Ας πάρουμε μιά περίπτωση ενός νέου, λαϊκού παιδιού του σήμερα που είναι ρεμπετομανής και συμμετέχει και σε ρεμπέτικα forum στο Internet. Του πέφτει στην αντίληψή του η ταινία "Πιάσαμε την καλή" με τον Κώστα Χατζηχρήστο και τη Γεωργία Βασιλειάδου. Το κιτρινομπλέ εξώφυλλο που βγάζει μάτι, γράφει κάτω δεξιά: Τραγουδούν Βασίλης Τσιτσάνης, Μαρίκα Νίνου. Βλέπει την ταινία και περιμένει πως και πως τη στιγμή που, κατά το σύνηθες, οι πρωταγωνιστές θα πάνε στα μπουζούκια. Η περιπόθητη στιγμή έρχεται. Η σκηνή εκτυλίσσεται στο μαγαζί του "Τζίμη του Χοντρού". Το μαγαζί είναι τυλιγμένο σ΄ένα μυθολογικό πακέτο, ακόμα και γιατί υπάρχει μιά ερασιτεχνική ηχογράφηση από το 1955, η μοναδική από περιβάλλον μαγαζιού εκείνων των καιρών.
Ο Τσιτσάνης κι η Νίνου λένε τρία τραγούδια. Ο Τσιτσάνης σοβαρός όπως πάντα, κάπου κάπου σκάζει ένα τεχνητό χαμόγελο, το ένα του μάτι μικρότερο από τ΄άλλο, η Νίνου χοντρή, μπορεί νά΄χε ήδη αρρωστήσει τότε και τα φάρμακα...
Το μαγαζί είναι καπαρωμένο γιά τις ανάγκες του γυρίσματος, οπότε η κατάσταση είναι σικέ.
Γιά τον νέο ρεμπετομανή όμως, όλ΄αυτά είναι ασημαντότητες. Εκείνο που μετράει είναι οι "θεοί" Τσιτσάνης και Νίνου live. Το βάζει λοιπόν στο youTube και, νάτο:
Tο ίδιο παραμύθι τώρα, ειδωμένο απ΄τη δική μου πλευρά.
Η ταινία "Πιάσαμε την καλή" (1955) είναι μιά απ΄το μεγάλο πλήθος ταινιών μαζικής κατανάλωσης, γυρισμένη "στο γόνατο". Το σενάριο (Χατζηχρήστου) είναι χιλιοειπωμένο και πανάθλιο. Οι διάλογοι, τραγικοί. Η ηχοληψία μέσα στο studio, φτιαγμένη με πολύ κακό τρόπο. Ο Χατζηχρήστος, αυτή η μεγάλη μπλόφα, εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων, κορόϊδευε τον κόσμο και γέμιζε τις τσέπες του με λεφτά. Κανονικά και ίσια. Η σκηνοθεσία, κάποιου παντελώς άσχετου, κάνει τα πράγματα ακόμα χειρότερα.
Η σκηνή στο μαγαζί του Τζίμη του Χοντρού. Το μαγαζί ήταν ένα απ΄αυτά που αποτεινόταν στους "άλλους/ες", με κάποιες θλιβερές ζωγραφιές στους τοίχους, που παρίσταναν μπεκρήδες σωριασμένους μπρος στα φανάρια του Δήμου. Η παρέα χτυπάει, κατά το σύνηθες, παλαμάκια εκτός χρόνου. Υπάρχει κάποιος που χορεύει ένα καλό ζεϊμπέκικο και σηκώνει ένα τραπέζι με τα δόντια του, κι αυτό περνάει στα "ντοκουμέντα", όπως λένε σήμερα.
Οι ηθοποιοί σηκώνονται να χορέψουν και ασχημονούν, κατά το σύνηθες, γελοιοποιώντας, γιά τις ανάγκες του χοντρού γέλιου της "μάζας" (...).
Αναρωτιέμαι, πως γίνεται να μη χόρεψε ποτέ (;) ένας ηθοποιός του ελλ. κινηματογράφου ένα κανονικό ζεϊμπέκικο, με εξαίρεση, ίσως, αυτό του Τίτου Βανδή στην ταινία "Ποτέ την Κυριακή".
Όλες αυτές οι "δήθεν" κωμωδίες διαφόρων άσχετων, οι βασισμένες στη συνεχή πλάκα και στην επαναλαμβανόμενη φάρσα χωρίς εκπλήξεις, με απωθούν σφόδρα και με μελαγχολούν. Ναι, καταλαβαίνω πως ο κόσμος ήταν κουρασμένος, απογοητευμένος κι ήθελε να ξεχάσει, ν' αποδράσει. Και στην Ιταλία ήθελαν να ξεχάσουν, ν΄αποδράσουν. Ο ιταλικός νεορεαλισμός όμως κινήθηκε από χέρια άξια, από σκηνοθέτες που ήξεραν να συνδυάσουν το δράμα με την κωμωδία και τη βαθιά ειρωνεία γιά τα πάντα. Πρώτα απ΄όλα, από σκηνοθέτες που ήξεραν τη λαϊκή πιάτσα. Μ΄άλλα λόγια, που είχαν ζήσει και δε βγήκαν στον κινηματογράφο απ΄την αγκαλιά της μαμάκας τους.
Εξαιρέσεις βέβαια έχουμε και στην Ελλάδα. Σ΄εμάς όμως παρείσφρυσαν και ένα σωρό σκατόπαιδα που ήθελαν μοναχά να κονομήσουν και τά΄παιρναν όλα σβάρνα, τροφοδοτώντας τον κόσμο με φρούδα όνειρα κι αμερικάνικα αυτοκίνητα που τα οδηγούσαν διάφοροι τουλουμοτύρηδες...
Κι ας μη μου πει κανείς ότι μου ξεφεύγει η βαθύτερη ειρωνεία, γιατί τότε προκύπτει το ερώτημα, βαθύτερη ειρωνεία ποιών, που στρεφόταν σε ποιούς και πρότεινε τί;
Δε βαρυέστε... Η ζωή είναι όπως είναι, οι νεότεροι βλέπουν τα πράγματα με "άλλο" μάτι, η κλειστοφοβική Φωκίωνος Νέγρη (που κάποια παλιά πλάνα της υπάρχουν στην ταινία), κατοικείται πάντα, θεωρείται "προνομιούχος" (...), οι άνθρωποι κάθονται και παίρνουν το γλυκό τους ή τρώνε σαχλά φαγητά που τα χρυσοπληρώνουν, και δε βλέπουν τις πολυκατοικίες που τους πλακώνουν την καρδιά, όπως παντού μέσα στη χαβούζα της παρανοϊκής Αθήνας που τρέφεται απ΄τις ίδιες της τις σάρκες.
Κοίταξε να δεις σε τι πνιγερές σκέψεις μ΄έφερε μιά παλιοταινία, κατάλληλη γιά τα σκουπίδια. Μπααα, σε καλό μου...
Σήμερα, άλλωστε, είναι Τετάρτη 19 Αυγούστου του 2009, Ανδρέα Στρατηλάτου και Ευτυχιανού μάρτυρος, Ανατ. 05:44, Δύσ. 19:13, Σελήνη 29 Ημερ. Ποιός λοιπόν ο λόγος γιά στενοχώριες;
ΥΓ. Αν θέλετε να δείτε κι άλλο παράδειγμα γελοιοποίησης του κόσμου που υπερασπίζω, δείτε το http://elkibra-rebetiko.blogspot.com/2008/09/blog-post_14.html όπου τρεις Μεγάλοι Μικρασιάτες μουσικοί εξευτελίζονται μπρος από μιά ολωσδιόλου ασήμαντη Καλουτά κι ένα σμάρι από άλλους ατάλαντους...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου