Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2010





Ουφ, αφόρητη πλήξη...





Απόσπασμα από το



Ύστερα απ αύτη τη σύντομη ανασκόπηση, θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τα ρεμπέτικα σαν συνέχεια των δημοτικών, αφού και 'κείνα κι αυτά από το λαό βγήκαν και τη λαϊκή ψυχή εκφράζουν. (Το ότι γνωρίζουμε τούς σύνθετες των ρεμπέτικων, δεν έχει καμία σημασία: είναι τόσο πολύ λαϊκοί άνθρωποι και το τραγούδι τους εκφράζει τόσο πολύ το λαϊκό αίσθημα, πού το όνομα τους παύει να αντιπροσωπεύει ατομικές καταστάσεις.) Αξίζει, λοιπόν, να εξετάσουμε, έστω και σύντομα, τις ομοιότητες και τις διαφορές τους. Εκείνο πού κάνει μεγάλη εντύπωση, ευθύς εξ αρχής, είναι o ελληνικός χαρακτήρας τού ρεμπέτικου τραγουδιού, πού τα φέρνει πιο κοντά στα δημοτικά και το απομακρύνει από τα ανατολίτικα. Τα ανατολίτικα είναι αισθησιακά μες στα γυρίσματα τους μας ξυπνούν βίαια πάθη και ορμές με τον αισθησιασμό τους, τα πιο βαθιά μας ένστικτα ζητούν να ξεσπάσουν ξεφρενιασμένα, ο ρυθμός τους φέρνει στη λαγνεία. Αντίθετα, τα ρεμπέτικα είναι αισθηματικά. Όταν τα ακούμε, μια μελαγχολική διάθεση μας κυριεύει, σχεδόν μας έρχεται να κλάψουμε - γιατί είναι ζυμωμένα με το βαθύτερο καημό πού μας τυραννάει, με το μεράκι πού μας τρώει, απλώνουν στα μάτια μας τα πιο ρημαγμένα τοπία της ψυχής μας. Επιτελούν, με τον τρόπο τους, μια κάθαρση, μάς λυτρώνουν ψυχικά, καθώς δίνουν διέξοδο στα πιο κρυφά μας παράπονα. Το ίδιο και τα δημοτικά, αν εξαιρέσουμε τα ακριτικά και τα κλέφτικα, είναι παραπονιάρικα και λυπητερά, γιατί εμείς οι Έλληνες είμαστε συναισθηματικός λαός, με μια αγιάτρευτη καρδιά και μ' ένα χρόνιο μεράκι, πού σπάνια γίνεται κέφι. Δε μοιάζει όμως μόνο η ατμόσφαιρα άλλα και η μυθολογία τους. Το παλικάρι πού σε λίγο θα πεθάνει, η μάνα πού παρακαλάει το Χάρο. Ο Χάρος πού δεν ακούει παρακάλια και, γενικά, ο Θάνατος είναι θέματα κοινά κ εδώ κι εκεί. Θα 'λεγε κανείς πώς τα τραγούδια μας είναι σχεδόν μοιρολόγια, μέσα από τα οποία ξεπηδάει πιο παθιασμένη η λαχτάρα της ζωής. Καμιά μεταφυσική προέκταση, καμιά χριστιανική πίστη, καμιά ελπίδα, ένας ζωικός και σχεδόν μοιρολατρικός παγανισμός κυριαρχεί στα τραγούδια μας, από τον Όμηρο έως τον Τσιτσάνη: ακόμα και η επίκληση «Θεέ μου» είναι μονάχα αναστεναγμός, χωρίς θρησκευτικό νόημα.



_____


Ο Μάνος Χατζηδάκης 
και
η "μιζέρια" του Ρεμπέτικου


Το Μάνο Χατζηδάκη τον κούραζε η ανοησία και η στατικότητα. Κάποια στιγμή κρίνοντας, νομίζω, την εξιστόρηση της ζωής του Μάρκου είπε, "τι μιζέρια...". Είχε και δίκιο και άδικο. Η εξιστόρηση της ζωής του Μάρκου είναι ένα πολύτιμο ντοκουμέντο μιάς εποχής, και κουβαλάει και μιά βαριά μελαγχολία. Τη μελαγχολία αυτή δε την αντέχουν οι περισσότεροι άνθρωποι, ούτε και την καταλαβαίνουν. Ούτε κι ο Μάνος Χατζηδάκης που έπλεε σ΄άλλες θάλασσες μπορούσε να τη καταλάβει και να τη σηκώσει. Άλλο θέμα αν το μεγαλύτερο μέρος του μεγάλου και πολυσχιδούς έργου του διακρίνεται από μιά βαθιά μελαγχολία. Οι "αστοί" τη λένε μελαγχολία, οι αριστεροί τη λένε, γενικά κι αόριστα, καημό και οι τότε, της εποχής του Ρεμπέτικου, τη λέγαν μεράκι, ντέρτι, πόνο, σεβντά κλπ.


Ακούστε το παρακάτω τραγούδι του Nelson Cavaquinho (1911-1986), ένα είδος Βραζιλιάνου Μάρκου. Το τραγούδι λέγεται Visita triste (Θλιμένη επίσκεψη) .

O  Nelson Cavaquinho (δεξιά) τραγουδάει με τη τριμένη φωνή του, δίπλα σ΄έναν άνθρωπο που υπήρξε κοντινός του φίλος, τον Guillermo de Brito, έναν άνθρωπο από "αλλού", με λίγο κανταδόρικη φωνή και απαλά δάχτυλα, σα φυλαγμένα σε δαντέλες, που ακουμπάν μαλακά τα τάστα της κιθάρας.

Ο Nelson, σοβαρός και σκοτεινός, όπως ήταν κι ο Μάρκος. Είχε φάει τη ζωή με το κουτάλι και όλ΄αυτά ήταν, με κάποιο τρόπο, εκ του περισσού. Τα λεφτά απ΄τις συναυλίες τα μοίραζε στα φτωχόπαιδα και στις γυναίκες του δρόμου. 

Θλιμένη επίσκεψη


Νάτη πάλι η λαχτάρα
γι αυτή μου την επίσκεψη,
αυτή τη θλιμένη επίσκεψη
που μου φέρνει δάκρυα.


Καληνύχτα σε όλους,
εγώ θα τραβηχτώ.


Οι φίλοι μου δε σέβονται τη λύπη μου.
Δάκρυα τρέχουν απ΄τα μάτια μου.
Το χαμόγελο έρχεται και μου λείπεις
μα, δεν είμαι δα κι ο πρώτος που υποφέρει για κάποια.


Καληνύχτα σε όλους,
εγώ θα τραβηχτώ

το Visita triste μπορείτε να τ΄ακούσετε στο 6:02





Αυτό που είναι σημαντικό είναι πως αυτοί οι άνθρωποι όπως ο Nelson, ο Μάρκος, ο Δελιάς και πολλοί άλλοι, μιλούσαν για πράγματα μελαγχολικά, δύσκολα και μαύρα αλλά, τα επένδυαν με μελωδίες που σου ανοίγουν τη καρδιά. Ένας απ΄τυς πολλούς λόγους ειναι και το ότι συμμετείχαν καθημερινά σ΄ένα ανοιχτόκαρδο παρεϊστικο γίγνεσθαι που ήταν δέκα φορές πιό ζωοφόρο από τα μοναχικά δωμάτια των "άλλων".

Αν θέλετε να πάρετε μιά εναπομείνασα γεύση του τι εννοώ, κάντε μιά βόλτα στα χασαπάδικα, ψαράδικα και μαναβάδικα της οδού Αθηνάς, κατεβείτε στο "Δίπορτο" ή, στην Αγορά της Θεσσαλονίκης και στις αντίστοιχες λαϊκές αγορές των άλλων πόλεων.

Ένα παράδειγμα από τη Βραζιλία όπου παλιοί και μερακλήδες παίκτες οργάνων, απόλυτα σοβαροί, παίζουν εξαιρετικές μελωδίες.


Ένα μάθημα χρήσιμο για τις μέρες μας. Το μάθημα του παραμερισμού και της παρηγοριάς των δυσκολιών, μέσα από τραγούδια που μιλάνε για τις δυσκολίες αλλά ταυτόχρονα τις εκτονώνουν με τον τρόπο που είναι χτισμένες οι μελωδίες τους.



Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010





Ο Μερακλής
σκέψεις πάνω σ΄ένα στίχο

"ο μερακλής ο άνθρωπος πονεί μα δε το λέει"


Ένας εύκολος και αβίαστος ορισμός για τον μερακλή θα μπορούσε να ήταν, ο άνθρωπος που καταθέτει τη ψυχή του σ΄οτιδήποτε κάνει. Λέει όμως ελάχιστα.

Πιστεύω πως ότι κάνουμε, το κάνουμε πρώτιστα για τον εαυτό μας. Ακόμα κι όταν αγαπάμε. Παράξενο ακούγεται ίσως. Όταν αγαπάμε ανθίζουμε, θέλουμε να δώσουμε για να ολοκληρωθούμε, να γίνουμε ένα. Σα τις ανδρόγυνες φούσκες που περίγραφε ο Πλάτων. 

Το πρόβλημα αρχίζει όταν δίνουμε με μεράκι και δε παίρνουμε, είτε γιατί το άλλο άτομο δε θέλει να δώσει, είτε γιατί δε ξέρει να δώσει.

Αν δε θέλει, ας τ΄αφήσουμε. Είναι άλλη κουβέντα. Αν θέλει, αλλά δε ξέρει; Γιατί για να δώσει κανείς πρέπει, όχι μόνο να έχει, αλλά και και να ξέρει πως. Και για να ξέρει πως, πρέπει να γνωρίζει πως μπαίνουμε στη θέση του άλλου, κι αυτό απαιτεί φαντασία.

Τί κάνει λοιπόν κανείς όταν δίνει και δε παίρνει; Εντάξει, ικανοποιεί τη δική του ψυχή, όπως είπαμε. Φτάνει όμως αυτό; Εμ, δε φτάνει. Η υπομονή, δηλαδή η ελπίδα ότι θ΄αλλάξει η κατάσταση, κάποτε τελειώνει.

Το μεράκι, όχι με την έννοια της στενοχώριας, γιατί σημαίνει κι αυτό στο Ρεμπέτικο, είναι σα μιά γλάστρα καταδική, μ΄ένα φυτό που ανθίζει. Τα φυτά ανθίζουν για το δικούς τους λόγους. Εμείς τα βλέπουμε και χαιρόμαστε.

Γιατί άραγε δε το λέει ότι πονεί ο μερακλής ο άνθρωπος, όπως λέει ο στίχος;
Αυτός ο στίχος είναι παλιός και υποδηλώνει πόνο. Κρύβει το "και ποιός θα σε καταλάβει; Ποιός θα σε πονέσει;". Είναι λιγάκι παράξενο γιατί, υποτίθεται, οι άνθρωποι είχαν πιό ζεστές καρδιές τότε. Κι όμως...

Σ΄ένα άλλο τραγούδι το θέμα αναπτύσσεται κάπως πιό διεξοδικά
Στο "Σε ποιόν το ντέρτι μου να πω" (1940) του ξεχασμένου συνθέτη Δ. Κάνουλα και στίχους του Στράτου Παγιουμτζή που το τραγουδάει συγκλονιστικά.


Οι λέξεις πόνος, ντέρτι και μεράκι σ΄αυτό το τραγούδι είναι συνώνυμες.

Μοιάζει πολύ σύγχρονο το περιεχόμενο των στίχων; Γιατί, ότι και να λέμε, ότι και να δώσεις, ελάχιστοι είναι αυτοί που θα το εκτιμήσουν, θα το θυμούνται, θα καταλάβουν και, στη πιό σπάνια περίπτωση, θ΄ανταποδώσουν. Δε μιλάμε βέβαια γι "ανταλλαγές υπηρεσιών". Σ΄αυτό είμαστε άσσοι...

Επειδή έτζι είναι τα πράγματα, το παρακάτω βαλκανικό ανέκδοτο, στη συμβολική του προέκτασή του, λέει πολλά...

- Τί είναι όταν δεις φως μέσα σ΄ένα τούνελ;
-Ένα άλλο τρένο που έρχεται με φώτα ανοιχτά...

Δηλαδή, μην ελπίζεις.


Πώς ζει κανείς μέσα σ΄ένα κόσμο που το μεράκι έχει πάρει δρόμο;

ο σώζων εαυτόν, σωθήτω...








Η Βραζιλία
στο βάθος της καρδιάς μου













Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010





Ένα γράμμα για τα μουσικά πράγματα
ενάντια σε όλα, όλους/ες, ακόμα κι ενάντια σε μένα...


Θα μου πείτε, "εδώ η Ελλάδα είναι μ΄ανοιχτό το στόμα και δε ξέρει τι και πως θα πράξει. Για μουσική θα μιλάμε τώρα;"
Ναι, σωστά. Πέρα απ΄το ότι η μουσική παρηγοράει, κάνει κι άλλα πράγματα. Ανοίγει το μυαλό, όταν είναι ζωοφόρα. Γιατί και το μουσικό τοπίο στην Ελλάδα αντικατοπτρίζει το γενικότερο αδιέξοδο. Διακρίνεται, χοντρικά μιλώντας, από τυφλές αντιγραφές, στείρα νοσταλγία για πράγματα που έχουν περάσει και απέραντη μελαγχολία για την υπάρχουσα κατάσταση. 

Αν ανοίξετε σελίδες που παρουσιάζουν ελληνική μουσική θα δείτε τις γνωστές φίρμες που ανακυκλώνονται γερνώντας, και καινούριους/ες που κλαυθμηρίζουν, ρομαντζάροντας πάνω σε στερεότυπα μελαγχολικούς και αδιέξοδους στίχους. Ναι, και τί θα περίμενες, θα πει κανείς. Το αδιέξοδο καθρεφτίζεται στη μουσική. Μμμ, δεν ήταν πάντα έτζι. Η Αριστερά μας έμαθε να σκεφτόμαστε έτζι. Η δεκαετία του ΄30 ήταν φοβερά δύσκολη για τους Έλληνες, οι δυσκολίες όμως μόνο εν μέρει καθρεφτίζονταν στα τραγούδια.

Αδιέξοδο όμως δεν υπάρχει μόνο στην Ελλάδα. Δείτε την Ιρλανδία, τη Πορτογαλία, την ισχυρή Ισπανία (20% ανεργία), για να μη πιάσουμε τη βαριά ατμόσφαιρα στους Βαλκάνιους γείτονές μας. Για να μη μιλήσουμε για τα αδιέξοδα στην Αγγλία, τη Γαλλία, τις ΗΠΑ κλπ., της ίδιας αλλά και άλλης μορφής. Και τα αδιεξοδα βρίσκονται στην αρχή τους μόνο. Τί θα κάνουμε αργότερα; Θα στραφούμε στα ηπειρώτικα μοιργιολόγια;

Παράλληλα όμως με τα αδιέξοδα, στις περισσότερες χώρες παράγεται μουσική φρέσκια. Και λόγος νέος. Σ΄αυτό εμείς δε συμμετέχουμε -όπως και σε πολλά άλλα - με κανένα τρόπο.

Διαλέγω λοιπόν τρία τραγούδια.

1940. Το πρώτο, "Τα γλυκά σου τα ματάκια", του Μάρκου Βαμβακάρη, με τραγούδι από το Στράτο Παγιουμτζή και το Μανώλη Χιώτη. 
Φίνα η μελωδία, φίνες οι φωνές και απλούστατοι οι στίχοι, από ένα απλό αλλά πολύ προικισμένο Μάρκο.




Τραγούδι της καρδιάς

Τα γλυκά σου τα ματάκια

Τα ωραία σου ματάκια με τυλίξανε
και μ΄ανάψανε φωτιά
κι από τότε πιά, μικρό μου,
μου σκλαβώσαν την καρδιά

Τα γλυκά σου τα χειλάκια με μεθύσανε
και μου πήραν το μυαλό
κι έχω τώρα πιά το νου μου
στα χειλάκια π΄αγαπώ

Ντύνεσαι σα νά΄σαι κούκλα, με ξελόγιασες
και σ΄αγάπησα πολύ,
λαχταρώ την αγκαλιά σου
κι ένα μόνο σου φιλί.

Τα ξανθά σου τα μαλλάκια με πειράζουνε
και μου κάψαν την καρδιά
και δε ξέρω τι να κάνω
για να βρω παρηγοριά.


___


2010. Το δεύτερο, εβδομήντα χρόνια αργότερα. "Στα κίτρινα φώτα". Στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου Μουσική: Leonard Cohen, τραγουδάει η Βικτώρια Ταγκούλη.
Η Λίνα Νικολακοπούλου θεωρείται πολύ ικανή στιχουργός.



Τραγούδι της καρδιάς

Στα κίτρινα φώτα 

Όλο τ΄απόγεμα δεν είπα τίποτα,
σβήνω τα λόγια μου μ΄ένα τσιγάρο, 
έξω τα χρώματα σβήνουν και χάνονται,
κλείνω τα μάτια μου, ανάσα να πάρω.

Πώς βραδυάζει νωρίς, όλα εγώ, σα φινάλε γιορτής.
Το μπαλκόνι στενό, κάτω η πόλη μυρίζει
μοναξιά και καπνό.

Και μένω κάτω απ΄τα κίτρινα φώτα
στην πόλη που χώραγε πρώτα
τη φωνή σου να λέει, "σ΄αγαπώ".


Σ΄έχω χάσει μες τα κίτρινα φώτα,
στη πόλη που χώραγε πρώτα
τη φωνή σου να λέει, "σ΄αγαπώ".


Όλο τ΄απόγεμα σ΄ένα παράθυρο
και κάτω, αδιάφορα ο κόσμος περνά,
κάποιο ραδιόφωνο μόλις που ακούγεται,
δίχως φτερά η ζωή μου πού πάει;





2009. Το τρίτο, "Machine" της Regina Spector.

Τραγούδι της καρδιάς ή τραγούδι εγκεφαλικό;

Η μηχανή


Τα μάτια μου είναι πολυεστιακά,
τα χέρια μου είναι συνημμένα.
Στο μέλλον ζω,
στο προπολεμικό μου διαμέρισμα,
μετρώντας την καλή μου τύχη.
φίλους έχω σε πόστα υψηλά
και κάθε μέρα αναβαπτίζομαι,
όλα τα καλώδιά μου, χωρίς ίχνη


Αγκιστρωμένη στη μηχανή,
αγκιστρωμένη στη μηχανή,
σγκιστρωμένη στη μηχανή,
είμ΄αγκιστρωμένη, αγκιστρωμένη είμαι,
αγκιστρωμένη στη μηχανή,
αγκιστρωμένη στη μηχανή, 
αγκιστρωμένη στη μηχανή,
είμ΄αγκιστρωμένη,
αγκιστρωμένη στη μηχανή


Μαζεύω τις στιγμές μου
σε μι΄αλληλογραφία
με μιά ανώτερη δύναμη
που δεν έχει τη προοπτική μου,
δεν έχει τα οργανικά* μου
τα σφάλματά μου τα ζηλεύει.
Καθημερνά I´m downloaded*
κι είμαι κομάτι των μερών που μ΄απαρτίζουν


Αγκιστρωμένη στη μηχανή
αγκιστρωμένη στη μηχανή,
..............


Όλα είναι προμηθεύσιμα
άψογε καταναλωτή
σα κρίκος της υλιστικής προσφοράς
μακριά απ΄τα παγκόσμια προβλήματα
ζώντας στο προπολεμικό σου το διαμέρισμα
που σύντομα θα γίνει το μεταπολεμικό σου.
Κι έζησες στο μέλλον
και το μέλλον είν΄εδώ
το μέλλον είναι λαμπρό
το μέλλον είναι τώρα






οργανικά* : Η R.S. παίζει με τη λέξη organics που σημαίνει τις οργανικά παραγόμενες τροφές και, ίσως, αυτοσαρκάζει συνήθειές της.

I´m downloaded* : από τη γλώσσα των υπολογιστών. Δε το ερμήνευσα, αγνοώντας την ελληνική αντίστοιχη λέξη, αν υπάρχει.

Θα μπορούσε ένα ελληνικό τραγούδι σήμερα να έχει τέτοιους στίχους; Αμφιβάλλω. Γιατί όμως; Γιατί είναι δύσκολα τα νοήματά του; Δε θα το δεχόταν η δισκογραφική εταιρία; Γιατί; Επειδή ίσως να μη πουλούσε; Γιατί; Εμείς που είμαστε τόσο πολιτικοποιημένοι...


Η μετάφραση ήταν δύσκολη. Λιγότερο εξαιτίας προσωπικών δυσκολιών και περισσότερο επειδή η Regina Spector παίζει με τα πολλαπλά νοήματα των λέξεων. Οι στίχοι περιέχουν κριτική, αυτοσαρκασμό, ρεαλισμό, ελπίδα(;). Χρησιμοποιεί εκφράσεις και ρήματα της γλώσσας των υπολογιστών, απευθύνεται σε νεανικό κοινό και τα καταφέρνει περίφημα. Η ίδια είναι τριάντα χρονών και μεταφέρει τη δροσιά των 17 χρόνων. Ένα κορίτσι του σημερινού κόσμου, απίστευτα αγαπητή και με ειλικρινή επικοινωνία με το κοινό της. 
Χαρείτε την εδώ σε μιά ανοιχτή συναυλία της το 2007


Είναι διανοούμενη; Μπορεί. Σίγουρα διαβάζει και ψάχνει, χωρίς να το δείχνει.  Το σημαντικότερο, είναι πολύ έξυπνη, έχει πολύ ταλέντο και πατάει πάνω σε μιά στέρεη κλασσική παιδεία. Έχει κι ένα πρόσωπο κι ένα χαμόγελο που θυμίζει ανθισμένο κήπο.


Νιώσατε τι νεύρο έχει αυτό το τραγούδι και με πόση ελευθερία παίζει μαζί του η R.S.; Πόσο μακριά βρίσκεται απ΄τα κλειστά μάτια, τις συνεχείς καταβυθίσεις στον έρωτα, τη μελαγχολία και το στείρο ρομαντισμό των δικών μας πάνω στα ίδια και τα ίδια θέματα; 

Ακούστε την σε δυό ακόμα τραγούδια με ακίνητη εικόνα για να συγκεντρωθείτε στη ποιότητα της φωνής της


Genius next door





Man of a thousand faces



Δε μας χρειάζεται ένα τέτοιο ζωντανό, έξυπνο
και συνειδητοποιημένο κορίτσι;

Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2010







Δέσποινα Μαρικιά
μιά γυναίκα - συμπλήρωμα...

Στη σαχλή ταινία "Οι Παπατζήδες" (1954) όταν είναι η στιγμή της γνωστής συνταγή της σκηνής στα μπουζούκια, βλέπουμε μιά ακόμα άγνωστη τραγουδίστρια. Κάθεται στο πάλκο, δίπλα στο Σπύρο Καλφόπουλο και λέει δυό τραγούδια του. Η σκηνή είναι ντουμπλαρισμένη και η ανδρική φωνή που ακούγεται δεν είναι του Καλφόπουλου, αλλά του Θανάση Ευγενικού.
Και στα δυό τραγουδάει, πρώτη φωνή, η Δέσποινα Μαρικιά. Το πρώτο τραγούδι είναι το "Όλα τα παιδιά μέσα στη πιάτσα" και το δεύτερο, "Απ΄τα κιτάπια μου θα σε ξεγράψω".

Η Δ.Μ. είναι κλεισμένη μέσα στο καβούκι της. Δεν είναι θέμα σκηνοθέτη, ο Αλέκος Σακελλάριος ήταν πολύ ικανός στη δουλιά του - αδιάφορος όμως σ΄αυτήν. Οι σκηνοθέτες δεν αναμειγνύονταν όταν καλούσαν ένα μουσικό σχήμα να παίξει. Είναι εκείνη που είναι μαγκωμένη και η ισχύς του Καλφόπουλου επάνω της. Τον κοιτάζει μ΄ένα βλέμμα ανέκφραστο. Είναι η γυναίκα - συμπλήρωμα. η φωνή της βγαίνει αβίαστα αλλά, μόνο αυτό.

Δε ξέρουμε τίποτα περισσότερο γι αυτή τη γυναίκα. Ούτε καν αν ο Καλφόπουλος τη χρησιμοποιούσε και σε άλλες ευκαιρίες. Ο Καλφόπουλος, πολύ ικανός συνθέτης και πνιγμένος μέσα στο Υπερ-Εγώ του, δε την ανάφερε ποτέ. Καθόλου παράξενο, αν σκεφτούμε πως ούτε ο Μάρκος ανάφερε, παρεπιπτόντως, στην εξιστόρηση της ζωής του τη Σοφίτσα  Αμπατζή - Καρίβαλη, ενώ είχε συνεργαστεί μαζί της, όχι μόνο στο πάλκο αλλά και δισκογραφικά...

στο 2:42

Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010





περί του Βαγγελάκη Παπάζογλου, 
του "Αγγούρη"...





Μου άρεζε πάντα να κοιτάζω με μεγεθυντικό φακό διάφορες φωτογραφίες, να έρχομαι κοντύτερα στα πρόσωπα, στα μάτια, να προσπαθώ να μπω από πίσω... Τώρα είναι πολύ πιό απλό με τους υπολογιστές.


Νάτος, λοιπόν, ο Βαγγελάκης Παπάζογλου στα 1923, ένα χρόνο μετά τη συντριβή της ζωής και των ονείρων περίπου 2 εκατομμυρίων ανθρώπων, χάρη σε κάποιες φρούδες προσμονές, λανθασμένους (βλ. ηλίθιους) υπολογισμούς και μιά καταστροφική υπεροψία απέναντι στο γειτονικό λαό (που, δυστυχώς, εξακολουθεί) ...


Κοιτάξτε προσεκτικά το βλέμμα και την έκφραση στο στόμα του και πείτε μου, θα σας έκανε εντύπωση αν, την επόμενη στιγμή, έφτυνε καταπάνω στην οθόνη του υπολογιστή; Αυτό δε το λέω γιά ν΄αστειολογήσω. Εννοώ πως, πάνω στο πρόσωπό του είναι γραμένη όλη η αηδία και η πίκρα που είσπραξε ΚΑΙ αυτός ο άνθρωπος απ΄όσα είχαν συμβεί τα προηγούμενα χρόνια, ιδιαίτερα την προηγούμενη χρονιά (1922), και αυτά που συνάντησε μόλις ήρθε, μέχρι τη στιγμή που πάρθηκε αυτή η φωτογραφία (1923). Ο φουκαράς δεν ήξερε ,τότε, τι ακόμα του επιφυλασσόταν...

Υπάρχει μιά καθολική αποδοχή στο πρόσωπο, στο ταλέντο, στην περηφάνεια και στη γνήσια μαγκιά (με τη σωστή έννοια) του Βαγγελάκη Παπάζογλου. Όλοι που σκύψαν στη μουσική του, που διάβασαν ότι ξέρουμε γι αυτόν και κυρίως, αυτοί που διάβασαν την πιό τολμηρή και έξω απ΄τα δόντια περίπτωση στην ελληνική λογοτεχνία, διήγηση της Αγγελίτσας Παπάζογλου, έχουν εισπράξει την ιδιαιτερότητα της περίπτωσης αυτού του ανθρώπου. 


Δε θέλω να επαναλάβω όλα όσα έχουν ήδη γραφτεί. Θέλω να κάνω μιά προσπάθεια να κατέβω βαθύτερα μέσα στην ψυχή του. Ο Βαγγελάκης Παπάζογλου ήταν, είμαι σίγουρος, νευρικός και μοναχικός άνθρωπος. Όχι μόνο από χαρακτήρα, όχι μόνο απ΄αυτά που τράβηξε, αλλά απ΄το ότι ήταν γινάτης, απ΄αυτό το πείσμα που κουβαλούσε μέσα του, και καλά έκανε! Λογικά, θα συγκρουόταν με τον εαυτό του, άσχετα αν είχε ησυχασμένη συνείδηση. Το ότι ήξερε πολύ καλά τι του γίνεται, φαίνεται πεντακάθαρα στο τραγούδι του, σε διαλογική μορφή,  "Τεχνίτης και κατεργάρης" (1934), όπου τραγουδάει ο ίδιος, μαζύ με το Στελλάκη Περπινιάδη.


Τεχνίτης και κατεργάρης

Για πες μου ρε Στελλάκη μου
το πως τα καταφέρνεις
και κάθε μέρα φορεσιά
καινούρια μου κοτσέρνεις;

Τι να σου πω, Βαγγέλη μου,
ρωτάς, θέλεις να μάθεις,
μα η δουλειά μου είναι βαριά βρ΄αμάν, αμάν,
πρόσεξε μη την πάθεις.

Ρε πες μουυ γιατί δε βαστώ,
δουλεύω, τυραγνιούμαι
και κάθε μέρα με ελιά
στο σπίτι την περνούμε.

Πρέπει να ξέρεις ψέμματα
πολλά να κουβεντιάζεις,
νά΄σαι και λίγο ζόρικος 
και τα λεφτά ν΄αρπάζεις.

όπα!

Πολύ καλή ν΄αυτ΄η δουλειά
Στελλάκη, θα τη μάθω
και μη σε μέλλει ότι μπορεί
εγώ για να την πάθω.

Έλα μαζύ μου για να δεις
οι έξυπνοι πως περνούνε
και πως τον κάθε ένανε
με τρόπο τον γελούνε.

Θα μάθω όλη την ψευτιά,
γτάνει καλά να ζήσω
κι αυτή την τέχνη πού΄μαθα
θα την απαρατήσω.

Βαγγέλη, φίνα θα περνάς,
την τέχνη σου ν΄αφήσεις
γιατί μ΄αυτά τα ψέμματα
καλύτερα θα ζήσεις.

-Γειά σου φίλε μου Στελλάκη που μ΄έβαλες στον ίσιο δρόμο.
Εμ, κορόιδο γίνεσαι;

Γειά σου ρε Γιάννη Σεβδικιαλή* με το βιολί σου!

* παρατσούκλι του Γιάννη Τσομπανέλλη από το Σεβδίκιοϊ

Επειδή αδυνατώ να σας ανεβάσω το τραγούδι, σας στέλνω στο:
όπου μπορείτε, με κάποιο τρόπο, να τ΄ακούσετε


Όλοι όσοι προσπάθησαν ή προσπαθούν ακόμα να είναι εντάξει με τον εαυτό τους και τους γύρω τους μέσα στη δύσκολη Ελλάδα, καταλαβαίνουν που το πάω. Το να προσπαθήσεις να είσαι σωστός βγάζει σαν αποτέλεσμα, στην πράξη, οικονομική στασιμότητα, μέχρι να ψοφήσεις στη ψάθα. Χώρια που σε βλέπουν, ακόμα και τα πιό κοντινά σου πρόσωπα, σαν αποτυχημένο, σα κορόιδο, βλάκα κτρ. Υπάρχει βέβαια η περίπτωση να σου αναγνωρίσουν την τιμιότητά σου, μετά θάνατον. Χαίρω πολύ...

Τα πράγματα, λοιπόν, τρέχανε γύρω του, οι άλλοι βγάζαν απανωτά δίσκους, ο ίδιος ήταν απ΄τους καλύτερους και το ήξερε, του κλέβανε τα τραγούδια του, είχε να κάνει με ηλίθιους υπάλληλους της λογοκρισίας που του την έδιναν, αλλά το πείσμα κι η περηφάνεια του δε τον άφηναν να κάνει βήμα πίσω. Αγαπούσε κι εκτιμούσε τη γυναίκα του, είχαν οικονομικά προβλήματα, οι καταιγίδες ξεσπούσαν η μιά πίσω απ΄την άλλη ε, πως να μην ήταν νευρικός ο άνθρωπος; Όταν μάλιστα είχε και καρδιά περιβόλι, βλέμμα καθαρό και έβλεπε τι συνέβαινε γύρω του...

Όλη αυτή η φωτιά που τον έκαιγε, περνούσε στο διαολεμένο τρόπο που έπαιζε την κιθάρα του. Και σε ποιά τραγούδια παίζει κιθάρα ο Βαγγελάκης Παπάζογλου; Πολλοί από σας μπορεί να ξέρετε, κι εγώ που πρόσφατα το εντόπισα, να νιώθω την ίδια πρωτόγονη χαρά των μικρών παιδιών όταν ανακαλύπτουν τη μαγική μυρωδιά των τριαντάφυλλων μετά από βροχή. Όπως ξέρετε, δεν έχουμε, στην πλειοψηφία, πολλά στοιχεία γιά τα "δευτερεύοντα" όργανα (πχ. την κιθάρα), εκτός από μεμονωμένες περιπτώσεις των Σκαρβέλη, Χρυσίνη και Καρίπη. Έτσι, απομένει η δική μας γνώση του υλικού που οδηγεί, στην καλύτερη περίπτωση, στο συνδυασμό στοιχείων και στην αναγνώριση του τρόπου παιξίματος, γιά να συμπληρώσουμε τα κενά του σταυρόλεξου. Ο Βαγγελάκης λοιπόν παίζει την κιθάρα στο εξαιρετικό τραγουδάκι του "Της το βγάλανε" με τη Ρόζα Εσκενάζι. Αν ακούσετε προσεκτικά τα ιδιαίτερα γρήγορα και σκόπιμα περιωρισμένα τερτίπια που κάνει, θα τον αναγνωρίσετε και σε τραγούδια του Γρηγοράκη Ασίκη. Στη δαιμονισμένη εκτέλεση του "Είσαι πόντος έξτρα έξτρα" (1935) με τη Γεωργία Μηττάκη, στο "Με βρήκες ή σε βρήκα" (1935), στο "Tι τραβούν οι αρρεβωνιασμένες" (1936). Αυτός είναι που κρατάει τη σπονδυλική στήλη των παραπάνω τραγουδιών, αυτός τα κάνει έξοχα. Το κυριότερο, δίνει μιά πλήρη εικόνα του τι σημαίνει "ρεμπέτικη κιθάρα".

Ο άνθρωπος ήταν μουσικός ως το μεδούλι του. Ήξερε απόλυτα καλά τι σημαίνει οικονομία έκφρασης, κάτι που χαρακτήριζε τη μουσική των Μικρασιατών. Γιά να είμαστε δίκαιοι, η οικονομία αυτή συνέχισε επάξια με το Μάρκο Βαμβακάρη και, με κάποιο τρόπο, τελείωσε εκεί που σταμάτησε ο Βασίλης Τσιτσάνης.
Όταν ο Στελλάκης Περπινιάδης, με τη γνωστή του παγερή υπεροψία, πέταξε μιά δηλητηριώδη σπόντα γιά τις ικανότητες του Μάρκου στο μπουζούκι, τον σύγκρινε με ώριμους δεξιοτέχνες μουσικούς Μικρασιάτες. Ήταν άδικος όμως. Ο τρόπος παιξίματος του Μάρκου ήταν απόλυτα προσαρμοσμένος στο είδος των τραγουδιών που έφτιαξε. Ο Μάρκος δε χρειαζόταν δεξιοτεχνία γιατί ήταν, απ΄την αρχή, δεξιοτέχνης στο συναίσθημα που έκπεμπε η πενιά του. Παραπάνω δε χρειαζόταν, θά΄ταν μονάχα πολυλογία. Το ίδιο και ο Τσιτσάνης. Μα, ακόμα και ο Χιώτης που τράβηξε άλλους δρόμους, ήξερε πολύ καλά την οικονομία της έκφρασης. Ο Χιώτης ήταν μεγάλος μουσικός και τα πρώτα του τραγούδια το αποδεικνύουν. Αν "πήγε αλλού" τό΄κανε επειδή ήταν έξυπνος, κατάλαβε προς τα που φυσούσαν οι άνεμοι του καιρού του και διάλεξε να συνεχίσει το ταξίδι του με το τρένο, αντί να κατέβει στο επόμενο σταθμό.
Στους σημερινούς λοιπόν δεξιοτέχνες των δαχτύλων, αλλά όχι του συναισθήματος, θα μπορούσε να θυμίσει κανείς ότι ο Τσιτσάνης κι ο Χιώτης μπορούσαν, αν ήθελαν, να παίξουν πολύ πιό γρήγορα (δε πάω παραπέρα σε Μπέμπη, Ιορδάνη κλπ, γιατί αυτοί ήταν κάτι άλλο). Δε τό΄καναν λοιπόν γιατί δε το χρειάζονταν, γιατί ήξεραν τι ακριβώς ήθελαν.

Ο Βαγγελάκης ο Παπάζογλου τα ήξερε όλ΄αυτά ακόμα καλύτερα, γιατί ήταν απαλλαγμένος από ταξίδια και τρένα. Ήθελε μοναχά να δώσει το καθαρό απόσταγμα των πλούσιων χυμών της ψυχής του. ΤΙΠΟΤΕ ΑΛΛΟ!







Η εις Άδου κάθοδος

Η φωτογραφία είναι δανεισμένη από το βιβλίο του Γιώργη Παπάζογλου "Τα χαϊρια μας εδώ"Αντίτυπο της φωτογραφία αυτής χρησιμοποιήθηκε γιά το δελτίο ταυτότητας του Βαγγέλη, με ημερομηνία 19-4-1941. Η ηλικία του είναι 48 χρονώ και το επάγγελμα, παλαιοπώλης.Είναι ήδη καταπονημένος και άρρωστος. Σε δυό χρόνια, στις 27 Ιουνίου 1943 φεύγει απ΄αυτόν τον κόσμο...