Με αφορμή τον Κώστα Μασσέλο-Νούρο και τις αντιδράσεις σε μιά προσέγγιση στο θέμα "πουστόμαγκες" που έστειλα πριν από καιρό σ΄ένα chat forum, θα ξεκινήσω μιά μικρή σειρά από posts με θέμα την ομοφυλοφιλία. Θα δούμε πρώτα μερικές εξηγήσεις σε σημερινά λεξικά, θα πάμε στην Αρχαία Ελλάδα, μετά στη δεκαετία του ΄30 και τέλος, στο σήμερα. Κεντρικός άξονας είναι πάντα, ο κίνδυνος που εγκυμονείται στην προβολή απόψεων του σήμερα, στο παρελθόν.
Όταν ακούσουμε τη λέξη ομοφυλόφιλος το μυαλό μας πάει κατευθείαν στον παθητικό ομοφυλόφιλο και η λέξη που συνοδεύει την προβολή στο μυαλό είναι η λέξη πούστης. Υπάρχουν, όπως ξέρετε, μιά μεγάλη σειρά λέξεων γιά τους παθητικούς, ενώ γιά τους ενεργητικούς μιά-δυό... Εκεί δημιουργείται ένα ερωτηματικό γι αυτό, ας ξεκινήσω παραθέτοντας εξηγήσεις σχετικών λημμάτων.
ΝΕΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, Εμμανουήλ Κριαρά
πούστης ο, ουσ. (χυδ.) ομοφυλόφιλος (συνών. κίναιδος). [τουρκ. puşt]
κίναιδος ο, ουσ., άνδρας που συνουσιάζεται με άλλον άνδρα έχοντας το ρόλο γυναίκας.
κωλομπαράς ο, ουσ. (όχι ερρ., λαϊκ.), παιδεραστής, αρσενοκοίτης
παιδεραστής ο, ουσ. άνδρας που έχει ερωτικές σχέσεις με αγόρια (πβ. Αρσενοκοίτης, ομοφυλόφιλος).
παιδεραστία η, ουσ. α. γενετήσια διαστροφή που συνίσταται στην ερωτική σχέση ενός άντρα με αγόρι, με ανήλικο νεαρό (πβ. ομοφυλοφιλία) β. (αρχ.) ως θεσμός σε περιοχές ή πόλεις της Ελλάδας (λ.χ. Κρήτη, Αθήνα) ιδίως στα κλασσικά χρόνια.
ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΠΙΑΤΣΑΣ, ΖΑΧΟΣ, εκδ. ΚΑΚΤΟΣ, Αθήνα 1981
πούστης = α) παθητικός ομοφυλόφιλος. Από το τούρκικο puşt = το άτομο που συνηθίζει να υφίσταται την σεξουαλική πράξη. Από το ότι παλαιότερα στις πόλεις τα αρχοντόπουλα ερωτεύονταν εφήβους και όμορφα αγόρια γιά να αποδείξουν στους παζαρίτες ότι ήταν πραγματικοί άντρες. Έτσι το κάθε πλουσιόπαιδο είχε τον πούστη του. β) η όμορφη γυναίκα. Έλα πούστη μου! = θαυμαστικό επιφώνημα αποτεινόμενο σε όμορφη γυναίκα που χορεύει ή που περνάει στο δρόμο.
πουστιά = μπαμπεσιά, ατιμία.
πούστρα = άτομο ή οργανισμός ανειλικρινής και μπαμπέσης. Η πούστρα η Εφορία.
πουστριλίκι ή πουστριλίκια = το υβρεολόγιο.
κωλομπαράς = το άτομο που προτιμά τη σοδομική σεξουαλική σχέση. Η μεταξύ ανδρών σεξουαλική σχέση υπήρχε και στην αρχαιότητα και στο μεσαίωνα ανάμεσα στο δάσκαλο και στο διδασκόμενο. Όταν μετά την άνοδο στο Βυζάντιο της οθωμανικής δυναστείας οργανώθηκαν τα σινάφια της βιοτεχνικής παραγωγής και ανταλλαγής, όχι από τούρκικη αλλά από περσο-βυζαντινή επίδραση, γενικεύτηκε η πρακτική της επιβολής της σεξουαλικής πράξης από το μάστορα πρός τους καλφάδες και τα τσιράκια, σαν απαραίτητο στοιχείο της διαδακτικής μεθόδου. Αλλά αυτό δεν εξειδίκευσε τον άντρα στην ομοφυλόφιλη σχέση. Όταν όμως οι άνθρωποι του πουγγιού, οι πλούσιοι έμπορες και μαγαζάτορες αποσχίστηκαν από τις βιοτεχνικές συντεχνίες τείνοντας να οργανωθούν σε ιδιαίτερη μεταπρατική τάξη, τότε ο νέος άντρας από πλούσια οικογένεια της πόλης, το αρχοντόπουλο, που δεν πέρναγε από την επαγγελματική μαθητεία των σιναφιών, έπρεπε να αποδείξει στους ανθρώπους του παζαριού τον ανδρισμό του με κριτήρια άσχετα με τη δεξιοτεχνία και τη γνώση του επαγγέλματος, γιά να τους υποχρεώνει να αναγνωρίσουν την προσωπική του αξία. Και γινόταν επιβήτωρ ανδρών, δηλαδή ”σούπερ-άντρας”, ”κουλουμπαράς”, από την περσική λέξη που σημαίνει αυτόν που εξειδικεύεται στην ενεργητική σοδομική σχέση σε αντίθεση με το ζαμπαρά που προτιμά τη σεξουαλική σχέση με γυναίκες.
κωλομπαριλίκι = το να είναι κανείς αποκλειστικά ενεργητικός ομοφυλόφιλος.
κωλόμπος = ειρωνικά και κοροϊδευτικά ο ενεργητικός ομοφυλόφιλος.
κωλοξεσκισμένος = βρισιά ή υβριστική αναφορά σε άτομο, που το χαρακτηρίζει τελείως εξευτελισμένο.
κωλόπουστας και κωλόπουστος = πούστης της τελευταίας υποστάθμης
κώλος κουβαρίστρα = άντρας, που παριστάνει τον ανδρείο και τον αήττητο ενώ στο βάθος είναι υποταγμένος και την έχει πάθει πολλές φορές. Υπόλειμμα της έκφρασης : Όλο μαγκιά, όλο κλανιά και κώλο κουβαρίστρα.
κλπ., κλπ...
Τέλος, η σελίδα http://www.seslisozluk.com/, ερμηνεύει έτσι την τούρκικη λέξη puşt :
1. scoundrelly. scoundrel.2. bastard. cunt. catamite. fairy. queen. son of a bitch.3. scoundrelly. scoundrel. "catamite, fairy, queen; bastard, son of a bitch, cunt". ,-tu vulg.4. passive male homosexual, queer, fag, faggot.5. bastard, *son of a bitch, *shit.6. vulgar passive male homosexual. queer. fag. son of a bitch.
(συνεχίζεται)