Γιατί παντρεύονταν αστυφύλακες;..
Αρχιφύλακας Αστυνομίας Πόλεων 1928
Υπενωμοτάρχες και ενωμοτάρχες, "Λοχίες
και επιλοχίες" της Σχολής Χωροφυλακής Αθηνών 1925
Σαν εισαγωγή
Ο τίτλος θα μπορούσε να ακούγεται έως ηλίθιος... Και μόνο που αναρωτιέται κανείς, μεταφέρει ένα a priori αρνητικό σήμα γιά τους αστυνομικούς/χωροφύλακες, του τότε τουλάχιστο... Δεν είν΄αυτός ο στόχος μου. Μπορεί, στη διάρκεια της νεότητας (ή και γιά πάντα) να έχουμε μιά αρνητική στάση απέναντι σ΄αυτό το επάγγελμα, για συγκεκριμένους ή μη λόγους. Ωστόσο, απ' ότι ξέρω, δεν έχει συζητηθεί ποτέ το θέμα, σα τέτοιο.
Μπορούμε να φανταστούμε ένα τόπο χωρίς αστυνομία; Ή, πώς θά'πρεπε νά'ναι η αστυνομία και οι αστυνομικοί γιά νά'ναι παραδεκτοί, συμπαθείς; Νομίζω πως το περνάμε ντούκου. Τελοσπάντων, το ερώτημα του τίτλου το συνδέω με τη "μυθολογία του ρεμπέτικου". Ότι δηλαδή, οι "μάγκες" σιχαίνονταν τους πολιτσμάνους/χωροφυλάκους, ή μολυσμάνους, όπως έλεγε ο Βαγγέλης Παπάζογλου.
Στο επίπεδο που δεχόμαστε ότι υπήρχαν μάγκισσες, ρεμπέτισσες, μόρτισσες κτρ., δημιουργείται ένας λόξυγγας, κάποια αμηχανία όταν μαθαίνουμε ότι μεγάλα ονόματα όπως, η Ρίτα Αμπατζή, η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου και η, δυστυχώς θεωρούμενη ως μικρότερου εκτοπίσματος, (Χρυ)σούλα Καλφοπούλου, είχαν παντρευτεί αστυνομικούς. Κάτω από ένα τέτοιο πλαίσιο διάλεξα αυτό τον τίτλο.
Η έννοια του αστυφύλακα περιφέρεται σε αρκετά μικρασιάτικα και ρεμπέτικα, κύρια σε τραγούδια που έχουν να κάνουν με το χασίσι. Ο πόλισμαν, ο χωροφύλακας, μαύρος, είναι το σύμβολο της εξουσίας που κυνηγάει. Υπάρχουν διάφορες κοινωνιολογικές αναλύσεις, από δω κι από κει, όπου ερευνητές "με λευκά γάντια", χρησιμοποιούν σαν εφαλτήριο μόνο τους στίχους τραγουδιών και βγάζουν κάποια συμπεράσματα. Μπαίνουν οι στίχοι στο μικροσκόπιο και με όπλο διάφορες θεωρίες, θεωρώντας πως κάποια "συνειδητοποίηση" της πραγματικότητας της καθημερινής ζωής ξεκινάει μετά το ΄30, ουσιαστικά όμως μετά τον πόλεμο, λένε περίπου πως, στα ρεμπέτικα της "πρώτης φάσης" διακρίνεται μιά πλήρης έλλειψη συνείδησης των νομικών απαγορεύσεων και μιά διφορούμενη στάση απέναντι στους αστυνομικούς και σ΄αυτό που υπηρετούν.
Δε θα μπω σε δαίδαλους αναλύσεων, τα blog δεν είναι γι αυτή τη δουλιά (με ιώτα), αν και το θέμα είναι σημαντικό και πολυδιάστατο. Ας πούμε μόνο ότι, οι διαχωρισμοί ενός αντικείμενου σε φάσεις/περιόδους είναι, ίσως, αναγκαίοι γιά την έρευνα αλλά, είναι ένα τεχνητό μέσο θέασης της ζωής.
Η πρώτη φάση του ρεμπέτικου, ας πούμε τα αδέσποτα, τα μουρμούρικα, τα πρώτα σινάφια παρανόμων του Πειραιά και άλλων λιμανιών, αποτελούνταν από νέους ανθρώπους αλλά και από μεγαλύτερους στην ηλικία, ανθρώπους με παρελθόν και πείρα ζωής. Ακόμα και οι νέοι, με την όποια απειρία τους, μεταφέρουν στάσεις που είσπραξαν απ' το ευρύτερο περιβάλλον τους.
Ας μη ξεχνάμε ακόμα ότι τα συμπεράσματα και οι εικασίες των όποιων ερευνητών που πρόλαβαν να παρατηρήσουν κάποια υπόλοιπα πραγμάτων από κοντά, ή έχουν πάρει συνεντεύξεις από ανθρώπους των λαϊκών τάξεων είναι, από τη φύση τους, ιδιαίτερα σχετικά.
Ένα, γιατί ανάμεσα στον ερευνητή/τρια που κουβαλάει τα χνάρια της ακαδημαϊκής μόρφωσης και τους λαϊκούς ανθρώπους, υπάρχει ένα χάσμα. Ο λαϊκός άνθρωπος είναι εθισμένος/η να "ανθίζεται" αμέσως "από πού έρχεσαι". Φοράει λοιπόν τα "καλά του/της", σ΄ότι αφορά αυτά που περιγράφει και πώς τα περιγράφει.
Δύο, παίζει μεγάλο ρόλο τι είδους κοινωνική πείρα έχει ο/η ερευνητής/τρια, η ηλικία, το φύλο κλπ. Το σημαντικότερο, πως ανταπεξέρχεται, συνειδητά και υποσυνείδητα, στη μάχη ανάμεσα στο Εγώ και το Αυτό. Γίνομαι υπερβολικά κουλτουριάρης και περίπλοκος; Ακόμα και στην καλύτερη, κατά τη γνώμη μου, περίπτωση εξιστόρησης, σαν αυτή του Μάρκου Βαμβακάρη, ο "λόξυγγάς" του ήταν εμφανής σε πολλά σημεία, παρόλο που ήταν ο πιό ανοιχτός απ' όλους/ες που μίλησαν.
Πίσω, στο κύριο θέμα μας.
Η στάση ενός σημερινού νέου και ενός ενήλικου λαϊκού ανθρώπου εκείνης της εποχής, απέναντι στους αστυνομικούς είναι πολύ διαφορετική. Ελπίζω αυτό να είναι δεκτό και να μη χρειάζεται περισσότερη ανάλυση. Η στάση (μέσα στους στίχους) του "διπλαρώματος" του όργανου της εξουσίας είναι στοιχειώδης λαϊκή πρακτική, υπάρχει σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη και καθόλου δε χρειάζεται να υποδηλώνει έλλειψη "συνειδητοποίησης", όταν η ίδια αυτή η έννοια είναι πολύ σχετική.
Έχουμε δυό λοιπόν (ίσως και νά'ναι περισσότερες) γνωστές περιπτώσεις τραγουδιστριών και μιά, πολύ σημαντική στιχουργό, που παντρεύτηκαν αστυνομικούς.
Τη Ρίτα Αμπατζή,
τη (Χρυ)Σούλα Καλφοπούλου και
την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου
Η πρώτη και η δεύτερη αποσύρθηκαν κάποια στιγμή και σιώπησαν. Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου έχει πει κάποια πράγματα και φαινόταν σκληρό καρύδι. Δε μπορούμε να μπούμε σε λεπτομέρειες που έτσι κι αλλιώς δεν έχουμε, οπότε απομένει μιά επιδερμική αντιμετώπιση του θέματος.
Η περίπτωση της Ρίτας Αμπατζή είναι σα να ήταν ένα φάντασμα. Τίποτα δεν έχει γραφτεί γι αυτήν, ενδεικτικά μόνο και λιγοστά βιογραφικά στοιχεία, στα περισσότερα μέρη αναγράφεται λανθασμένη η ημερομηνία γέννησής της, που μάλλον η ίδια την "προώθησε"...
Ο Μάρκος Βαμβακάρης αναφέρει μόνο το επίθετό της, ο Γενίτσαρης την αναφέρει μιλώντας γιά ένα "γκόμενό" της και η αδελφή της Σοφία Αμπατζή-Καρίβαλη, δυό λόγια μόνο λέει. Στην περίπτωσή της, προφανώς, συντρέχουν άλλοι λόγοι. Έτσι, μπαίνω μέσα στο βιβλίο του Γιώργη Παπάζογλου, "Τα χαϊρια μας εδώ". Λέει η μητέρα του, Αγγελίτσα Παπάζογλου:
"...Η Ρίτα η "ξυλοφορτωμένη" βγήκε στη δουλειά πολύ αργά. Το εικοσιεφτά. Δεν τραγουδούσε. Ήτανε γειτόνισσά μου στην οδό Σηστού στην Κοκκινιά. Ο πρώτος της ο άντρας ο Κουστουμτζής το Ελληνάκι την έδερνε. Χωρίσανε ύστερα. Πήρε ένα χωροφύλακα. Ο χωροφύλακας δεν την άφησε να τραγουδήσει πιά. Η Ρίτα είχε αντρική φωνή. Τραγουδούσε καλά. Την έβαζε ο Κουστουμτζής και του τραγουδούσε: "Δε μου λέτε...δε μου λέτε... το χασίσι πού πουλιέται; Το πουλούν οι ντερβισάδες στους απάνω μαχαλάδες...". Άμα την άκουες απ' όξω απ' το παράθυρο τση κουζίνας της να τραγουδά, νόμιζες πως τραγουδούσε άντρας. Κι ήλεγε η γειτονιά: "Μωρέ δεν είναι άντρας. Η "ξυλοφορτωμένη" είναι... Τράβηξε πολλά η καημένη".
Έτσι λοιπόν, η Ρίτα Αμπατζή ήταν η πρώτη(;) "αποσυρθείσα", για ένα διάστημα και εφόσον πρόκειται για τη Ρίτα και όχι κάποια άλλη, από το σύζυγο. Μπορεί νά'παιξε ρόλο και η φωνή της - πάντα ευαίσθητη - που άρχισε να την εγκαταλείπει. Τελικά, έπαθε καρκίνο του λάρυγγα και έφυγε , αυτό το γλυκό πουλί, νέα. Ξεχάστηκε, όπως σχεδόν όλοι οι Μικρασιάτες, από τη φόρα των μπουζουκιών. Έμεινε μόνο ο θρύλος της, ότι ήταν μιά απ' τις μεγαλύτερες φωνές του '30.
Στη θρυλική ταινία του Fellini "Amarcord", σκιαγραφείται η ωραία της μικρής πόλης που αρχίζουν να την "παίρνουν τα χρόνια", είναι ακόμα ανύπαντρη και εκστασιάζεται, σχεδόν φτάνει σε οργασμιακές διαθέσεις, κάθε φορά που βλέπει υψηλόβαθμους στρατιωτικούς και όργανα εξουσίας. Τελικά, κάνει σκόντο και παντρεύεται μ΄ένα σαχλαμάρα καραμπινιέρο.
Τα θηλυκά ζώα και τα θηλυκά στους ανθρώπους, ότι κι αν λένε, χρειάζονται την αίσθηση της προστασίας γιά ν΄αφιερωθούν απερίσπαστα στο έργο τους. Στη δεκαετία του ’30, μ΄όλ΄αυτά που συνέβαιναν, ιδιαίτερα στις γυναίκες που τολμούσαν να είναι τραγουδίστριες, είναι κάπου λογικό ότι αποφάσιζαν να πάρουν ένα χωροφύλακα ή ένα πολιτσμάνο, γιά νά΄χουν το μυαλό τους ήσυχο. Ποιός θα τολμούσε να τις πειράξει; Ας μη μπούμε στο θέμα της αγάπης, ιδιαίτερα εκείνες τις εποχές, κύρια από τη γυναικεία πλευρά. Μόνο εκείνες τις εποχές; Σήμερα;