Ο Τσιτσάνης και τα Σμυρνέικα
«...όσο για το Σμυρνέικο, είναι γνωστό πως ποτέ δεν μου άρεσε. Αντιπαθούσα φοβερά εκείνες τις κλαψιάρικες μελωδίες που έγραφαν οι μικρασιάτες συνθέτες της εποχής. Βέβαια, οι συνθέτες και οι τραγουδιστές των Σμυρνέικων τραγουδιών μπορεί να ήταν αξιόλογοι (και μερικοί πράγματι ήταν), αλλά εμένα μου φαίνονταν σαν κάτι ξένο από το δικό μου μουσικό κόσμο...» (http://wiki.kithara.gr/)
«...όσο για το Σμυρνέικο, είναι γνωστό πως ποτέ δεν μου άρεσε. Αντιπαθούσα φοβερά εκείνες τις κλαψιάρικες μελωδίες που έγραφαν οι μικρασιάτες συνθέτες της εποχής. Βέβαια, οι συνθέτες και οι τραγουδιστές των Σμυρνέικων τραγουδιών μπορεί να ήταν αξιόλογοι (και μερικοί πράγματι ήταν), αλλά εμένα μου φαίνονταν σαν κάτι ξένο από το δικό μου μουσικό κόσμο...» (http://wiki.kithara.gr/)
Ο Τσιτσάνης ήταν ολιγόλογος. Δε του άρεσαν οι συνεντεύξεις. Τις έδινε βέβαια όταν χρειαζόταν, γιατί ήξερε να κάνει καλά τη δουλιά του. Γενικά όμως, βαριόταν, ιδιαίτερα όταν τον έβλεπαν με δέος. Τότε γινόταν κι ο ίδιος κουραστικός και απαντούσε σα νά΄ταν ένα ζωντανό μνημείο.
Μ΄αυτό τον τρόπο απαντάει στο παραπάνω με τα κόκκινα γράμματα. Κλείνει το θέμα με δυό κουβέντες. Κατόπιν εορτής βέβαια, όταν ήταν απόλυτα καθιερωμένος στα μάτια όλων. Καθόλου δε ξέρουμε τι πρέσβευε για τους Μικρασιάτες νωρίς. Το σχόλιό του όμως είναι υπερφίαλο και αχάριστο.
Ο Τσιτσάνης ερχόταν από μιά άλλη παράδοση, από έναν άλλο κόσμο, είχε άλλες καταβολές.
Πρόλαβε να δει και ν΄ακούσει ότι στεκόταν ακόμα όρθιο απ΄τον κόσμο των Μικρασιατών και με την απορροφητική του ικανότητα, "πάντρεψε" τους δυό κόσμους κι έβγαλε κάτι τελείως δικό του. Ωστόσο εκφράζεται αχάριστα και μονοκόμματα.
Σε μιά άλλη του δήλωση ανασύρει μόνο το όνομα του Βαγγέλη Παπάζογλου. Αυτόν τον θαύμαζε. Σίγουρα γιατί του έκανε εντύπωση η ευρηματικότητα αυτού του συνθέτη, η ανησυχία του και η αλλαγή τρόπων στα τραγούδια του. Έτσι ήταν κι ο ίδιος ο Τσιτσάνης. Πακετάρει όμως ένα πολύμορφο φαινόμενο και το κλείνει σ΄ένα στενό κουτί, λέγοντας "αντιπαθούσα φοβερά εκείνες τις κλαψιάρικες μελωδίες που έγραφαν οι μικρασιάτες συνθέτες της εποχής", κάτι που δεν ισχύει. Βέβαια και είχαν και μελαγχολικά τραγούδια οι Μικρασιάτες και δε θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά. Το μεγαλύτερο όμως μέρος των τραγουδιών ξεχειλίζουν από χαρά γιά τη ζωή και ερωτικούς χυμούς. Χοντρικά, θα μπορούσε κανείς να πει πως, εκτός των μανέδων που, από τη φύση τους, ήταν μελαγχολικοί και ενδοσκοπικοί, τα μικρασιάτικα δεν ήταν καθόλου αυτό που λέει ο Τσιτσάνης και πιστεύουν οι περισσότεροι.
Κλαψιάρικα, μαύρα, θρηνητικά και τραυματισμένα τραγούδια βγήκαν μετά τον εμφύλιο. Ακόμα και τα κλαρίνα άλλαξαν τρόπο. Τα προηγούμενα ήταν χαρούμενα τραγούδια της φτώχειας. Ακούγεται παράδοξο να λέει κανείς έτσι αλλά όταν η φτώχεια έχει πέσει πάνω από μιά χώρα, οι άνθρωποι ξέρουν να βρίσκουν διεξόδους γιά να μη βυθίζονται αύτανδροι στο βούρκο της απελπισίας. Παίρνω σα παράδειγμα δυό "βαριά" τραγούδια, το "Καταραμένη φτώχεια" του Απ. Χατζηχρήστου, με στίχους του Λελάκη, και το "Της φτώχειας τα κουρέλια" του Β. Τσιτσάνη. Και τα δυό έχουν ένα δραματικό περιεχόμενο αλλά δεν οδηγούν στην κατάθλιψη. Μα, και παλιότερα να πάμε, όταν ο Δελιάς τραγουδούσε μαντεύοντας τον επικείμενο θάνατό του που φτερούγιζε πάνω απ΄το κεφάλι του, "χαρά" έβγαινε μέσα απ΄το τραγούδι. Όταν ο Νταλκάς και ο Στράτος έλεγαν δραματικά τραγούδια, η φωνή τους είχε μιά τέτοια ζωή μέσα της που δεν άφηνε περιθώρια θλίψης. Απλά, παρηγορούσαν.
Αυτά λοιπόν που είπε κάποια στιγμή ο Β. Τσιτσάνης ήταν απλώς εξυπνάδες και μιά διπλωματική αποφυγή του ν΄ανοίξει το θέμα. Ήταν ικανός σ΄αυτά...