Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2012







Μιά μάλλον παραληρηματική ανάρτηση


Κατεβαίνοντας με το ασανσέρ
στο 1950...




ΟΧΙ στις νοσταλγίες αλλά,
ότι δεν έχεις δοκιμάσει, δε σου λείπει...




Πρώτα ήταν η προσπάθεια να βρω κάποια παμπάλαια, αγαπημένα βραζιλιάνικα τραγούδια που τα είχα πρωτακούσει όταν βρέθηκα, μικρός, στο Rio Di Janeiro.
Μετά, ανακάλυψα ένα Βραζιλιάνο ρεμπέτη, τον Nelson Cavaquinho που θα σας τον παρουσιάσω σε επόμενο post κι από κει βρέθηκα στο http://rebetcafe.blogspot.com/ που με έστειλε σε κάποιες όμορφες και γαλήνιες φωτογραφίες της παλιότερης Αθήνας.


Είπα λοιπόν το ασανσέρ να πάρω και στη δεκαετία του ´50 να κατέβω. Καθώς βυθιζόταν ο ανελκυστήρας το χλωμό φως ξαφνικά έσβησε και ο θάλαμος σταμάτησε. Εκεί, στο σκοτάδι, αναπήδησαν, χωρίς να το περιμένω, κάποιες εικόνες.


Το υπόγειο της οδού Ι.Δ. όπου ηττημένος γύρισε πίσω ο Λ.Λ. μετά της οικογενείας του.
Εκεί, στο σκοτεινό υπόγειο με το κοινόχρηστο διάδρομο που τρέχαν οι σωλήνες της θέρμανσης, αλλά και μεγάλα ψαλίδια φραγκοραφτάδικα τρέχαν, τεμαχίζοντας το μουχλιασμένο αέρα που μύριζε τσίκνα.


Εκεί μέναν η οικογένεια του Λ.Λ. και οι θυρωροί Ελένη, Μήτσος, η καθυστερημένη Χρυσούλα και το υδροκέφαλο μωρό της Ελένης, ένα μωρό που δεν έβλεπε ποτέ το φως του ήλιου γιατί ντρεπόντουσαν και το κρύβαν. Κι αυτό, ύφαινε υπομονετικά το θάνατό του.


Κοίταξε τώρα πως, στα καλά καθούμενα, αναδύεται αυτή η εικόνα ενός ημιδιάφανου μωροδίστικου κρανίου με εμφανές το σύστημα φλεβών. Πως αναδύεται και διϋλίζεται και σκάζει κεφάλι μιά γκρίζα μέρα του φθινόπωρου στη Στοκχόλμη της Σουηδίας...


Οι εικόνες και οι κάθε είδους φωτογραφίες έχουν μιά δική τους γλώσσα. 
Μιλάνε, αναπνέουν, διηγούνται. Τη γλώσσα όμως αυτή 
πρέπει να στην έχουν διδάξει στο σχολείο (ναι, σιγά...)

Δείτε φωτογραφίες της Dorothy Burr Thomson
που τραβήχτηκαν πριν 80 χρόνια

Να, μιά απ΄αυτές

μπείτε σ΄αυτή τη σελίδα και πλοηγηθείτε



Αυτές οι φωτογραφίες  μ΄ έκαναν να μπω στο ασανσέρ και να κατέβω στη δεκαετία του 50.

Για ν΄ανοίξουν το στόμα τους και να μιλήσουν οι φωτογραφίες που θ΄ακολουθήσουν θα πρέπει νά΄χει κανείς κάποιες αναφορές. Αυτό σημαίνει να έχει ζήσει, τουλάχιστο τα τρία πρώτα χρόνια της ζωής του στις αρχές του ´50. Τρέχα γύρευε δηλαδή...

Είδα τις προάλλες το φιλμ The Book of Eli  



Τί σχέση έχει αυτό;

To film αναφέρεται σ΄έναν άδειο, άνυδρο κόσμο μετά από την Καταστροφή. Λέει ένα νέο κορίτσι στον Denzel Washington που είχε προλάβει να ζήσει στον προηγούμενο κόσμο.
- Πες μου, πώς ήταν ο κόσμος τότε;
Τι να της έλεγε... Αρκέστηκε στο, "είχαμε πολύ περισσότερα απ΄όσα είχαμε ανάγκη, αλλά δε το καταλαβαίναμε..."


-



Φανταστείτε τον εαυτό σας  στην ατμόσφαιρα αυτών των δύο φωτογραφιών. Φτωχικό ίσως το περιβάλλον αλλά, φτωχικό με ποιά κριτήρια; Το σημερινό μας περιβάλλον πως θα το ονομάζαμε; Πλούσιο; Πλούσιο σε τί;...

Ακούγομαι σα να παραληρώ. Μπείτε στο blog  http://www.ramnousia.com/ , διαβάστε όσο και ότι αντέχετε και μετά, ξανασκεφτείτε το θέμα του "πλούτου" της σημερινής μας ζωής.


Εδώ είναι μιά ταβέρνα του 1950. Τη δανείστηκα, όπως και το παρακάτω κείμενο, από το blog  pisostapalia.blogspot.com/2010_05_01_archive.htm 

Το κείμενο που τη συνοδεύει είναι το παρακάτω

Ταβέρνα στο Κέντρο της Αθήνας την δεκαετία του ΄50 δείχνει η φωτογραφία.
Από τους θαμώνες αυτούς ποιός θα μπορούσε να φανταστεί πώς
θα καταντούσε σήμερα η περιοχή τους.
Εξέλιξη θα πούν κάποιοι ....σημεία των καιρών κάποιοι άλλοι.
Στις παλιές ταβέρνες το πρώτο που φρόντιζες να γνωρίζεις
πρίν πας ήταν αν  το γιοματάρι (ρετσίνα) είχε καθαρίσει μέσα στο βαρέλι
από το βοριαδάκι.
Το σώσμα (προς το τέλος το βαρέλι) έκανε μπάμ..... 
Η μυρουδιά της ρετσίνας ....η μισή οκά...το κατρούτσο στην αρχή
για να το δοκιμάσεις...η λαδόκολα και τελευταίος ο μεζές
ολοκλήρωναν την μαγική εικόνα. 
Τα οικονομικά περιορισμένα και η σαρδέλα η ρέγκα  η θρούμπα
η φάβα και το στουμπισμένο κρεμμύδι ήταν στην πρώτη γραμμή.
Η κιθαρίτσα κρεμασμένη στον τοίχο δίπλα στα βαρέλια...
Έφευγε από το καρφί της από τον πελάτη που ήξερε να παίζει
και το τραγούδι άρχιζε.
Μετά όλοι ρεφενέ πληρωμή στον κάπελα (ταβερνιάρη)
και γραμμή περπατητό για το σπίτι σιγοτραγουδώντας.
Άνοιγε κανένα παράθυρο καμμιά φορά...
"Ρε σείς κοιμόμαστε...δεν έχετε ρολόϊ;"



Μπορεί ν'ακούγονται ρομαντικά όλ΄αυτά για ένα νέο άνθρωπο που δεν έχει αναφορές. Μη τα δείτε όμως μόνο σα δείγματα νοσταλγίας για μιά "αθώα" εποχή που πέρασε. Δεν ήταν καθόλου αθώα, ήταν όμως διακριτή. Μπορούσες να τη δεις καθαρά.
Όταν μένεις σ΄ένα χωριό ή μιά μικρότερη πόλη κι ανέβεις σ΄ένα ύψωμα, βλέπεις τον τόπο να ξεδιπλώνεται μπροστά σου και μπορείς να πεις, αυτός είναι ο τόπος μου.
Σε μιά πόλη σα την Αθήνα, σε μιά πόλη του σήμερα όταν τη δεις από ψηλά, μάλλον ένα θαμπό τρόμο και αποξένωση σου προκαλεί. 


Σκεφθείτε ακόμα τι τραγικό θα είναι να δημοσιεύονται νοσταλγικές εικόνες απ΄το σήμερα, μετά από 60 χρόνια...


Αν μπορούσα, θα άνοιγα μιά αλυσίδα από τεβέρνες για νέους ανθρώπους. Όχι σα τις παλιές, όχι δήθεν  "αναπαλαιώσεις". Υπάρχουν τρόποι να επιλέγεις θετικά στοιχεία απ΄το παλιό και να τα ενσωματώνεις σε καινούριες και αποτελεσματικές φόρμες. Αν ξέρεις.


Αυτό, το παραπάνω, ο συνδυασμός δηλαδή του παλιού με τη σημερινή ματιά και σημερινές ανάγκες, είναι το κόκκινο νήμα που πάνω του πατάει αυτό το blog. Μόνο που αυτό δεν έχει γίνει καταληπτό. Ακόμα.


Απ΄τη μάνα μου διωγμένος, 1948
ζεϊμπέκικο
τραγ. Μάρκος Βαμβακάρης, Έλλη Λαμπίρη, Β. Τσιτσάνης





Απ΄τη μάνα μου διωγμένος κι απ΄αγάπη ορφανός,
έκανα τους δρόμους ζηλευτο παλάτι μου
και τους πάγκους μες τα πάρκα για κρεβάτι μου


Σα τη ρημαγμένη χώρα μοιάζει η δόλια μου η καρδιά.
κι αν οι ομορφιές μου όλες νεκρωθήκανε,
η ψυχή κι η αρχοντιά μου δε χαθήκανε.


Απ΄τη μάνα μου διωγμένος κι από σένα μακριά,
στη σκληρή μου αλητεία σα ζαλίζομαι,
μιά ζωή καταστραμένη συλλογίζομαι.


Εξαιρετικό τραγούδι με ώριμους και μεστούς στίχους, πολύ καλύτερο απ΄τη "Συννεφιασμένη Κυριακή", κατά τη γνώμη μου.

Μερικά χρόνια αργότερα, το 1954 ή 1955, με τελείως άλλη διάθεση και πολύ έμπνευση, η λεπτή ειρωνεία του πάντα σοβαρού Β. Τσιτσάνη ζωγραφίζει τη νέα κατάσταση. Θά΄ταν άδικο να μη επισημανθεί η άψογη, όπως πάντα, φωνή της Πόλυς Πάνου. Βγάζει στην αγορά το "Μάμπο με τρελές πενιές" 



Μάμπο με πενιές
μάμπο

Στην τσέπη κάργα τάλληρα, τραβάει για τα Φάλληρα
με τη Μπέτυ την ομορφονιά, φουλ για τα μπουζούκια για πενιά.

Ο Βάγγος πού΄ναι μάγκας απ΄την πιάτσα, 
ο Βάγγος που κρατάει από ράτσα
πω πω πω, τα πίνει και τα σπάει
και για την κοπέλα κάθε είδους κάνει τρέλα.

Μάμπο, μάμπο, μ΄αρέσει να χορεύω,
μάμπο με γλυκές πενιές.
Μάμπο, μάμπο, είν΄ο χορός της μόδας, 
χορεύουν τα σαλόνια κι οι φτωχογειτονιές.

Η Μπέτυ λέει "Ευάγγελε, χασάπικο παράγγελε
κι ύστερα, στο κέφι το γλυκό, θέλω ένα μάμπο ιταλικό!"

Κι ο Βάγγος που τρελαίνεται για φούστα
και που δε της χαλάει ποτέ τα γούστα, 
τα λεφτά στα όργανα σκορπάει,
να χορέψει μάμπο η μις Μπέτυ με το Βάγγο.

Πολύ έξυπνη η ομοιοκαταληξία "Ευάγγελε-παράγγελε", με το Βάγγο που μετατράπηκε, επί το αξιοπρεπέστερον, σε Ευάγγελο...

Έτσι είναι μετά τους πολέμους. Απλώνονται κύματα χαράς, αισιοδοξίας και όλοι λένε "ποτέ ξανά" (ναι καλά...)

Όπως και νά΄ναι, η αφελής χαρά κουβαλάει μέσα της και μπόλικη σαχλαμάρα. Οι Αμερικανοί, θριαμβευτές του πολέμου και χωρίς ζημιές, δοκιμάζουν τη Μηχανή του Θεάματος. Ο Bob Merrill γράφει, στα όρθια, το τραγούδι "Mambo Italiano" και του το τραγουδάει η Rosemary Clooney. To τραγούδι έκανε θραύση και στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. 

Η Ιταλία το τραγουδάει με τη Sofia Loren κι εμείς με τα μπουζουκάκια για εγχώρια, όπως πάντα, κατανάλωση. Αρχίζουμε ν΄αντιγράφουμε, όχι ότι δε το κάναμε παλιότερα...
Τον επόμενο χρόνο(;) κυκλοφορεί το "Μάμπο Ζεϊμπεκάνο" (...) του Δερβενιώτη, με στίχους του Κολοκοτρώνη. Εδώ το ακούτε με το Γρήγόρη Μπιθικότση και τη Γιότα Λύδια








Το mambo έχει εισβάλλει για τα καλά ΚΑΙ στην Ελλάδα και ξετρελαίνει. Την ίδια χρονιά παίζεται το φιλμ "Η ωραία των Αθηνών" με τη Σπεράντζα Βρανά


Το 1950 πεθαίνει οριστικά αυτό που ονομάζουμε Ρεμπέτικο. Είναι πολλοί που το συνεχίζουν, πιστοί στο πόστο τους, με αριστουργηματικά τραγούδια, λαϊκά πιά. Αυτό όμως έχει πεθάνει. Όχι γιατί εξέλειπαν οι συνθήκες που το κρατούσαν ζωντανό, όσο κι αν υπάρχουν αντιρρήσεις σ΄αυτή τη σκέψη. Αλλά, υπερ-απλοποιώντας, ακόμα και γιατί οι μουσικές που έρχονται απέξω και κατακλύζουν την Ελλάδα, μετατρέπονται σε "γοητευτικές" σαχλαμάρες που κερδίζουν έδαφος. Η παλιά φρουρά, η φρουρά των σοβαρών ανθρώπων που καραβοτσακίστηκαν αποτραβιέται, όπως αποτραβιούνται και σήμερα όλοι οι σοβαροί άνθρωποι.

H ευχή-στίχος το τραγούδι του Μήτσου Περδικόπουλου "Σαν οι καμπάνες θα χτυπούν", "τότε θα πάψει να βροντά στους λόφους στο κανόνι κι έτσι  θα κελαηδεί παντού χαρούμενο τ΄αηδόνι" (1948) έγινε στην πράξη  "κι έτσι  θα κελαηδεί παντού χαζο - χαρούμενο τ΄αηδόνι".

Στο κλαρί ανεβαίνουν στρατιές "νερουλών" που θέλουν να σκορπίσουν το γέλιο, αυτό που όλοι κι όλες έχουν ανάγκη. Το γέλιο όμως, άσχετα αν του πόσο αναγκαίο είναι για τον άνθρωπο, ισορροπεί πάντα ανάμεσα στον εαυτό του και το γελοίο.

Προσπαθώντας να κλείσω αυτή την ανάρτηση θά΄θελα νά΄λεγα ότι απ΄τη δεκαετία του ´50 και μετά, μιλάμε για μιά άλλη, τελείως διαφορετική Ελλάδα που νόμισε και αυτό που νόμισε οδήγησε σ΄αυτό που βρισκόμαστε σήμερα.

Ας κλείσω με ότι πιό γελοίο, κατά τη γνώμη μου, παρήγαγε η υψικάμινος της σαχλαμάρας. Αξίζει το κόπο να μπείτε στο link και να ρίξετε μια ματιά στα σχόλια αρσενικών νεαρών Ελλήνων του 2010.







Δεν υπάρχουν σχόλια: