Τα μοναδικά ζωικά είδη της Φύσης που κάνουν πλάκα είναι κάποια είδη πιθήκων και οι άνθρωποι...
Στους ανθρώπους (στους άνδρες δηλαδή, αν χρησιμοποιήσω την "ορολογία" που κρύβεται πίσω απ΄τους στίχους ΚΑΙ του "ρεμπέτικου"), είναι μιά καθιερωμένη κατάσταση. Στη χώρα μας, είναι κάτι αυτονόητο και αποτελεί σημαντικό κομμάτι της καθημερινής ζωής.
Λένε πως οι Έλληνες είναι ένας χαρούμενος λαός που αρέσκεται να αστειεύεται. Αν πάμε πιό βαθιά, η πλάκα, σαν απομυθοποιητική λειτουργία, αποτελεί έναν αμυντικό μηχανισμό εκτόνωσης, ένα αλατοπίπερο γιά να νοστιμεύουμε τα δηλητήρια των ημερών μας. Όταν όμως αυτό επεκτείνεται και καθιερώνεται σαν ιδεολογία, καταντάει βαρετή και εκνευριστική ομελέτα. Πληγώνει, χρησιμοποιείται γιά να καλύψει τη ρηχότητα και την κενότητα, γίνεται μιά πανάκεια γιά "να περνάει η ώρα" (δηλαδή, να φτάσουμε μιά ώρ΄αρχύτερα στο θάνατο...)
Τα media (πρώτιστα η τηλεόραση, αλλά και η αθλιότητα του περιοδικού τύπου δε πάει πίσω), έχουν κάνει ότι μπορούν γιά να λυμάνουν ΚΑΙ το χώρο του χιούμορ (μεγιστοποιώντας τον και σκοπεύοντας στη γελοιότητα) ΚΑΙ το χώρο της σοβαρότητας (καταστροφολογώντας, μιά και η καταστροφολογία είναι το βασικό κομμάτι του δημοσιογραφικού ψωμιού), πλασάροντάς την σαν "αναγκαία" "πληροφόρηση"...
Επειδή υπάρχει όμως και η "ανάγκη" προσωπείου "σοβαροφάνειας", και επειδή η λέξη πλάκα είναι αγοραία κι εμείς πρέπει να είμαστε "μοντέρνοι", έχει αντικατασταθεί από τη λέξη "επικοινωνία". Αυτός είναι "επικοινωνιακός" λέμε, εννοώντας ότι χαϊδεύει τις μασχάλες του κοινού του που ήρθε, πρωτίστως, γιά να γελάσει. Αν δε κάνεις το κοινό σου να γελάσει (πράγμα που δεν είναι καθόλου λάθος, φτάνει να μη γίνεται κυρίαρχος σκοπός και να θυμίζει τις κωμωδίες της τηλεόρασης, με πρώτη διδάξασα τις ΗΠΑ, όπου κινούνται όλες/οι πάνω και γύρω από ένα καναπέ και σε κάθε τρίτη ή πέμπτη λέξη, ο σκηνοθέτης πατάει το κουμπί του κονσερβαρισμένου γέλιου (τί πλήξη, Θεούλη μου...), αν δε κάνεις λοιπόν το κοινό σου να γελάσει, δε θεωρείσαι "επικοινωνιακός". Ουσιαστικά, πρόκειται γιά κάτι αντίστοιχο των βάρβαρων θεαμάτων στο Colosseum της αρχαίας Ρώμης. Εκτόνωση δηλαδή, κι ας είναι ότι είναι...
Yπάρχει μιά πάρα πολύ καλή ταινία από το 1956 του Μιχ. Κακογιάννη με τίτλο, "Το κορίτσι με τα μαύρα" (Έλλη Λαμπέτη, Δημ. Χορν, Γιώργος Φούντας κ.ά). Είναι ένα απ΄τα πιό κλειστοφοβικά έργα που έχω δει, όπου σ΄ένα νησί (Ύδρα) οι άνθρωποι αλληλοκαταπιέζονται, στο όνομα των παραδόσεων και των χρηστών εθίμων της τρισμεγίστου Ορθόδοξης ελληνικής Εκκλησίας. Μιά "ανδρική" "πλάκα" που κρύβει από πίσω της συμπλέγματα κατωτερότητας, ζήλεια, κακία, ανωριμότητα, τελειώνει μ΄ένα τραγικό δυστύχημα...
Από μικρό παιδί μισούσα τις "πλάκες". Τις καυτηρίαζα ή έπαιρνα αποστάσεις.
Μέσα στο ρεμπέτικο υπάρχουν τρεις πλάκες, ομοφοβικές.
Ο παγωμένος (αλλά μεγάλος τραγουδιστής) Στελλάκης Περπινιάδης, πρωτοστατεί σε δυό. Στη μιά, πετάει ένα φιδίσιο "να πεθάνεις, πούστη!" στον πολύ μεγαλύτερο τραγουδιστή από κείνον, Κώστα Νούρο. Στην άλλη, σε κάτι αχρείους στίχους που θεωρούνται δικοί του, σκιαγραφεί το προφίλ ενός αληθινού μάγκα ( "Ο ρεμπέτης" 1934, ίσως σύνθεση του Ρουμελιώτη, αν και έχει περάσει στο όνομα του Στελλάκη).
Μιά άλλη "πλάκα" πετιέται πάλι ενάντια στο Νούρο, στο τραγούδι "Αλή Πασάς". Κάποιος ηλίθιος του πετάει το "γειά σου Νούρο, με το βιολιστή σου τ΄Ογδοντάκι, να τον περιμένεις παρακάτω..."
Και, για να κλείσουμε πηγαίνοντας κάπου αλλού, δείτε το παρακάτω video (αν δεν είναι στημένο), όπου όλες/οι ήταν κουρδισμένοι γιά να κάνουν "πλάκα" και αποστομώθηκαν...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου