Για σένα Σοφίτσα!
Σμύρνη 1915 - Κοκκινιά Οκτ. 23, 1995
Με τον ίδιο σεβασμό, όπως και με την αδερφή σου, μπαίνω με μικρά και προσεκτικά βήματα στον περίγυρο της άγνωστης ζωής σου, Σοφίτσα Αμπατζή. Κάθε μέρα έπεφτε το μάτι μου στη δική σου τρυφερή ματιά κι όλο έλεγα, "Η Σοφίτσα περιμένει...". Κι όλο το ανέβαλλα, προσπαθώντας να βρω κάποια πράγματα, κάποια στοιχεία γιά σένα, και δε βρήκα σχεδόν τίποτα. Απόψε, ακούγοντας τον Κώστα Σκαρβέλη να σε χαιρετάει "γειά σου, Φωφώ Αμπατζή!" στο τραγούδι "Δε τονε θέλω μάνα μου" του Μάρκου και να σε ξαναχαιρετάει, "γειά σου, Φωφίτσα!" στο "Μάρκος ο πολυτεχνίτης", κάτι με τσίγκλισε μέσα μου και είπα "τώρα!". Ετοιμάστηκα να σε βάλω μέσα στο blog της αδερφής σου ( βλ.http://www.elkibra-ritaabadzi.blogspot.com/) και μιά άλλη φωνή μέσα μου, μού΄τριξε τα δόντια, "όχι, δεν είναι σωστό. Η Σοφίτσα δεν ήταν ουρά κανενός και καμιάς!". Κι έτσι, πολύ ικανοποιημένος ξεκινάω με μιά ολότελα δική σου ιστορία, γιά σένα Σοφίτσα Αμπατζή!
Ούτε και γιά σένα μπήκε κανείς (και ιδιαίτερα καμιά) στον κόπο να γράψει δυό λογάκια, έτσι, γιά να σε τιμήσει. Βλέπεις, όλα ήταν εναντίον σου. Ήσουν Μικρασιάτισσα (άρα πέρασες στα αζήτητα), ήσουν η μικρότερη αδερφή της Ρίτας Αμπατζή που πήρε το μεγάλο κομμάτι της πίτας, τραγούδησες λίγα τραγούδια, τα περισσότερα με το Μάρκο. Άλλο ένα πρόβλημα γιά σένα. Η σκιά του έπεσε πάνω σου και σε σύνθλιψε. Αυτός ο αθεόφοβος, μες το βιβλίο που μιλάει γιά τη ζωή του, σ΄αναφέρει κάποια στιγμή, έτσι, αποσπόντα. Ούτε καν το μικρό σου όνομα δε λέει: "...Με πλάνεψες μποέμισσα με την τρελή ματιά σου...Αυτό το τραγούδησα το 1936 με την Αμπατζή, δηλαδή της Ρίτας της Αμπατζή την αδελφή" (!). Αυτό είναι όλο κι όλο. Κουβέντα γιά τα υπόλοιπα τραγούδια που είπες μαζί του...
Στις 20 Ιουνίου του 1936, ο Μάρκος ανοίγει την πρώτη δική του δουλιά(με ιώτα), το μπαρ "Μάρκος" που θα έχει βραχύ βίο. Εκεί, μαζί του είναι ο Στράτος, ο Δελιάς, ο Μπάτης, ο Κώστας Καρβέλης αλλά και εσύ, μόνο που δε σε αναφέρει πάλι, ο αθεόφοβος...
Ας δώσω εδώ το λόγο σε σένα. Αντιγράφω από το βιβλίο-μπαούλο του Ηλία Πετροπουλου. ΤΑ ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ, εκδ. ΚΕΔΡΟΣ:Σοφία Καρίβαλη - Οι παλιοί (Εγράφη καθ΄υπαγόρευσιν στο σπίτι της αφηγήτριας (οδός Σερών 45-47) στις 12-9-1972)
Ο Νίκος ο Καρυδάκιας ήταν υψηλός, όχι και πολύ αδύνατος, όμως νόστιμος, έτσι, σταράτος, μαυροφρίδης, καλός στην ψυχή. Έμαθα ότι εδώ πούναι της Φρειδερίκης το νοσοκομείο έχει ένα γεφυράκι παρακάτω, προς την Αθήνα, που πηγαίνουμε, εκεί τον βρήκανε μαχαιρωμένο και του πήρανε ότι είχε απάνω του. Αυτό έγινε μες στην Κατοχή. Πάντως οι γερμανοί ήτανε δω. Έπαιζε μπουζούκι. Δεν τραγουδούσε. Είχαμε παίξει μαζί στην Νέα Ερυθραία: Καρυδάκιας - Μπάτης - Μάρκος - Σοφία. Το παιδί δεν ήτανε προχωρημένος σαν τον Μάρκο. Τότε που τον σκότωσαν θάτανε τριαντάρης.
Ούτε και γιά σένα μπήκε κανείς (και ιδιαίτερα καμιά) στον κόπο να γράψει δυό λογάκια, έτσι, γιά να σε τιμήσει. Βλέπεις, όλα ήταν εναντίον σου. Ήσουν Μικρασιάτισσα (άρα πέρασες στα αζήτητα), ήσουν η μικρότερη αδερφή της Ρίτας Αμπατζή που πήρε το μεγάλο κομμάτι της πίτας, τραγούδησες λίγα τραγούδια, τα περισσότερα με το Μάρκο. Άλλο ένα πρόβλημα γιά σένα. Η σκιά του έπεσε πάνω σου και σε σύνθλιψε. Αυτός ο αθεόφοβος, μες το βιβλίο που μιλάει γιά τη ζωή του, σ΄αναφέρει κάποια στιγμή, έτσι, αποσπόντα. Ούτε καν το μικρό σου όνομα δε λέει: "...Με πλάνεψες μποέμισσα με την τρελή ματιά σου...Αυτό το τραγούδησα το 1936 με την Αμπατζή, δηλαδή της Ρίτας της Αμπατζή την αδελφή" (!). Αυτό είναι όλο κι όλο. Κουβέντα γιά τα υπόλοιπα τραγούδια που είπες μαζί του...
Στις 20 Ιουνίου του 1936, ο Μάρκος ανοίγει την πρώτη δική του δουλιά(με ιώτα), το μπαρ "Μάρκος" που θα έχει βραχύ βίο. Εκεί, μαζί του είναι ο Στράτος, ο Δελιάς, ο Μπάτης, ο Κώστας Καρβέλης αλλά και εσύ, μόνο που δε σε αναφέρει πάλι, ο αθεόφοβος...
Ας δώσω εδώ το λόγο σε σένα. Αντιγράφω από το βιβλίο-μπαούλο του Ηλία Πετροπουλου. ΤΑ ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ, εκδ. ΚΕΔΡΟΣ:Σοφία Καρίβαλη - Οι παλιοί (Εγράφη καθ΄υπαγόρευσιν στο σπίτι της αφηγήτριας (οδός Σερών 45-47) στις 12-9-1972)
Ο Νίκος ο Καρυδάκιας ήταν υψηλός, όχι και πολύ αδύνατος, όμως νόστιμος, έτσι, σταράτος, μαυροφρίδης, καλός στην ψυχή. Έμαθα ότι εδώ πούναι της Φρειδερίκης το νοσοκομείο έχει ένα γεφυράκι παρακάτω, προς την Αθήνα, που πηγαίνουμε, εκεί τον βρήκανε μαχαιρωμένο και του πήρανε ότι είχε απάνω του. Αυτό έγινε μες στην Κατοχή. Πάντως οι γερμανοί ήτανε δω. Έπαιζε μπουζούκι. Δεν τραγουδούσε. Είχαμε παίξει μαζί στην Νέα Ερυθραία: Καρυδάκιας - Μπάτης - Μάρκος - Σοφία. Το παιδί δεν ήτανε προχωρημένος σαν τον Μάρκο. Τότε που τον σκότωσαν θάτανε τριαντάρης.
Ο Μπάτης τί ήτανε; Ένα μπαγλαμαδάκι κρατούσε και γύριζε κομπανία στα μαγαζιά. Κι αυτός απέθανε, ξέρω ΄γω. Με τον Μπάτη δουλέψαμε - κι ο Μάρκος μαζί - στο Καματερό του Μενιδίου, προπολεμικώς. Αυτοί όλοι ξέρεις η ταρίφα τους ποιά είναι. Καλός άνθρωπος.
Ο Σκαρβέλης με πρωτόβγαλε στους δίσκους. Τον λέγανε παρατσούκλι Παστουρμά, γιατί ήτανε από την Κωσταντινούπολη. Ήτανε ένας μουσικοσυνθέτης καλός, καλός κιθαρίστας, πολύ καλός. Ήτανε κοντός, παχής, στο δικό μου μπόι, βέβαια, ήτανε, θεός σχωρέστον. Πέθανε μου φαίνεται μεταπολεμικώς. Δεν είχα πιά τίποτα μαζί τους. Έξαφνα μάθαινα ότι πέθανε ο ένας, ο άλλος. Θυμάμαι τον Γιώργο τον Μπεκρή (δεν είναι το επίθετό του, τίτλος. Έπινε πολύ). Βιολάτορας, έπαιζε απ΄όλα, όλο το ρεπερτόριο, από ταξίμια μέχρι ρουμάνικα, μέχρι δημοτικά. Βιολί από τα σπάνια. Αυτός με στεφάνωσε. Δεν ξέρω αν έχει πεθάνει. Έχει μεγάλη περιουσία στο Μπογιάτι και πολύ περιουσία. Όχι αστεία.
Έχω παίξει με τον Μπουρλιάσκο, βιολάτορας κι αυτός. Παίζαμε μαζί, όπου τύχαινε κέντρο. Παίξαμε και στο Μεσολόγγι. Με τον Χρυσίνη έχω παίξει (-τον ξέρεις τον Χρυσίνη, τον Στέλιο;). Παίξαμε στου Πίκινου προπολεμικώς, στου Πίκινου την μπίρα, στο Θησείο, τον καιρό που ήτανε μπαρ. Οι τρεις αδελφές - έτσι το λέγανε - τότε δούλευα εγώ. Τον Πίκινο τον είχανε σκοτώσει.
Με τον Λαβίδα έχω παίξει. Βιολί κι αυτός. Πηγαίναμε στις επαρχίες. Τα δημοτικά. Δουλέψαμε και με την Ρίτα μαζί, στα Βασιλικά της Χαλκίδας. Μιά δουλιά σαν αδελφές πήραμε. Δεν ξαναδουλέψαμε μαζί. Και τον δίσκο μου όταν άκουσε δεν ξαναδούλεψε μαζί μου. Φοβήθηκε. Δόξα τω Θεώ. Όλα εδώ μένουν. Τίποτα δεν παίρνει ο άνθρωπος μαζί του.
Τώρα, Σοφίτσα, θα προσπαθήσω να μπω μέσα στο μυαλό σου, το 1972, όταν ο Ηλίας Πετρόπουλος ήρθε και μίλησε μαζί σου. Εκείνη τη μέρα ήσουν 56 χρονών. Ήταν ο πρώτος από τους "άλλους" που σε πλησίασε. Τα χρόνια είχαν περάσει, κανείς δε θυμόταν τη Σοφία Αμπατζή κι εσύ, μάλλον, τά΄χες ρίξω πίσω σου όλα τα παλιά. Θα κολακεύτηκες όταν ήρθε ο Πετρόπουλος, όπως κολακεύτηκαν κι όλοι οι άλλοι του σιναφιού, όταν σας πήρε στη σειρά.
Η συζήτησή σας, γράφει, ήταν καθ΄υπαγόρευση. Το κείμενο είναι, σίγουρα, περικομένο. Η διαθεσή σου να μιλήσεις ήταν καλή. Σου εξήγησε σίγουρα τι ήθελε και τι σκόπευε να κάνει κι εσύ συγκατάνευσες και άρχισες να μιλάς. Τον αντιμετωπίζεις σα κάποιον που δε ξέρει, ή ξέρει λίγα γιά όλη αυτή την ιστορία του παρελθόντος. Αρχίζεις (ή μάλλον ο ίδιος ο Πετρόπουλος ξεκινάει το κείμενο, ως συνήθως άτσαλα) από τον Καρυδάκια. ΄Αραγε από κει σου ζήτησε ο Πετρόπουλος να ξεκινήσεις, από το Πειραιώτικο ρεμπέτικο; Πού να βρίσκονται τα υπόλοιπα που, ίσως, είπες;
Ήδη από την αρχή δίνεις (συνειδητά; ασυνείδητα;) κάποια σήματα γυναικεία. Δεν προτάσσεις τον εαυτό σου. Είσαι γυναίκα του παλιού καιρού, έξυπνη. (Γιά να μη παρεξηγηθώ, εννοώ ότι οι παλιές γυναίκες ήξεραν απέξω κι ανακατωτά τα ανασούμπαλα και ορμητικά ανδρικά καμώματα και κρατούσαν αποστάσεις ασφαλείας, ακόμα και γιατί τα βαριόντουσαν όλ΄αυτά) . Όταν αναφέρεις ποιοί παίζατε στη Νέα Ερυθραία, βάζεις τον εαυτό σου τελευταίο και τον Μάρκο προ-τελευταίο (Καρυδάκιας - Μπάτης - Μάρκος - Σοφία).
Όταν λες "ο Μπάτης τι ήτανε;", απαντάς σε ερώτηση του Πετρόπουλου. Η διάθεσή σου δεν είναι να υποτιμήσεις το Μπάτη.
Ο τρόπος που σκέφτεσαι και μιλάς είναι ο γνωστός τρόπος των λαϊκών (και όχι μόνο) ανθρώπων, όταν τους φέρνεις πίσω στο παρελθόν, σε ασύντακτες μνήμες που τις έχουν μετατοπίσει στα πίσω δωμάτια του μυαλού τους. Θυμάσαι, κρίνεις προσεκτικά, σκέφτεσαι ότι ο ακροατής σου (ο Πετρόπουλος) είναι καινούριος και άτομο άλλου κόσμου. Ταυτόχρονα, προφυλάσσεις τα νώτα σου. Δε μπαίνεις (τουλάχιστο σ΄αυτά που αναφέρονται στο κείμενο) σε αιχμηρές λεπτομέρειες, σε κρίσεις ατόμων. Σκέφτεσαι, όπως κάναν όλες οι λιγοστές γυναίκες που μίλησαν, πως αυτά που θα πεις θα κοινοποιηθούν και θα φτάσουν στ΄αυτιά των παλιών επιζόντων και θα εκνευριστούν. Δε το αποφεύγεις γιά λόγους συντροφικότητας, αλλά επειδή δε θέλεις ν΄ανοίξουν το "επικίνδυνο" στόμα τους και ν΄αρχίσουν να λεν υπερβολές, ψέμματα, ή και αλήθειες που πρέπει να μείνουν στο σκοτάδι γιά να μη βλάψουν την τωρινή ζωή. Ωστόσο, από μισόλογα μπορεί κανείς να ανασύρει ψήγματα για το τι, περίπου, συνέβαινε. "Αυτοί όλοι ξέρεις την ταρίφα τους ποιά είναι" λες, και δε το συνεχίζεις (ή δε τό΄βαλε ο Πετρόπουλος) και το κλείνεις, λέγοντας ότι ο Μπάτης ήταν καλός άνθρωπος (και ήταν, γιατί ο Μπάτης αδιαφορούσε γιά όλα και ήταν στον κόσμο του).
Δε ξεχνάς να αναφέρεις ποιός σ΄έβγαλε στη δισκογραφία (ο Σκαρβέλης). Πολλοί λίγοι είχαν μιά παρόμοια στοιχειώδη ευγένεια. Ο Μάρκος, γιά παράδειγμα, δεν αναφέρει, πουθενά, τίποτα για τις καθοριστικές πιέσεις του Περιστέρη στο Λαμπρόπουλο να βγάλει δίσκο με μπουζούκι.
Εκφράζεσαι φιλικά γιά τον Σκαρβέλη, κι εκείνος πρέπει να σε συμπαθούσε. Είναι και ο μοναδικός που σε χαιρετάει δυό φορές μέσα σε τραγούδια, με το γνωστό, ζεστό Μικρασιάτικο τρόπο, χρησιμοποιώντας τα χαϊδευτικά "Φωφώ" και "Φωφίτσα".
Το "δεν είχα πιά τίποτα μαζί τους", είναι ένα λεκτικό "καπάκι" που κλείνει το κεφάλαιο της πρώτης, παλιάς εποχής της δισκογραφίας και της σχέσης σου με το παλιό σινάφι. Η απομάκρυνσή σου επισημαίνεται, έμμεσα, και με τη δήλωση της άγνοιας γιά τη ζωή του κουμπάρου σου (του Γιώργου του Μπεκρή). Οι αναφορές στο Θ. Μπουρλιάσκο και το Θ. Λαβίδα αφορούν τα μετέπειτα υπόλοιπα και τις δουλιές εκτός δισκογραφίας, όταν είχανε κλείσει πιά οι πόρτες...
Γιά την αδερφή σου αφήνεις ένα "έμμεσο" πικρό σχόλιο και σε καταλαβαίνω. Το τέλος του κειμένου είναι η βαθύτερη ψυχική υγεία και φιλοσόφηση της ζωής όλων των ανθρώπων σαν κι εσένα, Σοφίτσα Αμπατζή.
Με τη σοφία που δίνει ο θάνατος, ίσως να σε πλησίασε η Ρίτα και να σου ΄ξομολογήθηκε σε τί λούκι την είχε βάλει η μεγάλη επιτυχία της...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου