Η σκηνή εκτυλίσσεται σ΄ένα πολύ όμορφο σουηδικό νησί που έχει, περιέργως, κάποια μεσογειακή ατμόσφαιρα. Πολύ ήλιο, δυνατούς ανέμους, βλάστηση που θυμίζει την ελληνική. Η ώρα είναι 21:οο, το καλοκαιρινό φως είναι ακόμα απόλυτα ζωντανό. Το ίσως πιό ενδιαφέρον και πιό εμπνευσμένο καφεστιατόριο όλης της Σουηδίας, διαμορφωμένο μέσα σ΄ένα παλιό γαλατάδικο, ιδιοκτησία ενός πολύ έξυπνου ανθρώπου, πολυταξιδεμένου και φίλου της Ελλάδας, προσφέρει κάθε καλοκαίρι, γιά δυό μέρες, ...ρεμπέτικη μουσική. Μπουζούκι παίζει ένας Σουηδός ο Robert, που είναι πιά εγκατεστημένος στην Περαία της Θεσσαλονίκης, η Μαρία Stellas, Ελληνίδα που έχει μεγαλώσει στη Σουηδία και τραγουδάει πολύ όμορφα, και o Δημήτρης Σφίγγος, ικανότατος κιθαρίστας που ήρθε από τη Θεσσαλονίκη γιά ταξιδάκι και να παίξει αυτές τις δυό μέρες. Παίζουν έξω από το μαγαζί, μέσα στο πράσινο. Το κοινό σουηδικό, όλων των ηλικιών, παιδιά κλπ. Καμιά σχέση βέβαια δεν έχουν με το ρεμπέτικο. Είναι άνθρωποι που έχουν έρθει στην Ελλάδα, έχουν κάποτε εντυπωσιαστεί από τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, που έδρεπε δάφνες με τα αντιστασιακά του τραγούδια στη Σουηδία. Άνθρωποι που αγνοούν την ύπαρξη του Μάνου Χατζηδάκη, αλλά έχουν ακούσει άφθονες αηδίες όταν τα τουριστικά γραφεία τους πηγαίνουν γιά να απολαύσουν «ελληνικές βραδιές». Άνθρωποι μιάς μετα-μοντέρνας κοινωνίας, απόλυτα πεισμένοι, ήρεμοι στην επιφάνειά τους, ερωτευμένοι με την τεχνολογία, λίγο πειραγμένοι που η χώρα τους δεν έχει πιά την ίδια λάμψη και τις ίδιες προσφορές μ΄αυτές που είχε ως τη δεκαετία του ΄70. Γυναίκες που θεωρούν τον εαυτό τους απόλυτα «απελευθερωμένο», αλλά δε ξέρουν τι να κάνουν με το σώμα τους και ζουν σε μιά στεγανή συντήρηση, άντρες που κρατάν με τα δόντια κάποια στοιχεία του φύλου τους, γιά να μη γίνουν τελείως διαφανείς και αόρατοι. Άνθρωποι που βλέπουν με συμπάθεια τις παραδόσεις άλλων λαών και νιώθουν μιά ιδιαίτερη γοητεία γιά τις ελληνικές θάλασσες, το ελληνικό φαγητό και την ελληνική μουσική, αυτή που γνωρίζουν.
Ο μπουζουξής ξέρει καλά το ρεμπέτικο. Τό΄χει ψάξει βαθιά και παίζει τραγούδια που σπανιότατα, ή ποτέ, ακούγονται στην Ελλάδα. Παίζει Τούντα, Σκαρβέλη, Καλφόπουλο, Τζουανάκο, τρυφερά τραγούδια του Τσιτσάνη κλπ. Η τραγουδίστρια, γιά να χτίσει γέφυρες επικοινωνίας, μεταφράζει τους στίχους των περισσότερων τραγουδιών και προσθέτει φιλότιμα μερικά συμπαθητικά σχόλια, προσπαθώντας να βοηθήσει το κοινό να καταλάβει λίγο περισσότερο. Την ακούω τι λέει και κοιτάζω προσεκτικά τις αντιδράσεις στα πρόσωπα.
Βλέπω πρόσωπα να χαμογελάνε συγκαταβατικά όταν ακούνε τη μετάφραση των στίχων «τώρα με το ΕΝΑΡΕ θα σου πάρω καναπέ, χάρη θέλω από σένα, αμάν, αμάν, αχ, πες κουκλάκι μου το ναι». Το βρίσκουν αστείο, ερωτιάρικη φράση παλιών καιρών. Ξεχνάνε, δε σκέφτονται ότι η μυθολογία του καναπέ (του καναπέ της τηλεόρασης, όπως τον λένε), αποτελεί το μεγαλύτερο κομμάτι των βιομηχανιών επίπλων. Ξεχνάνε (βλ. αποφεύγουν να σκεφτούνε) ότι χωρίς την ύπαρξη καναπέ νιώθουν το σπίτι τους άδειο. Το «πες, κουκλάκι μου, το ναι» δε τους λέει απολύτως τίποτα, γιατί ο τρόπος που πλησιάζονται είναι πιά σε «τελείως» διαφορετικές βάσεις (έχουν ανάγκη να το πιστεύουν)...
Βλέπω πρόσωπα να χαμογελάνε συγκαταβατικά όταν ακούνε τη μετάφραση των στίχων «στην Αγορά ποτέ μονάχη μη γυρίσεις, στους χασαπάδες και ψαράδες μη μιλήσεις......δε θέλω άλλος από με να σου μιλήσει και το χειλάκι σου, μικρή μου, να φιλήσει». Το βρίσκουν αστείο, εκδήλωση ζήλειας του παρελθόντος, αντρική καταπίεση και στέρηση ελευθερίας. Ξεχνάνε (βλ. δε θέλουν να το σκέφτονται) ότι η ζήλεια, η έλλειψη συναισθηματικής σιγουριάς και η νεκρή ουσιαστικά, συναισθηματική ζωή είναι καθημερινή πραγματικότητα που όμως, ελάχιστα θίγεται. Μοναχά οι εφημερίδες δημοσιεύουν κάθε τόσο «μεθόδους» δημιουργίας ερωτικής ατμόσφαιρας γιά να πλησιαστούν μεταξύ τους οι «τρύπιοι άνθρωποι». Αλλιώς, γιά τους άντρες (επί του παρόντος ωσότου ν΄αρχίσουν και οι γυναίκες την «εισαγωγή» εξωτικών εραστών), υπάρχει η λύση της Ταϊλάνδης. Κάνουν ένα ταξιδάκι (ή μέσα από το Διαδίκτυο) και, στην ουρά περιμένουν οι γυναίκες γιά ένα «γάμο» και ερχομό στη Σουηδία...
Χαμογελάνε συγκαταβατικά όταν ακούνε τη μετάφραση των στίχων «τα λεφτά σου δε τα θέλω ΄γω, πάψε να μ΄αγαπάς......εγώ θέλω ψαραδάκι μες την Αγορά, νά΄χει ζυγαριά, τεζιάκι, ψάρια να πουλά». Μπερδεύονται λιγάκι όταν η τραγουδίστρια, πέφτοντας στη γνωστή παγίδα, τους εξηγεί ότι οι ρεμπέτισσες δε νοιάζονταν γιά τα χρήματα (...), αλλά αντιδρούν θετικά στη μελωδία αυτού του απλού και υπέροχου τραγουδιού.
Αργότερα, τους λέει ότι όλ΄αυτά τα τραγούδια χορεύονται. Ζητάει απ΄τον μπουζουξή να παίξει ένα σκοπό σε αργό τέμπο γιά να τους μάθει τα βήματα του χασαποσέρβικου. Σηκώνονται μόνο γυναίκες κι ένα ολόγραμμα ενός άντρα που τον πηγαίνουν πέρα δώθε σα νά΄ταν φούντα.
Λίγο αργότερα άρχισε να βρέχει. Όσοι/ες ήθελαν ν΄ακούσουν κι άλλο, μπήκαν μέσα κι εκεί, συνεχίσαμε με πιό βαριά τραγούδια. Η βραδιά τελείωσε κάπου προς το ξημέρωμα. Η τελευταία γυναίκα που έφυγε, ήρθε και σφήνωσε ένα λευκό τριαντάφυλλο στο μπράτσο του μπουζουκιού και ψιθύρισε «ευχαριστώ»...