... Περνώντας, εν μέρει, στην απέναντι όχθη του ποταμού και θέλοντας να μαλακώσω τις λέξεις "γκρίνια" και "κλάψα" που χρησιμοποίησα στην αμέσως προηγούμενη ανάρτηση, θά΄θελα να πω τα παρακάτω:
Τα ρεμπέτικα είναι τραγούδια που, πρωτίστως, αναφέρονται στην αντρική μοναξιά και στο άλυτο "πρόβλημα" της έλξης στο γυναικείο φύλο.
Οι άντρες είναι το μοναδικό ον του πλανήτη που, έστω και στιγμιαία, αναρωτιέται γιατί έλκεται από το θηλυκό...
Τα ρεμπέτικα, εκτός από κάποιες περιπτώσεις κύρια από τον Β. Τσιτσάνη που δείχνει συχνά ν΄"αδιαφορεί", θα μπορούσαν να υπαχθούνε κάτω από μιά πινακίδα που θα έγραφε:
"κάν΄ένα ψυχικό, λίγο να μ΄αγαπήσεις"
Όλο το «ρεμπέτικο», με τις παλινδρομήσεις του, με τη στάση του απέναντι στις γυναίκες, την «αθέλητη» εξάρτηση απ’ αυτές, την καχυποψία, το «μαζοχισμό» και τους ψυχολογικούς καταναγκασμούς που χρησιμοποίησε εναντίον τους, κλείνονται, κατά τη γνώμη μου, μέσα σ’ ένα τραγούδι. Είναι η « Αμαρτωλή » του Σταύρου Καλούμενου με στίχους του ίδιου (;), «χτυπημένο» το Νοέμβρη του 1931 στη Νέα Υόρκη, με την ορχήστρα Σακελλαρίου. Ένα μακάμ ουζέλ – ήχος πλάγιος του δεύτερου – σε ρυθμό καλαματιανό, μέτρο 7 χρόνων.
« Αμαρτωλή »
Δεν θέλω στον Παράδεισο να πάω σαν πεθάνω,
το ξεύρω ότι δε θα σε βρω και τότε, τί θα κάνω;
Θέλω να πάω στην Κόλαση, τη χάρη αυτή γυρεύω,
γιατί εκεί θε να σε βρω, αμαρτωλή, το ξεύρω!
γιάλα!
Γιατί ποτέ στη ζήση σου, ποτέ δε μ’ ελυπήθης,
να κάνεις ένα ψυχικό, λίγο να μ’ αγαπήσεις
γιάάάλα, όπα!
Αμαρτωλή, μες τις φωτιές θα ψήνεσαι, θα λειώνεις,
δεν οφελεί, κακούργα μου, αν τώρα μετανιώνεις
Μαζί κι εγώ με σένανε στην Κόλαση αν λειώνω,
με τους διαβόλους συντροφιά, ΄σένα να βλέπω μόνο
Και πεθαμένους συντροφιά, διαβόλους θά’χω έτσι,
και στη ζωή με διάβολο, ο δόλιος, είχα μπλέξει
γιάλααα, όπλα!
γειά σου, Σταύρο!
Φαίνεται καθαρά η μεγάλη ειλικρίνεια των στιχουργών και η αμήχανη στάση απέναντι στο φαινόμενο της αγάπης.Ας μη ξεχνάμε ότι τα συντριπτικά περισσότερα τραγούδια γράφτηκαν από νέους ανθρώπους, τουλάχιστο με τα σημερινά δεδομένα. Και μάλιστα, ανθρώπους που βρίσκονταν, καθαρά πρακτικά, σε απόλυτα "πλεονεκτική" θέση, με την έννοια της υπερπληθώρας γυναικών (βλ. ανάρτηση "Οι χήρες έρχονται στην Ελλάδα - 2 Απριλίου 2008). Κι όμως, αγάπησαν βαθιά, ικέτευσαν, πόνεσαν, συντρίφτηκαν...
Η πιό γλυκιά, η πιό ειλικρινής και τρυφερή λέξη που χρησιμοποίησαν γιά τη γυναίκα ήταν το ουσ. "μπαμπέσσα". Είναι η λέξη που δηλώνει απορία γιά τη διαφορετική συμπεριφορά, αυτή που δε μοιάζει με τη δική τους, είναι λέξη παρακαλεστική, ικετευτική γιά ένταξη στις "γνωστές", τις "παραδεδεγμένες" συμπεριφορές. Και το πιό αντιπροσωπευτικό τραγούδι που τα δείχνει καθαρά όλ΄αυτά είναι ένα από τα αριστουργήματα του πρώιμου Μανώλη Χιώτη, το "Βουνό με βουνό δε σμίγει".
ΒΟΥΝΟ ΜΕ ΒΟΥΝΟ ΔΕ ΣΜΙΓΕΙ (1949)
Λεμονόπουλος, Μπέμπης, Χιώτης
τραγούδι : Στελλάκης Περπινιάδης
Ένα μήνα σ΄έχω χάσει, ρε μπαμπέσσα,
κι όποιο κέντρο και να βρω μπουκάρω μέσα,
θα σε βρω, πού μου πας, κι αν έχεις φύγει,
το βουνό με το βουνό μόνο δε σμίγει.
Τι σου φταίω κάθε βράδυ κι είμαι σούρα
και οι φίλοι να μου κάνουνε καζούρα,
να μου λενε, θα τη βρεις κι αν έχει φύγει,
το βουνό με το βουνό μόνο δε σμίγει
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου