Τάνγκο και ρεμπέτικο
- δυό παράλληλοι δρόμοι πνιγμένοι στα δάκρυα... (1)
Η λέξη tango συναντιέται για πρώτη φορά γραπτή, σ’ ένα φορολογικό έγγραφο. Αναφέρεται όμως όχι στο χορό, αλλά σε σχέση με απαγορευμένες γιορτές των μαύρων. Μόνο μετά το 1880 η λέξη δηλώνει επίσημα το συγκεκριμένο χορό. Για τη διαδεδομένη άποψη ότι το tango γεννήθηκε στους οίκους ανοχής, σημειώνουμε τα εξής : στηνΑργεντινή του 1900 υπήρχαν περί τους 2000 τέτοιοι οίκοι, όπου δούλευαν 30.000 γυναίκες, κάτι για το οποίο οι Αρχές έκαναν τα στραβά μάτια. «Η βιομηχανία του θεάματος πρόσφερε ένα μεγάλο ”κατάλογο” από γυναίκες που, είτε δούλευαν στους δρόμους, είτε πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους σα ντάμες χορών, είτε κρατούσαν συντροφιά σε κέντρα που απολάμβαναν κάποιου σεβασμού. Η τιμή σ’ ένα κοινό μπουρδέλο ήταν τρία pesos, ποσό ισοδύναμο με το μεροκάματο ενός εργάτη, αλλά ακόμα, τόσο κόστιζε ένας δίσκος γραμμοφώνου, ή η τιμή γιά μιά ώρα χορού με τις ακριβοντυμένες γυναίκες στα επονομαζόμενα casas particulares. Eκεί πήγαιναν οι νέοι των καλών οικογενειών. Συχνά νοικιαζόταν ολόκληρο το μαγαζί, μαζί με τα κορίτσια. Πίσω απ’ την πολυτελή διακόσμηση του εσωτερικού χώρου, τα casas και τα casitas ήταν μασκαρεμένοι οίκοι ανοχής, αλλά εκεί μπορούσες να χορέψεις με τους ήχους των καλύτερων ορχηστρών του Μπουένος Άιρες». Στα κοιμά μπουρδέλα, στα los prostibulos, απαγορευόταν ο χορός και το οινόπνευμα. Η πορνεία επιτρεπόταν ως το 1919 στο Μπουένος Άιρες και ως το 1936 στην υπόλοιπη Αργεντινή.
Στις 2 Μαρτίου του 1916 απαγορεύτηκε ο χορός μεταξύ ανδρών, μιά συνήθεια πολύ διαδομένη στους δρόμους, με μουσική συνοδεία οργάνου αντίστοιχου της δικής μας λατέρνας. Ο λόγος της απαγόρευσης ήταν πως θεωρήθηκε ότι οδηγεί στη διάδοση της ομοφυλοφιλίας.
Οι γυναίκες που εγκατέλειπαν τους παραδοσιακούς ρόλους και έμπαιναν στις ανδρικές σφαίρες θεωρούνταν «αμαρτωλές» και ονομάζονταν «το τρίτο φύλο». Ανάλογη αντιμετώπιση επιφυλάχθηκε και στις γυναίκες που πλαισίωσαν το δικό μας ρεμπέτικο.
Ας δούμε τώρα πέντε περιπτώσεις tango και τα «αντίστοιχά» τους – όταν υπάρχουν – ρεμπέτικα ή πρώιμα λαϊκά.
1. Margot
Σου φαίνεται, μπαμ κάνεις από μακριά,
άπιστη κοκότα πολυτελείας,
ότι σε μαχαλά είσαι γεννημένη.
Κάτι υπάρχει επάνω σου που αμέσως το προδίνει·
δε ξέρω αν είναι η ματιά σου,
η κορμοστασιά σου ή το σώμα σου
που μαθημένο ήταν στα φτωχοφούστανα.
Το σώμα σου, αυτό που τώρα λυγιέται
σε ρυθμούς που ξεμυαλίζουν,
έτσι πως γονατίζεις στο tango,
στην αγκαλιά κάποιου ξεφτίλη,
η σιλουέτα σου που ξεφαντώνει,
όπως και το χρωματιστό σου το ρούχο,
στους καπνούς και στις σαμπάνιες
του « Αρμενονβίλ». (*1)
Ήτανε τρέλα καθαρή.
Δεν ήταν κάνας μάγκας, ούτε κανένας παραλής
μα, ούτε σαϊνι νταβατζής
που σ’ έβαλε σ’ αυτό το δρόμο.
Μόνη σου έπεσες, μην κάνεις πως δε ξέρεις,
Όνειρα γιά ζωή μες τα σαλόνια
σου μπήκαν στα μυαλά,
τη μέρα που ο ματσωμένος
σ’ έβγαλε στο κλαρί.
Θυμάσαι;
Ούτ’ ένα ρούχο δεν είχες για να βάλεις
και σήμερα, στα μεταξωτά γυρνάς
με τριανταφυλλάκια ροκοκό.
Και μόνο που σε βλέπω, αηδιάζω.
Θα πλήρωνα για να μη σε αντικρίζω.
Και τ’ όνομά σου ακόμα άλλαξες,
όπως και τη ζωή σου.
Δεν είσαι πιά η Μαργαρίτα μου,
τώρα Μαργκό σε λένε !
Κι όλο μου βγαίνεις με τους φιόγκους σου,
θέλεις να κάνεις την κυρία
μέσα στα λουξ τα σεπαρέ,
μες το «Πετί» και στο «Ζιλιέν», (*2)
όταν η γριά, η δόλια μάνα σου
πλύστρα, για να γεμίσει το τσουκάλι
στη φτώχεια, σα καλογεράκι Φραγκισκάνος,
στη μίζερη την καμαρούλα,
στο φως της λάμπας με φιτίλι βολοδέρνει.
Παράλληλο ρεμπέτικο – τηρουμένων των αναλογιών- το «Ήσουνα ξυπόλητη». Σύμφωνα με τα ανασφαλή στοιχεία του Ηλ. Πετρόπουλου, πρόκειται για παλιό μουρμούρικο της φυλάκής. Βαρύ ζεϊμπέκικο που το λέγανε πριν το 1900. Οι πρώτες έξη στροφές περιλαμβάνονται σε δίσκο χτυπημένο πριν το 1920. Εποχές φτώχειας και κοινωνικών αντιθέσεων. Και τα δυό τραγούδια εκτοξεύουν φωτιές εναντίον μιάς γυναίκας, το ελληνικό ωστόσο, μ’ ένα υπόγειο τρόπο είναι πιό σκληρό.
Ήσουνα ξυπόλητη
Ρε, ήσουνα ξυπόλητη
και γύριζες στους δρόμους,
τώρα που σε πήρα ΄γω
γυρεύεις ιπποκόμους.
Ρε, ήσουνα αδέκαρη
και μάζευες ραδίκια,
τώρα που σε πήρα ΄γω
γυρεύεις σκουλαρίκια.
Ήσουνα ξυπόλητη
και τάιζες κοκόρους,
τώρα που σε πήρα ’γω
ζητάς αεροπόρους.
Ένα ακόμα δικό μας, πολύ κατοπινότερο, το «Ένα κι ένα κάνουν δυό» του Γιώργου Μητσάκη.
Ένα κι ένα κάνουν δυό (1948)
Μην ξεχνάς ποιά ήσουν πρώτα, πριν να σε στεφανωθώ,
ξέχασες που γύριζες στους δρόμους, στα σοκάκια ;
Τώρα που σε πήρα ’γω, μου κάνεις κορδελάκια.
Δε σου πάει για να είσαι τόσο απαιτητική·
πρέπει να συμμορφωθείς,σου τό’χω πει, κυρά μου,
σύμφωνα με τον καιρό και με τα τάλιρά μου.
Σου το λέω νέτα-σκέτα, ένα κι ένα κάνουν δυό!
Άμα εξακολουθείς να κάνεις κορδελάκια,
πρέπει να χωρίσουμε οι δυό μας τα τσανάκια.
Ας σημειώσουμε για τη Margot και το «Ήσουνα ξυπόλητη», το διχασμό που κουβαλούν οι άνδρες των λαϊκών τάξεων απέναντι σ’ αυτό που είναι και τον κρυφό θαυμασμό που εκφράζεται, με τη μάσκα της υποτίμησης, απέναντι στους πλούσιους και τις συνήθειές τους. Ξέρουμε κι από γυναικείες φράσεις πως κι εκείνες δε θα εκφράζονταν διαφορετικά. Ο χαρακτηρισμός «πλύστρα» εκστομιζόταν και εκστομίζεται συνήθως από γυναικεία χείλη, όταν θέλουν να υποτιμήσουν κάποια, ή όταν θέλουν να υπενθυμίσουν σε κάποια που «άλλαξε» τάξη, από πού κατάγεται.
Στις 2 Μαρτίου του 1916 απαγορεύτηκε ο χορός μεταξύ ανδρών, μιά συνήθεια πολύ διαδομένη στους δρόμους, με μουσική συνοδεία οργάνου αντίστοιχου της δικής μας λατέρνας. Ο λόγος της απαγόρευσης ήταν πως θεωρήθηκε ότι οδηγεί στη διάδοση της ομοφυλοφιλίας.
Οι γυναίκες που εγκατέλειπαν τους παραδοσιακούς ρόλους και έμπαιναν στις ανδρικές σφαίρες θεωρούνταν «αμαρτωλές» και ονομάζονταν «το τρίτο φύλο». Ανάλογη αντιμετώπιση επιφυλάχθηκε και στις γυναίκες που πλαισίωσαν το δικό μας ρεμπέτικο.
Ας δούμε τώρα πέντε περιπτώσεις tango και τα «αντίστοιχά» τους – όταν υπάρχουν – ρεμπέτικα ή πρώιμα λαϊκά.
1. Margot
Σου φαίνεται, μπαμ κάνεις από μακριά,
άπιστη κοκότα πολυτελείας,
ότι σε μαχαλά είσαι γεννημένη.
Κάτι υπάρχει επάνω σου που αμέσως το προδίνει·
δε ξέρω αν είναι η ματιά σου,
η κορμοστασιά σου ή το σώμα σου
που μαθημένο ήταν στα φτωχοφούστανα.
Το σώμα σου, αυτό που τώρα λυγιέται
σε ρυθμούς που ξεμυαλίζουν,
έτσι πως γονατίζεις στο tango,
στην αγκαλιά κάποιου ξεφτίλη,
η σιλουέτα σου που ξεφαντώνει,
όπως και το χρωματιστό σου το ρούχο,
στους καπνούς και στις σαμπάνιες
του « Αρμενονβίλ». (*1)
Ήτανε τρέλα καθαρή.
Δεν ήταν κάνας μάγκας, ούτε κανένας παραλής
μα, ούτε σαϊνι νταβατζής
που σ’ έβαλε σ’ αυτό το δρόμο.
Μόνη σου έπεσες, μην κάνεις πως δε ξέρεις,
Όνειρα γιά ζωή μες τα σαλόνια
σου μπήκαν στα μυαλά,
τη μέρα που ο ματσωμένος
σ’ έβγαλε στο κλαρί.
Θυμάσαι;
Ούτ’ ένα ρούχο δεν είχες για να βάλεις
και σήμερα, στα μεταξωτά γυρνάς
με τριανταφυλλάκια ροκοκό.
Και μόνο που σε βλέπω, αηδιάζω.
Θα πλήρωνα για να μη σε αντικρίζω.
Και τ’ όνομά σου ακόμα άλλαξες,
όπως και τη ζωή σου.
Δεν είσαι πιά η Μαργαρίτα μου,
τώρα Μαργκό σε λένε !
Κι όλο μου βγαίνεις με τους φιόγκους σου,
θέλεις να κάνεις την κυρία
μέσα στα λουξ τα σεπαρέ,
μες το «Πετί» και στο «Ζιλιέν», (*2)
όταν η γριά, η δόλια μάνα σου
πλύστρα, για να γεμίσει το τσουκάλι
στη φτώχεια, σα καλογεράκι Φραγκισκάνος,
στη μίζερη την καμαρούλα,
στο φως της λάμπας με φιτίλι βολοδέρνει.
Παράλληλο ρεμπέτικο – τηρουμένων των αναλογιών- το «Ήσουνα ξυπόλητη». Σύμφωνα με τα ανασφαλή στοιχεία του Ηλ. Πετρόπουλου, πρόκειται για παλιό μουρμούρικο της φυλάκής. Βαρύ ζεϊμπέκικο που το λέγανε πριν το 1900. Οι πρώτες έξη στροφές περιλαμβάνονται σε δίσκο χτυπημένο πριν το 1920. Εποχές φτώχειας και κοινωνικών αντιθέσεων. Και τα δυό τραγούδια εκτοξεύουν φωτιές εναντίον μιάς γυναίκας, το ελληνικό ωστόσο, μ’ ένα υπόγειο τρόπο είναι πιό σκληρό.
Ήσουνα ξυπόλητη
Ρε, ήσουνα ξυπόλητη
και γύριζες στους δρόμους,
τώρα που σε πήρα ΄γω
γυρεύεις ιπποκόμους.
Ρε, ήσουνα αδέκαρη
και μάζευες ραδίκια,
τώρα που σε πήρα ΄γω
γυρεύεις σκουλαρίκια.
Ήσουνα ξυπόλητη
και τάιζες κοκόρους,
τώρα που σε πήρα ’γω
ζητάς αεροπόρους.
Ένα ακόμα δικό μας, πολύ κατοπινότερο, το «Ένα κι ένα κάνουν δυό» του Γιώργου Μητσάκη.
Ένα κι ένα κάνουν δυό (1948)
Μην ξεχνάς ποιά ήσουν πρώτα, πριν να σε στεφανωθώ,
ξέχασες που γύριζες στους δρόμους, στα σοκάκια ;
Τώρα που σε πήρα ’γω, μου κάνεις κορδελάκια.
Δε σου πάει για να είσαι τόσο απαιτητική·
πρέπει να συμμορφωθείς,σου τό’χω πει, κυρά μου,
σύμφωνα με τον καιρό και με τα τάλιρά μου.
Σου το λέω νέτα-σκέτα, ένα κι ένα κάνουν δυό!
Άμα εξακολουθείς να κάνεις κορδελάκια,
πρέπει να χωρίσουμε οι δυό μας τα τσανάκια.
Ας σημειώσουμε για τη Margot και το «Ήσουνα ξυπόλητη», το διχασμό που κουβαλούν οι άνδρες των λαϊκών τάξεων απέναντι σ’ αυτό που είναι και τον κρυφό θαυμασμό που εκφράζεται, με τη μάσκα της υποτίμησης, απέναντι στους πλούσιους και τις συνήθειές τους. Ξέρουμε κι από γυναικείες φράσεις πως κι εκείνες δε θα εκφράζονταν διαφορετικά. Ο χαρακτηρισμός «πλύστρα» εκστομιζόταν και εκστομίζεται συνήθως από γυναικεία χείλη, όταν θέλουν να υποτιμήσουν κάποια, ή όταν θέλουν να υπενθυμίσουν σε κάποια που «άλλαξε» τάξη, από πού κατάγεται.
(συνεχίζεται)
Τα άλλα δυό posts τα βρίσκετε εδώ:
http://elkibra-rebetiko.blogspot.com/2009/03/1.html
http://elkibra-rebetiko.blogspot.com/2009/03/3.html
Τα άλλα δυό posts τα βρίσκετε εδώ:
http://elkibra-rebetiko.blogspot.com/2009/03/1.html
http://elkibra-rebetiko.blogspot.com/2009/03/3.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου