Το σκοτάδι στη φωνή...
- (Το μεγαλύτερο μέρος του παρακάτω κειμένου, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Οδός Πανός" (Mάρτιος 08)
Ο υγρός ήχος "Νούρος" τριγύριζε στο μυαλό μου τον τελευταίο καιρό. Προσπαθούσα να βρω, από ποιά γλώσσα προέρχεται. Στα τούρκικα λεξικά δε την έβρισκα, ούτε στα ισπανικά. Ρώτησα μιά Αργεντίνα, τίποτα. Έλεγα, μήπως είχε κάποια σχέση με το γαλλικό noir(μαύρο). Δε μπορούσα να βρω άκρη. Τελείως τυχαία, βρέθηκε μπροστά μου μιά Σύρια που ερχόταν απ' την Τουρκία. Διάνα! Νuro στα συριακά σημαίνει φωτιά. (Αργότερα βρήκα ότι στην ποντιακή διάλεκτο σημαίνει ουρά, μίσχος). Σαν από ένστικτο, περίμενα κάτι τέτοιο, γιατί απ' τη "μαύρη", τη βελούδινη φωνή αυτού του ανθρώπου βγαίνει μιά καφτερή πνοή που δε σε τσουρουφλίζει, αλλά σε χαϊδεύει με φλόγες που δε σε κάβουν.
Είχε μιά φωνή "εσωτερική" ο Νούρος, όχι "εξωτερική" σαν, ας πούμε, ο Βαγγελάκης Σωφρονίου. Σε εκστασιάζει, χωρίς να σε τραβάει στον ουρανό, όπως ο Νταλκάς ή ο Στράτος ο Παγιουμτζής. Δε σου κομματιάζει την καρδιά, όπως ο Μήτσος ο Ατραϊδης, σε τραβάει όμως σε χώρους μισοσκότεινους, μελαγχολικούς, μυστηριακούς, μοναστικούς. Σε μαλακώνει, σε ρίχνει σε πουπουλένιες μαξιλάρες, σηκώνει γύρω σου καπνούς ευωδιαστούς, σε φωσφορικά χρώματα. Η φωνή του Νούρου είχε duende*.
Το duende του όμως δεν ήταν γοτθικός δαίμονας, ήταν ένα μικρασιάτικο duende που είχε χρώμα μαβί, σα το εσωτερικό του κέλυφους μιάς ιδιαίτερης κατηγορίας κοχυλιών. Ώρες-ώρες όμως άλλαζε κι έπαιρνε μιά ανθρακιά, στιλπνή και μεταλλική επιφάνεια, σαν αυτή των στρειδιών, με φολίδες που σύριζαν, λες κι η καθεμιά απ' αυτές είχε τη δική της ζωή. Ήταν ηφαιστειακό το duende του αλλά με εσωτερική δράση. Παθιασμένο, αλλά τυλιγμένο μ΄ένα πέπλο ήρεμης, γρανιτένιας, παλιάς ελληνικής αξιοπρέπειας...
Είχε μιά φωνή "εσωτερική" ο Νούρος, όχι "εξωτερική" σαν, ας πούμε, ο Βαγγελάκης Σωφρονίου. Σε εκστασιάζει, χωρίς να σε τραβάει στον ουρανό, όπως ο Νταλκάς ή ο Στράτος ο Παγιουμτζής. Δε σου κομματιάζει την καρδιά, όπως ο Μήτσος ο Ατραϊδης, σε τραβάει όμως σε χώρους μισοσκότεινους, μελαγχολικούς, μυστηριακούς, μοναστικούς. Σε μαλακώνει, σε ρίχνει σε πουπουλένιες μαξιλάρες, σηκώνει γύρω σου καπνούς ευωδιαστούς, σε φωσφορικά χρώματα. Η φωνή του Νούρου είχε duende*.
Το duende του όμως δεν ήταν γοτθικός δαίμονας, ήταν ένα μικρασιάτικο duende που είχε χρώμα μαβί, σα το εσωτερικό του κέλυφους μιάς ιδιαίτερης κατηγορίας κοχυλιών. Ώρες-ώρες όμως άλλαζε κι έπαιρνε μιά ανθρακιά, στιλπνή και μεταλλική επιφάνεια, σαν αυτή των στρειδιών, με φολίδες που σύριζαν, λες κι η καθεμιά απ' αυτές είχε τη δική της ζωή. Ήταν ηφαιστειακό το duende του αλλά με εσωτερική δράση. Παθιασμένο, αλλά τυλιγμένο μ΄ένα πέπλο ήρεμης, γρανιτένιας, παλιάς ελληνικής αξιοπρέπειας...
Χωρίς να θέλω ν΄αρχίσω να φαντάζομαι γιά τον άνθρωπο που στέκεται πλάι στο Νούρο πέστε μου, θα εμπιστευόσαστε ποτέ μιά τέτοια φυσιογνωμία;
Ήταν αγκιστρωμένο πάνω του αυτό το μακρουλό σα χέλι dunende, απ' τη μέσα μεριά του παλτού του, και τον έσπρωχνε σε αντρικές αγκαλιές. Τον τύλιγε μ' εκείνη την ακαθόριστη κι ανικανοποίητη μελαγχολία, αυτή που δε φανερώνει ποτέ αν, πραγματικά, σ' αγάπησαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που περπάτησαν στο πλάι σου, που φωτογραφήθηκαν, που κοιμήθηκαν μαζί σου, ή αν το κάναν γιά άλλους, σκοτεινούς λόγους. Αυτή η μελαγχολία που σε περνάει μέσα απ' το τοπίο της ζωής και σε φτάνει ως τα γεράματα, κρατώντας σε μισοβυθισμένο σε θάλασσες ερωτηματικών και αβέβαιων αναμνήσεων. Τον πέρασε αυτή η μελαγχολία μέσα απ' τα φώτα των νυχτών που πάνω τους είχαν γαντζωθεί ψυχές που μεράκλωναν από τους μαύρους, τους κυματιστούς ήχους που βγαίναν απ' το στόμα του. Γιατί ανέβαινε και κατέβαινε η φωνή του, σα να τη φυσούσε άνεμος που ερχόταν απ' τα σωθικά, με δίπλες και τρεμουλιάσματα απ' τ' ανοιγοκλεισίματα της κάτω σιαγόνας...
O Νούρος ήταν αυτό που ήταν και όλοι κάτι καλό είχαν να πουν γι αυτόν. Ήταν καλόκαρδος. Και στις φωτογραφίες του τις λιγοστές, σοβαρός, μυστηριακός και αποτραβηγμένος φαντάζει. Ίσως αυτοί/ές που τον γνώρισαν να μη συμφωνούν. Κάτι όμως υπάρχει στο βλέμμα του που μου τα λέει αυτά...
O "δράστης" Στελλάκης Περπινιάδης,
Στο τέλειωμα του "Ταμπαχανιώτικου Μανέ"(1931) στριφογυρίζει τη φωνή του, σκοτεινιάζοντας με σωρείτες ζήλειας την καρδιά του μαγικού, αλλά εγωιστή, Στελλάκη Περπινιάδη που ήταν παρών στην ηχοληψία. Άνοιξε το στόμα του αυτός ο μεγάλος τραγουδιστής κι αμόλησε ένα ξερό, παγωμένο και κενό από συναισθήματα, "να πεθάνεις, πούστη!"
http://www.speedyshare.com/files/27226003/_-_2_.mp3
Το duende και το καθοδηγούμενό του δεν ενώνονται σε μιά, αλλά παραμένουν, σε συμβιωτική σχέση, δυό οντότητες. Το duende διαλέγει σε ποιόν/ά θα πάει και πόσο θα παραμείνει εκεί, φωτίζοντας και βασανίζοντας. Το καθοδηγούμενο είναι ο άνθρωπος, παναπεί φτερό στον άνεμο που παρασύρεται, μπερδεύεται, πελαγοδρομεί. Το duende έχει μιά παγωμένη υπόσταση. Μέσα του είναι ζυγισμένες, παγιωμένες και ισορροπημένες οι έννοιες του καλού και του κακού, του δίκαιου και του άδικου. Το duende δε χαϊδεύει ποτέ, μόνο θυμώνει.
- Ο Νούρος μπορεί να το πήρε ελαφριά το σχόλιο του Στελλάκη (το βάθος της καρδούλας του μόνο τό'ξερε) αλλά το dunede δε χαρίζει κάστανα. Μελάνιασε, σήκωσε μανιασμένο τις φολίδες του αλλά, με μιάς, η οργή του εξαερώθηκε. Πήρε πάλι το μαβί του κοχυλιού, έκανε το Νούρο να χαμογελάσει και ν' απαντήσει μ' ένα ανέμελλο "γειά σου Πιπί μου...ου (ή πιπί μου...ου).
- O Στελλάκης δεν είχε duende, κατά τη γνώμη μου. Ήταν μερακλής, έξυπνος, είχε σπουδαία φωνή και ήξερε πως να παιχνιδίζει μαζί της, είχε άψογη τεχνική και κουβαλούσε μιά μακριά παράδοση στο θώρακά του. Duende είχε, πάλι κατά τη γνώμη μου, ο Μήτσος ο Ατραϊδης, οι δυό έξοχοι και παραγνωρισμένοι Παντελίδης και Χρυσαφάκης, ο Απόστολος Χατζηχρήστος, ο Βαγγέλης Παπάζογλου, ο Μάρκος, ο Τσιτσάνης.
Το ζύγισμα του Στελλάκη είναι, μάλλον, μοναδικό στα ρεμπέτικα. Το ρήμα πεθαίνω έχει, τουλάχιστο, δυό έννοιες. Σημαίνει και αναστατώνω ερωτικά ( "με πέθανες, με τρέλανες με τα καμώματά σου"). Όταν λέμε όμως "να πεθάνεις", σήμερα τουλάχιστο, σημαίνει αυτό που όλοι μας καταλαβαίνουμε. Έχει όμως χρησιμοποιηθεί ξανά σε στίχους ( "να πεθάνεις με τα νάζια που μου κάνεις, δε πεθαίνω, δε πεθαίνω και στο μάτι σου γυαλί καρφί θα μπαίνω"), αλλά σαν ερωτικό παιχνίδισμα. Σα τσάκισμα το ξανασυναντάμε στο τρ. του Π. Τούντα "Μόρτισσα κακιά", πάλι με το Νούρο, όπου ακούγεται το "να πεθάνεις, μόρτικο, που μ' έκανες... (η λέξη δεν ακούγεται καθαρά). Κι εδώ όμως έχει ερωτικό περιεχόμενο και ο τρόπος που εκφέρεται είναι ο γνωστός, μαλακός και τρυφερός των τσακισμάτων. Η φωνή του Στελλάκη αντίθετα είναι ξερή και παγωμένη. Το μόνο "ελαφρυντικό", ότι ο Στελλάκης έβγαινε ψυχρός τις ελάχιστες φορές που έκανε πρόζα σε δίσκους. Ένα τέτοιο παράδειγμα έχουμε στο τρ. του Βαγγέλη Παπάζογλου "Η φωνή του αργιλέ", ή "Πέντε χρόνια δικασμένος". Εκεί, αντίθετα με τον βαρυμαγκίτικο, ανθρώπινο, εφευρετικό και με σουρεαλιστική διάθεση ( "Τί ήθελες να κρατώ, κανένα υπερωκεάνειο;") τόνο του Παπάζογλου-που έχει γράψει το διάλογο και τους στίχους, ο Περπινιάδης ακούγεται ψυχρός και ανέκφραστος. Κάτι ακόμα που μπορούμε να θυμηθούμε είναι ότι ο Στελλάκης έχει γράψει τους στίχους και συνθέσει(;) το τρ. "Ο ρεμπέτης" (1934), όπου υπάρχει το "ο ρεμπέτης είναι μάγκας και παιδί μερακλαντάν και απέχει παρασάγγας απ' τ' αγόρια ντιγκι-νταν". Δίνεται ένα σήμα στάσης, αν και μάλλον στρέφεται συλλήβδην προς όλους εκείνους τους φασουλόμαγκες που είχαν αρχίσει να ντύνονται πιό "ευρωπαϊκά"...
- To να "πεθάνεις, πούστη!", περιέχει ένα ζευγάρι λέξεων που βραχυκυκλώνονται μεταξύ τους. Πρέπει όμως να το δούμε με δύο διαφορετικές ματιές, τη "ματιά του τότε" και τη "ματιά του σήμερα". Μέσα απ' την οπτική γωνία της πρώτης, παίρνουμε υπόψη ότι η έννοια του θανάτου, στη δεκαετία του ΄30, ήταν διαφορετική από τη σημερινή, γιά λόγους που καταλαβαίνουμε. Η γενικότερη αντρική πλάκα και οι κώδικες της ρεμπέτικης πιάτσας παίζαν μ΄αυτές τις λέξεις και δε τις παίρναν στα σοβαρά. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η φράση "να σε θάψω" που υπήρχε παλιότερα και εξακολουθεί να αναπνέει ως τις μέρες μας. Λέγεται με κάποια χιουμοριστική διάθεση, όταν θέλουμε να πείσουμε ότι, πράγματι, εννοούμε κάτι, ότι λέμε την αλήθεια. Μέσα απ' την οπτική γωνία του σήμερα, όσο κι αν πολλές παλιότερες φράσεις εξακολουθούν να επιζούν, τα πράγματα έχουν αλλάξει. Ένας μέσος "δυτικός άνθρωπος" που προσέχει τον εαυτό του, τροφοδοτώντας τον με προσεγμένο φαγητό, βιταμίνες κτρ., διαφέρει ολοκληρωτικά από έναν αντίστοιχο που ζει σε καθεστώτα πολέμων, φτώχειας, καθημερινών κοντινών θανάτων. Ο πρώτος, αδυνατεί να καταλάβει. Έχει ξεχάσει και, στην καλύτερη περίπτωση, λυπάται. Ο ενσωματωμένος μηχανισμός της ζωής κάνει το παν δυνατό για να διατηρηθεί, να επιβιώσει. Οι επίκτητες εγκεφαλικές διεργασίες όμως, μπορούν να επηρρεάσουν και να μειώσουν τις αντιστάσεις στο θάνατο. Ο νέος μουσουλμάνος που ζώνεται με εκρηκτικές ύλες, οι Ιρακινοί (του 2007) που δε ξέρουν αν θα γυρίσουν τα παιδιά τους ζωντανά απ' το σχολείο, αλλά κι εμείς ακόμα στην Ελλάδα που αγνοούμε αν θα επιστρέψουμε ακέραιοι από μιά εκδρομή με αυτοκίνητο, έχουμε κοντινότερη σχέση με το θάνατο. Τον νιώθουμε να φτερουγίζει πάνω απ' το κεφάλι μας, αλλά δεν αγχωνόμαστε απ' αυτό.
- Όταν ο Στελλάκης Περπινιάδης αμολάει το "να πεθάνεις, πούστη!", με τη ματιά του σήμερα ακούγεται αιχμηρό, ιδιαίτερα στους αμύητους. Μπορεί να το ερμηνεύσει κανείς σα κακία ή ζήλεια γιά τη φωνή του Νούρου. Αυτοί οι δυό ήταν "φίλοι" και ο Στελλάκης εκτιμούσε το Νούρο και τον θαύμαζε. Τη στιγμή όμως εκείνη ρίχνει ένα βέλος στην αχίλλειο πτέρνα. Αγνοώ αν η λέξη "πούστης" χρησιμοποιούνταν τη δεκαετία του '30 όπως και σήμερα, γιά να χαρακτηρίσει δηλαδή και τον άνθρωπο τον ικανό. Αν ναι, μέσα στα παλίσια της εποχής, μπορεί να εξισωθεί με τα αντίστοιχα "να ζήσεις", "να χαρώ το στόμα σου" κλπ. Να βιωθεί δηλαδή σα ν εκδήλωση θαυμασμού. Πιό εύκολα αναφνώσιμο θα ήταν αν είχε πει, "μας πεθαίνεις, πούστη!", παίρνοντας υπόψη ότι το ουσ. πούστης , ακόμα και σήμερα, κινείται με άνεση ανάμεσα σε δυό διαμετρικά αντίθετα άκρα. Από βρισιά ως θαυμασμό γιά καπατσωσύνη και εξυπνάδα(...). Ωστόσο, επιμένω και είμαι απόλυτος στο ότι η ανθρώπινη φύση, άσχετα από εποχές και κουλτούρες, χαρακτηρίζεται από κάποιες σταθερές. Η έννοια της λέξης πούστης είναι φοβική, κουβαλάει ένα στίγμα και ο στιγματισμός δεν αρέσει σε κανέναν, άσχετα του τι δείχνει και πως αντιδρά. Έτσι, αν το τσάκισμα μπορεί να κουβαλάει ΚΑΙ θετικά νοήματα, δημιουργεί αρνητικές εντάσεις που όμως, διόλου δεν είναι σίγουρο ότι ο Στελλάκης εννοούσε, στο σύνολό τους.
- Είχε συμβεί κάτι παρόμοιο, τέσσερα χρόνια νωρίτερα. Στο παραδοσιακό "Αλή Πασάς" (1927), ο Νούρος το τραγούδησε με την ίδια άνεση που πάντα τον διέκρινε. Όταν πήγαινε να τελειώσει το τραγούδι, κάποιος του φώναξε: "γειά σου Νούρο, γειά σου... με το βιολιτζή σου τ' Ογδοντάκι... να τον περιμένεις παρακάτω!". Ο Ογδοντάκης, παλιός του φίλος, έπαιζε το βιολί, ως συνήθως. Να ήταν εκείνος που το είπε; Θα μου φαινόταν παράξενο. Όλοι οι χαιρετισμοί του Γ. Δραγάτση(Ογδοντάκη) απέναντι στο Νούρο, σε άλλα τραγούδια, είναι πάντα ζεστοί και φιλικοί. Ο Νούρος πάντως, 35 χρονώ τότε, αργοπορεί λίγο, σα να του ήρθε ο αστεϊσμός απότομα στο κεφάλι, σα να ψάχνει το τι θ' απαντήσει και μετά λέει, ανόρεχτα: "γειά σου, με το δ...οξάρι σου...", απευθυνόμενος στον Ογδοντάκη, σα νά'ταν εκείνος που αστειεύτηκε.
- Τελειώνοντας με το "τότε", και γιά να είμαι δίκαιος απέναντι στο Στελλάκη Περπινιάδη, θα πρέπει να προσθέσω ότι η προστακτική του ρ. πεθαίνω συναντιέται μιά ακόμα φορά στο τρ. του Δ. Σέμση (Σαλονικιού) "Σμυρνιά καμωματού" "(1928), όπου ο χυμώδης και "έξω καρδιά" Α. Διαμαντίδης (Νταλγκάς) αμολάει ένα "να πεθάντε, Σμυρνιές!". Πρόκειται βέβαια γιά ένα σαφέστατο κοπλιμέντο στον ερωτισμό και τα καμώματα των Σμυρνιών γυναικών. Ωστόσο, τίποτα δε με πείθει ότι στο δίκοπο κοπλιμέντο του Στελλάκη απέναντι στο Νούρο, δεν υπήρχαν σωρείτες ζήλειες...
- Οι περισσότεροι θα θεωρήσουν όλ' αυτά σα περισσές και υπερβολικές ευαισθησίες, ακόμα και σχολαστικισμό. Υπάρχει η άποψη - και για νά'μαστε δίκαιοι, πολλές φορές η πραγματικότητα την πιστοποιεί- πως οι ομοφυλόφιλοι "αρέσκονται" σ΄αυτά τα χοντρά λεκτικά παιχνίδια/πειράγματα. Η φοβική πιάτσα τους βλέπει σα διασκεδαστικά πρόσωπα και τους πειράζει "γιά να περάσ' η ώρα" (που σημαίνει, να περάσει ο καιρός, να φτάσουμε γρηγορότερα στον τάφο...). Αυτοί πάντως που διασκεδάζουν μ' αυτή την πλάκα, ανήκουν στην ίδια συνομοταξία μ' αυτούς που τη μπαίναν στον Αναστάσιο Κωνσταντινίδη ή Κωνσταντινουδάκη ή Τσαμ Τσομ Τσίμπλερ, παλιό μπεχλιβάνη των δρόμων. Είχα την τύχη να προλάβω να δω αυτό τον άνθρωπο, εν δράσει, στο Μοναστηράκι στη δεκαετία του '50, όπου με πήγαινε ο πατέρας μου. Ο Τσαμ Τσομ Τσίμπλερ έκανε παραπλήσια "κατορθώματα" μ΄αυτά του Τζίμη του Τίγρη και του Σαμψών Κισκιλίδη, κατοπινότερων μπεχλιβάνηδων. Σφιγγόταν, τανιόταν, μούγκριζε και κάθε τόσο "φραπ", του'ρχ'οταν μιά ώριμη ντομάτα ή ένα αυγό στο κεφάλι. Τον θυμάμαι, σα νά'ταν τώρα, που στάθηκε, κοίταξε γύρω του και είπε με παράπονο: - Γιατί ξηγιέστε έτσι, ρε παιδιά; Επειδή παλεύω γιά μιά φασουλάδα; H απάντηση ήταν, δύο ντομάτες... Σα νά'ταν φάντασμα από τα περασμένα, τον ξανάειδα αυτό τον άνθρωπο, κάπου στα τέλη της δεκαετίας του '70, να κάνει το λούστρο μπροστά από το σταθμό του Θησείου στην Αθήνα. Όταν ρώτησα το μακαρίτη τον Τζίμη τον Τίγρη (ένα καλότατο ανθρωπάκι που έπαιζε και πολύ όμορφα φυσαρμόνικα) μου είπε πως, "του τη βάρεσε να ξαναβγεί στους δρόμους να παλέψει, σε μεγάλη ηλικία, γιατί δε το άντεχε το κασελάκι. Οι δικοί του ντράπηκαν και τον έκλεισαν στο Δαφνί!"
- Όταν ο Διονύσης Σαβόπουλος παρουσίασε τον Τζίμη τον Τίγρη στο "Κύτταρο" της οδού Χέϋδεν, είπε πως οι άνθρωποι αυτοί αποθεώνονται μέσα απ' τη γελοιοποίησή τους (...) Είναι κι αυτό ένα κομμμάτι αυτού που ονομάζουμε "ελληνικότητα"...
- Ξαναγυρίζοντας στο Νούρο και το duende, έχει τραγουδήσει το "Χουζάμ Μανέ" (1930) με τους παρακάτω δικούς του(;) στίχους:
Ποιός έχει μαύρη την καρδιά να γίνουμε συντρόφοι, να περπατούμε σ' ερημιές, να μη θωρούμ' ανθρώποι...
Σ΄αυτούς που τους έχει κάτσει το duende δεν υπάρχει διασκέδαση. Το duende φροντίζει να "γεννήσει τον πόνο μες το δράμα κι ετοιμάζει τη σκάλα της φυγής απ' την πραγματικότητα", είχε πει ο F.G.Lorca το 1930. Μάταια θα ψάξουν γιά διασκέδαση οι "κουρντισμένοι", οι "καλλωδιωμένοι" άνθρωποι, αυτοί που θένε να "περάσουν την ώρα" τους.
O δικός μας ο Βασίλης Τσιτσάνης, λέει σ' ένα στίχο του τρ. "Τσιγγάνε, σπάσε το βιολί" (1949): Δεν ήρθ' απόψε εδώ εγώ γιά να γλεντήσω, ήρθα μονάχα να παρηγορηθώ...Όταν ο Τσιτσάνης, τα τελευταία χρόνια, με το duende να μετράει τις χάντρες του θανάτου του, αμολούσε το "άλα, αλάνια", ο ίδιος ήταν κάπου αλλού. Οι πελάτες μπροστά του χόρευαν άδειους ζεϊμπέκικους κι εκείνος έπαιζε, αλλά ήταν κάπου αλλού. Οι γέφυρες είχαν πλέον κοπεί και τα φύλλα είχαν αναχωρήσει απ' τα δέντρα...
* duende: (New Oxford Dictionary) 1. φάντασμα, κακό πνεύμα/ 2. έμπνευση, μαγεία, φωτιά (Random House Dictionary) 1. δαιμόνιο, πνεύμα/ 2. γοητεία, μαγνητισμός "... έτσι, το duende είναι μιά δύναμη κι όχι μιά λειτουργία, μιά πάλη κι όχι μιά αφηρημένη έννοια. Άκουσα κάποτε ένα γέρο δεξιοτέχνη της κιθάρας να λέει: "το duende δε φωλιάζει στο λαρύγγι. Ανεβαίνει απ' τις γυμνές πατούσες των ποδιών", που σημαίνει ότι δεν είναι θέμα ικανότητας, μα αληθινή μορφή, αίμα, αρχαία κουλτούρα, στιγμή δημιουργίας". F.G. Lorca
Επίλογος Επειδή ΚΑΙ το ρεμπέτικο είναι ένας "ναρκοθετημένος" χώρος όπου, κατά το σύνηθες, οι "ειδικοί" επί του θέματος δεν ανέχονται καινούργιες προσεγγίσεις, θα εξηγήσω κάτι. Εκτίθεμαι στον "κίνδυνο" να μου πουν, "ποιός είσαι 'συ που θα πεις πως ο Στελλάκης δεν είχε αυτό το - πώς το είπες; - duende; Οι παραπάνω εξηγήσεις των δύο εγγλέζικων "εγκεκριμένων" λεξικών προσπαθούν να εξηγήσουν με στεγνές λέξεις κάτι πολυσύνθετο. Επικίνδυνη αλλά πρακτική μέθοδος.
Το duende είναι πνεύμα και ένα πνεύμα δε χωράει στο μπουκάλι μιάς ή τριών λέξεων. Ο F.G. Lorca είχε δώσει μιά διάλεξη γιά το θέμα το 1930. Το πλήρες κείμενο υπάρχει στα αγγλικά, στη διεύθυνση http://www.musicpsyche.org/Lorca-Duende.htm. Το σπουδαίο αυτό κείμενο έχει μεταφραστεί επάξια από την Ολυμπία Καράγιωργα και κυκλοφορήσει το 1970 και το 1986, αλλά απ' ότι ξέρω είναι δυσεύρετο. Εκεί μέσα λοιπόν ανέφερε τρεις δυνάμεις που βοηθούν ένα καλλιτέχνη: τον άγγελο, τη μούσα και το duende που είναι ένας δαίμονας. Το πρώτο και το δεύτερο είναι κάτι διαφορετικό. Έτζι εννοούσα όταν έγραψα ότι ο Στελλάκης δε το είχε, αλλά ο Βαγγέλης Παπάζογλου κουβαλούσε ένα φρενιασμένο διάβολο μέσα του, που συνέργησε και στο γρήγορο θάνατό του.
Ο Στελλάκης Περπινιάδης, σίγουρος και ικανότατος τραγουδιστής, έφτασε πλήρης ημερών και ικανοποίησης στο τέρμα της ζωής του και άφησε το όνομά του γραμένο με χρυσά γράμματα. Ο Νούρος είναι ο μισός στη σκιά και ακούγεται από λίγους, βαθύτερα μυημένους. Τραγουδούσε δύσκολα πράγματα γιά τα σημερινά αυτιά.
Σ΄αυτούς που τους έχει κάτσει το duende δεν υπάρχει διασκέδαση. Το duende φροντίζει να "γεννήσει τον πόνο μες το δράμα κι ετοιμάζει τη σκάλα της φυγής απ' την πραγματικότητα", είχε πει ο F.G.Lorca το 1930. Μάταια θα ψάξουν γιά διασκέδαση οι "κουρντισμένοι", οι "καλλωδιωμένοι" άνθρωποι, αυτοί που θένε να "περάσουν την ώρα" τους.
O δικός μας ο Βασίλης Τσιτσάνης, λέει σ' ένα στίχο του τρ. "Τσιγγάνε, σπάσε το βιολί" (1949): Δεν ήρθ' απόψε εδώ εγώ γιά να γλεντήσω, ήρθα μονάχα να παρηγορηθώ...Όταν ο Τσιτσάνης, τα τελευταία χρόνια, με το duende να μετράει τις χάντρες του θανάτου του, αμολούσε το "άλα, αλάνια", ο ίδιος ήταν κάπου αλλού. Οι πελάτες μπροστά του χόρευαν άδειους ζεϊμπέκικους κι εκείνος έπαιζε, αλλά ήταν κάπου αλλού. Οι γέφυρες είχαν πλέον κοπεί και τα φύλλα είχαν αναχωρήσει απ' τα δέντρα...
* duende: (New Oxford Dictionary) 1. φάντασμα, κακό πνεύμα/ 2. έμπνευση, μαγεία, φωτιά (Random House Dictionary) 1. δαιμόνιο, πνεύμα/ 2. γοητεία, μαγνητισμός "... έτσι, το duende είναι μιά δύναμη κι όχι μιά λειτουργία, μιά πάλη κι όχι μιά αφηρημένη έννοια. Άκουσα κάποτε ένα γέρο δεξιοτέχνη της κιθάρας να λέει: "το duende δε φωλιάζει στο λαρύγγι. Ανεβαίνει απ' τις γυμνές πατούσες των ποδιών", που σημαίνει ότι δεν είναι θέμα ικανότητας, μα αληθινή μορφή, αίμα, αρχαία κουλτούρα, στιγμή δημιουργίας". F.G. Lorca
Επίλογος Επειδή ΚΑΙ το ρεμπέτικο είναι ένας "ναρκοθετημένος" χώρος όπου, κατά το σύνηθες, οι "ειδικοί" επί του θέματος δεν ανέχονται καινούργιες προσεγγίσεις, θα εξηγήσω κάτι. Εκτίθεμαι στον "κίνδυνο" να μου πουν, "ποιός είσαι 'συ που θα πεις πως ο Στελλάκης δεν είχε αυτό το - πώς το είπες; - duende; Οι παραπάνω εξηγήσεις των δύο εγγλέζικων "εγκεκριμένων" λεξικών προσπαθούν να εξηγήσουν με στεγνές λέξεις κάτι πολυσύνθετο. Επικίνδυνη αλλά πρακτική μέθοδος.
Το duende είναι πνεύμα και ένα πνεύμα δε χωράει στο μπουκάλι μιάς ή τριών λέξεων. Ο F.G. Lorca είχε δώσει μιά διάλεξη γιά το θέμα το 1930. Το πλήρες κείμενο υπάρχει στα αγγλικά, στη διεύθυνση http://www.musicpsyche.org/Lorca-Duende.htm. Το σπουδαίο αυτό κείμενο έχει μεταφραστεί επάξια από την Ολυμπία Καράγιωργα και κυκλοφορήσει το 1970 και το 1986, αλλά απ' ότι ξέρω είναι δυσεύρετο. Εκεί μέσα λοιπόν ανέφερε τρεις δυνάμεις που βοηθούν ένα καλλιτέχνη: τον άγγελο, τη μούσα και το duende που είναι ένας δαίμονας. Το πρώτο και το δεύτερο είναι κάτι διαφορετικό. Έτζι εννοούσα όταν έγραψα ότι ο Στελλάκης δε το είχε, αλλά ο Βαγγέλης Παπάζογλου κουβαλούσε ένα φρενιασμένο διάβολο μέσα του, που συνέργησε και στο γρήγορο θάνατό του.
Ο Στελλάκης Περπινιάδης, σίγουρος και ικανότατος τραγουδιστής, έφτασε πλήρης ημερών και ικανοποίησης στο τέρμα της ζωής του και άφησε το όνομά του γραμένο με χρυσά γράμματα. Ο Νούρος είναι ο μισός στη σκιά και ακούγεται από λίγους, βαθύτερα μυημένους. Τραγουδούσε δύσκολα πράγματα γιά τα σημερινά αυτιά.
Όσοι/ες δε τον πλησιάσουν, χάνουν μιά εμπειρία ζωής...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου