Γιορτή έχει απόψε και το σπίτι το δίπατο, ανασηκωμένο στον αέρα είναι. Πέρα-δώθε λικνίζεται, κορδέλες κόκκινες κρέμονται και ανεμίζουν. Σούρουπο είναι, έτοιμος ο ήλιος να βουτήξει στα νερά, ο κόσμος βολτατζάρει στην παραλία, κανείς δε το βλέπει. Μόνο εσείς (;), εγώ κι αυτοί που θά΄ρθουν.
Μακριές σειρές από πολύχρωμα λαμπιόνια ανάβουν, κρέμονται απ΄τους τοίχους και μέσα συνεχίζουν, πίσω στην αυλή, πάνω από ένα μακρύ τραπέζι, στρωμένο από τους δυό μερακλήδες που κατοικούν στο σπίτι. Κάθονται, τα λένε, γελάνε, η ώρα έχει πάει οχτώ και να, που αρχίζουν νά΄ρχονται. Με άμαξες έρχονται στολισμένες, τ΄αλόγατα χρεμετίζουν κι από ψηλά κατεβαίνουν σε πομπή.
Φορτωμένοι με καλούδια είναι, στ΄άσπρα ντυμένες οι γυναίκες, με πούλιες που αστράφτουν κι οι άντρες με σιδερωμένα πουκάμισα και τα παιχνίδια τους, τα όργανα. Και μπαίνουν ένας-ένας στην αυλή με χαράς και λαχτάρας φωνές που τόσα χρόνια δεν ειδώθηκαν. Αγκαλιάζονται, φιλιούνται, "εχ, μπρε μάτια μου, ΄πο πότε έχω να σε ιδώ;", "πούν΄το βιολάκι σου;", "Μαρίκα, τι μαγουλάκι είν΄αυτό, σουλτάνα μου, καθρέφτης!", "ελάτε, ελάτε, από δω οι δυό αδερφές, ως κι ο πατέρας σας θά΄ρθει εδώ απόψε".
Ο ένας απ΄τους δύο μερακλήδες ανοίγει τα μακριά τα μπράτσα του και χάνεται μες την αγκαλιά του ο κοντόσωμος με τα σκαλωτά μαλλιά και ένα "ώωωωωωωπα, ο Μήτσος μου ο Ατρ..., έδώ, κοντά μου σε θέλω απόψε!"
Ο άλλος ο μερακλής παίρνει το βιολί του και μπαίνει μες το σπίτι. Τις σκάλες ανεβαίνει, φτάνει στην κορφή, το πορτάκι της στέγης ανοίγει, βγαίνει πάνω της και φωνάζει κάτω στην αυλή: "Απόψε, πατριώτισσες και πατριωτάκια, είν΄η βραδυά των πέντε φεγγαριών μας. Γιά ν΄ανταμώσουν οι ψυχές μας και να τραγουδήσουμε ως τα χαράματα. Όσο και να φωνάξουμε, κανείς δε μας ακούει. Το φωτισμένο σαράι μας θα το πάρει το βραδινό αεράκι και θα το σεργιανίσει πάνω απ΄όλους τους αγαπημένους τόπους μας. Θα το πάει και πάνω από βουνά και κάμπους, εκεί που κάποτε συρθήκαμε, εκεί που πλανιούνται οι ψυχές εκεινώνε που χάθηκαν. Αλλ΄όλ΄αυτά είναι περασμένα κι απόψε θα το κάψουμε το πελεκούδι... Τώρα, Καριπάκι, μ΄ακούς, εκεί κάτω; Εγώ θα σου παίζω από δω πάνω κι εσύ θα το πεις, από κει κάτω. Πάμε, Καρίπη, το Μπάλλο Μαστίχα...
- Πάει, λωλάθηκε τ΄Ογδοντάκι, ξεκαρδίστηκαν όλες κι όλοι.
Ο βιολιτζής απ΄τη στέγη κατεβαίνει, το φαγοπότι και τα παιχνίδια αρχινάνε.
Αλλά εσύ, σιωπηλό και λευκό φεγγάρι μου, δες αυτά τα χωρίς βάρος, αλλά όχι άνυδρα, σώματα, δες αυτό το φωτισμένο σαράι που γλυστράει στον αέρα, μ΄ένα σωρό ανθρώπους - άνθη των βυθών της μουσικής, τις κορδέλες π΄ανεμίζουν κι αυτή τη μοναχική, ξυπόλητη σκιά που δε γλεντάει με τους άλλους, αλλά σπρώχνει το σπίτι μουρμουρίζοντας λόγια μυαλού σαλεμένου...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου