Παρασκευή 1 Απριλίου 2011




Μου έχει συμβεί πολλές φορές να φτιάχνω ή να γράφω κάτι και να μη το προωθώ παραπέρα, να το βάζω στη μπάντα.
Συχνά, μέσα από διάφορες συγκυρίες, κάποιος άλλος φτιάχνει ή κάνει το ίδιο, ή κάτι παρόμοιο, που βγαίνει στο φως του ήλιου. Τότε, είναι αργά για μένα. Θα μοιάζει σα να αντιγράφω, προσπαθώντας να εισπράξω κι εγώ "λίγη ευχούλα"...


Μου ζητήθηκε να γράψω δυό κείμενα που θα μπαίνανε σ΄ένα βιβλίο για το Ρεμπέτικο που μέλλει να εκδοθεί. Μου πρότειναν τα θέματα και τα έγραψα. Κρίθηκαν ακατάλληλα, γιατί μπαίνουν σε λεπτομέρειες που ξεφεύγουν απ΄το concept του βιβλίου. Το κατάλαβα, το δέχτηκα.


Τα δημοσιεύω εδώ για να δώσω την άλλη άποψη, πριν κυκλοφορήσει το βιβλίο, μιάς και μου ανήκουν.


Το πρώτο είναι το παρακάτω, και έπεται "Η Παρασημαντική της Μαγκιάς".


Εσείς θα κρίνετε, εν καιρώ...



Κούτσαβοι και μάγκες
Η νηπιακή ηλικία και η ενηλικίωση
της μαγκιάς



Προσωπογραφία ενός μάγκα
-πίσω απ΄την εξωτερική μάσκα –
(εικόνα Κ. Λαδόπουλου)




Αγαπητέ/ή αναγνώστη/στρια,

Υπάρχουν συνήθως δυό δρόμοι για ένα τέτοιο κείμενο.
Ο ένας, αυτός που θωπεύει κανείς το θέμα επιδερμικά, με σκοπό να ”γαργαλίσει”, να περιγράψει μ΄ένα τρόπο ευχάριστο, να διασκεδάσει το αναγνωστικό κοινό, να το γοητεύσει.
Ο άλλος, να μιλήσει για την ουσία, γι αυτά που κρύβονται πίσω από τη γραφικότη- τα.
Διαλέγω το δεύτερο δρόμο.

Επειδή πιστεύω πως κλωθογυρίζουμε  γύρω απ΄τα ίδια και τα ίδια (και μάλιστα με τον ίδιο τρόπο), θα προσπαθήσω να πω μερικά πράγματα κάπως αλλιώς. Θα το κάνω χρησιμοποιώντας τη γλώσσα της καρδιάς, με λόγια που δε θα περιέχουν κοφτερά ρινίσματα σιδήρου, ούτε πολύχρωμα δοξολογικά λαμπιόνια.
Με εικόνες και με μικρές διηγήσεις θέλω να αρθρώσω κάποιες σκέψεις για τη πληγωμένη, αλλά αρκετά επιδέξια κρυμένη, περηφάνεια της αληθινής μαγκιάς.
Η παραπάνω εικόνα είναι ενδεικτική των προθέσεών μου.


Τα κουτσαβάκια



Από το ”Ρεμπετολογία”, Η. Πετρόπουλου,
Σκίτσο Α. Καναβάκη


Δεν είμαι το κατάλληλο πρόσωπο για να γράψω για τους κούτσαβους. Δε πιστεύω πως είναι ένα ενδιαφέρον θέμα πέρα απ΄το ότι, με κάποιο τρόπο,αποτέλεσαν την εφηβική, ή καλύτερα τη παιδική, περίοδο της μαγκιάς. Θεωρώ ότι ήταν μικρές ομάδες ατόμων μπερδεμένων, σε μιά εποχή που η Αθήνα στηνόταν, αλληθορίζοντας προς μιά Ευρώπη που της ήταν ολότελα ξένη και μιά ελληνική παράδοση που την έβλεπε αφ΄υψηλού.
Τα κουτσαβάκια δεν άφησαν τίποτα πίσω τους πέρα από κρότο, κουρνιαχτό και κούφιο νταηλίκι. Κανείς δε τους συμπάθησε, κανείς δε τους υπερασπίστηκε. Δε τρέφω αντιπάθεια, απλώς αδιαφορία. Πιστεύω ακόμα ότι τεχνηέντως τους συνδέουμε με το Ρεμπέτικο. Το ότι η λέξη κουτσαβάκι επέζησε και χρησιμοποιήθηκε, ελάχιστα, σε κάποιους στίχους, ή ότι κάποιες ενδυματολογικές λεπτομέρειες κρατήθηκαν και μετεξελίχθηκαν, δε λέει πολλά πράγματα. Ίσως είναι ενδιαφέρον θέμα για τους ενδυματολόγους. Αναλυτικά και γοητευτικά στοιχεία γι αυτούς μπορείτε να βρείτε στο βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου ”Υπόκοσμος και Καραγκιόζης”, εκδ. Γράμματα. 


Οι μάγκες

Η παλιά έννοια του μέσου τύπου ενός μάγκα δε μπορεί να εξηγηθεί με λέξεις.  Είναι θέμα αίσθησης, εμπειρίας ζωής. Οι εμπειρίες, όπως είναι γνωστό, δε μεταδίδονται.

Σχετικά με τη καταγωγή της λέξης, η επικρατέστερη είναι ότι, ”μάγκα” ονομαζόταν η ενωμοτία των στρατολογουμένων από οπλαρχηγούς στη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα. Ο αρχηγός της ενωμοτίας ονομαζόταν ”μάγκατζης”. Λέγεται πως αποτελούσε τιμή να ανήκεις σε μία ”μάγκα”. Πολιτικοί ανταγωνισμοί στη διάρκεια του 1831 οδήγησαν στη δημιουργία, από μέρους του Κολέττη, σώματος ατάκτων οπλοφόρων που προέβησαν σε βιαιοπραγίες και τους δόθηκε η ειρωνική ονομασία ”μοσχομάγκες”, αντί βρωμομάγκες.                     

Το μάγκας βγήκε στη Σμύρνη, όταν οι ναυτικοί έβγαιναν κατά ομάδες για να γνωρίσουν την πόλη και να διασκεδάσουν. Ναυτικοί γαρ, καβγατζήδες, θύμιζαν τις άτακτες ομάδες των Αλβανών πολεμιστών. Έτσι, έλεγαν οι Σμυρνιοί: «Πέρασε χτες μία μάγκα», εννοώντας μία ομάδα ναυτικών. Και με τον καιρό οι άνθρωποι του λιμανιού κέρδισαν το «μάγκας», ο καθένας για τον εαυτό του...»

Γιά ν΄αρχίσει κανείς να πλησιάζει το περιεχόμενο της έννοιας θα πρέπει να έχει τουλάχιστο μιά εικόνα του που έζησαν αυτοί οι άνθρωποι.
Να, σε τι τοπία κινούνταν οι μάγκες στη δεκαετία του ΄20 και του ΄30.


              



Επισυνάψτε τώρα τα παρακάτω.

Χαμηλή έως μηδενική παιδεία (70% ποσοστό αναλφαβητισμού στην Ελλάδα πριν τον ερχομό των προσφύγων).
Φτώχεια, τραύματα από τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Αυτοεγκλεισμός στο περιθώριο μιάς πιάτσας, έλλειψη ελπίδας για το αύριο.
Καταστάσεις που οδηγούν σε αμυντικές επιλογές του είδους ”σήμερα είναι η ζωή, αύριο δεν είναι”.
Και ακόμα, μιά υπερπληθώρα γυναικών λόγω των πολέμων και του ερχομού μεγάλου αριθμού μόνων γυναικών από τη Μικρασία.



Αυτη η απλή εικόνα είναι μιά απ΄αυτές που κοσμούσαν το πρώτο βιβλίο του Η. Πετρόπουλου ”Ρεμπέτικα τραγούδια” και ανήκει στο ζωγράφο Τάκη Σιδέρη.Αν κατέβαζε ο εικονιζόμενος νέος άντρας το βλέμμα του από το ταβάνι θα αντίκρυζε κάτι σα κι αυτό…


(από το ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΙ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ
ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ, Renée Hirschon)


Τη μάνα του, μέσα σε ένα στενό δωματιάκι πολλών χρήσεων.


Δίνω μερικά σκόρπια επίσημα στοιχεία οικιστικών συνθηκών, από το βιβλίο της Βίκας Δ. Γκιζέλη, ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (1920-1930)


”Τις παραμονές της Μικρασιατικής Καταστροφής, σύμφωνα με έρευνα του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, μόνο 65 από τις 1000 εργατικές οικογένειες εξυπηρετούνται από το δίκτυο Ύδρευσης. Στον Πειραιά, είναι συνδεδεμένες με το δίκτυο 216 κατοικίες ανάμεσα στις 1000 που εξετάστηκαν. Σύμφωνα με έρευνα του 1920, καμιά απ΄τις 1000 εργατικές κατοικίες δεν έχει ούτε ηλεκτρισμό ούτε φωταέριο και ο φωτισμός γίνεται με λάμπες πετρελαίου.”Και ένας πίνακας:

Εκατοστιαία αναλογία κατοικιών
ανάλογα με τον αριθμό δωματίων

___________________________________________________
Δωμάτια ανά κατοικία            1                    2              3
___________________________________________________
Εκατοστιαία αναλογία
κατοικιών                                77%               21%          2%
___________________________________________________
Αριθμός των μελών
της οικογένειας                         2           3          4           5           6           7+
___________________________________________________
Εκατοστιαία αναλογία
οικογενειών που
κατοικούν σε οικία
ενός δωματίου                          22%     22%      19%     16%      12%      9%


Θεωρώ πως είναι άπειρα πιό σημαντική η ασφυξία που θα ένιωθε ένας νέος άντρας ή μιά νέα γυναία (οι αλανιάρηδες και αλανιάρες, όπως του έλεγαν = αυτοί/ές που γυρίζουν εδώ κι εκεί) σ΄αυτές τις οικιστικές συνθήκες, από το τι έκανε όταν έβγαινε έξω. Και θά΄ταν αφέλεια βέβαια να περίμενε κανείς ότι μέσα από τέτοιες καταστάσεις θα έβγαινε μιά κοινωνία αγγέλων...

Ας πλησιάσουμε κοντύτερα.
Ας δούμε τους στίχους ενός τραγουδιού με τον τίτλο ”Άιντε βρε μόρτη, Πειραιώτη” (1931) του Μανώλη Σκουλούδη. Έχει τραγουδιστεί από τον Δ. Αραπάκη, τον Κώστα Νούρο και τον Αντώνη Αδαμαντίδη Νταλγκά. Οι στίχοι είναι από τη δική του ερμηνεία.

Άιντε ρε μόρτη, ρε Περαιώτη,
με τ΄άσπρο ζουναράκι σου και με τον κόφτη*1,
μ΄αυτή την τόση τη λεβεντιά σου,
ποτέ δε λείπει γκόμενα από κοντά σου.
Όλο ουζάκια στα κολτουκάκια*2
και τσάρκα ύστερα σ΄όλα τα στεναδάκια,
όποια μπανίσεις και την τσατίσεις*3,
δε σου γλιουτώνει*4 μάγκα, θα την ξεμυαλίσεις.
Όλο με φέρσιμο γκιουλέκικο*5,
χορεύεις βλάμη το ζεϊμπέκικο
και για να σβήσεις το μεράκι σου
τραβάς τον κόφτη από το ζουναράκι σου.
Χόρεψε λιγάκι, βρε Πειραιωτάκι,
ένα ζεϊμπεκάκι σεβνταλίδικο,
τώρα θα σου παίξει και το σαντουράκι
ένα χαβαδάκι*μερακλίδικο.


Γειά χαρά σου βρε λεβέντη,
γειά σου βρε ντερβίση μου,
χορός, μεθύσι, γκόμενες και ζάρι,
έτσι θα περνάς τη ζήση σου.

Όταν μεθάω ποτήρια σπάω
και άνθρωπο ποτέ μου δεν παρεξηγάω.
Όποιος τον κάλο θα μου πατήσει,
ούτε λεπτό σ΄αυτό τον κόσμο δεν θα ζήσει
και τα πιστόλια και τα μαχαίρια
εγώ τα κοματιάζω με τα δυό μου χέρια.
Ούτε φοβάμαι, ούτε τρομάζω,
ούτε κανένανε ποτέ δε λογαριάζω.

Πάντα γλεντάω ασικλίδικα, 
μ΄αρέσουνε τα μερακλίδικα
γι αυτό τα κάνω θάλασσα παντού, αχ,
το σαντουράκι σαν μου παίζει το ντουμ ντουμ.


*1     μαχαίρι
*2     κολτουκάκι αντί κουτουκάκι
*3     (εδώ) πειράζω, ερεθίζω
*4     γλιουτώνει, αντί γλυτώνει
*5     νταηλίδικο (εμπεριέχει αυτοειρωνεία)
*6     σκοπός, μελωδία τραγουδιού




 Σ΄αυτό το τραγούδι δίνεται, με λίγα και απλά λόγια, το τότε τρέχον μοντέλο ενός ντερβισόμαγκα.

Είμαστε ολίγον(;) σχιζοφρενικοί σα λαός. Αν ακούγεται αιχμηρό, το αλλάζω λέγοντας ότι, δε παίρνουμε κάποιες δραστικές στάσεις για μιά ατέλειωτη σειρά πραγμάτων. Είμαστε δεμένοι με τις παραδόσεις μας, αλλά και αδιαφορούμε ταυτόχρονα γι αυτές. Ξεσπαθώνουμε όταν ακούσουμε πως οι Τούρκοι διεκδικούν το Θέατρο Σκιών μας και, όταν θέλουμε να πούμε πως κάποιος είναι γελοίος τον στολίζουμε με το χαρακτηρισμό ”Καραγκιόζης”... Έτζι και με τη λέξη μάγκας.
Πίσω της σέρνονται από παλιά, βαριοί σα σιδερόμπαλλες, χαρακτηρισμοί όπως, κλέφτες, μαχαιροβγάλτες, νταβατζήδες, τζογαδόροι, χασικλήδες, λυσσασμένα  σκυλιά κτρ. Πώς να ξεπλυθεί αυτή η λέξη; Επέζησε όμως και χρησιμοποιείται συνεχώς. Ακριβέστερα, κλωτσιέται. Ακόμα και σήμερα παλινδρομεί η χρήση της. Μπορεί να σημαίνει,

α.    με αρνητική έννοια, αυτόν που δε σηκώνει πολλά, το σκληρό. Υποννοείται, με
        απρόβλεπτες αντιδράσεις που ξεφεύγουν από τις γενικά παραδεκτές. Ταξικά
        χρωματισμένη χρήση της έννοιας,

β.     με ”θετική”, τον έξυπνο, τον καταφερτζή, αυτόν που ξέρει να ελίσσεται.
        Διατρεβλωμένη χρήση σ΄ένα σύγχρονο διεφθαρμένο και αλλοτριωμένο
        κοινωνικό περιβάλλον

γ.    με θετική, τον εντάξει άνθρωπο.

Παρένθεση. Θα ήθελα να παραθέσω ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο ”Η Κυρία τραγουδάει τα μπλουζ ”. Μιλάει η Billie Holiday:

” Ανακάλυψα ότι η βασική διαφορά ανάμεσα στην Πάνω Πόλη και στην Κάτω είναι πως στην Πάνω οι άνθρωποι είναι πιό ντόμπροι. Ή μάλλον έτσι μου φαίνεται πως είναι. Στην Πάνω Πόλη μιά πουτάνα είναι πουτάνα, ο νταβατζής νταβατζής, ο κλέφτης κλέφτης, η αδερφή αδερφή, η τζιβιτζιλού τζιβιτζιλού, τα μαμόθρεφτα μαμόθρεφτα. Στο κάτω μέρος ήτανε διαφορετικά – πιό μπερδεμένα. Μιά πουτάνα ήτανε πολλές φορές κυρία της καλής κοινωνίας, ο νταβάς υπάλληλος σε διοικητική θέση, η αδερφή πλαίυμπόυ, η τζιβιτζιλού ντεμπυτάντ, το μαμόθρεφτο κάποιος που δεν μπορούσε να προσαρμοστεί κι είχε προβλήματα”. Κλείνει η παρένθεση.



Αυτός χορεύει ζεϊμπέκικο για να παρηγορηθεί
(σκίτσο Κώστα Λαδόπουλου)


Εδώ ακολουθεί ένας αλφαβητικός κατάλογος με χαρακτηρισμούς διαφόρων τύπων μάγκα.

αγριόμαγκας, άλφα-άλφα μάγκας, αποφάγια μάγκας, αρβανιτόμαγκας, αρκουδόμαγκας, αρχοντόμαγκας, αφρόμαγκας, βαρύμαγκας, βερεσέ μάγκας, βλαχόμαγκας, γαλατόμαγκας, γεροντόμαγκας, δερβισόμαγκας, κοπρόμαγκας, κοροϊδόμαγκας, κουραδόμαγκας, κουτόμαγκας, κωλόμαγκας, μάγκας του γλυκού νερού, μαχαλόμαγκας, μοσχόμαγκας, πιτουρόμαγκας, πορδόμαγκας, πρωτόμαγκας, πουστόμαγκας, σαχλαρόμαγκας ή σαχλόμαγκας, σκατόμαγκας, σκυλόμαγκας, τρελόμαγκας, τσάμπα μάγκας, τσικλίμαγκας, φασουλόμαγκας, χασισόμαγκας.

Η συντριπτική πλειοψηφία των παραπάνω είχαν αρνητική χροιά και για τους ίδιους. Πέρα απ΄τη γλαφυρότητα και γραφικότητα των χαρακτηρισμών και αφήνοντας στην άκρη τη καθιερωμένη ελληνική τάση αλληλοϋποβιβασμού, αν δούμε πιό πίσω μπορούμε να σκεφτούμε ότι δύσκολα χαρακτηρίζονταν κανείς φίνος και σωστός μάγκας.
Παρόλ΄αυτά, υπήρχε μιά γενική και αόριστη αίσθηση αλληλεγγύης ανάμεσα στους μάγκες. Αυτή που αναπτύσσεται μέσα σε μικρότερες ή μεγαλύτερες κοινωνικές ομάδες που νιώθουν ότι έχουν κοινούς κώδικες και κοινή μοίρα.

Την αλβανική λέξη βλάμης (vllam) και τη λέξη αδρεφός, αδρεφάκι, τις χρησιμοποιούσαν ευρέως αναμεταξύ τους (η λέξη αδερφός χρησιμοποιείται και σήμερα, ανάμεσα σε άτομα που δεν έχουν συγγενικούς δεσμούς). Όμως, όλ΄αυτά ήταν τάσεις που ίσχυαν όσο ήταν νέοι. Όσο μεγάλωναν και η ζωή γύρω τους άλλαζε, νιώθαν το αδιέξοδο της όλης υπόθεσης.
Αν διάλεγα τρεις λέξεις για να περιγράψω την έννοια της αληθινής μαγκιάς αυτές θα ήταν, σοβαρότητα, ευθύτητα, ντομπροσύνη.
Να, μιά ολιγόλογη περιγραφή ενός τέτοιου μάγκα, του Μιμίκου, δοσμένη από το Δημήτρη Γκόγκο (Μπαγιαντέρα):

”Και αληθινός μάγκας, ε! Ποτέ δεν ανακατεύτηκε σε λαθρεμπόρια,
κλοπές, στην παρανομία, στο τζόγο, σ΄αυτά. Καμιά σχέση με τον
υπόκοσμο και τους κακούργους του Πειραιώς. Δουλεία μόνο. Και
το βράδι μπουζουκάκι και τσιμπούκι στον τεκέ. Τίποτε άλλο.
Γνήσιος μόρτης!

(Δεν επιθυμώ να πάρω θέση για τις ελαφρές ναρκωτικές ουσίες, ούτε και να προσπαθήσω να ξεπλύνω το θέμα. Θυμίζω απλώς ότι η βεβαρυμένη λέξη τεκές αφορά τόπους όπου κάπνιζαν χασίσι το οποίο ήταν ”ελεύθερο” μέχρι το 1923, ότι η χρήση του ήταν τελείως απομυθοποιημένη στους πρόσφυγες, μιά και ήταν ελεύθερο στη Τουρκία, και ακόμα ότι, η χρήση ναρκωτικών ουσιών είναι γνώρισμα των φτωχών αλλά και των πλούσιων κοινωνιών).

Η ενδυμασία της μαγκιάς

Οι απόψεις περί στάνταρντ ένδυματολογικών κανόνων της μαγκιάς είναι ρομαντισμός και συνήθως φλερτάρουν με τα ενδυματολογικά στοιχεία των κούτσαβων.
Ο τρόπος που ντύνονταν οι μάγκες ήταν κι αυτός ένα κομμάτι από τη ”γλώσσα” που χρησιμοποίησαν στη προσπάθεια να ξεχωρίσουν, να διαφοριστούν. Οι συγκεκριμένες περιγραφές που έδωσε ο Ηλίας Πετρόπουλος δεν ίσχυαν παρά μερικώς. Οι μάγκες δε ντύνονταν με ένα τρόπο. Κάποιες στιγμές το κάναν, ιδιαίτερα όταν πήγαιναν να τραβήξουν αναμνηστικές φωτογραφίες, κύρια οι νεότεροι στην ηλικία. Ας μη αναλωθώ σε περιγραφές που έχουν χιλιογραφτεί. Ας μιλήσουν οι φωτογραφίες του ίδιου του Ηλ. Πετρόπουλου.


1933.
1. Ο Νίκος Μάθεσης (πρώτος αριστερά) με τρία τζόβενα 
απ΄τον Πειραιάσε φωτογραφείο. ”Μήτε γραβάτα, μήτε κολάρο”,
                        σημειώνει ο Η.Π.



2. Περίπου 1933. Πάλι ο Νίκος Μάθεσης
με ριγέ κουστούμι και γραβάτα, καθώς και μαντιλάκι στο πέτο.

Ας θυμίσω ότι η γραβάτα εμφανίστηκε κάπου το 1880 και πουλιόταν με έτοιμο το φιόγκο. Το 1920 ήταν πολύ της μόδας οι γραβάτες που τις έδενε κανείς μόνος του.


Φωτο 3

Αυτή η γνωστή φωτογραφία απ΄το αρχείο Πετρόπουλου είναι μάλλον πιό εμπιστεύσιμη, τουλάχιστο ενδυματολογικά. Εικονίζει έξη μάγκες-νταήδες στις φυλακές της Αίγινας το 1932, πάντα σύμφωνα με τον Πετρόπουλο. ”Μπρος στους νταήδες το απαραίτητο μπουλντόκ, που συνόδευε τον αφέντη του ακόμα και στη φυλακή”, λέει το σχόλιό του κάτω απ΄τη φωτογραφία. Τρέφω αμφιβολίες για το τελευταίο, όπως και για το αν η φωτογραφία είναι τραβηγμένη μέσα στη φυλακή. Μοιάζει μάλλον με στημένη, εκτός αν θέλουμε να πιστέψουμε ότι κυκλοφορούσαν έτσι τσίλικοι μέσα στη φυλακή...

Όρθιοι είναι οι Κώστας Περιβόλας, Αργύρης Τζόρτζης και Νίκος Μάθεσης.
Καθιστοί, Βαγγέλης Βετούλας, Μαρίνος Βογιατζής (ή Μουστάκιας) και ο Σωτήρης Περιβόλας (προσέξτε την επιμελημένη τσάκιση του παντελονιού του).



Ένας μοδάτος ”μάγκας”.  Μικρές λεπτομέρειες επάνω του δείχνουν πως ήταν εμβόλιμο στοιχείο...

φωτο 4


Κατοπινότερη φωτογραφία σε κάποιο λιμάνι, όχι στημένη, που ανακαλύφθηκε πρόσφατα. Άγνωστη ημερομηνία. Με προσθαφαιρέσεις και βλέποντας το νέο Στράτο(γονατιστός κάτω, στη μέση), Παπαϊωάννου(γονατιστός, δεξιά του) και Κερομύτη(δίπλα του, όρθιος με μπαγλαμά, όπως και ο Μπάτης, στο κέντρο) μπορούμε να δώσουμε κάποια χρονολογία.

Ο Ηλίας Πετρόπουλος, που του χρωστάμε μεγάλη ευγνωμοσύνη, περιχαράκωσε το Ρεμπέτικο ανάμεσα στην Ανατολή και την Ελλάδα. Δε ξέρω αν τό΄κανε από σκοπού, δεν ασχολήθηκε όμως με το fado της Πορτογαλίας, ούτε με το tangο της Αργεντινής.

Παραθέτω μερικές φωτογραφίες που δείχνουν ξεκάθαρα τις συγγένειες.



5. Πορτογαλία


6. Ένας tangueiro (Αργεντινή)



φωτο 7


”Το ζωνάρι αποτελούσε ανατολίτικο ενδυματολογικό στοιχείο”, λέει ο Η. Πετρόπουλος. Εδώ το βλέπουμε σ΄έναν Έλληνα αρματωλό. Το βλέπουμε όμως και στη φωτο. 6 του tangueiro και στην επόμενη ζωγραφιά (φωτο 8) που εικονίζει έναν Αργεντίνο compadre, όπως και το μαντήλι στο λαιμό που το ξαναβλέπουμε στη φωτο. 8. Στη φωτο. 3 έχει ένα τέτοιο μαντήλι γύρω απ΄το λαιμό του κι ο νταής Σωτήρης Περιβόλας.



φωτο 8
Ένας Αργεντίνος compadre

Οι compadres  (ρίζα πό το πατέρας και φίλος) ήταν κάτι ανάμεσα στους κούτσαβους και στους νταήδες. Ντυμένοι στα μαύρα για να δείχνουν ότι η ζωή τους βρισκόταν συνέχεια κοντά στο θάνατο (οι κούτσαβοι φορούσαν μαύρη κορδέλα στο μανίκι, σα δείγμα πένθους για χαμένους συντρόφους, όπως συνηθίζεται ακόμα στην Ελλάδα). Το μαντήλι στο λαιμό (visuña) τυλιγόταν γύρω απ΄την παλάμη, σαν ένα είδος ασπίδας. ”Όταν έκανε μεγάλες ζέστες οι ρεμπέτες περνάγανε ένα μαντίλι κρεμ ανάμεσα κολλάρο και σβέρκο”, σημειώνει ο Πετρόπουλος και αλλού, συνεχίζει ”τύλιγαν στο αριστερό μπράτσο το σακάκι κι έτσι αποκτούσαν ένα είδος ασπίδας”. Οι Αργεντίνοι compadres σιχαίνονταν τη δουλειά, εκμεταλλεύονταν γυναίκες ή εκμισθώνονταν από πολιτικάντηδες σα μπράβοι, όπως και οι κούτσαβοι.


Φωτο.  9.

Φωτογραφία της Mεγάλης τραγουδίστριας του tango Azucena Maizani (1902-1970), με την τυπική ενδυμασία του compadre. Η Azucena ήταν η πρώτη γυναίκα που τραγούδησε tango και μπήκε σ΄αυτό τον ανδροκρατούμενο κόσμο. Ήταν μιά ικανή, έξυπνη και δυναμική γυναίκα που δε κατάφερνε να βρει ένα σωστό άνδρα να σταθεί στο πλάι της. Μη πάει αλλού το μυαλό σας... 





Το 2007 την τίμησαν με μιά εικόνα της στο μετρό του Buenos Aires, αν αυτό λέει κάτι για μας και το Ρεμπέτικο...







Έκανα μιά μικρή προσπάθεια να συμβάλλω στο πλησίασμα της έννοιας του μάγκα αποφεύγοντας, ελπίζω, τη χρησιμοποίηση ξύλινης ή φανατικής γλώσσας.
Θέλω να επιμείνω στο ότι η έννοια του μάγκα περιέχει έναν αέρα α ν τ ί σ τ α σ η ς στην οποιαδήποτε καθεστηκυία κατάσταση. Μιλάω για μιά συνειδητή και επιλεγμένη στάση αντίστασης. Μέσα απ΄αυτό το πρίσμα η λέξη είναι πάντα επίκαιρη και μεταφέρει μέσα της, έστω και χαμηλά, φώτα ελπίδας.

Υποκλίνομαι σ΄αυτούς που κράτησαν την αξιοπρέπεια της μαγκιάς μέχρι το τέλος της ζωής τους, που δε κουράστηκαν να εναντιώνονται, που δεν αλλοτριώθηκαν, που δε κατέβασαν το μπαϊράκι τους.


Κώστας Λαδόπουλος, Στοκχόλμη, 2011







1 σχόλιο:

Th Bakas είπε...

Φίλε Κωστή είδα κάνεις πολύ καλή δουλειά, όταν έχω χρόνο θα καθίσω να τα ψάξω.
Όσον αφορά το λεξικό, πολύ καλή ιδέα έχω ξεκινήσει και εγώ μια παρόμοια δουλειά, συγκεντρώνω λέξεις από τη σημερινή slang με σκοπό κάποια στιγμή στο μέλλον να κάνω το ίδιο.