Πάμε να σκοτωθούμε...
Το παρόν διήγημα είναι ένα από τα τέσσερα υπόλοιπα που είναι εμπνευσμένα από το ρεμπέτικο. Οι τίτλοι τους και τα links που μπορείτε να τα βρείτε, είναι:
1. Το φτερό του Κ.Μ. Σμυρλή
3. Θ... ο νταβατζής
http://elkibra-rebetiko.blogspot.com/2008/07/blog-post.html
4. Η Νίτσα-το σώμα μετέωρο
http://elkibra-rebetiko.blogspot.com/2009/02/blog-post_28.html
4. Η Νίτσα-το σώμα μετέωρο
http://elkibra-rebetiko.blogspot.com/2009/02/blog-post_28.html
"Έλα να πάμε πέρα, φως μου, στη Γλυφάδα και κει με την αράδα, από μιά σφαίρα ο καθένας στο κεφάλι, όπως και τόσοι άλλοι..."
Η ύπαρξη μέσα στο σόι ενός παππού που αυτοκτόνησε στα νιάτα του μαζί με την αγαπημένη του, δεν είναι ακριβώς κάτι συνηθισμένο. Και άντε, ας πούμε ότι δεν είναι και κάτι συγκλονιστικό δα, μα τα πράγματα γίνονται πιό περίπλοκα όταν υπάρχουν μαρτυρίες ότι αυτοί οι δύο άνθρωποι θεάθηκαν επανειλημμένα, μετά το συμβάν, να κάνουν τη βόλτα τους σε ώρες κυκλοφορίας, σα να μην είχε συμβεί τίποτα. Αυτό που λέμε τώρα είναι μιά παλιά ιστορία από το 1936. Έκανε ντόρο και ξεχάστηκε, όπως όλα ξεχνιούνται. Άλλωστε, το ζεύγος έπαψε να εμφανίζεται. Η ηχώ όμως έμεινε στις δυό εμπλεκόμενες οικογένειες. Την πήραν την ηχώ, την τύλιξαν με παλιόπανα να μην ακούγεται και την καταχώνιασαν. Εξαφάνισαν φωτογραφίες τους, προσωπικά αντικείμενα και δε ξαναμίλησαν γι αυτό. Προπαντός, φρόντισαν να μη το μάθουν τα παιδιά.
Έλα όμως που μιά φωτογραφία με το ζεύγος μπροστά στο Λευκοπύργο τους την έσκασε... Κάτι ζαχαρωμένο είχε πέσει κι όταν άφησαν γιά καιρό ένα παλιό τετραδιάκι απάνω της, κόλλησε και μεταφέρθηκε, στα ύπουλα, μαζί του σ΄ένα χαρτονένιο κουτί σ΄ένα πατάρι.
Το 1989, ο Γιώργος είχε περάσει στο πανεπιστήμιο της Αθήνας κι επειδή τα οικονομικά ήταν πιεσμένα έμενε στης θείας του στα Πετράλωνα. Όταν γύρισε στο σπίτι ένα μεσημέρι και τη βρήκε ανεβασμένη στο πατάρι, κατουρημένη και να τρέμει σα το ψάρι, τα χρειάστηκε. Την κατέβασε κάτω με τα χίλια ζόρια κι εκείνη τραύλιζε.
- Τί έπαθες καλέ θεία, τί συνέβη;
- Γιωργάκη, π...παιδί μου, συγκοπή θα πάθω, θα τα τινάξω. Κοίτα εδώ και π...πες μου, ονειρεύομαι; ΠΕΣ ΜΟΥ, ΤΙ ΒΛΕΠΕΙΣ ΕΔΩ!, τσίριξε υστερικά.
- Τί βλέπω, είπε ο Γιώργος κοιτάζοντας τη φωτογραφία που κράταγε σφιχτά στα
τρεμουλιάρικα χέρια της, μιά ξεθωριασμένη φωτογραφία βλέπω έναν άντρα
και μιά γυναίκα...
