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)