Ο άνθρωπος αυτός είναι « ελεύθερος υπηρεσίας», παναπεί πέθανε στις 26 Μαϊου του 1972. Το μόνο του που έχει απομείνει είναι η βελούδινη, τρεμουλιαστή φωνή του που περνούσε με άνεση από το μαλακό και τρυφερό, σε βαρείς ανδρικούς τόνους. Ότι ήθελε έκανε με τη φωνή του ο Νούρος.
Υπάρχει μιά σειρά από μανέδες που έχουν κάτι πολύ ιδιαίτερο. Πρώτα-πρώτα, είναι επιλεγμένοι συνειδητά. Αυτό δε μου το βγάζει κανείς απ΄το μυαλό. Ο Νούρος διάλεγε τους μανέδες του ο ίδιος. Και διάλεγε αυτούς που τα δίστιχά τους ταίριαζαν με τη ψυχή του, ή τα παράλασσε, ή έφτιαχνε καινούρια δικά του.
Πολλοί έχουνε πει μανέδες. Φωνές υπέροχες, ακονισμένες στην παράδοση, εξασκημένες, υπηρέτησαν αυτό το είδος. Ο Νούρος όμως δε μοιάζει με κανένα τους. Αυτός έκανε το δικό του.
Μέσα στην αίθουσα της φωνοληψίας ήταν με τους δυό μουσικούς του και μυσταγωγούσε. Η έτοιμη τεχνική της φωνής του μπορεί να με ξεγελάει, αλλά μου δίνει πολύ έντονα την εντύπωση ότι έμπαινε σε μιά διάφανη φούσκα κι έθιγε με λακωνικά δίστιχα τα δικά του βάσανα, το δικό του το σεβντά.
Οι χαιρετισμοί στη διάρκεια των τραγουδιών ήταν συνηθισμένο φαινόμενο ανάμεσα στους Μικρασιάτες. Ο Ογδοντάκης, άνθρωπος μερακλής και ανοιχτόκαρδος, τον χαιρετούσε με κέφι, καθώς οργίαζε με το βιολί του. Με προσεκτικό άκουσμα των μανέδων, ξεχωρίζει κανείς εκείνες τις φορές που τον χαιρετούσε με βαθύ θαυμασμό, όπως και κάποιος άλλος που του λέει με σιγαλή φωνή σεβασμού, «γειά σου Νούρο».
Μ΄όλ΄αυτά θέλω, ακόμα μιά φορά, να πω ότι πολλοί απ΄τους Μικρασιάτες χρησιμοποίησαν τη δισκογραφία γιά να περάσουν μηνύματα στους δικούς τους. Άμεσα ή έμμεσα. Έκφρασαν το παράπονό τους, ειρωνεύτηκαν τη μοίρα τους, έριξαν αδιόρατες μπηχτές στους Παλιοελλαδίτες. Ο Νούρος φαίνεται να ήταν μιά μοναχική περίπτωση. Ένας μοναχικός, πετυχημένος, αλλά και βασανισμένος τραγουδιστής.
Του έχω δώσει ένα κήπο στην πόλη που τον γέννησε κι εκεί κάθεται τα βράδυα και λέει τα τραγούδια του, μαζί με το Γιαννάκι, τον Ογδοντάκη. Πίνουν τα ούζα τους, μασουλάν παστουρμάδες και κάποιοι, σα κι εμένα, που έχουν αυτά τα τραγούδια, τα χρησιμοποιούν σα δεκανίκια γιά να μαλακώνουν τις ψυχές τους και να κατεβαίνουν τις σκοτεινές σκάλες του ύπνου...
Υπάρχει μιά σειρά από μανέδες που έχουν κάτι πολύ ιδιαίτερο. Πρώτα-πρώτα, είναι επιλεγμένοι συνειδητά. Αυτό δε μου το βγάζει κανείς απ΄το μυαλό. Ο Νούρος διάλεγε τους μανέδες του ο ίδιος. Και διάλεγε αυτούς που τα δίστιχά τους ταίριαζαν με τη ψυχή του, ή τα παράλασσε, ή έφτιαχνε καινούρια δικά του.
Πολλοί έχουνε πει μανέδες. Φωνές υπέροχες, ακονισμένες στην παράδοση, εξασκημένες, υπηρέτησαν αυτό το είδος. Ο Νούρος όμως δε μοιάζει με κανένα τους. Αυτός έκανε το δικό του.
Μέσα στην αίθουσα της φωνοληψίας ήταν με τους δυό μουσικούς του και μυσταγωγούσε. Η έτοιμη τεχνική της φωνής του μπορεί να με ξεγελάει, αλλά μου δίνει πολύ έντονα την εντύπωση ότι έμπαινε σε μιά διάφανη φούσκα κι έθιγε με λακωνικά δίστιχα τα δικά του βάσανα, το δικό του το σεβντά.
Οι χαιρετισμοί στη διάρκεια των τραγουδιών ήταν συνηθισμένο φαινόμενο ανάμεσα στους Μικρασιάτες. Ο Ογδοντάκης, άνθρωπος μερακλής και ανοιχτόκαρδος, τον χαιρετούσε με κέφι, καθώς οργίαζε με το βιολί του. Με προσεκτικό άκουσμα των μανέδων, ξεχωρίζει κανείς εκείνες τις φορές που τον χαιρετούσε με βαθύ θαυμασμό, όπως και κάποιος άλλος που του λέει με σιγαλή φωνή σεβασμού, «γειά σου Νούρο».
Μ΄όλ΄αυτά θέλω, ακόμα μιά φορά, να πω ότι πολλοί απ΄τους Μικρασιάτες χρησιμοποίησαν τη δισκογραφία γιά να περάσουν μηνύματα στους δικούς τους. Άμεσα ή έμμεσα. Έκφρασαν το παράπονό τους, ειρωνεύτηκαν τη μοίρα τους, έριξαν αδιόρατες μπηχτές στους Παλιοελλαδίτες. Ο Νούρος φαίνεται να ήταν μιά μοναχική περίπτωση. Ένας μοναχικός, πετυχημένος, αλλά και βασανισμένος τραγουδιστής.
Του έχω δώσει ένα κήπο στην πόλη που τον γέννησε κι εκεί κάθεται τα βράδυα και λέει τα τραγούδια του, μαζί με το Γιαννάκι, τον Ογδοντάκη. Πίνουν τα ούζα τους, μασουλάν παστουρμάδες και κάποιοι, σα κι εμένα, που έχουν αυτά τα τραγούδια, τα χρησιμοποιούν σα δεκανίκια γιά να μαλακώνουν τις ψυχές τους και να κατεβαίνουν τις σκοτεινές σκάλες του ύπνου...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου