Σάββατο 30 Αυγούστου 2008

Γι αυτό και γιατί...





Το blog elkibra-Nouros.blogspot.com γιά τον Κώστα Μασσέλο (Νούρο) έχει μέσα του ότι ευγενέστερο μπορεί να βρει κανείς μέσα στο άφθαρτο κομμάτι της καρδιάς του "ρεμπέτικου", την παράδοση και τα τραγούδια των Μικρασιατών συνθετών.

Γι αυτό, αρμενίζει μοναχό του, γι αυτό τόσοι/ες ελάχιστοι/ες το επισκέπτονται. Γιατί ένας κήπος, σα κι αυτόν που υπάρχει εκεί μέσα, δε λέει τίποτα σήμερα που υπάρχουν ανθοπωλεία που πουλάν "βαλσαμωμένα" λουλούδια, τριάντάφυλλα που δε μυρίζουν, τριαντάφυλλα κλεισμένα μέσα σε δοκιμαστικούς σωλήνες ιατρικών εργαστηρίων...

Γιατί αν ο τίτλος του blog ήταν, "Μπείτε μες τον τεκέ του Νούρου", σα μαγνήτης θα τραβούσε αρσενικούς επισκέπτες.

Γιατί η αυριανή Διεθνής Υπερδύναμη, εκτός της Κίνας, είναι η Διεθνής των Ναρκωτικών. Και γιά να εξηγούμαστε, άλλο πράγμα είναι να συναντήσεις ανθρώπους της καρδιάς, να φάτε, να πιείτε, να μιλήσετε και στο τέλος, αν προκύψει, ν΄ανάψει κι ένα τσιγάρο με χασισάκι, και άλλο να ξεκινήσει κανείς μ΄αυτό γιά να μπορέσει να σταυρώσει δυό λέξεις. Αυτό μοιάζει με το "ποιός ο λόγος να μιλάμε όταν μπορούμε να επικοινωνούμε;".

Αλλά όλ΄αυτά είνα παραπανίσια λόγια. Ο κόσμος οδηγείται με φρενήρη ταχύτητα προς ......... (συμπληρώστε όποια λέξη σας ταιριάζει) και τίποτα, μα τίποτα, δε μπορεί να αντιστρέψει αυτή την πορεία. Δε συμφέρει οικονομικά, άλλωστε. Ίσως, μόνο ένας νέος και συνεχής ΜΑΗΣ του ΄68 που δε θ΄αφήσει το σύστημα, τ΄αριστερά κόμματα και τη χλιαρή δυσκοιλιότητα των νοικοκυραίων, να τον σβήσουν.
Έτζι!

Πέμπτη 28 Αυγούστου 2008

Πρασατζήδες και λαχανάδες( = πορτοφολάδες)





1842. Παρίσι. Κάτω από κάποια γέφυρα μαζεμένοι απόκληροι κάθε είδους κι ο "τσιρίμπασής" τους, εξασκούνται στο σούφρωμα πουγγιών. Μιά κρεμασμένη πάνινη κούκλα μ΄ένα σωρό κουδουνάκια. Πρέπει να βουτήξεις το πουγγί χωρίς ν΄ακουστεί ούτε ένα κουδουνάκι. Να γίνεις αλαφροχέρης.Τις παραπάνω εικόνες από τα "ΚΛΑΣΣΙΚΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ" Η Παναγία των Παρισίων, τις είδα γιά πρώτη φορά στην ηλικία των 8 (;) και δε τις ξέχασα ποτέ.

Πριν από δύο χρόνια στην Αθήνα, είμαι μέσα στο λεωφορείο μαζί με μιά φίλη. Κάθομαι στο τελευταίο κάθισμα, δίπλα μου δυό νέα παιδιά. "Έχε το νου σου στο κινητό σου", της ψιθυρίζω, και κρατάω σφιχτά τη τσάντα μου. Όταν κατεβαίνουμε απ΄το τρόλευ, το πορτοφόλι μου έχει κάνει φτερά, μέσα απ΄τη τσάντα. Ένα πορτοφόλι χοντρό και μεγάλο με ότι θες μέσα, ακόμα και το διαβατήριο. Το απόγεμα θα πέταγα. Όλα ήρθαν πάνω κάτω...

Μετά απ΄αυτό, με τι μούτρα να σας προτείνω ν΄ακούσετε το παρακάτω τραγούδι του Μανώλη Χρυσαφάκη ( http://rebetiko.sealabs.net/forum/viewtopic.php?t=513 ) "Πάνε γιά το πράσο" (12 Δεκεμβρίου1934) HMV AO 2204, βιολί Δ. Σέμσης, τραγούδι, η υπέροχη Ρίτα Αμπατζή; Οι "αξιοπρεπείς" άνθρωποι θα με κοιτάξουν με μισό μάτι...


Γιά να δούμε όμως κι αλλιώς το θέμα. Τί είναι ένας πορτοφολάς; Είναι ένας ανήθικος άνθρωπος που κλέβει τους συνανθρώπους του; Αν αρκεστούμε σ΄αυτή τη χριστιανική εξήγηση, το πράγμα πλαταίνει και καλύπτει ένα ευρύτατο πλέγμα "αξιοπρεπέστατων" ανθρώπων που κάνουν ακριβώς αυτό, μόνο που δε βάζουν το χέρι τους οι ίδιοι στη τσέπη μας. Χρησιμοποιούν άλλους, κομψότερους τρόπους γιά να μας αλαφρώσουν το πορτοφόλι. Μιλάω τώρα γιά εμπόρους (κατά κύριο λόγο), γιατρούς, εισαγωγείς αυτοκινήτων και, πάει λέγοντας. Τα παραδείγματα δεν έχουν τέλος.

Βέβαια, δε το πάω λάου-λάου να καθαγιάσω τους πορτοφολάδες. Το να σου πάρουν το πορτοφόλι είναι ένα χτύπημα κάτω απ΄τη κοιλιά. Δε σου παίρνουν μόνο τα λεφτά, αλλά και όλα τα άλλα πολύτιμα που έχεις. Και μόνο η διαδικασία, το τρέξιμο και οι χαμένες ώρες γιά να ξαναβγάλεις δημόσια έγγραφα κλπ,, αρκεί γιά να σε αφήσει άπνου. Δυστυχώς, η συνήθεια που υπήρχε στο σινάφι να κρατούν το χρήμα και να πετάν κάπου το πορτοφόλι με τα υπόλοιπα, τείνει να εκλείψει.

Όμως, οι πορτοφολάδες είναι λίγοι (ευτυχώς), ενώ οι "άλλοι" είναι πάμπολλοι. Όλη η κοινωνία είναι, λίγο-πολύ, αναμειγμένη στην κοροϊδία και στο αλάφρωμα του πορτοφολιού. Από χημικούς τροφίμων που εφευρίσκουν νέους τρόπους στο ψεύτισμα των συστατικών, από διαφημιστές, από φωτιστές των super markets που, με ειδικές λάμπες, κάνουν τα τρόφιμα να φαίνονται ελκυστικά, μέχρι...χάος.

Ε, τώρα που είπα λίγα, δε ντρέπομαι να κατεβάσω ένα ακόμα γλυκό τραγούδι, πάλι του Μ. Χρυσαφάκη, τραγουδισμένο από τη Ρόζα Εσκενάζι, με τίτλο "Ο καυγάς γιά το πετσί" ( = πορτοφόλι)



Παραθέτω και τις λέξεις* που μπορεί να αγνοείτε...
  1. πρασατζής = πορτοφολάς
  2. φερμάρω = κοιτάζω, κόβω κίνηση, ελέγχω, προσέχω, κρυφοκοιτάζω, ελλοχεύω, καραδοκώ, ορμάω, κάνω το πρώτο βήμα σε περίπτωση κλοπής : ” στον καθρέφτη όλο κοιτάζεις και μπανίζεις (βλ.λ.) και φερμάρεις ””εγώ πρώτος θα φερμάρω, Νότη, να σε αβαντάρω ” (βλ.λ.)2 απειλώ με όπλο, επιτίθεμαι, την πέφτω (σε κάποιον) : [#] α. « Είχαν γίνει πολλά τέτοια περιστατικά με Δόκιμους, όπως ακούγαμε, τους οποίους φέρμαραν οι κακοποιοί του Πειραιώς (!) ” / β. « - Αυτή τη στιγμή σ’ έχω φερμάρει μ’ ένα πιστόλι κάτω απ’ το τραπέζι…» (περιγραφή του Δ. Γκόγκου Μπαγιαντέρα – « Μπαγιαντέρας» , Χατζηδουλής Κ.)
  3. αβαντάρω = (σ΄αυτή την περίπτωση) υποστηρίζω, κάνω πλάτες, καλύπτω κάποιον την ώρα της «δουλιάς» (πχ. διάρρηξη, κλέψιμο πορτοφολιού κλπ.)φτιάχνω/στήνω μηχανή, [N]( = στήνω κόλπο)
  4. ρέφα η, ουσ.[+] (απο τη γλώσσα των χαρτοπαικτών) μερτικό, προμήθεια απο παράνομο κέρδος
  5. τούφα η, ουσ.[Α][N] φυλακή (βλ.λ.) : ”γιά (ή…) στην τούφα θα πεθάνω, για (ή...) εσένα θα ξεκάνω ” (βλ.λ.)πετάω στη τούφα, [+]( = χώνω στη φυλακή) : ” τα λαγονικά ( = αστυνομικοί της Δίωξης) αμίλητα σ’ αρπάνε και στην τούφα σε πετάνε”
  6. πετσί το, ουσ.[Ν] δερμάτινο πορτοφόλι
* οι εξηγήσεις προέρχονται από το "Λεξικό του Ρεμπέτικου" που θα κυκλοφορήσει κάποια στιγμή μέσα στο 2011

Τρίτη 26 Αυγούστου 2008

ΛΕΞΙΚΟ ΤΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ!

Το παρακάτω μακρουλό κείμενο είναι ένα δείγμα από το "Λεξικό του Ρεμπέτικου" που θα κυκλοφορήσει (ελπίζω) πριν τα Χριστούγεννα του 2008 από τις εκδ. ΛΙΒΑΝΗ.
Το λεξικό βασίζεται σε δείγμα άνω των 10.000 τραγουδιών, έχει περίπου 340 σελίδες και πλήθος σχολίων, ιδιαίτερα γιά βασικές λέξεις-κλειδιά όπως η παρακάτω.

Το κυριότερο, δεν απευθύνεται μόνο σε ανθρώπους που ενδιαφέρονται γιά το Μικρασιάτικο+ρεμπέτικο.


Ανασύρει και διασώζει πληθώρα εκφράσεων, αντιτίθεται στα τρέχοντα λεξικά, δεν είναι ένα βαρετό και μονοδιάστατο βοήθημα όπως συνηθίζει να είναι ένα λεξικό.


Ακόμα, επικεντρώνεται στο μεγάλο ρόλο των γυναικών, στις στάσεις απέναντί τους και, ενώνει το χτες με το σήμερα και το αύριο...




αλάνης ο, αλάνι το, ουσ.[+](γιά χαρακτηρισμό ανδρών)(τουρκ. alan = ξέφωτο δάσους)(βλ. ΣΧΟΛΙΟ) : ”εγώ είμ’ αλάνης, μάνας γιός, μάγκας (βλ.λ.) σωστός στην τρίχα ” (βλ.λ.)”Στου Πειραία το λιμάνι μου συστήσαν έν’ αλάνι “”αμολάς (βλ.λ.) τα βράδια και γυρνάς μ’ όλα τ’ αλάνια “”αν είσαι μόρτισσα (βλ.λ.) εσύ, αλάνι λεν εμένα, κι αν έχεις δυνατό αρκά (βλ.λ.),
δε νοιάζομαι κανέναν “ ( = δε φοβάμαι κανέναν)αλανιάρης ο, αλανιάρα, αλάνα η, ουσ.[+](ειδικότερα γιά τον ξεχωριστό ορισμό αρσενικού – θηλυκού, βλ. παρόν σχόλιο και προβληματισμό στις εισαγωγικές σελ. του λεξικού, κεφ. Στίχοι περί των «ελευθέρων» γυναικών του ΄30) : “Αλανιάρα, με τους μάγκες, κάθε βράδι ξενυχτάς, κι όλο με μπαγλαμαδά- κια, αχ, και με μαύρο την περνάς “”μού’κανε τη χωριατάρα (βλ.λ.) μιά χαρά, μα αυτή ήταν αλανιάρα, στα γερά “”γιατί ’μαι ’γω η αλανιάρα η Λιλή, η πρώτη σκανταλιάρα (βλ.λ.) που δε δίνω γρόσι (βλ.λ.) γιά τους μάγκες (βλ.λ.) και δεν τρώω κρύγιες ματσαράγκες “ (βλ.λ.)“σα το κεράκι, αλανιάρα μου, θα λειώσεις “”θυμάσαι, όταν γύριζες στους δρόμους, αλανιάρα, γιά σένανε δεν έδινε κανένας μιά δεκάρα “”Tώρα με αποστρέφονται, με λένε αλανιάρη “”Αχ, έγινα αλανιάρης, κακούργος και γκρινιάρης και μεθάω κάθε μέρα, κούκλα μου, εγώ γιά σένα “”Είμαι αλανιάρης στους δρόμους και γυρίζω, κι απ’ την πολλή μαστούρα (βλ.λ.) μου κανέναν δε γνωρίζω “αλανάκι το, ουσ.[ν](υπκρ.)(γιά χαρακτηρισμό γυναικών) : “Αλανάκι με φωνάζουν ( = με ονομά- ζουν), αλανάκι με καλούν γιατί όλοι το σεβντά (βλ.λ.) τους τον περνούν “αλανιάρικο, επιθ.[ν](χαϊδευτικό υπκρ. γιά τις αλανιάρες γυναίκες) : “ όλο μες τα ταβερνειά πας και μπεκρουλιάζεις, αλανιάρικο “αλάνικο το, ουσ.[ν](χαϊδευτικό υπκρ.) : “κάθε μέρα μιά γουλιά, αλάνικο, φαρμάκι με ποτίζεις “


ΣΧΟΛΙΟ Λέξη που δε μπορεί να εξηγηθεί επακριβώς. Μαζί με τις λέξεις «μάγκας», «μόρτης», «ρεμπέτης», ανήκει σ’ αυτές που η ερμηνεία τους είναι ασαφής, σαν ένα πουλί που ολοένα ξεφεύγει. Τα λεξικά και τα διάφορα γλωσσάρια αποτελούν κι αυτά φορείς διαμόρφωσης ή επισημοποίησης ιδεολογίας. Παραθέτω τα σχετικά λήμματα από πχ., το ΝΕΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ, ΚΡΙΑΡΑ ΕΜΜ., ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ, ΑΘΗΝΑ 1995.
Ο παραπάνω λεξικογράφος παραθέτει στην αρχή του λεξικού και το ακόλουθο:

«... την κοινή λέξη σαφή χωρίς χυδαιότητα,
την λόγια λέξη εύστοχη, μα όχι σχολαστική,
το τέλειο ταίρι χορεύοντας μαζί».

(T.Σ. Έλιοτ, Άπαντα τα ποιήματα,
ελλ. μετάφρ. Αριστοτέλη Νικολαϊδη, σελ. 245)


αλάνι το, ουσ. (λαϊκ). 1 (σπανίως) ανοιχτός υπαίθριος χώρος (συνήθως μέσα σε μια πόλη): Μέσα στ’ –ια ο άνεμος σήκωνε...πέτρες (Κόντογλου)(συνων. αλάνα). 2 αλητόπαιδο, αλήτης: ένα –ι απ’ το λιμάνι (λαϊκ. τραγ.). [τουρκ. alan] αλανιάρης, θηλ. –άρα και –ισσα, ουδ. –ικο, επιθ.(συνιζ., λαϊκ.) 1. που γυρίζει άσκοπα στους δρόμους: παιδί –ικο· (ως ουσ.) γέμισε το μαγαζί –ηδες (συνων. αλήτης, ρέμπελος, σοκακάς). 2. που δεν έχει καλή ανατροφή ή συμπεριφορά: γυναίκες –ες (συνων. χυδαίος)».

Όπως θα δείτε παρακάτω, οι ίδιοι οι στιχουργοί των ρεμπ. αφήνουν ανοιχτές αιχμές που «συμπαρατάσσονται» με τις παραπάνω ερμηνείες. Αυτό δεν είναι παράξενο, γιατί ήταν εκτεθειμένοι σε μιά «ιδεολογική» σύγχιση και σε σήματα που εκπέμπονταν και από τα «ανώγεια» και από τα «κατώγεια». Ωστόσο, το λεξικό αυτό αρνείται να παραδώσει αυτή τη λέξη, κυρίως στους νέους ανθρώπους, χωρίς να σχολιάσει.
Υπάρχει μιά τρέχουσα ρομαντική άποψη ότι «αλανιάρης» και «αλανιάρα» ή «αλανιάρισσα» ήταν, καταπώς πιστεύεται ότι εννοούσαν οι «ρεμπέτες», ο/η ξένοιαστος, γλεντζές, μποέμ, ο «ωραίος τύπος». Μιά συνηθισμένη τακτική των σχολιαστών αυτής της μουσικής είναι να «τσιμπάν» στίχους, τυχαία (;), επιλεκτικά (;) και να στήνεται μιά άποψη ή θεωρία. Δεν είναι παράξενο μέχρι ενός σημείου, κάτι αντίστοιχο κάνει κι αυτό το λεξικό. Γιά ορισμένα θέματα, πχ. τις «αλανιάρες» γυναίκες, δεν έχουμε άλλες πηγές εκτός απ’ τους στίχους, τα λεχθέντα από διάφορους επώνυμους της εποχής και τα σκόρπια δημοσιεύματα εφημερίδων και περιοδικών. Τα λεχθέντα των επωνύμων είναι αμφίβολης ασφάλειας και τα δημοσιεύματα, όπως είναι φυσικό, «χρωματισμένα» από την ιδεολογία του εντύπου, του δημοσιογράφου, την αυτολογοκρισία του και την επίσημη «ηθική» της εποχής. Έτσι, απομένουν οι στίχοι. Στίχοι όμως υπάρχουν πολλών ειδών. Αν υπάρχει ένας (πολύ περιωρισμένος, τελικά) αριθμός τραγουδιών που αφήνουν να κατανοηθεί ότι το ουσ. «αλανιάρης» ήταν για τους «ρεμπέτες» ο ξένοιαστος κλπ., υπάρχει πλειοψηφία παραδειγμάτων που δείχνει καθαρά κάτι άλλο. Ο Μ. Μαμβακάρης γιά παράδειγμα (πού τόσο έχουμε ασχοληθεί μαζί του γιατί άφησε την πιό «εσώψυχη» βιογραφία), χρησιμοποιούσε, απο νωρίς, τη λέξη με αρνητικό τρόπο. Κανονικά, και γιά να είμαστε πιό δίκαι- οι, θα έπρεπε να παραθέτουμε και τα μεν και τα δε παραδείγματα και ν’ αφήνουμε τα συμπεράσματα – τελικά δεν υπάρχουν συμπεράσματα, αλλά μόνο άνθρωποι – να πλανιούνται στον αέρα.

Παραθέτω μιά μικρή σειρά παραδειγμάτων όπου είναι σαφές το αρνητικό φορτίο που κουβαλάει η λέξη. Τα 1,2,3 και 4, προέρχονται από τρ. του Μάρκου Βαμβακάρη :

1. “τώρα με αποστρέφονται, με λένε αλανιάρη , τι θέλω τέτοια μιά ζωή, ο Χάρος ας με

πάρει “
2. “κι αν είμ’ αλάνης φουκαράς δε φταίω, σας το λέω “
(και τα δύο, από το τρ. «Μπουζούκι μου διπλόχορδο» (1937)(Σπ. Περιστέρη)

3. ”Είμαι αλανιάρης στους δρόμους και γυρίζω κι απ’ την πολλή μαστούρα μου κανέναν δε

γνωρίζω ” («Αλανιάρης» (1934) Μ. Βαμβακάρη)

4. “Λούστρος κι αν εγίνηκες, αλήτης κι αλανιάρης, πρέπει να το καλοσκεφτείς, εμέ δεν έχεις

πάρει “ (« Ο Μάρκος πολυτεχνίτης» (1937)(Σπ. Περιστέρη) Μ. Βαμβακάρης)

5. ”Χρόνια μες την Τρούμπα μαγκίτης κι αλανιάρης, φρόντισε να μάθεις κι ύστερα να με

πάρεις ” (« Χρόνια στον Πειραία» (1946) Μ. Βαμβακάρης

Σημείωση : (Το παράδειγμα 5 μπορεί να εκληφθεί και με άλλο τρόπο, σαν «εύσημο».
Κατά την προσωπική μου άποψη, είναι «τραβηγμένο απ’ τα μαλλιά» το να υποστηρί-
ζεται κάτι τέτοιο, αλλά γιά περισσότερη ανάλυση για το συγκεκριμένο, βλ.λ. Τρούμπα)
6. ”Αχ, έγιν’ αλανιάρης, αχ, κακούργος και γκρινιάρης ” («’Εγινα αλανιάρης», Δημ.

Ατραϊδη)
7. ”μ’ έκανε και αλανιάρη , χασικλή και κουρελιάρη ” (παραλλαγή, “μπουρδελιάρη” )
8. ”μπροστά με λέγαν έξυπνο και πίσω αλανιάρη” («Ξεμάγκας» ή Βαρέθηκα τον αργιλέ,

Βαγγ. Παπάζογλου)
9. ”Βρε αλανιάρηδες , για κάντε μου τη χάρη κι απ’ το μαγαζί να πάρετε ποδάρι ”
10. “αλάνι με φωνάζουνε και με κατηγορούνε, η μάνα και τ’ αδέρφια μου δε θέλουν να με

δούνε “
11. “αλάνι πως κατάντησα το πως, κανείς δεν ξέρει “ (δυό παραδείγματα από τους στίχους

του τρ. «Το αλανάκι» (1940) (Δ. Γκόγκου.Μπαγιαντέρα)
12. “μα ’συ μου λες πως δε με θες γιατ’ είμαι αλανιάρης και μου χτυπάς κατάμουτρα (βλ.λ.)

πως πλούσιο θα πάρεις “ («Κάθε βραδάκι τραγουδώ» , με τον Σ. Παγιουμτζή και Κ. Ρούκουνα)
13. “μπορεί να είμαι λίγο αλάνης, μ’ αξίζω τάληρα πολλά “ («Καπριτσιόζα» Γ. Μητσάκη με τη

Γεωργακοπούλου)
14. ”θυμάσαι όταν γύριζες στους δρόμους αλανιάρα, γιά σένανε δεν έδινε κανένας μιά

δεκάρα ” («Εσύ μ’ αυτά τα πείσματα» - (Κ. Καρίπη)στίχοι Γ. Πετροπουλέα,
To 14 είναι από τα ελάχιστα παραδείγματα όπου το ουσ., στο θηλυκό του γένος,

χρησιμοποιείται καθαρά αρνητικά
15. Ο Μάρκος Βαμβακάρης, όταν στόλισε τον εαυτό του με λεβέντικες ιδιότητες στο

χασάπικο « Ο Μάρκος κάνει σαρμάκο» (1936), διάλεξε τα ουσ. «σεβνταλής», «ντερβίσης», «ντερμπεντέρης». Το ότι το ουσ. «αλανιάρης» δε ταίριαζε στο μέτρο, αν ήθελε να το χρησιμοποιήσει, δεν αποτελεί εξήγηση
16. Τέλος, σε ένα υπέροχο ερωτικό τρ. του Μανώλη Χιώτη (πριν περάσει σε άλλα τοπία), το

«Είσαι φίνος χαρακτήρας», φαίνεται καθαρά η υποτίμηση και ο κατατρεγμός και της
πιάτσας, απέναντι στους «αλανιάρηδες».


(Σημείωση : Η ελληνική κοινωνία έκανε πάντα απεγνωσμένο αγώνα γιά να είναι «αξιοπρεπής» και να δείξει, μεταξύ άλλων, ότι δεν είχε σχέση με το «μίζερο» κόσμο του ρεμπέτικου. Τώρα που το «κατάφερε», τη διασκεδάζουν τα κανάλια (ας μην αναφέρω πιά...) με «ρεμπέτικα», με μακριά φορέματα και ανθρώπους που έχουν καταπιεί προβολείς...)

Παραθέτω τους στίχους του τραγουδιού που μιλάνε καθαρά :

Είσαι φίνος χαρακτήρας ( ; )
(Μ. Χιώτη) – Μ. Νίνου, Στελλάκης

Το καλύτερο παιδί του κόσμου είσαι ’σύ
κι ας σε λένε αλανιάρη και μπερμπάντη
κι αν δεν έχεις τρόπους έχεις μιά καρδιά χρυσή,
είσαι φίνος χαρακτήρας, σα διαμάντι

Όσοι φίλοι σε κατηγορούν, ζηλεύουνε
κι ελατώματα πολλά βρίσκουν σ’ εσένα,
που γυρίζουμε μαζί με κοροϊδεύουνε,
μα τα λόγια τους πηγαίνουν στα χαμένα

Σου το λέω καθαρά, ότι κι αν κάνουνε,
δεν αλλάζει το μυαλό μου να σ’ αφήσω.
Δε μπορούν απ’ την καρδιά μου να σε βγάλουνε

γιατί μ’ έκανες τρελά να σ’ αγαπήσω

Το αρνητικό φορτίο δεν υπήρχε μόνο στον γενικότερο κοινωνικό περίγυρο των «άλλων» όπου, σαφώς, η λέξη ήταν μειωτική και υβριστική, αλλά και μέσα στους κύκλους της μαγκιάς βιωνόταν, σχεδόν πάντα, σα «κατάντια». Μεταφέρω επιλεγμένα αποσπάσματα απο το βιβλίο του Κ. Χατζηδουλή «Μπαγιαντέρας» : « Μέσα σ’αυτό το μαγκό- μαγκότοπο, μεγάλωνα κι εγώ. Μόνο εγώ απο την οικογένειά μου βγήκα αλανιάρης. Και μόρτης βέβαια, στο ξαναείπα, αλλά ούτε προκαλούσα, ούτε ενοχλούσα. Ρώτα ανθρώπους που ζούνε ακόμα, παιδικούς φίλους μου να σου πούνε. Δεν ήθελα όμως να με ενοχλεί κανένας. Δεν σήκωνα νταηλίκια και μαγκιές και παρόμοια…..Αλλά κι εγώ άμα παρατσαντι- ζόμουνα δεν πήγαινα πάσο, ε; … Τον έβρισα κι εγω πολύ άσχημα γιατί δεν χάριζα κάστανα. «Για τον τελευταίο αλα- νιάρη παίζω, για σένα και την παρέα σου δεν παίζω, ρε κωλοχανά, γαμώ τα κέρατά σου», του φώναξα απ’ το πάλκο! »

Ταυτόχρονα όμως, οι λέξεις μέσα στα ρεμπ. και στα μικρ. αλλάζουν χρώμα ανάλογα με τη στιγμή, τον τόνο της φωνής, τη διάθεση, το συνθέτη, το τραγούδι. Τα τραγούδια αυτά είναι ένα ρέον ποτάμι. Μέσα στο τραγούδι « Λέλα» (1926 ή 1929)(Παναγ. Τούντα), ακούγεται ένας μουσικός που φωνάζει στη Ρόζα Εσκενάζι, «γειά σου Ρόζα, αλανιάρα». Απ’ ότι γνωρίζω, είναι το μοναδικό παράδειγμα τέτοιου «χαιρετισμού». Εδώ μπορούμε να σταθούμε λίγο και να σκεφτούμε. Το τρ. «Λέλα« φέρεται να είναι η πρώτη εγγραφή δίσκου της Ρόζας, μετά την ανακάλυψή της από τον Τούντα. Υπάρχει δυσκολία να ορίσουμε την ηλικία της, εκείνη την ημέρα. Η μεγάλη τραγουδίστρια την έκρυβε. Έχει δηλώσει πως γεννήθηκε το 1910, ενώ ο Παναγ. Κουνάδης πιστεύει πως ήρθε στον κόσμο μεταξύ 1883-1887. Άλλοι την υπολογίζουν ανάμεσα στα 1890-1900. Σύμφωνα με τη δήλωση της ίδιας της Ρόζας, ήτανε 16 ή 19 χρονών εκείνη την ημέρα ή, κάπου μεταξύ 25-26. Η στιγμή ήταν σημαντική γιά κείνη. Να υποθέσουμε ότι αυτό το, «γειά σου Ρόζα, αλανιάρα», ήταν γιά να δώσει μιά ζωντάνια στην εγγραφή, όπως συνηθιζόταν; Ή, ήταν προμελετημένο και «πετάχτηκε» γιά να της κρατήσει «σφιγμένα τα λουριά»; Η ατμόσφαιρα στη διάρκεια των ηχογραφήσεων ήτανε πιεσμένη από τις βουλές των υπευθύνων και παιχνίδια οικονομικά παίζονταν κάθε στιγμή. Αν υποθέσουμε η Ρόζα θεώρησε το «χαιρετισμό» μειωτικό θα τολμούσε, στην πρώτη της εγγραφή, να προβάλλει βέτο; Αμφίβολο. Είχε βέβαια ήδη ένα παρελθόν μέσα στ’ αγκάθια της ζωής αλλά, όταν κάτι εγγράφεται παίρνει μιά άλλη διάσταση και, ίσως να της ήρθε κατακέφαλα. Βέβαια, παιζόταν ένα παιχνίδι που απέβλεπε στο «χάιδεμα» του αγοραστικού κοινού και οι τραγουδίστριες, που δεν ήταν κοριτσάκια του Παρθεναγωγείου, ήξεραν πολύ καλά περί τί- νος πρόκειται. Επιπλέον, οι γυναίκες εκείνων των εποχών δε παίρναν και πολύ στα σοβαρά τους άντρες, σοφά δασκαλεμένες απ’ τις μανάδες τους. Παρόλ’ αυτά, δε πείθομαι ότι άρεσε (ή δε τις ενοχλούσε) στις γυναίκες να τις φωνάζουν «αλανιάρες». Όπως συνήθιζαν οι άνδρες τραγουδιστές να πετάν κοπλιμέντα στον εαυτό τους, ή σε πα- ρόντες παιχνιδιατόρους την ώρα της εγγραφής των δίσκων (πχ. «γειά σου, Κάβουρα/Σαμιωτάκι μου», «να χαρώ το στόμα σου» κλπ.), το ίδιο κάναν και οι γυναίκες, κυρίως τα δύο αηδόνια, η Ρίτα Αμπατζή και η Ρόζα Εσκενάζι. Δεν υπάρχει όμως ούτε ένα παράδειγμα που να «φοράν» στον εαυτό τους τη λέξη «αλανιάρα». Όταν αυτό συμβαίνει, όπως με την παραπάνω περίπτωση, ακούγεται από στόμα ανδρών. Ακόμα περισσότερο πείθομαι γιά όσα παραπάνω υποστηρίζω, όταν ακούω στο τρ. « Αλανιάρα » (Columbia DG6273) του Δημ. Λαδόπουλου ή Μανησαλή, μιά βαριεστημένη Ρόζα να τραγουδάει το στερεότυπο στιχουργικό μοτίβο των προτιμήσεων (γούστων) μιάς «αλανιάρας» (μεθύσια, ταβέρνες, δε με νοιάζει ο κόσμος κτρ...). Ιδιαίτερα, όταν φτάνει η στιγμή του σαχλού στίχου : “μ’ αρέσει τ’ αλανιάρικο γιατί έχει σημασία, δεν εκτιμάω τα λεφτά, ούτε τη φαντασία “ (...)

Ένα άλλο, από τα πολλά παραδείγματα, μπορεί να είναι ο τρόπος που χρησιμοποίησε τη λέξη ο Βαγγέλης Παπά- ζογλου. Στο τρ. «Η Βολιώτισσα» λέει : «μού’κανε τη χωριατάρα μιά χαρά, μα, αυτή ’ταν αλανιάρα στα γερά ». Σε πρώτο επίπεδο εννοεί πως δεν ήταν «αθώα περιστερά» όπως του εμφανιζόταν, αλλά «βγαλμένη στη ζωή» (…). Σε δεύτερο επίπεδο, μπορεί κανείς να δώσει διάφορες ερμηνείες. Οπωσδήποτε, εμείς έχουμε το πρόβλημα. Αυτοί διοχέτευαν αλλού τις ευαισθησίες τους.

Στο βιβλίο «Περί της λέξεως «ρεμπέτικο» το ανάγνωσμα… και άλλα», ο Πάνος Σαββόπουλος
κάνει μιά, «εξ’ απαλών ονύχων» (όπως δηλώνει κι ο ίδιος), προσέγγιση στο θέμα της κατηγορίας των επαναστατημένων «ρεμπετισσών του ’30 (βλ. περισσότερα στις εισαγωγικές σελ., κεφ. Στίχοι περί των «ελευθέρων» γυναικών του ΄30). Καταλαβαίνω τι εννοεί, παρασυρμένος από την αντιπαράθεση ανάμεσα σ’ αυτό τον κόσμο και τους «άλλους», διαφωνώ όμως μαζί του και προσθέτω, ότι οι «πληροφορίες» γιά τις «ελεύθερες» γυναίκες του ’30, προέρχονται από στίχους που γράφτηκαν από άντρες. Αυτό είναι προς τιμή τους, αν τους εκλάβουμε, όπως και ήταν, «ευαίσθητα θερμόμετρα» της γύρω τους πραγματικότητας. Οπωσδήποτε όμως, αυτά που γράφουν είναι φιλτραρισμένα μέσα από την αντρική τους ψυχολογία και τρόπο θέασης. Βλέπουν λοιπόν, βιώνουν, «γεύονται» το φαινόμενο και το καταγράφουν. Υπάρχει ένα «ναι μεν, αλλά…». Ενδιαφέρον επίσης είναι ότι, στους στίχους που αναφέρεται η λέξη αλανιάρης, χρησιμοποιείται, όπως ανέφερα παραπάνω, σαν ένα είδος «κατάντιας». Αντίθετα, όταν περνάει σε γυναίκες, τα πράγματα αλλάζουν. Η χρήση του θηλυκού «αλανιάρα» κουβαλάει μιά αίσθηση «γαργαλήματος» και στέλνει «δι- φορούμενα – γιά να μη πω, ξεκάθαρα αρνητικά – αλλά και αμήχανα σήματα. Όχι ξεκάθαρα καταφατικά και θετικά, όπως υποστηρίζει ο Π.Σ. Σύμφωνα με το δείγμα των 10.000 τραγουδιών που χρησιμοποίησε αυτό το λεξικό, δε συναντήθηκε ούτε ένα τραγούδι όπου μιά γυναίκα να «παραπονιέται», με τον ένα ή άλλο τρόπο (και, πάντοτε διαμέσου των ανδρών στιχουργών), ότι «κατάντησε» να γίνει αλανιάρα. Αντίθετα, οι αρσενικοί «ήρωες» των τραγουδιών το δέχονται, σε πολλά παραδείγματα, σα ξεπεσμό.

Παραθέτω τους στίχους ενός τραγουδιού. Σ’ αυτούς μπορεί κανείς να «δοκιμάσει» τις ηθικές του προκαταλήψεις :


Αλανάκι (1933)
του Ι. Χατζηαντωνίου
τρ. Κατίνα Χωματιανού ή Χωματοπούλου

Αλανάκι με φωνάζουν αλανάκι με καλούν,
γιατί όλοι το σεβντά τους, με τα μένα τον περνούν.

Κάθε βράδι εγώ γλεντάω με σαντούρια και βιολιά
και ξεχνώ τα ντέρτια ούλα, μες τον ψεύτικο ντουνιά

Είμαι ’κείνο το αλανάκι το γνωστό, το ξακουστό,
κάθε βράδι μες τις μπύρες που γλεντάω και μεθώ

Έτσι πάντα μου αρέσει η τσαχπίνικια ζωή,
γιατί αγαπώ έναν άντρα ντερμπεντέρη και νταή

Μου αρέσουνε οι μάγκες, γιατί μάγκα αγαπώ,
θέλω σεβνταλήδες νά’χω στην παρέα που μεθώ

(γιά παραπέρα ανάλυση και σχόλια για το τρ.
βλ. εισαγωγικές σελίδες, κεφ. Στίχοι περί των
«ελευθέρων» γυναικών του ΄30, Aντιμετώπιση 3)

Καταλήγοντας, μπορούμε να εστιάσουμε σε τρεις κατηγορίες ερμηνειών, σχετικά με τον αλανιάρη, -ισσα :



α) την τρέχουσα και «επιπόλαιη» των λεξικών που απηχεί τον τρόπο που βιώνουν τη λέξη οι «άλλοι«, που δεν είχαν καμιά σχέση με αυτού του είδους τη μουσική, ούτε και τον τρόπο που σκέφτονται, λειτουργούν και υποφέρουν οι λαϊκοί άνθρωποι. Η ερμηνεία της λέξης κατ’ αυτούς είναι, χοντρικά, αλήτης, ρεμπέλος, άτομο που γυρίζει άσκοπα(…) κλπ. Ιδιαίτερα αυτό το «άσκοπα» είναι κωμικό...

β) τον τρόπο που ερμηνεύεται η λέξη πχ., στο βιβλίο «Περί της λέξεως ρεμπέτικο το ανάγνωσμα και άλλα...» του Πάνου Σαββόπουλου, εκδ. Οδός Πανός : «...Για τους ρεμπέτες, όμως, τις ρεμπέτισσες και τα τραγούδια τους σήμαινε τον ξέγνοιαστο, το γλεντζέ, τον μποέμ, δηλαδή τον «ωραίο τύπο»,

γ) τον τρόπο ματιάς του παρόντος λεξικού που συμφωνεί, εν μέρει, με την ερμηνεία (β) – γιά μιά συγκεκριμένη «ηρωική» περίοδο, αλλά συμπληρώνει με το ότι, «αλανιάρης» (μόνο για τη χρήση στο αρσενικό γένος) είναι ένα άτομο που, για διάφορους προσωπικούς λόγους (συνήθως ερωτικούς, όπως θέλει να παρουσιάζεται μέσα απ’ τους στίχους) και κοινωνικές αιτίες, πλάθει μιά «ιδεολογία» για το περατό της ζωής και, μην έχοντας πολλές επιλογές γίνεται, κυρίως οι άντρες, «αυτοκαταστροφικό» και «ζεί σύμφωνα με τις στιγμιαίες παρορμήσεις του», όπως σημειώνει ο Τάσος Σχορέλης.
Μπορεί οι παραπάνω γνώμες και ο χαρακτηρισμός «αυτοκαταστροφικό» να ακούγονται «ηθικοπλαστικές». Δε μπορούμε όμως να κρίνουμε τη λέξη «αλανιάρης», μεθυσμένοι από τον αλέγρο σκοπό πχ. του τραγουδιού του Μάρκου « Είμαι αλανιάρης». Η μέθη κάποια στιγμή περνάει... Αυτοί/ές που διαφωνούν μπορούν, επιπλέον, να σκεφτούν ότι λίγοι, πολύ λίγοι ανάμεσα σ’ αυτούς που μίλησαν, κράτησαν, μέχρι τέλους, ψηλά την «αλανιάρικη» σημαία και δε την ανασκεύασαν. Μιά κάθετη άποψη μπορεί να είναι η ακόλουθη : όλοι αυτοί οι άνθρωποι, πεταμένοι στο περιθώριο, χτίσαν ένα τρόπο ζωής και σκέψης για να μη τρελαθούν. Είναι αυτό που ονομάζουμε, «ρεμπέτικο τρόπο ζωής». Το «αντίπερα μοντέλο» ήταν και είναι υπερβολικά «νερουλό« και άλλωστε, δε μπορούσαν, ακόμα και αν ήθελαν, να το πλησιάσουν. Ο ηρωισμός των «εκτός των τειχών» μπορεί να μοιάζει γοητευτικός σήμερα αλλά, δυστυχώς, η ιστορία δείχνει πάντοτε πως, μόνο κάποια ελάχιστα, περήφανα, αγύριστα κεφάλια, αντέχουν μέχρι τέλους…

Έτσι, μιά και τ’ αποτελέσματα αυτής της «κατάντιας» ποικίλλουν (πχ. μεθύσια, ξενύχτια, ναρκωτικά), είναι δύσκολο να βρεθούν επεξηγηματικές, συνώνυμες λέξεις. Ο πειρασμός του χαρακτηρισμού «έκλυτος βίος» είναι μαγνητικός, αλλά ασαφής και ηθικοπλαστικός. Οπωσδήποτε, το να ξεμπερδέψει κανείς με το πρόβλημα αυτών των δύο λέξεων ερμηνεύοντας, κυρίως το ουσ. «αλανιάρης», σα γλεντζές, μποέμης, ανέμελος, ωραίος τύπος, είναι μιά απλοποίηση. Όπως επίσης, αφελείς στίχοι σαν το “μ’ αρέσει τ’ αλανιάρικο γιατί έχει σημασία, δεν εκτιμάω τα λεφτά, ούτε τη φαντασία “ (...) , από το τρ. «Αλανιάρα» του Δημ Λαδόπουλου-Μαγνησαλή, με τη Ρόζα Εσκενάζι, δεν προσθέτουν τίποτα στον προβληματισμό.

Το 1950 ηχογραφείται το χασαποσέρβικο του Β.Τσιτσάνη «Τα διαλεχτά παιδιά». Παραθέτω τον 1ο στίχο και το ρεφρέν :

Τα διαλεχτά παιδιά

Είμαστε αλάνια, διαλεχτά παιδιά μέσα στην πιάτσα
και δεν την τρομάζουν οι φουρτούνες τη δική μας ράτσα!

Τι τα θες, τι τα θες; Πάντα έτσι είν’΄η ζωή,
θα γελάς, ή θα κλαις, βράδι και πρωί….

Ο Β. Τσιτσάνης ήταν ένας ιδιαίτερα ευφυής άνθρωπος. Το χασαποσέρβικό του έχει τον ακίνδυνο τίτλο : «Τα διαλε- χτά παιδιά». Η λέξη «αλάνια», που την παρασύρει και της αφαιρεί το «επικίνδυνο» βάρος, το αμέσως επόμενο «διαλεχτά παιδιά», αποδυναμώνεται και εισπράττεται σαν «έξυπνα παιδιά», «χαϊδεύοντας» το ανδρικό ελληνικό κοινό. Έτσι, βιώνεται, εν είδει παράσημου, και σήμερα (00), αυτή η παλιά και φορτισμένη λέξη. Οι παραπάνω στίχοι αποτελούν ένα παράδειγμα ευελιξίας και «στιλβώματος» της εμπειρίας που αποκόμισε ο συνθέτης απο το καθεαυτού ρεμπέτικο. Μιά σύγκριση με το ογκολιθικό και κάθετα ειλικρινές «Αλανιάρης» (1934) του Μάρκου Βαμβακάρη, δείχνει τις αλλαγές νοοτροπίας και τεχνοτροπίας.

Αλανιάρης

Είμαι αλανιάρης στους δρόμους και γυρίζω
κι απ’ την πολλή μαστούρα μου κανέναν δε γνωρίζω...

Τετάρτη 20 Αυγούστου 2008







"ΟΥΖΟ" - 
"ξεκλειδώνοντας" τραγούδια με "μυστικούς κώδικες"




Εισαγωγή: Το τραγούδι "ΟΥΖΟ" ΄(1929) είναι ένα μικρό και "αθώο" λουλουδάκι ενός μεγάλου μπαχτσέ. Δε φαίνεται να λάμπει (ενώ κρύβει μέσα του πολύ φως), ούτε να ευωδιάζει (ενώ μοσχομυρίζει). Είναι αργόσυρτο, παίζει βιολί ο τρυφερός Ογδοντάκης και τραγουδάει ο Νούρος. Ένα τραγούδι που κανείς δε θα το πρόσεχε, κανείς δε θα μάθαινε να το τραγουδάει και, πολύ περισσότερο, να το παίζει. Οι στίχοι του είναι απλοί, ακόμα και σε πολλαπλές ματιές, πατάνε σ΄ένα παλιότερο παραδοσιακό, το "ΟΥΖΟ ΟΥΖΟ" και δε φαίνεται να λένε κάτι ιδιαίτερο. Το παρακάτω κείμενο είναι ένα "ξεκλείδωμα" ενός, φαινομενικά, "αθώου" τραγουδιού της Μικρασιάτικης παράδοσης. Να όμως που...

Ακούστε το πρώτα!
http://www.fileden.com/files/2008/6/6/1947074/Ouzo%201928.mp3

Τα τραγούδια είναι σα δέματα που μας προσφέρονται. Μπορούν να δίνουν έκσταση, απλή χαρά, παρηγοριά, μελαγχολία (που όμως εκτονώνει). Μας έρχονται σα πακέτα, κρύβοντας μέσα τους ορατά και αόρατα συστατικά. Το στίχο, μιά διαδικασία που φαίνεται απλή αλλά είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη και πολυεπίπεδη, τη μουσική σύνθεση, τον/την εκτελεστή/τρια, τους μουσικούς που συμμετέχουν. Πολύ χοντρικά, κάπως έτσι είναι.

Έχω μερικές φορές κατακρίνει ανθρώπους που, ψάχνοντας μέσα στα "ρεμπέτικα", αποσυνθέτουν τα δέματα των τραγουδιών εις τα εξ΄ων συνετέθησαν. Έχω ακούσει τον εαυτό μου να λέει ότι είναι ανόητο να βάζει κανείς τα τραγούδια στο χειρουργικό τραπέζι και να τα τεμαχίζει, με "λευκά γάντια". Με το "λευκά γάντια" εννοώ ανθρώπους που πέρασαν/περνούν μέσα από τη ζωή/την πιάτσα αβρόχοις ποσί και μέσα από στενές και διανοουμενίστικες οπτικές γωνίες, πασκίζουν να αναλύσουν το ένα και το άλλο, χρησιμοποιώντας συνήθως σημερινές απόψεις. Κι όμως, ενός είδους "χειρουργική επέμβαση" θα κάνω κι εγώ σ΄αυτή την ανάρτηση, χωρίς να ντρέπομαι που φάσκω και αντιφάσκω. Είναι έτσι η ζωή σήμερα, είναι τόσο καταιγιστικές οι αλλαγές που, αν δε θέλει κανείς να ρίξει άγκυρα σε σταθερές και αμετακίνητες απόψεις, είναι μοιραίο να φάσκει και να αντιφάσκει.

Σας καλώ να μπούμε μέσα στο τραγούδι "Ούζο" (1929) παραδ/κό, Columbia GB 18055, 20697. Βιολί παίζει ο Γιάννης Δραγάτσης (Ογδοντάκης) και τραγουδάει ο Κώστας Μασσέλος (Νούρος). Σημειώνω πρώτα τους στίχους:

Όλοι ούζο με φωνάζουν,
τα κορίτσια με θαυμάζουν, αχ,
και στο δρόμο με
πειράζουν

Άντε, βρε ούζο, βρε, τί θα σε κάμω,
έρμα σαντούρια και βιολιά, άντε (h)χόπλες,
κι όλα τ΄άλλα, σα μικρό παιδί, τα έχω
πάθει,
μέσα στην Ελλάδα την παλιά.

Μπαίνω-βγαίνω με το πάσο,
τη μπουκάλα μην ξεχάσω, αχ,
κάντε τόπο να περάσω!

Άντε, βρε ούζο βρε, τί θα σε κάμω,
έρμα σαντούρια και βιολιά, τ΄Ογδοντάκι,
κι όλα τ΄άλλα, σα μικρό παιδί, τα έχω πάθει,
μέσα στην Ελλάδα την παλιά.


Γειά σου, Νούρο μου!

Το "ΟΥΖΟ" δε πρέπει να συγχέεται με το σχεδόν ομότιτλο παραδοσιακό "ΟΛΟ ΟΥΖΟ", ένα τραγούδι των αρχών του αιώνα, τραγουδισμένο από τη Μαρίκα Παπαγκίκα (1926) Ν. Υόρκη, το Νούρο (έχει τραγουδήσει και αυτό, ένα χρόνο νωρίτερα, το 1928), το Νταλγκά, τον Ρούκουνα και ίσως και άλλους. Οι στίχοι του "ΟΛΟ ΟΥΖΟ" είναι οι παρακάτω:

Όλο ούζο, ούζο, το βαρέθηκα,
ας πιούμε και καμιά μπυρίτσα που τη ΄ρέχτηκα

Τα παιδιά της γειτονιάς σου με πειράζουνε
βρε μπεκρή, βρε αλανιάρη, με φωνάζουνε.

Θα τα πιάσω να τα δείρω τα μπαγάσικα
θα τους δώσω δυό χαστούκια νά΄ναι χάσικα.

Γειά σου, Νούρο μου!
Γειά σου, Ογδοντάκη μου!

(αντιγραμένο από την ανθολογία Τ. Σχορέλη, τόμος α΄, σελ. 111)

Το πρώτο, το "ΟΥΖΟ", έχει τραγουδιστεί το 1929 από το Νούρο και από το Νταλγκά, με ελαφρά, αλλά καθοριστικά διαφορετικούς στίχους. Δε γνωρίζω αν είναι παραδοσιακό ή μιά παραλλαγή φτιαγμένη από το Γ. Δραγάτση, με συνεργασία του Κ. Νούρου στους στίχους. Κάτι τέτοιο πιστεύω, αλλά δε μπορώ να το αποδείξω.

Οι στίχοι αυτού του τραγουδιού πάσχουν από μιά λογική ασυνέπεια. Μοιάζουν σα να τραυλίζουν, σα νά΄ναι ανάκατες σκέψεις και φράσεις που βγαίνουν από το μυαλό και το στόμα ενός μεθυσμένου προσώπου. Υπάρχει, ίσως, η περίπτωση να έγινε αυτό σκόπιμα. Το τραγούδι δεν είναι μουρμούρικο, ώστε να μη μας παραξενεύει η συρραφή δίστιχων από την προφορική παράδοση ή από διαφορετικά τραγούδια. Ο Γ. Δραγάτσης και ο Κώστας Νούρος δε βρέθηκαν ποτέ σ΄αυτό το τοπίο.

Ας δούμε τώρα γιατί τα σημεία με τους κόκκινους χαρακτήρες δημιουργούν κάποια ερωτηματικά.



  1. "τα κορίτσια με θαυμάζουν, αχ, και στο δρόμο με πειράζουν": το ρ. πειράζω χρησιμοποιείται στα ρεμπέτικα με δύο τρόπους. Είτε, κάνω καζούρα, περιπαίζω (βλ. στο τρ. "τα παιδιά της γειτονιάς σου με πειράζουνε, βρε μπεκρή, βρε αλανιάρη, με φωνάζουνε") είτε, φλερτάρω με ερωτικούς σκοπούς. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν είναι ξεκάθαρο με ποιά απ' τις δυό έννοιες χρησιμοποιείται από το Νούρο. Προφανώς, ο στίχος αφορά τον ίδιο, εννοώντας πως τα κορίτσια τον θαυμάζουν, μιά και ήταν πολύ όμορφος στα νιάτα του. Το "με πειράζουν", αναφέρεται στα κορίτσια, ή "παίζει" ανάμεσα στο θέμα του τραγουδιού που μιλάει γιά ένα μπεκρή, και σ΄ένα κρυμένο νόημα ότι μπορεί να έριχναν υπονοούμενα στον ίδιο, γνωρίζοντας την ομοφυλοφιλία του;
  2. Το δεύτερο σημείο που δημιουργεί ερωτηματικά είναι το επίθετο έρμα, όπου έρμος, -η, -ο, σημαίνει κακόμοιρος, φουκαράς, κακότυχος (με τρυφερή διάθεση) . Λόγω που η εγγραφή δεν είναι πολύ καθαρή, και το μυαλό ακούει συχνά αυτό που του υπαγορεύει η λογική, νόμιζα πως ο Νούρος έλεγε "τέρμα σαντούρια και βιολιά". Όταν ξεκαθάρισα πως δεν ήταν έτσι αναρωτήθηκα, γιατί δεν έλεγε "φέρτε σαντούρια και βιολιά", ιδιαίτερα στην επανάληψη όπου χαιρετάει το φίλο του, τον βιολάτορα Ογδοντάκη. Κι όμως, λέει "έρμα" . Γιατί, άραγε; Κατανοητό θα ήταν, προκειμένου γιά τα σαντουρόβιολα, αν το έλεγε μετά την επιβολή της λογοκρισίας (1937) που τα έθεσαν εκτός μάχης. Βρισκόμαστε όμως στο 1929, εφτά χρόνια μετά τη λαίλαπα της καταστροφής στη Μικρασία. Τη μόνη εξήγηση που μπορώ να δώσω είναι ότι ο Νούρος στέλνει ένα φιλικό και τρυφερό σήμα συμπάθειας στους συμπατριώτες του. Αντί να πει πρόσφυγες ή Μικρασιάτες λέει, "έρμα σαντούρια και βιολιά" που ήταν τα βασικά όργανά τους. Ακόμα πιό πολύ σιγουρεύομαι από τη συνέχεια, "κι όλα τ΄άλλα, σα μικρό παιδί, τα έχω πάθει, μέσα στην Ελλάδα την παλιά". Το "σα μικρό παιδί", το αντιλαμβάνομαι πάλι σα σήμα και το εξηγώ σαν "που σταθήκαμε τόσο αφελείς, αφενός στο να πιστέψουμε σ΄ένα ουτοπικό όνειρο παραμονής στη γη μας, απελευθερωμένοι όμως από τους Τούρκους και αφετέρου, πως πιστέψουμε ότι θα μας αγαπούσαν όταν ήρθαμε εδώ, στην ξενητειά".
Είναι ο Νούρος που στη δική του εκτέλεση λέει "έρμα σαντούρια και βιολιά". Είναι ο Νούρος πάλι που λέει "τα έχω πάθει". Ο Νταλγκάς λέει, αντίστοιχα, "φέρτε σαντούρια και βιολιά" και "τα έχω κάνει". Αυτές οι δυό αλλαγές, απ΄τη μεριά του Νούρου, είναι που με κάνουν να εστιάζω επάνω του, νιώθοντας ότι, αφενός έστελνε ένα σήμα στους συμπατριώτες του, αφετέρου, με το "πάθει" μπορεί, κάλλιστα, να αναφέρεται στον εαυτό του...
Ακούστε όμως και την εκτέλεση με τον Αντώνη Αδαμαντίδη (Νταλγκά) γιά να δείτε τις μεγάλες διαφορές και να καταλάβετε καλύτερα το ιδαίτερο της περίπτωσης Νούρου. Η φωνή του Νταλγκά ήταν πάντα άψογα ζυγισμένη και ο άνθρωπος αυτός έβγαζε ένα βουερό ποταμό ζωικής χαράς και δύναμης.
http://www.fileden.com/files/2008/6/6/1947074/OUZO.mp3
Yποθέτω πως κάποιοι/ες μπορεί να τα βρίσκουν όλ΄αυτά διανοουμενίστικες φαντασιώσεις, με την έννοια ότι αποκλείεται να στέλνανε τέτοια σήματα και να περιμένανε ότι το κοινό θα τα έπιανε. Οι λαϊκοί άνθρωποι (οι σημερινοί)ακούνε ένα τραγούδι και το γουστάρουν ή όχι Δε κάθονται να το ψιψιρίζουν κι αυτούς που το κάνουν τους λένε μαλάκες και κουλτουριάρηδες. Δίκηο έχουν. Σ΄αυτό το blog όμως δε τραγουδάω, ούτε γλεντάω. Κάτι άλλο πάω να κάνω. Αν την ώρα ενός γλεντιού άρχιζα να διυλίζω τον κώνωπα, θά΄χαν δίκηο να μου ρίξουν μιά βροχή από κατραπακιές. Αυτά ήταν, πάντως, τα δυό καίρια σημεία αυτού του τραγουδιού.
Ανακεφαλαιώνοντας, φαίνεται πως οι Μικρασιάτες συνθέτες, λόγω της κατάστασης που υπήρχε γύρω τους και τη βίωναν, ανέπτυξαν ένα είδος διττής γλώσσας, κάποιους απλούς κώδικες που, είτε με τη μορφή διπλών νοημάτων, είτε με άμμεση ή έμμεση ειρωνεία, πετούσαν αιχμές προς τη μεριά των ντόπιων, υποδηλώνοντας την πολιτιστική τους ανωτερότητα, Παραδείγματα υπάρχουν πολλά και θα σημειωθούν σε μελλοντικές αναρτήσεις...





"ΟΛΟ ΟΥΖΟ" (2) - Φύτεμα πορτοκαλιάς στο βυθό...

Φαίνονται πολύ παράξενα αυτά που ψάχνω, έτσι δεν είναι; Ξέρω πως, μάλλον, είμαι ο μοναδικός που ψαρεύει σ΄αυτά τα θολά νερά και πως οι αποδέκτες/τριες κυμαίνονται από ελάχιστους/ες έως κανένας/μιά. Είναι σα να βρίσκομαι στο βυθό μιάς θάλασσας και να επιμένω να φυτέψω μιά πορτοκαλιά. Αυτός ο άνθρωπος όμως, ο Νούρος, ήταν πολύ ιδιαίτερος κι αυτό τον έκανε απρόβλεπτο στις φωνογραφήσεις. Δυστυχώς, δεν υπάρχει καμιά μαρτυρία από ανθρώπους που τον είχαν ακούσει να τραγουδάει σε μαγαζιά. Ήταν χαλαρός, φιλικός και ταυτόχρονα, λίγο απόκοσμος. Πιστεύω πως πρέπει να ήταν και πολύ μόνος. Εννοώ αυτή τη μοναξιά που δεν έχει να κάμει με το πόσους/ες συναντάμε, πόσο είμαστε αγαπητοί/ές, πόσο πολύ κινούμαστε μέσα στ΄ανθρωπαριό. Μιλάω γιά κείνη τη βαθύτερη μοναξιά, τη μπλεγμένη μέσα σε υγρά φύκια, που σ΄εμποδίζει να "συμπλεύσεις". Όταν τραγουδούσε, στους δίσκους τουλάχιστο, έδινε την εντύπωση ότι ήταν κλεισμένος σε μιά διαφανή φούσκα, σα κι αυτές που ζωγράφιζε ο Ιερώνυμος Μπος. Ακόμα κι ο Ογδοντάκης που τού΄παιζε βιολί σους μανέδες του, αν και φαίνεται πως αλληλοεκτιμιόντουσαν πολύ, ήταν απέξω απ΄τη φούσκα. Μέσα είναι μόνο ο Νούρος, μόνος με τον εαυτό του και τα διπλά νοήματα των στίχων που τραγουδάει. Το ότι, ουσιαστικά, εκτελεί κομμάτια προωρισμένα γιά εμπορικούς σκοπούς, φαίνεται να είναι επουσιώδης λεπτομέρεια γι αυτόν. Μπορεί να μου πει κανείς, όλ΄αυτά είναι αποκυήματα της φαντασίας σου, ο άνθρωπος ήταν επαγγελματίας, έκανε καλά τη δουλιά του. Καθόλου όμως δε δίνει αυτή την αίσθηση. Ας μη ξεχνάμε ότι κι αυτός και ο Νταλγκάς, τραβήχτηκαν γρήγορα από τη δισκογραφία. Μόνο μιά φορά ακούγεται "γήινος" στους δίσκους που χτύπησε. Μόνο στη φωνοληψία του τραγουδιού του Παντελίδη "Ο ψύλλος", όπου τραγούδησε η Ρίτα η Αμπατζή κι ο ίδιος έτυχε να είναι παρών την ώρα που γραφόταν το τραγούδι. Εκείνο το απλό "γειά σου, ρε Ρίτα!" που της αμόλησε είναι, γιά μένα, ο πιό χαλαρός, ο πιό φυσικός, ο πιό προσωπικός χαιρετισμός μέσα σ΄όλη τη δισκογραφία (βλ. http://www.elkibra-Ritaabadzi.blogspot.com/ - τίτλος ανάρτησης: Σε βλέπω Αμπατζή...(σκηνή από φωνοληψία) .

Ξανακατεβάζω τον "Ψύλλο" γιά να τον ακούσετε, προς το τέλος της φωνοληψίας.


http://www.fileden.com/files/2008/6/6/1947074/O%20psillos%20(1931)%20Pandelidi.mp3


Το "ΟΛΟ ΟΥΖΟ" πάντως, φαίνεται ν΄ανήκει σ΄αυτή την κατηγορία τραγουδιών όπου αναπτύσσονται μηχανισμοί "προώθησης" μυνημάτων προς τους συμπατριώτες Μικρασιάτες, χρησιμοποιώντας σα μέσι το εμπορικό κατεστημένο των δισκογραφικών εταιριών. Μιά ενστικτώδης "προ-άσκηση" πριν την επιβολή λογοκρισίας...

Κυριακή 17 Αυγούστου 2008

Στην "προσφυγοπούλα"

Η ομορφιά της ζωής είναι το άγνωστο, το απρόβλεπτο. Το παρακάτω τραγούδι είναι γιά σένα!
http://www.fileden.com/files/2008/6/6/1947074/Arhondoyios%20pantevetai%201934.mp3

Τρίτη 12 Αυγούστου 2008

Επίλογος γιά την αρχαία Ελλάδα (4)

(Συνέχεια και τέλος αντιγραφής αποσπασμάτων από το βιβλίο του K.J. Dover, Η ομοφυλοφιλία στην Αρχαία Ελλάδα).

"...Το καλύτερο, που μπορούμε να κάνουμε, είναι πρώτον, να δεχτούμε τη λογική υπόθεση ότι η Ελληνική ομοφυλοφιλία ικανοποιούσε μιάν ανάγκη που δεν ικανοποιείτο αρκετά αλλιώς στην Ελληνική κοινωνία, δεύτερον, να εντοπίσουμε και να αναγνωρίσουμε αυτήν την ανάγκη και τρίτον, να εντοπίσουμε και να αναγνωρίσουμε τους παράγοντες που επέτρεψαν και ακόμα ενθάρρυναν την ικανοποίηση της ανάγκης αυτής με τον ομοφυλοφιλικό έρωτα, στη συγκεκριμένη μορφή που πήρε στον Ελληνικό κόσμο. Νομίζω ότι η ανάγκη γιά την οποία συζητάμε ήταν ανάγκη προσωπικών σχέσεων τόσο έντονων όσο δεν συναντώνται συνήθως στον γάμο ή στις σχέσεις ανάμεσα σε γονείς και παιδιά ή στις σχέσεις ανάμεσα στο άτομο και στο κοινωνικό σύνολο. Οι ελλείψεις των οικογενειακών και κοινωνικών σχέσεων μπορούν να αναζητηθούν, σε τελευταία ανάλυση, στην πολιτική διάσπαση του Ελληνικού κόσμου. Η Ελληνική πόλη-κράτος αντιμετώπιζε συνεχώς το πρόβλημα της επιβίωσης στον ανταγωνισμό με επιθετικούς γείτονες και έτσι ο πολεμιστής, ο ενήλικος άντρας πολίτης, ήταν το πρόσωπο που υπολογιζόταν. Η εξουσία της κρίσης και της λήψης πολιτικών αποφάσεων και η δικαιοδοσια της έγκρισης ή απόρριψης των κοινωνικών και πολιτιστικών καινοτομιών ανήκε, σε πολύ μεγάλο βαθμό, στους ενήλικες άρρενες πολίτες της κοινότητας. Η ανεπάρκεια των γυναικών ως πολεμιστών ενίσχυε μιά γενική υποτίμηση των διανοητικών ικανοτήτων και της συναισθηματικής σταθερότητας της γυναίκας. Ο νέος άντρας κρινόταν από τις ενδείξεις που παρείχε για την αξία του ως πιθανός πολεμιστής. Μόνον η Σπάρτη και η Κρήτη έφτασαν στο σημείο να οικοδομήσουν μιά κοινωνία στην οποία οι οικογενειακές και προσωπικές σχέσεις ήταν τυπικά και ουσιαστικά υποταγμένες στη στρατιωτική οργάνωση. Αλλού επικρατούσαν ποικίλλοι και κυμαινόμενοι βαθμοί συμβιβασμού ανάμεσα στις απαιτήσεις της κοινότητας, της οικογένειας και του ατόμου. Οι άντρες έτειναν να συναθροίζονται γιά στρατιωτικούς, πολιτικούς, θρησκευτικούς και κοινωνικούς σκοπούς σε βαθμό που δεν ήταν ικανός να τους μεταμορφώσει βέβαια σε μιάν απόλυτα αποτελεσματική, σιδερένια πολεμική μηχανή, αρκούσε όμως γιά να εμποδίσει την ανεπιφύλακτη ανάπτυξη οικειότητας μεταξύ συζύγων ή ανάμεσα σε πατέρα και γιό.
Εραστής και ερώμενος έβρισκαν ξεκάθαρα ο ένας στον άλλο κάτι που δεν έβρισκαν αλλού...

Στην εποχή μας τα συναισθήματα, που έχω ακούσει να εκφράζονται περισσότερο από μία φορά με τις λέξεις, "είναι αδύνατον να καταλάβω πως ανέχοντο οι Έλληνες την ομοφυλοφιλία", είναι τα συναισθήματα ενός πολιτισμού, που κληρονόμησε μιά θρησκευτική απαγόρευση της ομοφυλοφιλίας και εξαιτίας της κληρονομιάς αυτής δεν έδειξε (ως πρόσφατα) καμιάν ωφέλιμη περιέργεια γύρω από την ποικιλία των σεξουαλικών ερεθισμών, που μπορούν να διεγείρουν το ίδιο πρόσωπο ή γύρω από τη διαφορά ανάμεσα στον θεμελιώδη προσανατολισμό της προσωπικότητας και στην περιστασιακή συμπεριφορά σε επιφανειακό επίπεδο. Οι Έλληνες ούτε κληρονόμησαν ούτε ανέπτυξαν την πίστη ότι μιά θεία δύναμη είχε αποκαλύψει στην ανθρωπότητα έναν κώδικα νόμων για΄τη ρύθμιση της σεξουαλικής συμπεριφοράς. Δεν διέθεταν θρησκευτικούς θεσμούς με την εξουσία να επιβάλλουν σεξουαλικές απαγορεύσεις. Αντιμετωπίζοντας πολιτισμούς αρχαιότερους, πλουσιότερους και περισσότερο ανεπτυγμένους από τον δικό τους, πολιτισμούς που όμως διέφεραν σε μεγάλο βαθμό, οι Έλληνες δεν δίστασαν να διαλέξουν, να προσαρμόσουν, να αναπτύξουν και - πάνω από όλα- να καινοτομήσουν. Διασπασμένοι καθώς ήταν σε μικροσκοπικές πολιτικές ενότητες, είχαν διαρκώς την αίσθηση του βαθμού στον οποίο τα ήθη και τα έθιμα είναι τοπικά. Η επίγνωση αυτή τους προδιέθετε επίσης να απολαύουν τα προϊόντα της επινοητικότητάς τους και να αποδίδουν μιάν παρόμοια απόλαυση στους θεούς και στους ήρωές τους".

Κυριακή 10 Αυγούστου 2008

Χαστουκίζοντας τον αέρα... (3) - Οι παθητικοί...

Μεταφέρω αποσπάσματα από το βιβλίο "Η ομοφυλοφιλία στην Αρχαία Ελλάδα", K.J. DOVER, εκδ. Π. ΧΙΩΤΕΛΛΗ, Αθήνα 1990:

(σελ. 115-116) : "Στα αρχαία Σκανδιναβικά έπη ο ισχυρισμός ότι "ο Χ χρησιμοποιεί τον Υ σαν γυναίκα του" είναι αβάσταχτη προσβολή γιά τον Υ, δεν αντανακλά δυσμενώς όμως στην ηθική του Χ". Ανθρωπολογικά στοιχεία δείχνουν ότι οι ανθρώπινες κοινωνίες, σε διάφορες εποχές και τόπους, έχουν υποβάλλει τους ξένους, τους νιόφερτους και τους καταπατητές σε ομοφυλοφιλικό πρωκτικό βιασμό, υπενθυμίζοντάς τους έτσι την υποδεέστερη κοινωνική τους θέση... Σε διάφορα είδη ζώων πάλι, η ιεραρχία ανάμεσα στα αρσενικά της κοινότητας εκφράζεται κατά κανόνα με την παρουσίαση του πισινού από τους υποδεέστερους στους ισχυρότερους αρσενικούς (η επίβαση όμως του ισχυρού είναι επιπόλαιη και συμβατική). Οι χυδαίες εκφράσεις σε πολλές γλώσσες χρησιμοποιούν τη λέξη "πούστης" ή "γαμημένος" με την έννοια του "ηττημένος", "νικημένος" (γιά παράδειγμα το ιταλικό inculato (culo = κώλος), ηττημένος, χρησιμοποιείται γιά ποδοσφαιρικές ομάδες) κι ένα Αττικό ερυθρόμορφο αγγείο είναι εικονογραφημένη ανάπτυξη αυτής της αντίληψης. Ένας άντρας με Περσική περιβολή, που μας πληροφορεί: "Είμαι ο Ευρυμέδοντας. Είμαι σκυμμένος", ευθυγραμμίζει τη στάση του με τα λόγια του, ενώ ένας Έλληνας, κρατώντας το μισοσηκωμένο πέος του, προχωρεί προς το μέρος του Πέρση με εντυπωσιακές χειρονομίες. Αυτό εκφράζει τη θριαμβολογία των "αρρενωπών" Αθηναίων γιά τη νίκη τους επί των "θηλυπρεπών" Περσών, κοντά στον ποταμό Ευρυμέδοντα, στις αρχές της δεκαετίας του 460. Η επιγραφή διαλαλεί: "Γαμήσαμε τους Πέρσες!"

Θυμηθείτε τα ουρλιαχτά και τα σχόλια των φιλάθλων τις Κυριακές...

(συνεχίζεται)

Σάββατο 9 Αυγούστου 2008

Χαστουκίζοντας τον αέρα... (2) - Απιστία και ομοφυλοφιλία

Υπάρχει κάτι "παράδοξο" (...) στη συμπεριφορά μας (δηλ. των ανδρών) και μιά κοινή στάση, απέναντι στο θέμα της απιστίας και της ομοφυλοφιλίας.

Η απιστία των ανδρών δεν είναι κάτι που προωθείται ανοιχτά, αλλά υποθάλπεται και επιβραβεύεται σιωπηρά στο σκοτάδι. Όταν πρόκειται όμως γιά απιστία εκ μέρους των γυναικών (γιατί εκεί επικεντρώνεται κυρίως το πρόβλημα), οι κατηγορίες πέφτουν σ΄ΑΥΤΗΝ επειδή ενέδωσε. Η απιστία όμως τελείται με τη συνεργασία δύο προσώπων, ένα αρσενικό κι ένα θηλυκό.
"Ξηγιέσαι μ΄αλλον, έμαθα./Σα βγω θα γίνει γλέντι, ρούσσα και ξανθιά/σα βγω θα γίνει γλέντι, φραγκοσυριανιά/Θα καθαρίσω εσένανε/και όχι το λεβέντη, ρούσσα και ξανθιά/κι ας ξαναμπώ στη φυλακή/κι ας φάω άλλα δέκα..."
Οι στίχοι είναι από τον καρσιλαμά "Ο καημός της φυλακής" (1933) Odeon GA 1678 GO 1921, των Μακρή-Καμβύση, κιθάρα Σπύρος Περιστέρης.
Ακούστε το : http://www.fileden.com/files/2008/6/6/1947074/OO%20KAIMOS%20TIS%20FYLAKIS,%20FRANGOSYRIANIA.mp3


Στην ομοφυλοφιλία, όπως και στην απιστία, χρειάζονται δύο άτομα. Η ορολογία παθητικός - ενεργητικός είναι πασματική και αντιδραστική. Δυό άτομα, άσχετα αν είναι ετερόφυλα ή ομόφυλα, όταν θέλουν να΄ρθούν σε κάποιου είδους σεξουαλική επαφή (αν δε πρόκειται για πορνεία, καταναγκασμό, βιασμό κλπ.), νιώθουν/απολαμβάνουν κάτι. Και στην περίπτωση της ομοφυλοφιλίας όμως, όπως και στην απιστία, η κατηγορία πέφτει μόνο στο παθητικό μέλος.

(συνεχίζεται)

Χαστουκίζοντας τον αέρα...(1) - Οι υπνοβασίες των λεξικών...


Με αφορμή τον Κώστα Μασσέλο-Νούρο και τις αντιδράσεις σε μιά προσέγγιση στο θέμα "πουστόμαγκες" που έστειλα πριν από καιρό σ΄ένα chat forum, θα ξεκινήσω μιά μικρή σειρά από posts με θέμα την ομοφυλοφιλία. Θα δούμε πρώτα μερικές εξηγήσεις σε σημερινά λεξικά, θα πάμε στην Αρχαία Ελλάδα, μετά στη δεκαετία του ΄30 και τέλος, στο σήμερα. Κεντρικός άξονας είναι πάντα, ο κίνδυνος που εγκυμονείται στην προβολή απόψεων του σήμερα, στο παρελθόν.

Όταν ακούσουμε τη λέξη ομοφυλόφιλος το μυαλό μας πάει κατευθείαν στον παθητικό ομοφυλόφιλο και η λέξη που συνοδεύει την προβολή στο μυαλό είναι η λέξη πούστης. Υπάρχουν, όπως ξέρετε, μιά μεγάλη σειρά λέξεων γιά τους παθητικούς, ενώ γιά τους ενεργητικούς μιά-δυό... Εκεί δημιουργείται ένα ερωτηματικό γι αυτό, ας ξεκινήσω παραθέτοντας εξηγήσεις σχετικών λημμάτων.

ΝΕΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, Εμμανουήλ Κριαρά
πούστης ο, ουσ. (χυδ.) ομοφυλόφιλος (συνών. κίναιδος). [τουρκ. puşt]
κίναιδος ο, ουσ., άνδρας που συνουσιάζεται με άλλον άνδρα έχοντας το ρόλο γυναίκας.
κωλομπαράς ο, ουσ. (όχι ερρ., λαϊκ.), παιδεραστής, αρσενοκοίτης
παιδεραστής ο, ουσ. άνδρας που έχει ερωτικές σχέσεις με αγόρια (πβ. Αρσενοκοίτης, ομοφυλόφιλος).
παιδεραστία η, ουσ. α. γενετήσια διαστροφή που συνίσταται στην ερωτική σχέση ενός άντρα με αγόρι, με ανήλικο νεαρό (πβ. ομοφυλοφιλία) β. (αρχ.) ως θεσμός σε περιοχές ή πόλεις της Ελλάδας (λ.χ. Κρήτη, Αθήνα) ιδίως στα κλασσικά χρόνια.

ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΠΙΑΤΣΑΣ, ΖΑΧΟΣ, εκδ. ΚΑΚΤΟΣ, Αθήνα 1981
πούστης = α) παθητικός ομοφυλόφιλος. Από το τούρκικο puşt = το άτομο που συνηθίζει να υφίσταται την σεξουαλική πράξη. Από το ότι παλαιότερα στις πόλεις τα αρχοντόπουλα ερωτεύονταν εφήβους και όμορφα αγόρια γιά να αποδείξουν στους παζαρίτες ότι ήταν πραγματικοί άντρες. Έτσι το κάθε πλουσιόπαιδο είχε τον πούστη του. β) η όμορφη γυναίκα. Έλα πούστη μου! = θαυμαστικό επιφώνημα αποτεινόμενο σε όμορφη γυναίκα που χορεύει ή που περνάει στο δρόμο.
πουστιά = μπαμπεσιά, ατιμία.
πούστρα = άτομο ή οργανισμός ανειλικρινής και μπαμπέσης. Η πούστρα η Εφορία.
πουστριλίκι ή πουστριλίκια = το υβρεολόγιο.
κωλομπαράς = το άτομο που προτιμά τη σοδομική σεξουαλική σχέση. Η μεταξύ ανδρών σεξουαλική σχέση υπήρχε και στην αρχαιότητα και στο μεσαίωνα ανάμεσα στο δάσκαλο και στο διδασκόμενο. Όταν μετά την άνοδο στο Βυζάντιο της οθωμανικής δυναστείας οργανώθηκαν τα σινάφια της βιοτεχνικής παραγωγής και ανταλλαγής, όχι από τούρκικη αλλά από περσο-βυζαντινή επίδραση, γενικεύτηκε η πρακτική της επιβολής της σεξουαλικής πράξης από το μάστορα πρός τους καλφάδες και τα τσιράκια, σαν απαραίτητο στοιχείο της διαδακτικής μεθόδου. Αλλά αυτό δεν εξειδίκευσε τον άντρα στην ομοφυλόφιλη σχέση. Όταν όμως οι άνθρωποι του πουγγιού, οι πλούσιοι έμπορες και μαγαζάτορες αποσχίστηκαν από τις βιοτεχνικές συντεχνίες τείνοντας να οργανωθούν σε ιδιαίτερη μεταπρατική τάξη, τότε ο νέος άντρας από πλούσια οικογένεια της πόλης, το αρχοντόπουλο, που δεν πέρναγε από την επαγγελματική μαθητεία των σιναφιών, έπρεπε να αποδείξει στους ανθρώπους του παζαριού τον ανδρισμό του με κριτήρια άσχετα με τη δεξιοτεχνία και τη γνώση του επαγγέλματος, γιά να τους υποχρεώνει να αναγνωρίσουν την προσωπική του αξία. Και γινόταν επιβήτωρ ανδρών, δηλαδή ”σούπερ-άντρας”, ”κουλουμπαράς”, από την περσική λέξη που σημαίνει αυτόν που εξειδικεύεται στην ενεργητική σοδομική σχέση σε αντίθεση με το ζαμπαρά που προτιμά τη σεξουαλική σχέση με γυναίκες.
κωλομπαριλίκι = το να είναι κανείς αποκλειστικά ενεργητικός ομοφυλόφιλος.
κωλόμπος = ειρωνικά και κοροϊδευτικά ο ενεργητικός ομοφυλόφιλος.
κωλοξεσκισμένος = βρισιά ή υβριστική αναφορά σε άτομο, που το χαρακτηρίζει τελείως εξευτελισμένο.
κωλόπουστας και κωλόπουστος = πούστης της τελευταίας υποστάθμης
κώλος κουβαρίστρα = άντρας, που παριστάνει τον ανδρείο και τον αήττητο ενώ στο βάθος είναι υποταγμένος και την έχει πάθει πολλές φορές. Υπόλειμμα της έκφρασης : Όλο μαγκιά, όλο κλανιά και κώλο κουβαρίστρα.
κλπ., κλπ...

Τέλος, η σελίδα http://www.seslisozluk.com/, ερμηνεύει έτσι την τούρκικη λέξη puşt :

1. scoundrelly. scoundrel.2. bastard. cunt. catamite. fairy. queen. son of a bitch.3. scoundrelly. scoundrel. "catamite, fairy, queen; bastard, son of a bitch, cunt". ,-tu vulg.4. passive male homosexual, queer, fag, faggot.5. bastard, *son of a bitch, *shit.6. vulgar passive male homosexual. queer. fag. son of a bitch.
(συνεχίζεται)

Τρίτη 5 Αυγούστου 2008

Βιογραφικό του Νούρου

Στο http://www.elkibra-nouros.blogspot.com/ έχει δημοσιευτεί ένα διαφορετικό βιογραφικό του ΚώσταςΜασσέλου-Νούρου