- Και που είναι, σε παρακαλώ, ξεθωριασμένη η φωτογραφία, έ;
- Στα πρόσωπά τους, στα κεφάλια τους.
- Έλα Χριστέ και Παναγιά κι άγιε μου Δημήτρη, τί ήθελα τώρα και το βρήκα
αυτό;
- Δε καταλαβαίνω...
Και του τό΄σκασε το παραμύθι. Μισά όμως και λογοκριμένα του τά΄πε. Πραγματικά, η φωτογραφία ήταν αρκετά καθαρή, μ΄εκείνο το παλιό χρώμα της σέπιας, και μόνο τα κεφάλια ήταν ξεθωριασμένα και μισοδιακρίνονταν.
- Την Τιτίκα. Θα πάρω την Τιτίκα. Πού στο διάολο έχω το τηλέφωνό της;
Η Τιτίκα ήταν μέντιουμ και γνωστή της οικογένειας από χρόνια. Ο Γιώργος συνόδεψε τη θεία που δεν άντεχε να πάει μοναχή της και του φαίνονταν τραγικά αφελή όλ΄αυτά.
- Τον βλέπω...αααχχ, άρχισε να λέει η Τιτίκα το μέντιουμ, ρουφώντας αέρα μέσα της και, σχεδόν, χωρίς να κουνάει τα χείλια της. Την κρατάει απ΄τον ώμο, τώρα την αφήνει, πλησιάζει...Νεοκλή, βγάλτο αυτό που έχει στην καρδιά σου...
Η θεία είχε σφίξει τα χέρια γύρω στο φαρδύ της μπούστο, το στόμα της έχασκε, ενώ την κόβαν κρύοι ιδρώτες. Ο Γιώργος κρατιόταν να μη γελάσει, ανατρίχιασε όμως όταν μιά βαριά αντρική φωνή βγήκε μες απ΄το στόμα του μέντιουμ.
- Τι σκιάζεστε, ωρέ κουνάβια, γιά να μιλήσω βλάχικα; Θα σας φάω; Ένα πράμα δε γούσταρα στη ζωή μου, το καπάκωμα κι εσείς, με καπακώσατε κι εμένα και τη Φόνη. Μας πούλησαν γιά τα φράγκα κι εσείς μας εξαφανίσατε, τα σκίσατε όλα, τα πετάξατε, σα να μην υπάρχαμε. Σε νταρακούνησε η φωτογραφία, ε θεία; Τα κεφάλια μας που ξεθώριασαν, ε; Εγώ τό΄κανα, απο δω που είμαι, γιατί ήθελα να φτάσω στο Γιώργο. Μ΄ακούς, Γιώργο; Φοράω ένα δαχτυλίδι με μαύρη πέτρα στο δάχτυλο. Θά΄ρθω να σε βρω, να δεις και τη Φόνη μου. Άντε, πολλά είπαμε. Γυρίστε πίσω στη ζωούλα σας...
Το μέντιουμ η Τιτίκα, χύθηκε εξουθενωμένη στην πολυθρόνα της κι ανάσαινε βαριά με σφαλιγμένα τα μάτια.
Η μέρα εκείνη έκανε ένα «κλικ» στο Γιώργο. Πήρε σβάρνα όλους τους εναπομείναντες συγγενείς κι άρχισε να ρωτάει. Έψαξε να βρει τους απογόνους της Φόνης κι έκανε το ίδιο. Τους ανακάτεψε όλους γιά τα καλά, δεν έβγαλε όμως πολλά πράματα. Μασημένα του τα λέγανε, αοριστίες. Γιά αυτοκτονία του μίλησαν, χωρίς ν΄αποκαλύψουν το πως.
Εκείνο το «θά΄ρθω να σε βρω να δεις και τη Φόνη μου», τον τριβέλιζε. Δηλαδή, πώς θα΄ρχόταν; Σα φάντασμα;
Κουβαλάμε ένα διχασμό, στις μέρες μας. Ο αμερικάνικος κινηματογράφος που διαμορφώνει συνειδήσεις σε διαπλανητικό επίπεδο, μας έχει μάθει πως και το πιό απίθανο μπορεί να συμβεί στη καθημερινή ζωή και τό΄χουμε φάει. Το δεχόμαστε όμως με τον καλοσερβιρισμένο τρόπο που προβάλλεται στις ταινίες. Όταν συμβεί κάτι στη πραγματικότητά μας αντιδρούμε, και είναι φυσικό, με ανακλαστικά περίπου σα των πρωτόγονων ανθρώπων. Ακόμα...
Έτζι και ο Γιώργος. Το πράμα του ήρθε από κει που δε το περίμενε. Μες απ΄τον καθρέφτη, εκεί που ξυριζόταν.
Ο Μπόρχες έγραψε γιά μία φυλή που ηττήθηκε και αναγκάστηκε να μετοικήσει μέσα στους καθρέφτες. Μιά ηττημένη περίπτωση ήταν κι ο Νεοκλής. Τον είχαν καπακώσει, όπως είπε και ξαφνικά, ένα χέρι με δαχτυλίδι με μαύρη πέτρα βγήκε μες απ΄τον καθρέφτη και τράβηξε σούμπιτο το Γιώργο, μέσα του!
Νάτο λοιπόν το ζεύγος που προχωράει. Στη παραλία προς τη Γλυφάδα πηγαίνουν και δίπλα τους ο Γιώργος. Τον βλέπουν ότι είναι μαζί; Δε το ξέρει. Ίσως, μόνο ο Νεοκλής που τον έφερε εκεί. Ούτε κι ο ίδιος ο Γιώργος βλέπει το σώμα του, ούτε να μιλήσει μπορεί. Όπως στα όνειρα...
- Να κάτσουμε κάπου, Νεοκλή, με στενεύει το παπούτσι μου, λέει μαλακά η
Φόνη.
- Εδώ παρακάτω είναι ένα ουζάδικο που θα σ΄αρέσει κι εσένα. Να κάτσουμε να
μιλήσουμε, να δούμε τι θα κάνουμε...
- Τί να κάνουμε; Τα ξέρεις πως είναι τα πράγματα.
- Μωρέ, τα ξέρω, αλλά δε τα δέχομαι.
- Και τί μπορείς να κάνεις; Τίποτα. Ούτε κι εγώ μπορώ να τους πάω κόντρα. Το
ξέρεις όμως πόσο σ΄αγαπάω και σε θέλω.
- Το ξέρω, ρε Φόνη κι ξέρω πως δε μπορείς. Θα τους χορέψω στο ταψί εγώ. Θα
δεις. Μόνο να είσαι αποφασισμένη.
- Αποφασισμένη..., λέει η Φόνη που κοντοστέκεται, πηδάει επιτόπου και τραβάει
λίγο το παπούτσι της να κάτσει καλύτερα.
Κάθονται. Μπακαλιαράκι τρώνε στα κάρβουνα, ντοματούλα και ούζο.
Σιωπηλοί, δε λένε τίποτα. Κάτι σκέφτεται ο Νεοκλής. Βγαίνει ένα ειρωνικό «χμ...» απ΄το στόμα του κι αρχίζει να σιγολέει ένα τραγούδι, κοιτάζοντας στα μάτια της Φόνης.
- Πώς σού΄ρθε αυτό; τον ρωτάει χαμογελώντας.
- Α, έτσι, μού΄ρθε στο μυαλό...
- Πάω λίγο να φρεσκαριστώ κι έρχομαι.
- Να πας, κορίτσι μου.
Σηκώνεται η Φόνη και μόλις απομακρύνεται, γυρίζει ο Νεοκλής και μιλάει γιά πρώτη φορά στο Γιώργο.
