Ο νταής
Παναής Αλτσίτζογλου
(1899-....)
H πρώην "φθοροποιός μηχανή"
και το πλάσμα από αέρα και φως
και το πλάσμα από αέρα και φως
(πρώτο)
Χαρτογράφηση, εν έτει 2009, των πρόσφατων κινήσεων ενός παλιού, πρώην νταή, γεννηθέντος εν έτει 1899 και της συνάντησής του μ΄ένα σημερινό θηλυκό πλάσμα, φτιαγμένο από αέρα και φωςΟ χρόνος τον είχε ολότελα λησμονήσει. Το ήξερε και δε το συλλογιόταν καθόλου. Έμοιαζε βία πενηνταπεντάρης. Δε θα σας τον περιγράψω, δεν έχει σημασία. Θα πω μοναχά ότι είχε ελαφρά μελαψό δέρμα και γκρίζα, μυστηριακά και λαμπερά μάτια σα γάτας. Δεν είχε την παραμικρή ενόχληση απ΄το μέσα του, ούτε συνάχι δε τον έπιανε. Μιά ευθεία γραμμή που τραβούσε μπροστά.
Κάτω και απέναντι, είδε μιά πέτρα πάνω στο πεζοδρόμιο που άλλαζε σχήματα. Κάποιος την κλώτσησε αλλ΄αυτή δε κουνήθηκε. Ο κάποιος την κοίταξε παραξενεμένος και συνέχισε το δρόμο του.
Τεντώθηκε στην καρέκλα του και φώναξε γιά ένα καφέ ακόμα. Το φιντάνι του κάθονταν τρία τραπέζια πιό πέρα και τον κοίταζε ακίνητος. Περίμενε εντολές. Του είχε δώσει απ΄τις προάλλες μιά λίστα με αριθμημένους στόχους και αναλυτικές λεπτομέρειες. Δε χρειαζόταν παρά να σηκώσει το χέρι του και να δείξει με τα δάχτυλά του το νούμερο του στόχου. Έφτανε αυτό γιά να γίνει η δουλιά.
Χτύπησε το κινητό.
- Πού είσαι;
- Στο γνωστό.
- Να τα πούμε το βραδάκι;
- Να τα πούμε.
- Θέλεις νάρθεις ή νά΄ρθω εγώ;
- Έλα εσύ.
- Είναι καλά στις εφτά;
- Ναι.
- Γιατί είσαι έτσι κρύος; Έχει γίνει κάτι;
- Πίνω τον καφέ μου.
- Καλά. Στις εφτά. Έχεις τίποτ΄άλλο να μου πεις;
- Όχι.
- Εντάξει, γειά.
Τό΄κλεισε. Κοίταξε πάλι προς τη μεριά της πέτρας. Δεν ήταν πιά εκεί. Η άκρη του ματιού του πετάρισε. Το χρώμα του ανθρώπου μας άρχισε ν’ αλλάζει. Πρώτα, μιά αλαφριά πράσινη απόχρωση που ξεκίνησε απ΄τις ρίζες των μαλλιών του στο μέτωπο και άρχισε να κατεβαίνει προς τα κάτω.. Πέρασε στο λαιμό, στα ρούχα, κατέβηκε ως τα καλογυαλισμένα παπούτσια του. Ύστερα σκούρινε το πράσινο κι έγινε γκρίζο ανθρακί. Εκεί σταμάτησε. Το βαρύ του σώμα σηκώθηκε και ξανακάθισε.
Έχω απόλυτη συνείδηση του γεγονότος ότι ίσως αναρωτηθήκατε κιόλας, τί είναι αυτό το βαρύ πλάσμα. Μπορεί να μιλάω με το κενό και νά΄χετε φύγει, γιατί οι παραπάνω γραμμές είναι αδιάφορες και χλιαρές. Γιατί να ενδιαφερθεί κανείς γιά έναν «πολλά βαρύ» που κάθεται και πίνει τον καφέ του και έχει μιά λακωνική επικοινωνία με κάποιον – κάποια ήταν, τελικά – στο κινητό του; Πολύ τριμένα πράμματα. Τα μόνα στοιχεία που μπορεί να υπόσχονται κάτι είναι, η πέτρα που άλλαζε σχήματα και τα χρώματα που τον κάλυψαν στα καλά καθούμενα. Αλλιώς, μέχρι εδώ είναι όλα μάλλον νεκρά.
Ας ξεσκεπάσουμε λοιπόν μερικά κουτάκια.
Ο άνθρωπος αυτός είναι αυτό που λέμε «εγκληματική περίπτωση», κάποιου είδους τουλάχιστο, αποσυρμένος όμως. Δε κάνει ο ίδιος τίποτα, πέρα απ΄το να επεξεργάζεται ιδέες και να βρίσκει στόχους. Οτιδήποτε στόχους. Από μαγαζιά μέχρι διαρρήξεις, φορτηγά που κουβαλούν εμπορεύματα, ματσωμένους που καβαλάνε ακριβά αυτοκίνητα που τα στέλνει σε διάφορες «σκοτεινές» χώρες. Ο ίδιος όμως δε συμμετέχει, όπως είπαμε, καλοί μου άνθρωποι.
Ζει σ΄ένα δυαράκι μιάς απρόσωπης πολυκατοικίας και έχει τα απολύτως απαραίτητα. Γιά τον εαυτό του ελάχιστα ξοδεύει και το φαγητό του είναι απλό, όχι από τσιγκουνιά, όχι, καθόλου. Ήταν πάντα γαλαντόμος ο άνθρωπός μας, αλλά φτάνει, δε του λέει πιά τίποτα. Ας στραφεί η αγορά προς τους νέους καταναλωτές, ας ρουφήξει εκείνους, αυτός δεν είναι κορόιδο.
Μιά φουκαριάρα Εσθονή έρχεται κάπου-κάπου και του καθαρίζει, όταν δεν έχει όρεξη να τα κάνει ο ίδιος. Φίλους δεν έχει πιά. Υπάρχουν 3-4 παλιοί και χαμένοι απο δω κι από κει που έχει χρόνια να τους δει. Τό΄χει ξεπεράσει κι αυτό το χούι. Είναι με τους γείτονες ευγενικός και μετρημένος, όσο χρειάζεται, όχι πολλά-πολλά, προσέχουμε κιόλας. Ένας μόνο ξέρει. Αυτό το νέο παιδί, το φιντάνι του που τό΄χει αναλάβει από τότε που ήταν μιά σταλιά. Είναι ο ουστάς* του. Αυτός πληρώνει όλα τα έξοδα και το παιδί σπουδάζει, να βγει σωστός άνθρωπος, έστω και σ΄αυτή τη σκατοκοινωνία. Και μη νομίσετε, ούτε και το φιντάνι του συμμετέχει στα διάφορα κόλπα. Είναι ο ενδιάμεσος κρίκος. Παίρνει τις εντολές και έχει, με τη σειρά του, τρεις δικούς του ανθρώπους που καθαρίζουν. Όταν γίνει η μοιρασιά πληρώνει τους άλλους, κρατάει το μερίδιό του και ο ουστάς, ο άνθρωπός μας δηλαδή, επενδύει τα μισά γιά το μέλλον του φιντανιού και γιά τη μικρή αδερφή του. Καθαρά χαρτιά.
Και, δυό πράμματα βγάλτε απ΄το μυαλό σας. Ποτέ κάτι που έχει να κάνει με ναρκωτικά, και ποτέ του δε τον άγγιξε. Ποτέ, μα ποτέ. Δεν ήταν απ΄αυτούς. Γι αυτό και το παιδί ορκίζεται στ΄όνομά του. Μιλάνε μεταξύ τους όμως, όσο χρειάζεται. Πρέπει να προσέχουμε. Ότι είχε να του πει, να του μάθει γιά τις σκοτεινιές της ζωής, του τά΄μαθε. Τώρα έχουν μιά λεπτή, κρυστάλλινα καθαρή σχέση με βάσεις σταθερές και απαράβατους κανόνες.
Βλέπετε λοιπόν ότι αυτό το βαρύ άτομο που κάθεται και πίνει τον καφεδάκο του, δεν είναι κουμάσι της σειράς.
Νταής παλιός ήτανε. Νταής γιά την πάρτη του. Ποτέ του δε δούλεψε γιά κανέναν άλλον. Απ΄αυτή τη φάρα που χάθηκε από πολύ παλιά, χτισμένος στα χώματα φτωχογειτονιάς της Πόλης. Άνθρωπος ώριμος με κιαφέτι* και εντά.* Οικογένεια, παιδιά, δεν έκανε. Γυναίκες πάμπολλες πέρασαν απ΄τα χέρια του κι όλες έμειναν με μιά πίκρα που δε τον κατάφεραν αλλά, είχαν να λένε γι αυτόν.
Βέβαια, άλλη εντύπωση μπορεί να σας έδωσε μ΄αυτό το στεγνό φέρσιμο, λίγο πιό πριν, στο τηλέφωνο. Δε τό΄παιζε, δεν ήταν αδιάφορος, αλλά η καρδιά του είναι πιά κρύα, δε νιώθει. Είναι τακαβίτης* και ξέρει. Ξέρει την πανίδα και τη χλωρίδα της αγάπης, πως αρχίζει, πως συνεχίζει, πως μπουρδουκλώνεται και τελειώνει.
” Οι γυναίκες και τα λουλούδια είναι ότι πιό όμορφο υπάρχει στον κόσμο. Θες να ζήσεις μιά κανονική ζωή, βρες το συμπλήρωμά σου και πορέψου. Αν σου βγαίνει όμως αλλιώς, αν θες να είσαι εσύ κι ο εαυτός σου και να μπεις σε άλλα μονοπάτια, να βλέπεις τη ζωή απέξω, άστες, μη τις τυραννάς. Άστες να βρουν κάποιον άλλον να πορευτούν κι αυτές όπως ξέρουν. Η γυναίκα θέλει ν΄ασχοληθείς μαζί της, να χτίσεις μαζί της, να νιώθει ότι αυγατίζετε και την υπολογίζεις. Α δε μπορείς να τα κάνεις αυτά άστες, μη τις σκοτεινιάζεις γιατί αλλιώτικα βλέπουν αυτές τον κόσμο. Μη τους δίνεις ψεύτικες ελπίδες να κάτσουν και να σε περιμένουν.
Περνούν τα χρόνια τους κι είναι κρίμα. Άστες να βρουν ένα άλλο παλληκάρι. Κι αν φτάσεις στα δύσκολα χρόνια και χρειάζεσαι βοήθεια, μη στραφείς σ΄αυτές να σε νταντέψουν. Κάτσε μόνος σου, ή μπες σ΄ένα γεροκομείο. Η γυναίκα είναι ένα λουλούδι, χρειάζεται φροντίδα, κουβέντα και αγάπη. Δε μπορείς να τα δώσεις αυτά, πορέψου μόνος…”.
Έτσι έλεγε στο φιντάνι όταν του μάθαινε.
Αυτό το νέο κορίτσι – γιατί ένα νέο κορίτσι του μίλαγε στο κινητό – άμα το βλέπατε δίπλα του θ’ απορούσατε. Τί κάνει αυτή η ανοιξιάτικη δροσιά μ΄αυτό τον άνθρωπο, θα λέγατε. ΄Ενα πλάσμα φτιαγμένο από αέρα και φως, χάρμα να το βλέπεις, από ένα κόσμο που αυτός ποτέ δε τον γούσταρε, αλλ΄αυτή ήτανε – πώς να το πούμε; - μιά χρυσή καρδιά.
ουστάς, ο = μάστορας, δάσκαλος
κιαφέτι, το = ύφος
εντάς, ο = αέρας ενός ανθρώπου
τακαβίτης, ο = απόμαχος
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου