Τρίτη 26 Απριλίου 2011

Απέναντι στο δάσος, στη μέση του πουθενά...




Στο εξαιρετικό remake της αμερικάνικης ταινίας "The postman always rings twice" με σκηνοθεσία του Bob Rafelson, με την Jessica Lange και τον Jack Nickolson, υπάρχει μιά πολύ όμορφη σκηνή με μιά σύνδεση με το "ρεμπέτικο".
Εκείνη είναι παντρεμένη μ΄έναν φουκαρά Ελληνο(αμερικανό) που τα τσούζει και έχουν μαζύ ένα εστιατοριάκι, στη μέση του πουθενά. Το ζεύγος μένει στον πάνω όροφο. Τους προκύπτει ένας τύπος μάγκα (Jack Nickolson) που γυρνάει από δω κι απο κει. Κόβει γρήγορα την κατάσταση, του γουστάρει η Jessica Lange και τους ζητάει δουλειά. Αυτή, βαριεστημένη απ΄τη μοίρα του γάμου της πέφτει στα δίχτυα του. Ο σύζυγος δε παίρνει πρέφα και εμπιστεύεται το μάγκα, μέχρι που τελικά οι δυό τους τον σκοτώνουν.
Στη σκηνή που έλεγα, ο Έλληνας σύζυγος έχει πάει στον πάνω όροφο να ξυριστεί ενώ οι άλλοι δυό ερωτοτροπούν κάτω. Από πάνω ακούγεται χαμηλά απ΄το γραμμόφονο η φωνή της ... Μαρίκας Παπαγκίκα. Υποδειγματικό.
Σε μιά, τηρουμένων των αναλογιών, αντίστοιχη κατάσταση, σε μιά χώρα νερόβραστη, χωρίς, δυστυχώς, τη Jessica Lange δίπλα μου, απέναντι απόνα ήσυχο δάσος, με τη βραδινή δροσιά ενός ευεργετικού καλοκαιριού, ακούω αυτό:
Παίζει μαντολίνο ο Παναγιώτης Τούντας και τραγουδάει η Μεγάλη Ρόζα Εσκενάζι





Κυριακή 24 Απριλίου 2011





Το Πολύγωνο
και 
η αλάνα του


Η φωτογραφία εικονίζει προσφυγικό μαχαλά στο Δουργούτι (Νέο Κόσμο, επί το ευπρεπέστερον"), μοιάζει όμως πολύ με τον αντίστοιχο στο Πολύγωνο.




Οτιδήποτε θυμίζει καταστάσεις που δε τις εγκρίνει το σύστημα, θεωρείται εχθρός της "ανάπτυξης".


Tο κάθε σύστημα πρεσβεύει την "ανάπτυξή" του, θέλει εκείνο ν΄αποφασίζει τι και πως θα θυμόμαστε. Επιλέγει. Μαγειρεύει την ιστορία κατά το δοκούν.Η επανάσταση του ΄21 είναι μαγειρεμένη αρκούντως. Έχουν αλλάξει ημερομηνίες έναρξής της γιά να συμπίπτει με αμετακίνητες θρησκευτικές μνήμες. Ο "σπερματοδότης" κρίνος, η Μαρία, η έναρξη του ξεσηκωμού υπό τη σκέπη του Παλαιών Πατρών Γερμανού (σκέφτομαι καμιά φορά πόσος χώρος έχει καταληφθεί μέσα στον εγκέφαλό μου από το όνομά του και το όνομα του, ας πούμε, Κωνσταντίνου Μητσοτάκη) που, όπως είναι γνωστό, ήταν ενάντιος, γιά δικούς του λόγους, στο ξεσήκωμα ενάντια στους Tούρκους. Aυτό ανήκει σ΄αυτά που "πρέπει" να θυμόμαστε, με τον τρόπο που μαγειρεύτηκαν.



Το Πολυτεχνείο δεν έχουν κάτι εναντίον να το θυμόμαστε, αλλά όλες οι πλευρές το διαβρώνουν, ηθελημένα ή αθέλητα. Θα αρκούσε μιά σεμνή τελετή και μιά ακινησία κάποιων λεπτών σ΄όλη τη χώρα. Έτσι, ακόμα και τα μικρά παιδιά θα ρωτούσαν να μάθουν γιατί.



Η ημερομηνία της ήττας στη Μικρασία, το κάψιμο της Σμύρνης κι ότι επακολούθησε, είναι "σκόπιμο" να το απωθούν. Δε βολεύει να το θυμόμαστε, αναδαυλίζει παλιά πάθη κλπ. Αρκεί η τιμή στον Ελέυθέριο Βενιζέλο που δόθηκε το όνομά του στο άχαρο και αχανές αεροδρόμιο. 


Είναι πολύ αστείο που η μαγνητοφωνημένη γυναικεία φωνή στο μετρό, λέει το όνομα του αεροδρόμιου με μιά προσμονή των υπευθύνων ότι οι ξένοι επισκέπτες/τριες θα θυμούνται όλο αυτό το "Ελευθέριος Βενιζέλος"...


Γενικά, η μνήμη πρέπει να είναι ελεγχόμενη. Να είναι σα κάτι κλεισμένο σ΄ένα συρτάρι, σα μιά σημαία, που την ανοίγουμε όταν είναι η μέρα της, τη βάζουμε στη θέση της το βράδυ και συνεχίζουμε τη ζωή μας. Αλλιώς, μεταβάλλεται σε φρένο που δεν αφήνει τους ανθρώπους να συγκεντρωθούν στα καθημερινά τους..


.

Στις μεγάλες πόλεις, και ιδιαίτερα στις πρωτεύουσες, πρέπει να υπάρχει ευταξία. Αποτελούν τη βιτρίνα της χώρας. Το έδαφος, οι ακάλυπτοι χώροι έχουν μεγάλη αξία, τα συμφέροντα είναι μεγάλα. Κανείς δε φαντάζεται ότι ένας χώρος, ιδιαίτερα όταν ανήκει, μπορεί να μείνει "ανεκμετάλλευτος" γιά να γίνει μνημείο θύμησης. Μιά πλάκα, με κάποιες χαραγμένες γραμμές, αρκεί γιά να ξεμπερδεύουμε με το παρελθόν. Έτσι ξεμπερδέψαμε με το μακρουλό οικόπεδο όπου κάποτε έμενε ο πυρπολητής Κανάρης, στην Κυψέλη. Ο χώρος έγινε πολυκατοικία, μπήκε μιά πλακίτσα στην είσοδό της και, πάμε παρακάτω.


..

Η ονομασία "Πολύγωνο" δε ξέρω αν σας λέει τίποτα. Είναι ο χώρος γύρω από τα Δικαστήρια. Ένας χώρος πνιγμένος στο τσιμέντο, στα αυτοκίνητα, μηχανάκια και μοτοσυκλέττες. Όταν πλησιάσει κανείς σα πεζός, αισθάνεται ότι ο χώρος τον ξερνάει...
Γιά να σωθεί κανείς, τρέχει μέσα στο πάρκο του Πεδίου του΄Άρεως, όπου ο χρόνος είναι ακόμα σταματημένος...

("Γιατί το λένε ΠολύγωνοTο 19ο αιώνα, στη δυτική άκρη του Πεδίου του Άρεως, εκεί περίπου που είναι σήμερα το “Green Park”, υπήρχε μια υπερυψωμένη πολυγωνική εξέδρα, όπου παιάνιζε τα απογεύματα κάποια στρατωτική μπάντα, προς ψυχαγωγία των Aθηναίων. Έτσι η περιοχή ονομάστηκε Πολύγωνο. Mετά τη μικρασιατική καταστροφή, πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν κατά μήκος όλης της βόρειας πλευράς του Πεδίου, από τη Mαυρομματαίων μέχρι τα Tουρκοβούνια. Mαζί με τον προσφυγικό συνοικισμό «ταξίδεψε» και το τοπωνύμιο. Σήμερα το Πολύγωνο είναι μια γειτονιά σφηνωμένη ανάμεσα σε Γκύζη, Άνω και Nέα Kυψέλη")*. * Η παραπάνω παράγραφος, η κλεισμένη στις κόκκινες παρενθέσεις, είναι αναδημοσίευση από τη σελίδα http://www.athensvoice.gr/city-lover/av,15535,CITY_LOVER.html


Εκεί λοιπόν εγώ κάποτε, ένας μπερδεμένος 9χρονος, έπαιζα. Είχαμε μόλις γυρίσει από τη Βραζιλία όπου θασ μέναμε γιά πάντα, αλλά επιστρέψαμε μετά από 1,5 χρόνο γιατί οι δουλιές (με ιώτα) του Μικρασιάτη πατέρα μου δε πήγαν όπως τις περίμενε. Θα κατασκεύαζε σωβρακάκια γιά ψύλλους, έτσι μου έλεγε πάντα και γελούσε. Κάτι έκρυβε ή δεν ήθελε να μπει σε λεπτομέρειες. 


Τ΄απογέματα, όταν μαλάκωνε η μεγάλη κάψα, έφευγα απ΄το σπίτι και πήγαινα να παίξω στην Αλάνα του Πολύγωνου. Ήταν ένας τεράστιος, με τα τότε μάτια μου, ακάλυπτος χώρος όπου μαζεύονταν αμέτρητα παιδιά, όλων των ηλικιών. Μεγάλη υπόθεση...

Είχα κι ένα φίλο που τονε λέγαν Βάσο (Βασίλη). Ένα απόγεμα που δεν είχε φανεί, πήγα να τον πάρω από το σπίτι του, στον ντενεκεδομαχαλά που βρισκόταν δυό βήματα ΒΔ. από την Αλάνα.





Λεπτομέρεια από το μαχαλά του Πολύγωνου.






Δε θυμάμαι να είχα μπει περισσότερο από 2-3 φορές μέσα σ΄αυτή την πολύβουη, προσφυγική κυψέλη. Τα χαμηλά προχειροφτιαγμένα σπιτάκια, τό΄να πάνω στ΄άλλο, αν αναστέναζες δυνατά σ΄άκουγαν οι διπλανοί και οι απέναντι. Είχαν μόλις καταβρέξει γιά να δροσιστούν. Μύριζε το χώμα, κάθονταν έξω απ΄τις χαμοκέλες τους και κουβέντιαζαν. Δε θυμάμαι πολλά πράγματα. Μόνο ένα συναίσθημα οικειότητας, αν και καθόλου δε θά΄θελα να βρισκόμουν στη θέση τους, ούτε είχα ιδέα ότι είχα κάτι κοινό μ΄όλους αυτούς τους ανθρώπους. Έτσι πίστευα τότε. Εμείς μέναμε σ΄ένα μισοσκότεινο υπόγειο πολυκατοικίας, όμως είχαμε τρεχούμενο νερό και ΜΠΙΝΤΕ! Όχι παίζουμε. 


Εγώ "τραυματιζόμουνα" καθημερινά όλο και πιό πολύ, ενώ ο Βάσος, το προσφυγόπουλο, έλαμπε από χαρά και δύναμη
.

Ένα πράγμα θυμάμαι πολύ καθαρά, ότι υπήρχε μιά ζωή που κόχλαζε ανάμεσα στα παιδιά που παίζαν στην Αλάνα. Ελλείψεις μπορεί να είχαν, αλλά τα παιδιά χρειάζονταν, τότε τουλάχιστο, πολύ απλά και συγκεκριμένα πράγματα και αυτά τά΄παιρναν με τη μορφή της πλατιάς κοινωνικότητας, του παιχνιδιού με το τίποτα, την αίσθηση του οικείου και πάλλοντος περιβάλλοντος.


Από τότε έχει περάσει μιά ολόκληρη ζωή. Πολλά "γλυκά" δοκίμασα, συνοικίες γειτονιές, πόλεις, χώρες και μπορώ άνετα να κάνω επαναπροβολές. Βλέπω καμιά φορά τις ατέλειωτες πολυκατοικίες, τους δρόμους που λυσσομανάν τα αυτοκίνητα, βλέπω τα σύγχρονα προάστεια όπου βασιλεύει μιά νεκρική ησυχία, τα καλοφτιαγμένα παρτέρια. 


Ακούω και γιά χωριά που ζητάνε την κατασκευή μαντρωμένης "παιδικής χαράς" και άλλες αηδίες... Βλέπω και τα ολότελα νεκρά προάστεια της μεταμοντέρνας κοινωνίας όπου ζω. Αυτά όπου ζουν πολλά παιδιά μειονοτήτων κι όπου υπάρχουν πολλά προβλήματα. Βανδαλισμοί, βιασμοί, εγκληματικότητα, μαχαιρώματα σε ημερήσια βάση. Από τις 5 το απόγεμα πέφτει μιά νέκρα. Ψυχή δε βλέπεις στους δρόμους, τα ελάχιστα μαγαζιά κλείνουν στις 6, ένα βαρύ σύννεφο πλήξης απλώνεται. Και τα ΄ντόπια παιδιά πλήττουν, αλλά ακόμα περισσότερο τα παιδιά των ξένων. Αυτά επισκέπτονται τις χώρες των γονιών τους τα καλοκαίρια, πόλεις και χωριά της Μέσης Ανατολής, της Τουρκίας κτρ. όπου η ζωή σφύζει. Αυτή η μελαγχολική ηρεμία τους τη δίνει κατακούτελα. Αισθάνομαι πως πίσω απ΄τις απελπισμένες τους αντιδράσεις κρύβονται κραυγές απόγνωσης. "Βγείτε έξω ρε, κινηθείτε, μιλείστε, φλερτάρετε, τραγουδείστε, φωνάξτε. Είναι ζωή αυτή η νέκρα;"



Πράγματα δηλαδή που ήταν τελείως άγνωστα, γιά παράδειγμα, στο χώρο του Πολύγωνου. Λογικά, θα έπρεπε ένα μικρό, ελάχιστο κομματάκι με 2-3 χαμοκέλες, να είχε διατηρηθεί. Όπως ήταν τότε. Το ίδιο θα έπρεπε να είχε γίνει σ΄όλους τους πρώην προσφυγικούς συνοικισμούς. Όχι με τον τρόπο που διατηρούνται από διάφορους βαλσαμωμένους Πολιτιστικούς Συλλόγους της επαρχίας, σπιτάκια της προηγούμενης ζωής με τα "αρχαία". Όχι γυαλισμένα τα σκεύη και τακτοποιημένα, αλλά όπως ήταν τότε. Να πηγαίνουν τα σχολεία και να βλέπουν πως ήταν η ζωή κάποτε.


 Οι Μικρασιάτικοι Σύλλογοι έχουν κι αυτοί μερίδιο της ευθύνης. Όχι, θα έπρεπε να μπορεί κανείς να δει την ατμόσφαιρα που υπήρχε τότε. Και μ΄ένα γραμόφωνο να παίζει το "Σπάστα, ρήμαξτα" του Παναγιώτη Τούντα, με την υπέροχη φωνή του Κώστα Μασσέλου (Νούρου)...





Σπάστα, ρήμαξτα - ζεϊμπέκικο
Σύνθεση, στίχοι : Παναγιώτη Τούντα
Εκτέλεση : Κώστας Νούρος
Βιολί : Δημ. Σέμσης (Σαλονικιός), σαντούρι Κ. Τζόβενος, κιθάρα Αργυρόπουλος
Δίσκος COLUMBIA DG 134


Έλα να σε ειδώ, να γιάνω, αχ, Πολυγωνιώτισσα γλυκειά
κι άλλην από σε δεν κάνω αγαπητικιά - μανίτσα μου.



Βελουδένιο πασουμάκι θα σου πάρω, κούκλα μου χρυσή
και μοντέρνο σκαρπινάκι κι ότι θέλεις, μάνα μου εσύ.



Θά΄χεις τάλιρα και λίρες κι όσα θες μετά, βρ΄αμάν, αμάν,
θα μεθούμε μες τις μπύρες, σπάστα, ρήμαξτα,
θα γλεντούμε μόνο λίρες, σπάστα, ρήμαξτα.



Αχ, Πολυγωνιώτισσά μου, έλα να μου σβήσεις τη φωτιά
που μου άναψες, μικρή μου, μόν΄σε μιά βραδυά, κουκλίτσα μου.



Θα γλεντούμε με τραγούδια, μέρα νύχτα, κούκλα μου χρυσή
με βιολιά και με σαντούρια κι ότι θέλεις, μάνα μου εσύ.



(Σημείωση: Υπάρχει ακόμα ένα τραγούδι, πάλι τραγουδισμένο από το Νούρο, που δεν έχω καταφέρει να εντοπίσω. Ο τίτλος είναι: "Πολυγωνιώτισσα" (1930) Μαν. Χρυσαφάκη -Columbia GR DG-55 WG-87..











Σάββατο 16 Απριλίου 2011





Η αναγούλα...

Ένα απ΄αυτά που μ΄έχουν αναγουλιάσει στη ζωή μου είναι,

η ανακάλυψη μουσικών λαϊκών διαμαντιών από την "καθεστηκυία" τάξη,

το ανέβασμά τους σε σκηνές, θέατρα, χώρους συναυλιών,

το ντύσιμο των λαϊκών διαμαντιών με μακριές τουαλέτες,

η αναγόρευσή τους σε "κυρίες" και η παρακολούθησή τους
από ένα κουστουμαρισμένο κοινό που τους/τις αποθεώνει,
μέσα στην ολοκληρωτική του άγνοια, όταν προηγούμενα
τους έβριζε και τους ονόμαζε αλήτες κι αλανιάρες... 








Η γελοιότητα
 ή 
πως ο ελληνικός κινηματογράφος είδε τη μουσική των προσφύγων...

Έτρεφα πάντα μεγάλη συμπάθεια γιά το Μίμη Φωτόπουλο. Το πρόσωπό του μού΄δινε σήμα ενός πολύ καλού ανθρώπου. Με το συμπάθειο, όμως δεν ήταν καλός ηθοποιός, ή αν θέλετε, δεν έπεσε στα χέρια ενός καλού σκηνοθέτη. Σε μερικές ταινίες, όπως στην "Κάλπικη λίρα", όταν ήταν καλό το σενάριο και ο σκηνοθέτης, ήταν πολύ περισσότερο από συμπαθέστατος. Στην πλειάδα όμως των ταινιών αρπακόλας, από αυτοβαφτισμένους "σκηνοθέτες", έσερνε τα πόδια του. Μιά απ΄αυτές ήταν και η τραγική "Οι απάχηδες των Αθηνών" που άρχισα να ψάχνω απεγνωσμένα γιά να τη βρω, όταν διάβασα ότι εμφανιζόταν ο Γρηγοράκης ο Ασίκης και ο Λάμπρος ο Λεονταρίδης.


 
Eκεί είδα άλλη μιά φορά τα γνωστά. Δυό φιγούρες της πλάκας (Μίμης Φωτόπουλος και ο Φραγκίσκος Μανέλης) που, υποτίθεται, πως είναι κουτσαβόμαγκες, και τον Κωνσταντάρα κτλ. Γνωστά πράγματα, αναμενόμενες οι "εξελίξεις", γέλιο φτηνό. Το παρακάτω video όμως μου θύμισε ακόμα μιά φορά μέσα σε τι "πιλάφι" μεγάλωσα και σιχάθηκα μέχρι εμετού. Απολαύστε "ανωτερότητα ελληνικού πολιτισμού"...

Προσέξτε ότι πήραν τρεις πρόσφυγες μουσικούς κλάσης που τους χρησιμοποίησαν σα διάκοσμο. Τους βάζουν, στην αρχή, να παίζουν αλλά η ΄"ανατολικοφανής" μουσική που ακούγεται είναι αλλουνού. Όταν αρχίζουν να παίζουν οι ίδιοι, η κάμερα δε τους κοιτάζει. Αντ΄αυτού, βλέπουμε το"χαρέμι", τον "πασά" κλπ. και όλ΄αυτά γίνονται γιά να εισέλθει η ασήμαντη Καλουτά γιά να "χορέψει" με αδέξιες κινήσεις ένα "τσιφτετέλι". Η γελοιότητα!


Όλοι αυτοί οι ανόητοι (αυτό είναι κοπλιμέντο), θέλοντας απλώς να βγάλουν φράγκα με το τίποτα, γελοιοποιούσαν τους μάγκες, μπερδεύοντάς τους με τα θλιβερότερα ψευτοκουτσαβάκια. .


Αυτές οι σάχλες συνέβαιναν το 1950, τότε που γυρίστηκε η ταινία "Οι απάχηδες των Αθηνών". Μετά από 58 χρόνια, το 2008, προβάλλει το ΜEGA μιά σειρά απ΄΄ την οποία προέρχεται το παρακάτω video. Τα σχόλια περιττεύουν...








Τετάρτη 13 Απριλίου 2011





Μόρτισσα κι αλάνι

Ακούστε αυτό το τραγούδι, χάρη θα μου κάνετε.

Ακόμα μεγαλύτερη χάρη αν σχολιάσετε και πείτε τι συναισθήματα σας δημιουργεί η μουσική και, ΚΥΡΙΑ, οι στίχοι.




Α, ξέχασα.
Μιά και είναι δανεικό από το Youtube, δεν ευθύνομαι για τις ανακατεμένες και χωρίς νόημα επιλογές της "εικονογράφησής" του. Ίσως είναι καλύτερα να κλείσετε τα μάτια καθώς το ακούτε.






Έχω πολλές φορές αναρωτηθεί, τί είν΄αυτό που με τρελαίνει μ΄αυτό το τραγούδι...
Έχει μιά πολύ καλή μουσική, αυτού του μεγάλου μπαγάσα και εξαιρετικά ευαίσθητου βιολιτζή Γιάννη Δραγάτση (Ογδοντάκη) και τραγουδάει ο υπέροχος Βαγγελάκης Σωφρονίου.

Είναι ένα καθαρά νταηλίδικο τραγούδι. Οι στίχοι του όμως, γιατί τόσο πολύ μ΄αγγίζουν;
Και τι μας ενδιαφέρει, θα μου πείτε; Πιστεύω πως ενδιαφέρει γιατί σπάνια οι αρσενικοί ανοίγουν το στόμα τους έτζι.

Λέω λοιπόν στον εαυτό μου, τί είν΄αυτό, ρε παιδί μου, που σ΄αρέσει; Το νταηλίκι; Δε θά΄λεγα, δε κουβαλάω τέτοια στοιχεία μέσα μου, εκτός κι αν χτυπήσει το μαύρο καμπανάκι ή ξεχειλίσει το μαύρο ποτάμι...

Μήπως η προαναγγελλία βίας απέναντι σε μιά γυναίκα; Κάθε άλλο.

Μήπως το πάθος που φαίνεται να έχει γι αυτήν ο πρωταγωνιστής του τραγουδιού ενώ εκείνη κάποιον άλλον αγαπάει; Ούτε, καθόλου.

Μπας και είναι η φαινομενική αδιαφορία του για τη φυλάκιση (κι ας φάω δεκαπέντε...) αν τη σφάξει ατζέμικα; Όχι.


Το μοντέλο του σκληρού άντρα από το παρελθόν; Ούτε αυτό.


Ε τότε, τί;
Δε θα μπορέσω να ξέρω, όπως λέγαν οι λαϊκοί άνθρωποι. Κάτι μέσα μου το ξέρει, μα δε το λέει...


Ίσως ο τίτλος του παρακάτω παλιού καφενείου να είναι κάποια απάντηση...



Όπλες, κούκλες, πανούκλες


πηγαίντε στο 3:09






Κυριακή 10 Απριλίου 2011





Νταίζη Σταυροπούλου - άλλη μιά υπέροχη




Η παρακάτω αναδημοσίευση είναι δανεισμένη από το περιοδικό "Λαϊκό τραγούδι" και γραμένη από τον Κώστα Χατζηδουλή που την πλησίασε, όσο ζούσε, και κατάφερε να την κάνει να μιλήσει















Στο σημείωμα - αποχαιρετισμό στη Λέλα Παπαδοπούλου, έγραφα πως κάποιο πρόβλημα έχω με τις γυναίκες που τραγουδάν σαν άντρες. Με παραπέμπουν στα σκυλάδικα που τα βρίσκω μελαγχολικά και παρακμιακά, κι ας λένε ότι θέλουν. Αυτό όμως δε συνέβαινε με τη Νταίζη Σταυροπούλου. Της κόλλησαν τον "υπότιτλο" πως τραγουδούσε σα τον Στράτο Παγιουτζή. Ναι, εντάξει, πήγαινε η φωνή της κατά κει. Και λοιπόν;


Η Νταίζη τραγούδησε καταπληκτικά μιά σειρά από λίγα τραγούδια και βγήκε γρήγορα απ΄το παιχνίδι. Ο Βασίλης Τσιτσάνης της έδωσε μιά σειρά από δικά του και μάλλον ήταν πολύ ευχαριστημένος, εμπνευσμένος και μερακλωμένος απ΄τη συνεργασία τους. Άγνωστο, αν το τραγούδι του "Νταίζη" που το έδωσε στο Στράτο να το πει, ήταν αφιερωμένο σε κείνη.


Το τραγούδι στο ρεμπέτικο δεν είναι ρομάντζα, δεν είναι τσαχπινιά. Τσαχπινιά είχε η Ρόζα Εσκενάζι, στα Μικρασιάτικα. Παλιά τσαχπινιά, βέρα. Φίλος αγαπητός ονομάζει "θεϊκή" τη φωνή της Νίνου. Η Νίνου εκστασίαζε και εκστασιάζει τους κατοπινούς του ρεμπέτικου, τότε που είχε πιά φύγει απ΄το δρόμο του και βάδιζε σε άλλα μονοπάτια.


Η γυναικεία φωνή στο ρεμπέτικο θέλει μαγκιά, μέταλλο, βάρος. Βάρος, όχι με σκυλάδικη χροιά. Βάρος που βγαίνει από γυναίκα με μεστή καρδιά. Κι αυτή τη βέρα μαγκιά την είχε στη φωνή της η Νταίζη Σταυροπούλου.
Μαγκιά έχει καταχωρηθεί, με τη σέσουλα, στη Σωτηρία Μπέλλου και την είχε, χωρίς αμφιβολία. Η Μπέλλου όμως είχε δυό περιόδους. Μιά, όταν η φωνή της, η νεανική, έλαμπε και είπε πολλά τραγούδια με λυρισμό. Και μιά, όταν το μέταλλό της σκούρηνε, πήρε μιά χροιά σκουριάς κι εντυπωσίασε τους νεότερους, σε μιά εποχή νερόβραστη. Ήταν πιά μόνη της, άλλες τέτοιες φωνές δεν υπήρχαν. Αν συνέχιζε τον ίδιο καιρό να τραγουδάει η Νταίζη Σταυροπούλου, δε θά΄ταν έτσι απλά τα πράγματα.


Τί είναι όμως η μαγκιά στη φωνή; Πώς να χρησιμοποιήσει κανείς αβίαστα αυτή τη βεβαρυμένη λέξη όταν την έχουν στολίσει με ακαθαρσίες όλα τα λεξικά; Γι αυτούς/ές που ξέρουν και καταλαβαίνουν, δε χρειάζεται να πω τίποτα. Γιά τους άλλους/ες, θα δώσω ένα τραγούδι με τη Νταίζη και θα καταλάβετε (ίσως...)


"Τα νησιά του Παραδείσου" 


Αν δε πεισθήκατε, ακούστε αυτό το υπέροχο:


"Μαζί μου δε ταιριάζεις"


Κι αν πάλι δε πεισθήκατε, 


"Στον Άγιο Κωνσταντίνο"


Ένα ακόμα καταπληκτικό τραγούδι του Κώστα Σκαρβέλη, το "Δυό χρόνια με κολάκευες" όπου μαζί της τραγουδάει ο παραγνωρισμένος Χαρ. Μαυρίδης ο "Ρώσσος".



Κοντολογίς, ήταν κρίμα που η Νταίζη Σταυροπούλου δεν άφησε πίσω της πιό πολλά τραγούδια. Ακόμα πιό κρίμα που δε την πλησίασε κανείς να της προτείνει ένα CD με όση φωνή μπορεί να της είχε απομείνει. Άλλωστε, ακόμα δε της έχει αφιερωθεί ένα CD, δυστυχώς...



Παρασκευή 1 Απριλίου 2011




Μου έχει συμβεί πολλές φορές να φτιάχνω ή να γράφω κάτι και να μη το προωθώ παραπέρα, να το βάζω στη μπάντα.
Συχνά, μέσα από διάφορες συγκυρίες, κάποιος άλλος φτιάχνει ή κάνει το ίδιο, ή κάτι παρόμοιο, που βγαίνει στο φως του ήλιου. Τότε, είναι αργά για μένα. Θα μοιάζει σα να αντιγράφω, προσπαθώντας να εισπράξω κι εγώ "λίγη ευχούλα"...


Μου ζητήθηκε να γράψω δυό κείμενα που θα μπαίνανε σ΄ένα βιβλίο για το Ρεμπέτικο που μέλλει να εκδοθεί. Μου πρότειναν τα θέματα και τα έγραψα. Κρίθηκαν ακατάλληλα, γιατί μπαίνουν σε λεπτομέρειες που ξεφεύγουν απ΄το concept του βιβλίου. Το κατάλαβα, το δέχτηκα.


Τα δημοσιεύω εδώ για να δώσω την άλλη άποψη, πριν κυκλοφορήσει το βιβλίο, μιάς και μου ανήκουν.


Το πρώτο είναι το παρακάτω, και έπεται "Η Παρασημαντική της Μαγκιάς".


Εσείς θα κρίνετε, εν καιρώ...



Κούτσαβοι και μάγκες
Η νηπιακή ηλικία και η ενηλικίωση
της μαγκιάς



Προσωπογραφία ενός μάγκα
-πίσω απ΄την εξωτερική μάσκα –
(εικόνα Κ. Λαδόπουλου)




Αγαπητέ/ή αναγνώστη/στρια,

Υπάρχουν συνήθως δυό δρόμοι για ένα τέτοιο κείμενο.
Ο ένας, αυτός που θωπεύει κανείς το θέμα επιδερμικά, με σκοπό να ”γαργαλίσει”, να περιγράψει μ΄ένα τρόπο ευχάριστο, να διασκεδάσει το αναγνωστικό κοινό, να το γοητεύσει.
Ο άλλος, να μιλήσει για την ουσία, γι αυτά που κρύβονται πίσω από τη γραφικότη- τα.
Διαλέγω το δεύτερο δρόμο.

Επειδή πιστεύω πως κλωθογυρίζουμε  γύρω απ΄τα ίδια και τα ίδια (και μάλιστα με τον ίδιο τρόπο), θα προσπαθήσω να πω μερικά πράγματα κάπως αλλιώς. Θα το κάνω χρησιμοποιώντας τη γλώσσα της καρδιάς, με λόγια που δε θα περιέχουν κοφτερά ρινίσματα σιδήρου, ούτε πολύχρωμα δοξολογικά λαμπιόνια.
Με εικόνες και με μικρές διηγήσεις θέλω να αρθρώσω κάποιες σκέψεις για τη πληγωμένη, αλλά αρκετά επιδέξια κρυμένη, περηφάνεια της αληθινής μαγκιάς.
Η παραπάνω εικόνα είναι ενδεικτική των προθέσεών μου.


Τα κουτσαβάκια



Από το ”Ρεμπετολογία”, Η. Πετρόπουλου,
Σκίτσο Α. Καναβάκη


Δεν είμαι το κατάλληλο πρόσωπο για να γράψω για τους κούτσαβους. Δε πιστεύω πως είναι ένα ενδιαφέρον θέμα πέρα απ΄το ότι, με κάποιο τρόπο,αποτέλεσαν την εφηβική, ή καλύτερα τη παιδική, περίοδο της μαγκιάς. Θεωρώ ότι ήταν μικρές ομάδες ατόμων μπερδεμένων, σε μιά εποχή που η Αθήνα στηνόταν, αλληθορίζοντας προς μιά Ευρώπη που της ήταν ολότελα ξένη και μιά ελληνική παράδοση που την έβλεπε αφ΄υψηλού.
Τα κουτσαβάκια δεν άφησαν τίποτα πίσω τους πέρα από κρότο, κουρνιαχτό και κούφιο νταηλίκι. Κανείς δε τους συμπάθησε, κανείς δε τους υπερασπίστηκε. Δε τρέφω αντιπάθεια, απλώς αδιαφορία. Πιστεύω ακόμα ότι τεχνηέντως τους συνδέουμε με το Ρεμπέτικο. Το ότι η λέξη κουτσαβάκι επέζησε και χρησιμοποιήθηκε, ελάχιστα, σε κάποιους στίχους, ή ότι κάποιες ενδυματολογικές λεπτομέρειες κρατήθηκαν και μετεξελίχθηκαν, δε λέει πολλά πράγματα. Ίσως είναι ενδιαφέρον θέμα για τους ενδυματολόγους. Αναλυτικά και γοητευτικά στοιχεία γι αυτούς μπορείτε να βρείτε στο βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου ”Υπόκοσμος και Καραγκιόζης”, εκδ. Γράμματα. 


Οι μάγκες

Η παλιά έννοια του μέσου τύπου ενός μάγκα δε μπορεί να εξηγηθεί με λέξεις.  Είναι θέμα αίσθησης, εμπειρίας ζωής. Οι εμπειρίες, όπως είναι γνωστό, δε μεταδίδονται.

Σχετικά με τη καταγωγή της λέξης, η επικρατέστερη είναι ότι, ”μάγκα” ονομαζόταν η ενωμοτία των στρατολογουμένων από οπλαρχηγούς στη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα. Ο αρχηγός της ενωμοτίας ονομαζόταν ”μάγκατζης”. Λέγεται πως αποτελούσε τιμή να ανήκεις σε μία ”μάγκα”. Πολιτικοί ανταγωνισμοί στη διάρκεια του 1831 οδήγησαν στη δημιουργία, από μέρους του Κολέττη, σώματος ατάκτων οπλοφόρων που προέβησαν σε βιαιοπραγίες και τους δόθηκε η ειρωνική ονομασία ”μοσχομάγκες”, αντί βρωμομάγκες.                     

Το μάγκας βγήκε στη Σμύρνη, όταν οι ναυτικοί έβγαιναν κατά ομάδες για να γνωρίσουν την πόλη και να διασκεδάσουν. Ναυτικοί γαρ, καβγατζήδες, θύμιζαν τις άτακτες ομάδες των Αλβανών πολεμιστών. Έτσι, έλεγαν οι Σμυρνιοί: «Πέρασε χτες μία μάγκα», εννοώντας μία ομάδα ναυτικών. Και με τον καιρό οι άνθρωποι του λιμανιού κέρδισαν το «μάγκας», ο καθένας για τον εαυτό του...»

Γιά ν΄αρχίσει κανείς να πλησιάζει το περιεχόμενο της έννοιας θα πρέπει να έχει τουλάχιστο μιά εικόνα του που έζησαν αυτοί οι άνθρωποι.
Να, σε τι τοπία κινούνταν οι μάγκες στη δεκαετία του ΄20 και του ΄30.


              



Επισυνάψτε τώρα τα παρακάτω.

Χαμηλή έως μηδενική παιδεία (70% ποσοστό αναλφαβητισμού στην Ελλάδα πριν τον ερχομό των προσφύγων).
Φτώχεια, τραύματα από τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Αυτοεγκλεισμός στο περιθώριο μιάς πιάτσας, έλλειψη ελπίδας για το αύριο.
Καταστάσεις που οδηγούν σε αμυντικές επιλογές του είδους ”σήμερα είναι η ζωή, αύριο δεν είναι”.
Και ακόμα, μιά υπερπληθώρα γυναικών λόγω των πολέμων και του ερχομού μεγάλου αριθμού μόνων γυναικών από τη Μικρασία.



Αυτη η απλή εικόνα είναι μιά απ΄αυτές που κοσμούσαν το πρώτο βιβλίο του Η. Πετρόπουλου ”Ρεμπέτικα τραγούδια” και ανήκει στο ζωγράφο Τάκη Σιδέρη.Αν κατέβαζε ο εικονιζόμενος νέος άντρας το βλέμμα του από το ταβάνι θα αντίκρυζε κάτι σα κι αυτό…


(από το ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΙ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ
ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ, Renée Hirschon)


Τη μάνα του, μέσα σε ένα στενό δωματιάκι πολλών χρήσεων.


Δίνω μερικά σκόρπια επίσημα στοιχεία οικιστικών συνθηκών, από το βιβλίο της Βίκας Δ. Γκιζέλη, ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (1920-1930)


”Τις παραμονές της Μικρασιατικής Καταστροφής, σύμφωνα με έρευνα του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, μόνο 65 από τις 1000 εργατικές οικογένειες εξυπηρετούνται από το δίκτυο Ύδρευσης. Στον Πειραιά, είναι συνδεδεμένες με το δίκτυο 216 κατοικίες ανάμεσα στις 1000 που εξετάστηκαν. Σύμφωνα με έρευνα του 1920, καμιά απ΄τις 1000 εργατικές κατοικίες δεν έχει ούτε ηλεκτρισμό ούτε φωταέριο και ο φωτισμός γίνεται με λάμπες πετρελαίου.”Και ένας πίνακας:

Εκατοστιαία αναλογία κατοικιών
ανάλογα με τον αριθμό δωματίων

___________________________________________________
Δωμάτια ανά κατοικία            1                    2              3
___________________________________________________
Εκατοστιαία αναλογία
κατοικιών                                77%               21%          2%
___________________________________________________
Αριθμός των μελών
της οικογένειας                         2           3          4           5           6           7+
___________________________________________________
Εκατοστιαία αναλογία
οικογενειών που
κατοικούν σε οικία
ενός δωματίου                          22%     22%      19%     16%      12%      9%


Θεωρώ πως είναι άπειρα πιό σημαντική η ασφυξία που θα ένιωθε ένας νέος άντρας ή μιά νέα γυναία (οι αλανιάρηδες και αλανιάρες, όπως του έλεγαν = αυτοί/ές που γυρίζουν εδώ κι εκεί) σ΄αυτές τις οικιστικές συνθήκες, από το τι έκανε όταν έβγαινε έξω. Και θά΄ταν αφέλεια βέβαια να περίμενε κανείς ότι μέσα από τέτοιες καταστάσεις θα έβγαινε μιά κοινωνία αγγέλων...

Ας πλησιάσουμε κοντύτερα.
Ας δούμε τους στίχους ενός τραγουδιού με τον τίτλο ”Άιντε βρε μόρτη, Πειραιώτη” (1931) του Μανώλη Σκουλούδη. Έχει τραγουδιστεί από τον Δ. Αραπάκη, τον Κώστα Νούρο και τον Αντώνη Αδαμαντίδη Νταλγκά. Οι στίχοι είναι από τη δική του ερμηνεία.

Άιντε ρε μόρτη, ρε Περαιώτη,
με τ΄άσπρο ζουναράκι σου και με τον κόφτη*1,
μ΄αυτή την τόση τη λεβεντιά σου,
ποτέ δε λείπει γκόμενα από κοντά σου.
Όλο ουζάκια στα κολτουκάκια*2
και τσάρκα ύστερα σ΄όλα τα στεναδάκια,
όποια μπανίσεις και την τσατίσεις*3,
δε σου γλιουτώνει*4 μάγκα, θα την ξεμυαλίσεις.
Όλο με φέρσιμο γκιουλέκικο*5,
χορεύεις βλάμη το ζεϊμπέκικο
και για να σβήσεις το μεράκι σου
τραβάς τον κόφτη από το ζουναράκι σου.
Χόρεψε λιγάκι, βρε Πειραιωτάκι,
ένα ζεϊμπεκάκι σεβνταλίδικο,
τώρα θα σου παίξει και το σαντουράκι
ένα χαβαδάκι*μερακλίδικο.


Γειά χαρά σου βρε λεβέντη,
γειά σου βρε ντερβίση μου,
χορός, μεθύσι, γκόμενες και ζάρι,
έτσι θα περνάς τη ζήση σου.

Όταν μεθάω ποτήρια σπάω
και άνθρωπο ποτέ μου δεν παρεξηγάω.
Όποιος τον κάλο θα μου πατήσει,
ούτε λεπτό σ΄αυτό τον κόσμο δεν θα ζήσει
και τα πιστόλια και τα μαχαίρια
εγώ τα κοματιάζω με τα δυό μου χέρια.
Ούτε φοβάμαι, ούτε τρομάζω,
ούτε κανένανε ποτέ δε λογαριάζω.

Πάντα γλεντάω ασικλίδικα, 
μ΄αρέσουνε τα μερακλίδικα
γι αυτό τα κάνω θάλασσα παντού, αχ,
το σαντουράκι σαν μου παίζει το ντουμ ντουμ.


*1     μαχαίρι
*2     κολτουκάκι αντί κουτουκάκι
*3     (εδώ) πειράζω, ερεθίζω
*4     γλιουτώνει, αντί γλυτώνει
*5     νταηλίδικο (εμπεριέχει αυτοειρωνεία)
*6     σκοπός, μελωδία τραγουδιού




 Σ΄αυτό το τραγούδι δίνεται, με λίγα και απλά λόγια, το τότε τρέχον μοντέλο ενός ντερβισόμαγκα.

Είμαστε ολίγον(;) σχιζοφρενικοί σα λαός. Αν ακούγεται αιχμηρό, το αλλάζω λέγοντας ότι, δε παίρνουμε κάποιες δραστικές στάσεις για μιά ατέλειωτη σειρά πραγμάτων. Είμαστε δεμένοι με τις παραδόσεις μας, αλλά και αδιαφορούμε ταυτόχρονα γι αυτές. Ξεσπαθώνουμε όταν ακούσουμε πως οι Τούρκοι διεκδικούν το Θέατρο Σκιών μας και, όταν θέλουμε να πούμε πως κάποιος είναι γελοίος τον στολίζουμε με το χαρακτηρισμό ”Καραγκιόζης”... Έτζι και με τη λέξη μάγκας.
Πίσω της σέρνονται από παλιά, βαριοί σα σιδερόμπαλλες, χαρακτηρισμοί όπως, κλέφτες, μαχαιροβγάλτες, νταβατζήδες, τζογαδόροι, χασικλήδες, λυσσασμένα  σκυλιά κτρ. Πώς να ξεπλυθεί αυτή η λέξη; Επέζησε όμως και χρησιμοποιείται συνεχώς. Ακριβέστερα, κλωτσιέται. Ακόμα και σήμερα παλινδρομεί η χρήση της. Μπορεί να σημαίνει,

α.    με αρνητική έννοια, αυτόν που δε σηκώνει πολλά, το σκληρό. Υποννοείται, με
        απρόβλεπτες αντιδράσεις που ξεφεύγουν από τις γενικά παραδεκτές. Ταξικά
        χρωματισμένη χρήση της έννοιας,

β.     με ”θετική”, τον έξυπνο, τον καταφερτζή, αυτόν που ξέρει να ελίσσεται.
        Διατρεβλωμένη χρήση σ΄ένα σύγχρονο διεφθαρμένο και αλλοτριωμένο
        κοινωνικό περιβάλλον

γ.    με θετική, τον εντάξει άνθρωπο.

Παρένθεση. Θα ήθελα να παραθέσω ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο ”Η Κυρία τραγουδάει τα μπλουζ ”. Μιλάει η Billie Holiday:

” Ανακάλυψα ότι η βασική διαφορά ανάμεσα στην Πάνω Πόλη και στην Κάτω είναι πως στην Πάνω οι άνθρωποι είναι πιό ντόμπροι. Ή μάλλον έτσι μου φαίνεται πως είναι. Στην Πάνω Πόλη μιά πουτάνα είναι πουτάνα, ο νταβατζής νταβατζής, ο κλέφτης κλέφτης, η αδερφή αδερφή, η τζιβιτζιλού τζιβιτζιλού, τα μαμόθρεφτα μαμόθρεφτα. Στο κάτω μέρος ήτανε διαφορετικά – πιό μπερδεμένα. Μιά πουτάνα ήτανε πολλές φορές κυρία της καλής κοινωνίας, ο νταβάς υπάλληλος σε διοικητική θέση, η αδερφή πλαίυμπόυ, η τζιβιτζιλού ντεμπυτάντ, το μαμόθρεφτο κάποιος που δεν μπορούσε να προσαρμοστεί κι είχε προβλήματα”. Κλείνει η παρένθεση.



Αυτός χορεύει ζεϊμπέκικο για να παρηγορηθεί
(σκίτσο Κώστα Λαδόπουλου)


Εδώ ακολουθεί ένας αλφαβητικός κατάλογος με χαρακτηρισμούς διαφόρων τύπων μάγκα.

αγριόμαγκας, άλφα-άλφα μάγκας, αποφάγια μάγκας, αρβανιτόμαγκας, αρκουδόμαγκας, αρχοντόμαγκας, αφρόμαγκας, βαρύμαγκας, βερεσέ μάγκας, βλαχόμαγκας, γαλατόμαγκας, γεροντόμαγκας, δερβισόμαγκας, κοπρόμαγκας, κοροϊδόμαγκας, κουραδόμαγκας, κουτόμαγκας, κωλόμαγκας, μάγκας του γλυκού νερού, μαχαλόμαγκας, μοσχόμαγκας, πιτουρόμαγκας, πορδόμαγκας, πρωτόμαγκας, πουστόμαγκας, σαχλαρόμαγκας ή σαχλόμαγκας, σκατόμαγκας, σκυλόμαγκας, τρελόμαγκας, τσάμπα μάγκας, τσικλίμαγκας, φασουλόμαγκας, χασισόμαγκας.

Η συντριπτική πλειοψηφία των παραπάνω είχαν αρνητική χροιά και για τους ίδιους. Πέρα απ΄τη γλαφυρότητα και γραφικότητα των χαρακτηρισμών και αφήνοντας στην άκρη τη καθιερωμένη ελληνική τάση αλληλοϋποβιβασμού, αν δούμε πιό πίσω μπορούμε να σκεφτούμε ότι δύσκολα χαρακτηρίζονταν κανείς φίνος και σωστός μάγκας.
Παρόλ΄αυτά, υπήρχε μιά γενική και αόριστη αίσθηση αλληλεγγύης ανάμεσα στους μάγκες. Αυτή που αναπτύσσεται μέσα σε μικρότερες ή μεγαλύτερες κοινωνικές ομάδες που νιώθουν ότι έχουν κοινούς κώδικες και κοινή μοίρα.

Την αλβανική λέξη βλάμης (vllam) και τη λέξη αδρεφός, αδρεφάκι, τις χρησιμοποιούσαν ευρέως αναμεταξύ τους (η λέξη αδερφός χρησιμοποιείται και σήμερα, ανάμεσα σε άτομα που δεν έχουν συγγενικούς δεσμούς). Όμως, όλ΄αυτά ήταν τάσεις που ίσχυαν όσο ήταν νέοι. Όσο μεγάλωναν και η ζωή γύρω τους άλλαζε, νιώθαν το αδιέξοδο της όλης υπόθεσης.
Αν διάλεγα τρεις λέξεις για να περιγράψω την έννοια της αληθινής μαγκιάς αυτές θα ήταν, σοβαρότητα, ευθύτητα, ντομπροσύνη.
Να, μιά ολιγόλογη περιγραφή ενός τέτοιου μάγκα, του Μιμίκου, δοσμένη από το Δημήτρη Γκόγκο (Μπαγιαντέρα):

”Και αληθινός μάγκας, ε! Ποτέ δεν ανακατεύτηκε σε λαθρεμπόρια,
κλοπές, στην παρανομία, στο τζόγο, σ΄αυτά. Καμιά σχέση με τον
υπόκοσμο και τους κακούργους του Πειραιώς. Δουλεία μόνο. Και
το βράδι μπουζουκάκι και τσιμπούκι στον τεκέ. Τίποτε άλλο.
Γνήσιος μόρτης!

(Δεν επιθυμώ να πάρω θέση για τις ελαφρές ναρκωτικές ουσίες, ούτε και να προσπαθήσω να ξεπλύνω το θέμα. Θυμίζω απλώς ότι η βεβαρυμένη λέξη τεκές αφορά τόπους όπου κάπνιζαν χασίσι το οποίο ήταν ”ελεύθερο” μέχρι το 1923, ότι η χρήση του ήταν τελείως απομυθοποιημένη στους πρόσφυγες, μιά και ήταν ελεύθερο στη Τουρκία, και ακόμα ότι, η χρήση ναρκωτικών ουσιών είναι γνώρισμα των φτωχών αλλά και των πλούσιων κοινωνιών).

Η ενδυμασία της μαγκιάς

Οι απόψεις περί στάνταρντ ένδυματολογικών κανόνων της μαγκιάς είναι ρομαντισμός και συνήθως φλερτάρουν με τα ενδυματολογικά στοιχεία των κούτσαβων.
Ο τρόπος που ντύνονταν οι μάγκες ήταν κι αυτός ένα κομμάτι από τη ”γλώσσα” που χρησιμοποίησαν στη προσπάθεια να ξεχωρίσουν, να διαφοριστούν. Οι συγκεκριμένες περιγραφές που έδωσε ο Ηλίας Πετρόπουλος δεν ίσχυαν παρά μερικώς. Οι μάγκες δε ντύνονταν με ένα τρόπο. Κάποιες στιγμές το κάναν, ιδιαίτερα όταν πήγαιναν να τραβήξουν αναμνηστικές φωτογραφίες, κύρια οι νεότεροι στην ηλικία. Ας μη αναλωθώ σε περιγραφές που έχουν χιλιογραφτεί. Ας μιλήσουν οι φωτογραφίες του ίδιου του Ηλ. Πετρόπουλου.


1933.
1. Ο Νίκος Μάθεσης (πρώτος αριστερά) με τρία τζόβενα 
απ΄τον Πειραιάσε φωτογραφείο. ”Μήτε γραβάτα, μήτε κολάρο”,
                        σημειώνει ο Η.Π.



2. Περίπου 1933. Πάλι ο Νίκος Μάθεσης
με ριγέ κουστούμι και γραβάτα, καθώς και μαντιλάκι στο πέτο.

Ας θυμίσω ότι η γραβάτα εμφανίστηκε κάπου το 1880 και πουλιόταν με έτοιμο το φιόγκο. Το 1920 ήταν πολύ της μόδας οι γραβάτες που τις έδενε κανείς μόνος του.


Φωτο 3

Αυτή η γνωστή φωτογραφία απ΄το αρχείο Πετρόπουλου είναι μάλλον πιό εμπιστεύσιμη, τουλάχιστο ενδυματολογικά. Εικονίζει έξη μάγκες-νταήδες στις φυλακές της Αίγινας το 1932, πάντα σύμφωνα με τον Πετρόπουλο. ”Μπρος στους νταήδες το απαραίτητο μπουλντόκ, που συνόδευε τον αφέντη του ακόμα και στη φυλακή”, λέει το σχόλιό του κάτω απ΄τη φωτογραφία. Τρέφω αμφιβολίες για το τελευταίο, όπως και για το αν η φωτογραφία είναι τραβηγμένη μέσα στη φυλακή. Μοιάζει μάλλον με στημένη, εκτός αν θέλουμε να πιστέψουμε ότι κυκλοφορούσαν έτσι τσίλικοι μέσα στη φυλακή...

Όρθιοι είναι οι Κώστας Περιβόλας, Αργύρης Τζόρτζης και Νίκος Μάθεσης.
Καθιστοί, Βαγγέλης Βετούλας, Μαρίνος Βογιατζής (ή Μουστάκιας) και ο Σωτήρης Περιβόλας (προσέξτε την επιμελημένη τσάκιση του παντελονιού του).



Ένας μοδάτος ”μάγκας”.  Μικρές λεπτομέρειες επάνω του δείχνουν πως ήταν εμβόλιμο στοιχείο...

φωτο 4


Κατοπινότερη φωτογραφία σε κάποιο λιμάνι, όχι στημένη, που ανακαλύφθηκε πρόσφατα. Άγνωστη ημερομηνία. Με προσθαφαιρέσεις και βλέποντας το νέο Στράτο(γονατιστός κάτω, στη μέση), Παπαϊωάννου(γονατιστός, δεξιά του) και Κερομύτη(δίπλα του, όρθιος με μπαγλαμά, όπως και ο Μπάτης, στο κέντρο) μπορούμε να δώσουμε κάποια χρονολογία.

Ο Ηλίας Πετρόπουλος, που του χρωστάμε μεγάλη ευγνωμοσύνη, περιχαράκωσε το Ρεμπέτικο ανάμεσα στην Ανατολή και την Ελλάδα. Δε ξέρω αν τό΄κανε από σκοπού, δεν ασχολήθηκε όμως με το fado της Πορτογαλίας, ούτε με το tangο της Αργεντινής.

Παραθέτω μερικές φωτογραφίες που δείχνουν ξεκάθαρα τις συγγένειες.



5. Πορτογαλία


6. Ένας tangueiro (Αργεντινή)



φωτο 7


”Το ζωνάρι αποτελούσε ανατολίτικο ενδυματολογικό στοιχείο”, λέει ο Η. Πετρόπουλος. Εδώ το βλέπουμε σ΄έναν Έλληνα αρματωλό. Το βλέπουμε όμως και στη φωτο. 6 του tangueiro και στην επόμενη ζωγραφιά (φωτο 8) που εικονίζει έναν Αργεντίνο compadre, όπως και το μαντήλι στο λαιμό που το ξαναβλέπουμε στη φωτο. 8. Στη φωτο. 3 έχει ένα τέτοιο μαντήλι γύρω απ΄το λαιμό του κι ο νταής Σωτήρης Περιβόλας.



φωτο 8
Ένας Αργεντίνος compadre

Οι compadres  (ρίζα πό το πατέρας και φίλος) ήταν κάτι ανάμεσα στους κούτσαβους και στους νταήδες. Ντυμένοι στα μαύρα για να δείχνουν ότι η ζωή τους βρισκόταν συνέχεια κοντά στο θάνατο (οι κούτσαβοι φορούσαν μαύρη κορδέλα στο μανίκι, σα δείγμα πένθους για χαμένους συντρόφους, όπως συνηθίζεται ακόμα στην Ελλάδα). Το μαντήλι στο λαιμό (visuña) τυλιγόταν γύρω απ΄την παλάμη, σαν ένα είδος ασπίδας. ”Όταν έκανε μεγάλες ζέστες οι ρεμπέτες περνάγανε ένα μαντίλι κρεμ ανάμεσα κολλάρο και σβέρκο”, σημειώνει ο Πετρόπουλος και αλλού, συνεχίζει ”τύλιγαν στο αριστερό μπράτσο το σακάκι κι έτσι αποκτούσαν ένα είδος ασπίδας”. Οι Αργεντίνοι compadres σιχαίνονταν τη δουλειά, εκμεταλλεύονταν γυναίκες ή εκμισθώνονταν από πολιτικάντηδες σα μπράβοι, όπως και οι κούτσαβοι.


Φωτο.  9.

Φωτογραφία της Mεγάλης τραγουδίστριας του tango Azucena Maizani (1902-1970), με την τυπική ενδυμασία του compadre. Η Azucena ήταν η πρώτη γυναίκα που τραγούδησε tango και μπήκε σ΄αυτό τον ανδροκρατούμενο κόσμο. Ήταν μιά ικανή, έξυπνη και δυναμική γυναίκα που δε κατάφερνε να βρει ένα σωστό άνδρα να σταθεί στο πλάι της. Μη πάει αλλού το μυαλό σας... 





Το 2007 την τίμησαν με μιά εικόνα της στο μετρό του Buenos Aires, αν αυτό λέει κάτι για μας και το Ρεμπέτικο...







Έκανα μιά μικρή προσπάθεια να συμβάλλω στο πλησίασμα της έννοιας του μάγκα αποφεύγοντας, ελπίζω, τη χρησιμοποίηση ξύλινης ή φανατικής γλώσσας.
Θέλω να επιμείνω στο ότι η έννοια του μάγκα περιέχει έναν αέρα α ν τ ί σ τ α σ η ς στην οποιαδήποτε καθεστηκυία κατάσταση. Μιλάω για μιά συνειδητή και επιλεγμένη στάση αντίστασης. Μέσα απ΄αυτό το πρίσμα η λέξη είναι πάντα επίκαιρη και μεταφέρει μέσα της, έστω και χαμηλά, φώτα ελπίδας.

Υποκλίνομαι σ΄αυτούς που κράτησαν την αξιοπρέπεια της μαγκιάς μέχρι το τέλος της ζωής τους, που δε κουράστηκαν να εναντιώνονται, που δεν αλλοτριώθηκαν, που δε κατέβασαν το μπαϊράκι τους.


Κώστας Λαδόπουλος, Στοκχόλμη, 2011