-Άκου δω, ρε Γιώργο, ο παππούς σου δεν ήτανε κανέν΄αγρίμι. Τα πράγματα μ΄ανάγκασαν να κάνω ότι έκανα. Και δε σ΄έφερα εδώ να σε πληγώσω, να σε κυνηγούν εφιάλτες μιά ζωή. Ήθελα μόνο να βρεθείς από κοντά και να καταλάβεις, να μας βάλεις σε μιά καλή γωνιά μες το κεφάλι σου. Η Φόνη κι εγώ δε θα ενοχλήσουμε πιά κανέναν. Δεν έχει σημασία τι ακριβώς έγινε, πεθάναμε κι αυτό είναι όλο. Τέλειωσε το παραμύθι. Άντε τώρα, γύρνα πίσω, κάνε λεφτά στη ζωή σου να μην έχεις ανάγκη κανέναν, μην αφήσεις όμως να σε χαλάσουν και μη χαλάσεις άλλους γι αυτά. Μ΄ακούς; Έλα τώρα, να σ΄αγκαλιάσω...
Ένα πνιγμένο λυγμό ακούει ο Γιώργος έτσι όπως κρύβει ο Νεοκλής το κεφάλι στο λαιμό του και πίσω, μπροστά στον καθρέφτη που ξυριζόταν ξαναβρίσκεται...
Η Φόνη καταφτάνει, πεταχτούλα.
- Κάτσε και μη με σταματήσεις τώρα, της λέει.
Σηκώνεται όρθιος, χτυπάει δυνατά με το πηρούνι του ένα πιάτο, οι θαμώνες στρέφουν.
- Γιά ακούστε με, ρε παιδιά, μιά στιγμούλα. Αυτή είναι η Φόνη, η γυναίκα π΄αγαπάω κι εγώ είμαι ο Νεοκλής. Φτωχαδάκι είμαι. Νά΄μαστε μαζί θέλαμε και δε μας αφήνουν, γι αυτά τα γαμημένα τα λεφτά. Έχετε ακούσει πολλά τέτοια. Τώρα, το λοιπόν, θα δείτε κάτι και σας ζητάω να το πάτε παραπέρα, μη τυχόν και ξυπνήσουν αυτοί που κοιμούνται. Αυτό. Ζητάω συγνώμη κι απο σας, κι απ΄το μαγαζί.
Το χέρι του κινήθηκε γρήγορα προς την τσέπη και...εδώ, ας σταθούμε.
Ο Μάης ήταν προς το τέλος του κι εκείνη τη μέρα δόθηκε το σήμα στις πικραλίδες ν΄αμολήσουν τους σπόρους τους. Σα πυκνή βροχή κινιούνταν οι σπόροι και παρασέρνονταν από δω κι από κει. Μιλάω γι αυτή τη σοφή κατασκευή, τους «κλέφτες» όπως τους λέγαμε κάποτε, που έχουν μιά «καρδιά» στο κέντρο και γύρω.γύρω λευκά τριχίδια που βοηθάνε στην πλοήγηση. Βροχή από τέτοιους σπόρους λοιπόν στροβιλίζονταν γύρω απ΄το Νεοκλή και τη Φόνη που τον κοίταγε παραξενεμένη. Θυμίζω πως βρισκόμαστε ακριβώς πριν την επανάληψη του συμβάντος και μόνο ο Νεοκλής ξέρει τι θα συμβεί την επόμενη στιγμή.
Το Γιώργο τον διώξαμε πίσω, να μη σταμπαριστεί το παιδί πάνω στα νιάτα του. Εσείς όμως είσαστε μεγάλοι, πιό ώριμοι, έχετε δει αμέτρητες ταινίες κι έτσι, οι επόμενες γραμμές δε θα σας τρομάξουν...
Το χέρι του Νεοκλή σφίχτηκε κι αμέσως μετά, τέντωσε τα δάχτυλά του, σα νά΄χε περάσει μέσα τους ηλεκτρικό ρεύμα. Με μιά μελετημένη, ημικυκλική κίνηση (είχε άραγε κάνει πρόβα;) τό΄χωσε στη τσέπη του και ένα πιστόλι βρέθηκε μπροστά στο μέτωπο της Φόνης που γούρλωσε τα μάτια της...
ΕΚΕΙΝΗ
Στην αρχή δε κατάλαβε. Ένα βούισμα μέσα της, αέρας βουλώνει τ΄αυτιά της. Τί είν΄αυτό τώρα; Πάει, τελείωσαν όλα; Κύματα αφηνιασμένα ο τρόμος. Ξεκινούν από βαθιά μέσα και μεγαλώνουν, αφρίζουν, θεριεύουν, τη σκεπάζουν. Ασφυκτιά. Μετά, μιά δυνατή ζάλη, άστρα φλεγόμενα μπρος στα μάτια της. Η ζάλη φεύγει και την αντικαθιστά μιά εσωτερική ηρεμία καθώς βλέπει το βάθος του πηγαδιού που απλώνεται μπροστά της. Σκοτάδι πέφτει στα μάτια. Ο γύρω κόσμος, όλ΄αυτά που θα χαθούν γιά πάντα, σβήνουν γιά δέκατα του δευτερολέπτου. Βλέπει τον εαυτό της μωρό στην κούνια και διατρέχει τη ζωή της με απανωτές, αστραπιαίες εικόνες. Όλα είναι τόσο μικρά και τόσο ασήμαντα. Οι πέτρινοι όγκοι των βουνών δε δίνουν δυάρα γιά τα βάσανά μας. Το φως θα γίνει μιά θαμπή ανάμνηση. Τελειώνουν τ΄αστεία. Σ΄ευχαριστώ ζωή... Νάτος! Ο Θάνατος. Να, η σκοτεινή, λιγνή μορφή που το δρεπάνι στριφογυρίζει πάνω απ΄το κεφάλι της. Να, ο μαύρος μανδύας που την τυλίγει. Εδώ τελειώνει ο δρόμος, εδώ χωρίζονται τα φύλλα απ΄τα δέντρα, οι στέγες απ’ τους τοίχους.
Ο Νεοκλής της πιάνει τον καρπό και της χαμογελάει τρυφερά. «Πάντα μαζί, Φόνη», της ψιθυρίζει κι εκείνη, προλαβαίνει να τον ακουμπήσει.
Βλέπει το στριφογυριστό βλήμα που έρχεται και βιδώνεται στο μέτωπό της.
Νεοκλή μου...
Όπως οι σπόροι απ΄τις πικραλίδες, όπως ένα γινωμένο ρόδι που συντρίβεται, έτσι και το κεφάλι της. Άλλα απο δω κι άλλα απο κει, κόκκινο τον βάφουν.
Όλοι γύρω παγωμένοι, κανείς δε πρόλαβε και το πιστόλι το γυρίζει πάνω απ΄τ΄αυτί του...
ΕΚΕΙΝΟΣ
Τα συστήματα επιτάχυνσης λειτουργιών κινούνται σε ορικά επίπεδα. Οι φορτιστές βουίζουν, οι βαθμοί φτάνουν στην υπερθέρμανση, στέλνουν το αίμα στα μάτια του και τα κοκκινίζουν. Σπίθες, ίνες που αστραποβολούν, λάμπουν, λάμπουν, λάμπουν, «μη τολμήσει κανείς να με σταματήσει!». Φόρτωση, αποφόρτωση. Φωσφορικά υγρά συνωθούνται σε διάφανα αγγεία, κωδικοποίηση, αποκωδικοποίηση, τελικές επιλογές, η εντολή μεταβιβάζεται φρενιασμένη, φτάνει στο δάχτυλο, «χαϊβάνια, σας τη φέραμε. Έρχομαι, Φόνηηη», φωνάζει και πιέζει τη σκαντάλη...
Δυό τα ρόδια που έσκασαν, με τις υγείες μας...
Δόξα στις αρχές, στις πεποιθήσεις, στην κόλαση που χτίσαν μεθοδικά οι άνθρωποι μέσα στους κήπους της Εδέμ...
1 σχόλιο:
Το "έκλεψα" ήδη, Κωστή. Θα το ανεβάσω στο eglima.wordpress.com στις 4 Ιουλίου! Ευχαριστώ!!!
Δημοσίευση σχολίου