Οι μαύροι θρηνητικοί ήλιοι
ή
"και τ' αυτιά έχουν τοίχους".
"Εγώ δεν ήρθα εδώ απόψε να γλεντήσω.
ήρθα μονάχα να παρηγορηθώ"
(στίχος του Β.Τσιτσάνη από το τραγούδι "Τσιγγάνε, σπάσε το βιολί" (1949) Ρένα Στάμου, Β.Τσιτσάνης
Τα παρακάτω είναι μερικές σκέψεις γιά το μαύρο χρώμα και ότι αυτό συμβολίζει, σε σχέση με το ρεμπέτικο και τη σημερινή ζωή.
Σκοπός αυτού του blog είναι, ένας διαφορετικός τρόπος πλησιάσματος του ρεμπέτικου. Όμως, η ενασχόληση μ΄αυτή τη μουσική, με τον τρόπο τουλάχιστο που πλησιάζεται, καταντάει αποστειρωμένη,
μουσειακή,
ασφυκτική,
μανιακή,
βαρετή...
Ζούμε σε μιά χώρα που λούζεται απ' τον ήλιο. Ο ήλιος τα κάνει όλα διάφανα, χαρωπά, ελαφρά. Αυτό είναι και το επίσημο πρόσωπο της Ελλάδας, μ' αυτό αποτεινόμαστε στον έξω κόσμο. Ένα, κάπως επιφανειακό, "ελάτε να γλεντήσετε, να φάτε, να κάνετε μπάνια στις γαλάζιες μας θάλασσες".
Μπορούμε να πούμε ότι αυτή η συνεχώς φωτισμένη χώρα έβγαλε και "μαύρα" τραγούδια; Ναι, και δεν είναι παράξενο. Ο ελληνικός λαός έχει περάσει ουκ όλίγα, είχε ατέλειωτες μετωπικές συγκρούσεις κλπ., κλπ. και, "έσφιξε το πετσί του". Ακόμα, είχαμε πολύ πάρε-δώσε, από αμνημονεύτων χρόνων, με την Ανατολή. Από κει πήραμε, μεταξύ άλλων, την εγκαρτέρηση, το παράπονο, μιά βαθύτερη φιλοσοφική θεώρηση των εγκοσμίων, κάτι που εκφράστηκε έντονα στους μανέδες. Το μαύρο χρώμα, χρώμα μυστηριακό, χρώμα του πένθους, ήταν για αιώνες βαθιά ριζωμένο μέσα στην ελληνική πραγματικότητα και πέρασε, ήδη απ' την εποχή του Όμηρου, μέσα στη γλώσσα. "Μαύρος Άδης", "μαύρη μέρα", "μαύρη κατάρα".
Στα τρέχοντα ελληνικά "μαύρο τραγούδι" είναι το σπαραξικάρδιο, το μελαγχολικό, το απαισιόδοξο.
Είναι αυτό που σιχαίνονται οι "αστοί", αντιπαθούν οι μικροαστοί και απωθούσε την παραδοσιακή αριστερά. Παλιότερα, τους ενοχλούσε κι αυτό που έβγαζε κέφι και χαρά. Το βλέπαν σαν έλλειψη συνειδητοποίησης, σαν αφέλεια...
Αυτά που δοξάστηκαν, κι ακόμα τα προσκυνάν οι διάφορες ρεμπέτικες ιστοσελίδες, είναι αυτά τα τραγούδια που στέλναν κρυφά κοινωνικά μηνύματα, μεταμφιεσμένα εξαιτίας της λογοκρισίας. Και βέβαια, η γνωστή και στις γάτες, "Συννεφιασμένη Κυριακή". Το τραγούδι αυτό δεν αγαπιέται μόνο γιά τους λόγους που έχουν, χιλιάδες φορές, εξηγηθεί και αναλυθεί. Η μελαγχολία της Κυριακής εν όψει της Δευτέρας, είναι παγκόσμιο φαινόμενο γιατί, απλούστατα, σχεδόν κανένας δε θέλει να πάει την επομένη στη δουλειά...
O Umberto Eco λέει, σχετικά με το τελευταίο βιβλίο του "Περί της ασχήμιας", κάτι που έχει επισημανθεί πολλές φορές: "...οι καλλιτεχνικές αναφορές στην ομορφιά είναι πάντα λιγάκι μελαγχολικές. Εννοώ τις κλασσικές διαπιστώσεις του τύπου, το τριαντάφυλλο πρόκειται να μαραθεί κλπ. Η ομορφιά δεν έχει και τόσο ενδιαφέρον γιά ν' ασχοληθείς μαζί της καλλιτεχνικά. Δε μπορεί να γραφτεί ένα ιδιαίτερα μακρύ μυθιστόρημα γιά τους κήπους της Εδέμ. Αντί γι αυτό, η λογοτεχνία είναι γεμάτη λύπες, μιζέρια, απιστίες, χαμένες αγάπες, πολέμους και θανάτους. Η υγεία είναι σιωπηλή. Ίσως, μιλάμε πραγματικά μόνο όταν είμαστε δυστυχείς".
Ο κόσμος του ρεμπέτικου ήξερε ότι οι λύπες κι οι δυστυχίες μαλακώνουν όταν τις τραγουδάς. Είχαν την ίδια λειτουργία με τις άγριες ή λυπητερές ιστορίες που διηγόνταν οι άνθρωποι στις αγροτικές κοινωνίες, στις συνάξεις των μικρών και μεγάλων τα βράδυα. Επεξεργάζονταν το φόβο, τη θλίψη, την εδραιωμένη δυστυχία και κακοπέραση.
Ο Τάκης Μπίνης και πολλοί άλλοι ανάφεραν πως οι ταλαιπωρημένοι πρόσφυγες κάναν συνεχώς γλέντια με σαντουρόβιολα. Οι σημερινοί άνθρωποι, αυτοί τουλάχιστο που δεν έχουν υποφέρει πρόσφατα από πολέμους και δυστυχίες, αδυνατούν να καταλάβουν. Ένας φίλος, παντρεμένος με ξένη γυναίκα, προσπαθεί απεγνωσμένα να τις εξηγήσει πως, το ότι αρχίζει να σφυρίζει μετά από ένα καυγά τους, δεν οφείλεται σε αδιαφορία, όπως εκείνη νομίζει...
Το μαύρο που φαίνεται να αποπνέουν οι μικρασιάτικοι μανέδες, δεν ήταν αυτό το μαύρο που εννοούν "οι άλλοι". H παραδοχή, η υπενθύμιση του θανάτου δεν είναι μαυρίλα. Είναι μιά βαθύτερη ωριμότητα και σοφία, είναι η θέαση του θαύματος της ζωής με ορθάνοιχτα μάτια. Παραπέρα, μπορεί να πει κανείς, είναι και τα παρεπόμενα της φτώχειας, των πολέμων, των κακουχιών. Εδώ όμως ανοίγεται ένα άλλο κεφάλαιο. Η φτώχεια, λέξη που τρομάζει, ή εγείρει φιλανθρωπικά συναισθήματα στις ευημερούσες κοινωνίες, είναι ένας σχετικός όρος. Άλλο πράμα η μετρημένη ζωή, με λίγα χρήματα, σ΄ένα χωριό, κι άλλο η μιζέρια της φτώχειας στις πόλεις όταν δεν έχεις, γιά παράδειγμα, να πληρώσεις τους λογαριασμούς και σου κόβουν το φως γιά να σε τιμωρήσουν...
Η φτώχεια και ο πόλεμος είναι κακές ,αλλά χρήσιμες εμπειρίες. Ο πόλεμος ταρακουνάει τοπυς ανθρώπους και τους ξυπνάει απ' το λήθαργο του εγωισμού. Τους κάνει να θυμηθούν ότι όλα είναι σχετικά, ότι πρέπει να σκέφτονται τον πλησίον τους, ότι τον έχουν ανάγκη. Οι κονωνίες που βρίσκονται σε μακρινές χρονικές αποστάσεις από τα δεινά του πολέμου, γίνονται ανυπόφορα σκληρές, ανοήτες και κακομαθημένες. Τα παραπάνω δεν είναι βέβαια κήρυγμα υπέρ των πολέμων, απλώς υπενθυμίσεις της ανθρώπινης βλακείας...
Μαύρα λοιπόν δεν ήτανε τα μικρασιάτικα, αντίθετα, έσφυζαν από μιά δαιμονική ανάγκη γιά ζωή, ακόμα κι αυτά αυτά που ήταν μελαγχολικά.
Μαύρο δεν ήταν ούτε το πειραιώτικο ρεμπέτικο. Ακόμα κι ο Ανέστης Δελιάς που ήταν αρπαγμένος απ' τα νύχια της ηρωϊνης, έβγαζε απ' το στήθος του ρυθμούς χαρούμενους.
Μαύρα ήταν τα μετεμφυλιακά τραγούδια, γιά λόγους κατανοήσιμους.
Ο Τσιτσάνης, με τη χαρακτηριστική του άνεση, και κανα δυό άλλοι, κράτησαν εκείνο τον τρόπο να λέμε στίχους γιά δυσάρεστα πράγματα, με γοργούς και χαρούμενους ρυθμούς.
Ακόμα όμως κι αν υιοθετήσουμε την τρέχουσα άποψη
Όταν σβήνουν τα των προβολέων, ή τα φώτα των σπιτιών, οι Ερινύες ορμάν, και το μαύρο που βγάζουν απ' τα στόματά τους δεν έχει καμιά σχέση με τη μαγική παρηγοριά του πραγματικού μαύρου...
γιά το μαύρο τραγούδι, τα μαύρα τραγούδια μένουν. Τα χαρούμενα εξατμίζονται.
"Ότι έχει μαύρους ήχους έχει ντουέντε", έλεγε ο Ισπανός Μανουέλ Τόρρες.
Οι ξένοι επισκέπτες, αυτοί οι ελάχιστοι που παίρνουν ή τους δίνεται η ευκαιρία να πλησιάσουν κάποιες πιό γνήσιες καταστάσεις απ' αυτές τις χλιαρές που σερβίρει ο ελληνικός τουρισμός, απορούν πως γίνεται οι Έλληνες να τραγουδούν "θανατερά" τραγούδια και να φαίνονται να διασκεδάζουν, να περνάν καλά. Είναι γιατί οι ίδιοι έχουν χάσει αυτή την ικανότητα. Υπήρχε και στις χώρες τους αλλά τη διέγραψε η "ανάπτυξη". Ζούν γεμάτοι φόβους μέσα σε "λογικές", οργανωμένες κοινωνίες της "σιγουριάς" και υποφέρουν. Γιατί τίποτα δεν υπάρχει να τους παρηγορήσει. Κάνουν το βασικό λάθος ν' αφήνονται να πιστεύουν ότι ένα φωτισμένο, χαζοχαρούμενο πρόγραμμα στην TV θα τους κάνει να ξεχάσουν. Τα προγράμμτα όμως δίνουν τη "λησμονιά" γιά όση ώρα διαρκούν. Μετά, μένουμε πάλι στο κενό, όσο κι αν η TV δε σταματάει να εκπέμπει, ξεγελώντας. Οι παιδαριώδεις προσπάθειες των σημερινών κοινωνιών να προσφέρουν χαρά, είναι σα τα αντικαταθλιπτικά χάπια. Δεν αγγίζουν τις αιτίες, τις επικαλύπτουν, γιά όσο διαρκούν, μ' ένα πέπλο "ύπνωσης".
Κι εμείς όμως, δε πάμε πίσω. Το σημερινό "έξω καρδιά", δεν έχει καμιά σχέση με την παλιότερη εκτόνωση των γλεντιών. Η σημερινή "χαρούμενη πλάκα και η δήθεν αισιοδοξία" δε πείθουν, ούτε παρηγορούν κανέναν αφού, "αφ'ότου σ' έχασα και πιά δε σε ξανάβρα, είν' όλα μαύρα, είν' όλα μαύρα"
ήρθα μονάχα να παρηγορηθώ"
(στίχος του Β.Τσιτσάνη από το τραγούδι "Τσιγγάνε, σπάσε το βιολί" (1949) Ρένα Στάμου, Β.Τσιτσάνης
Τα παρακάτω είναι μερικές σκέψεις γιά το μαύρο χρώμα και ότι αυτό συμβολίζει, σε σχέση με το ρεμπέτικο και τη σημερινή ζωή.
Σκοπός αυτού του blog είναι, ένας διαφορετικός τρόπος πλησιάσματος του ρεμπέτικου. Όμως, η ενασχόληση μ΄αυτή τη μουσική, με τον τρόπο τουλάχιστο που πλησιάζεται, καταντάει αποστειρωμένη,
μουσειακή,
ασφυκτική,
μανιακή,
βαρετή...
Ζούμε σε μιά χώρα που λούζεται απ' τον ήλιο. Ο ήλιος τα κάνει όλα διάφανα, χαρωπά, ελαφρά. Αυτό είναι και το επίσημο πρόσωπο της Ελλάδας, μ' αυτό αποτεινόμαστε στον έξω κόσμο. Ένα, κάπως επιφανειακό, "ελάτε να γλεντήσετε, να φάτε, να κάνετε μπάνια στις γαλάζιες μας θάλασσες".
Μπορούμε να πούμε ότι αυτή η συνεχώς φωτισμένη χώρα έβγαλε και "μαύρα" τραγούδια; Ναι, και δεν είναι παράξενο. Ο ελληνικός λαός έχει περάσει ουκ όλίγα, είχε ατέλειωτες μετωπικές συγκρούσεις κλπ., κλπ. και, "έσφιξε το πετσί του". Ακόμα, είχαμε πολύ πάρε-δώσε, από αμνημονεύτων χρόνων, με την Ανατολή. Από κει πήραμε, μεταξύ άλλων, την εγκαρτέρηση, το παράπονο, μιά βαθύτερη φιλοσοφική θεώρηση των εγκοσμίων, κάτι που εκφράστηκε έντονα στους μανέδες. Το μαύρο χρώμα, χρώμα μυστηριακό, χρώμα του πένθους, ήταν για αιώνες βαθιά ριζωμένο μέσα στην ελληνική πραγματικότητα και πέρασε, ήδη απ' την εποχή του Όμηρου, μέσα στη γλώσσα. "Μαύρος Άδης", "μαύρη μέρα", "μαύρη κατάρα".
Στα τρέχοντα ελληνικά "μαύρο τραγούδι" είναι το σπαραξικάρδιο, το μελαγχολικό, το απαισιόδοξο.
Είναι αυτό που σιχαίνονται οι "αστοί", αντιπαθούν οι μικροαστοί και απωθούσε την παραδοσιακή αριστερά. Παλιότερα, τους ενοχλούσε κι αυτό που έβγαζε κέφι και χαρά. Το βλέπαν σαν έλλειψη συνειδητοποίησης, σαν αφέλεια...
Αυτά που δοξάστηκαν, κι ακόμα τα προσκυνάν οι διάφορες ρεμπέτικες ιστοσελίδες, είναι αυτά τα τραγούδια που στέλναν κρυφά κοινωνικά μηνύματα, μεταμφιεσμένα εξαιτίας της λογοκρισίας. Και βέβαια, η γνωστή και στις γάτες, "Συννεφιασμένη Κυριακή". Το τραγούδι αυτό δεν αγαπιέται μόνο γιά τους λόγους που έχουν, χιλιάδες φορές, εξηγηθεί και αναλυθεί. Η μελαγχολία της Κυριακής εν όψει της Δευτέρας, είναι παγκόσμιο φαινόμενο γιατί, απλούστατα, σχεδόν κανένας δε θέλει να πάει την επομένη στη δουλειά...
O Umberto Eco λέει, σχετικά με το τελευταίο βιβλίο του "Περί της ασχήμιας", κάτι που έχει επισημανθεί πολλές φορές: "...οι καλλιτεχνικές αναφορές στην ομορφιά είναι πάντα λιγάκι μελαγχολικές. Εννοώ τις κλασσικές διαπιστώσεις του τύπου, το τριαντάφυλλο πρόκειται να μαραθεί κλπ. Η ομορφιά δεν έχει και τόσο ενδιαφέρον γιά ν' ασχοληθείς μαζί της καλλιτεχνικά. Δε μπορεί να γραφτεί ένα ιδιαίτερα μακρύ μυθιστόρημα γιά τους κήπους της Εδέμ. Αντί γι αυτό, η λογοτεχνία είναι γεμάτη λύπες, μιζέρια, απιστίες, χαμένες αγάπες, πολέμους και θανάτους. Η υγεία είναι σιωπηλή. Ίσως, μιλάμε πραγματικά μόνο όταν είμαστε δυστυχείς".
Ο κόσμος του ρεμπέτικου ήξερε ότι οι λύπες κι οι δυστυχίες μαλακώνουν όταν τις τραγουδάς. Είχαν την ίδια λειτουργία με τις άγριες ή λυπητερές ιστορίες που διηγόνταν οι άνθρωποι στις αγροτικές κοινωνίες, στις συνάξεις των μικρών και μεγάλων τα βράδυα. Επεξεργάζονταν το φόβο, τη θλίψη, την εδραιωμένη δυστυχία και κακοπέραση.
Ο Τάκης Μπίνης και πολλοί άλλοι ανάφεραν πως οι ταλαιπωρημένοι πρόσφυγες κάναν συνεχώς γλέντια με σαντουρόβιολα. Οι σημερινοί άνθρωποι, αυτοί τουλάχιστο που δεν έχουν υποφέρει πρόσφατα από πολέμους και δυστυχίες, αδυνατούν να καταλάβουν. Ένας φίλος, παντρεμένος με ξένη γυναίκα, προσπαθεί απεγνωσμένα να τις εξηγήσει πως, το ότι αρχίζει να σφυρίζει μετά από ένα καυγά τους, δεν οφείλεται σε αδιαφορία, όπως εκείνη νομίζει...
Το μαύρο που φαίνεται να αποπνέουν οι μικρασιάτικοι μανέδες, δεν ήταν αυτό το μαύρο που εννοούν "οι άλλοι". H παραδοχή, η υπενθύμιση του θανάτου δεν είναι μαυρίλα. Είναι μιά βαθύτερη ωριμότητα και σοφία, είναι η θέαση του θαύματος της ζωής με ορθάνοιχτα μάτια. Παραπέρα, μπορεί να πει κανείς, είναι και τα παρεπόμενα της φτώχειας, των πολέμων, των κακουχιών. Εδώ όμως ανοίγεται ένα άλλο κεφάλαιο. Η φτώχεια, λέξη που τρομάζει, ή εγείρει φιλανθρωπικά συναισθήματα στις ευημερούσες κοινωνίες, είναι ένας σχετικός όρος. Άλλο πράμα η μετρημένη ζωή, με λίγα χρήματα, σ΄ένα χωριό, κι άλλο η μιζέρια της φτώχειας στις πόλεις όταν δεν έχεις, γιά παράδειγμα, να πληρώσεις τους λογαριασμούς και σου κόβουν το φως γιά να σε τιμωρήσουν...
Η φτώχεια και ο πόλεμος είναι κακές ,αλλά χρήσιμες εμπειρίες. Ο πόλεμος ταρακουνάει τοπυς ανθρώπους και τους ξυπνάει απ' το λήθαργο του εγωισμού. Τους κάνει να θυμηθούν ότι όλα είναι σχετικά, ότι πρέπει να σκέφτονται τον πλησίον τους, ότι τον έχουν ανάγκη. Οι κονωνίες που βρίσκονται σε μακρινές χρονικές αποστάσεις από τα δεινά του πολέμου, γίνονται ανυπόφορα σκληρές, ανοήτες και κακομαθημένες. Τα παραπάνω δεν είναι βέβαια κήρυγμα υπέρ των πολέμων, απλώς υπενθυμίσεις της ανθρώπινης βλακείας...
Μαύρα λοιπόν δεν ήτανε τα μικρασιάτικα, αντίθετα, έσφυζαν από μιά δαιμονική ανάγκη γιά ζωή, ακόμα κι αυτά αυτά που ήταν μελαγχολικά.
Μαύρο δεν ήταν ούτε το πειραιώτικο ρεμπέτικο. Ακόμα κι ο Ανέστης Δελιάς που ήταν αρπαγμένος απ' τα νύχια της ηρωϊνης, έβγαζε απ' το στήθος του ρυθμούς χαρούμενους.
Μαύρα ήταν τα μετεμφυλιακά τραγούδια, γιά λόγους κατανοήσιμους.
Ο Τσιτσάνης, με τη χαρακτηριστική του άνεση, και κανα δυό άλλοι, κράτησαν εκείνο τον τρόπο να λέμε στίχους γιά δυσάρεστα πράγματα, με γοργούς και χαρούμενους ρυθμούς.
Ακόμα όμως κι αν υιοθετήσουμε την τρέχουσα άποψη
Όταν σβήνουν τα των προβολέων, ή τα φώτα των σπιτιών, οι Ερινύες ορμάν, και το μαύρο που βγάζουν απ' τα στόματά τους δεν έχει καμιά σχέση με τη μαγική παρηγοριά του πραγματικού μαύρου...
γιά το μαύρο τραγούδι, τα μαύρα τραγούδια μένουν. Τα χαρούμενα εξατμίζονται.
"Ότι έχει μαύρους ήχους έχει ντουέντε", έλεγε ο Ισπανός Μανουέλ Τόρρες.
Οι ξένοι επισκέπτες, αυτοί οι ελάχιστοι που παίρνουν ή τους δίνεται η ευκαιρία να πλησιάσουν κάποιες πιό γνήσιες καταστάσεις απ' αυτές τις χλιαρές που σερβίρει ο ελληνικός τουρισμός, απορούν πως γίνεται οι Έλληνες να τραγουδούν "θανατερά" τραγούδια και να φαίνονται να διασκεδάζουν, να περνάν καλά. Είναι γιατί οι ίδιοι έχουν χάσει αυτή την ικανότητα. Υπήρχε και στις χώρες τους αλλά τη διέγραψε η "ανάπτυξη". Ζούν γεμάτοι φόβους μέσα σε "λογικές", οργανωμένες κοινωνίες της "σιγουριάς" και υποφέρουν. Γιατί τίποτα δεν υπάρχει να τους παρηγορήσει. Κάνουν το βασικό λάθος ν' αφήνονται να πιστεύουν ότι ένα φωτισμένο, χαζοχαρούμενο πρόγραμμα στην TV θα τους κάνει να ξεχάσουν. Τα προγράμμτα όμως δίνουν τη "λησμονιά" γιά όση ώρα διαρκούν. Μετά, μένουμε πάλι στο κενό, όσο κι αν η TV δε σταματάει να εκπέμπει, ξεγελώντας. Οι παιδαριώδεις προσπάθειες των σημερινών κοινωνιών να προσφέρουν χαρά, είναι σα τα αντικαταθλιπτικά χάπια. Δεν αγγίζουν τις αιτίες, τις επικαλύπτουν, γιά όσο διαρκούν, μ' ένα πέπλο "ύπνωσης".
Κι εμείς όμως, δε πάμε πίσω. Το σημερινό "έξω καρδιά", δεν έχει καμιά σχέση με την παλιότερη εκτόνωση των γλεντιών. Η σημερινή "χαρούμενη πλάκα και η δήθεν αισιοδοξία" δε πείθουν, ούτε παρηγορούν κανέναν αφού, "αφ'ότου σ' έχασα και πιά δε σε ξανάβρα, είν' όλα μαύρα, είν' όλα μαύρα"