Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2008

Νοσταλγικές διπλώσεις ή αναρχικές ανατάσεις; (1)


Εverybody seems to think I'm crazy.
I don't mind, maybe they're crazy
running everywhere in such a speed
till they find there's no need

Φαίνεται σαν όλοι να νομίζουν πως είμαι παλαβός.
Δε με νοιάζει. Ίσως αυτοί να είναι τρελοί
καθώς τρέχουν φρενιασμένα εδώ κι εκεί,
ώσπου να καταλάβουν πως δεν υπάρχει λόγος.

Μ΄εκνεύριζαν παλιά αυτοί οι στίχοι του John Lennon. Ναι βέβαια, έλεγα, είναι πολύ εύκολο να πετάς τέτοιες εξυπνάδες όταν οι τσέπες σου είναι ξέχειλες από λεφτά.

Τώρα πιά δε θυμώνω. Όχι μόνο γιατί έχω κουτουπώσει το χωροφύλακα της Αριστεράς μέσα μου, αλλά και γιατί σύνδεσα αυτούς τους στίχους και με άλλα πράγματα και κατάλαβα.


Κατάλαβα ότι τα περισσότερα χρόνια της ζωής μας τα περνάμε σε μιά αδιάκοπη τρεχάλα γιά χιλιάδες κατανοητούς λόγους. Ένα μεγάλο μέρος απ΄αυτούς είναι έως άχρηστοι και αναίτιοι, αλλά ας μη μπούμε σ΄αυτά. Τρέχοντας, προλαβαίνουμε να μισοαντικρύσουμε κάποια πράγματα που μας ενδιαφέρουν να τα βιώσουμε καλύτερα, αλλά αυτό απαιτεί κάποιο χρόνο που δε τον διαθέτουμε. Στο μεταξύ, πολλά απ΄αυτά τα πράγματα εξαφανίζονται. Όταν χαμηλώσουμε ταχύτητες και ψάξουμε να τα βρούμε, δεν υπάρχουν πιά. Τότε μας πιάνει μιά θλίψη και νοσταλγούμε και αυτά που δε κάναμε.

Την 1/8/08 έκανα μιά ανάρτηση σ΄αυτό το blog που είχε γιά τίτλο, "Είναι αυτό το blog νοσταλγικό;". Είχα γράψει τα παρακάτω:

H νοσταλγία είναι προσευχές σε πεθαμένους ιστούς. Έρχεται όμως από μόνη της, δε μας ρωτάει. Μιλάμε γιά νοσταλγίες μακρινών πραγμάτων, όχι γιά το περσινό νησί ή το προπέρσινο ηλιοβασίλεμα. Το μυαλό έχει τους δικούς του νόμους. Κάθε δεκαετία (;) κουνιέται απ' τη θέση του, παίρνει μιά άλλη στάση. Επανατοποθετείται, αλλάζει τρόπο θέασης, επεξεργάζεται διαφορετικά. Εμείς, μπορεί περί άλλων να τυρβάζουμε, αλλ' αυτό κάνει τη δουλιά (με ιώτα) του. Θέλει άλλα, θέλει λιγότερα, έχει μάθει και δε την πατάει το ίδιο εύκολα. Αν τα αντιλαμβανόμαστε όλ' αυτά, είναι μιά άλλη ιστορία. Αν ναι, κατά κανόνα, εισπράττουμε αρνητικά τις αλλαγές του μυαλού μας. Νομίζουμε πως μεγαλώνουμε, πως γερνάμε. Το ίδιο πιστεύουν και οι γύρω μας. "Πάει αυτός/ή, τραβήχτηκε", μουρμουρίζουν και συνεχίζουν οι ίδιοι το τρέξιμο, το λαχάνιασμα, το πέσιμο στις ίδιες λακούβες...Η νοσταλγία σε βγάζει έξω από το ρινγκ της πυγμαχίας της ζωής. Το θέμα είναι όμως, ποιά είναι η ζωή; Μέσα στο ρινγκ ή έξω από το ρινγκ; Η νοσταλγία μπορεί να σε κολλήσει σε κάτι και να μη ξεκολλάς με τίποτα. Νά'σαι μέσα στο βούρκο της και να παραδέρνεις, ενώ σε τραβάει όλο και πιό κάτω, να μιξοκλαίς γιά πράγματα χαμένα. Το blog αυτό δεν έχει σχέση με τέτοιου είδους νοσταλγίες. Μιλάει γιά επιστροφές σε αλήθειες, απ' αυτές που τις βάζουμε στη μπάντα, γιατί δε προλαβαίνουμε να τις επεξεργαστούμε. Μιλάει γιά νοσταλγίες δημιουργικές, αιχμηρές, εκδικητικές, φλεγόμενες, που βάζουν μπροστά άγρια σκαψίματα στο υποσυνείδητο γιά να ξεθάψουν τιμαλφή μνήμης που είχαν σκεπαστεί από αδιάφορες αηδίες, κουτές προσμονές, φρούδες ελπίδες, επενδύσεις σε τρύπια χαρτιά. Μιλάω γιά νοσταλγίες εξέγερσης, γιά αναρχικές νοσταλγίες, γιά μεγάλα ΟΧΙ! Αν, ανάμεσα σ' όλ' αυτά υπάρξουν και κάποια υγρά που θυμίζουν δάκρυα, καλά είναι κι αυτά. Εκτονώνεται κανείς με τα δάκρυα...

(συνεχίζεται)

Νοσταλγικές διπλώσεις ή αναρχικές ανατάσεις; (2)

Σε μιά απ΄τις περασμένες αναρτήσεις έγραφα κάποια ολίγα γιά το hüzün (τουρκ. μελαγχολία), αυτό το ιδιαίτερο συναίσθημα μελαγχολίας που αποπνέεται από το περιβάλλον, μπαίνει μέσα μας και μας σκεπάζει με ένα μουντό ψυχολογικό πέπλο.

Το περιβάλλον όμως της φύσης είναι αυτό που είναι. Ένα ηλιοβασίλεμα είναι ένα φυσικό και αυτονόητο φαινόμενο που συμβαίνει κάθε μέρα. Αν κάποιες/οι από μας κυριευόμαστε από κάποια μελαγχολία βλέποντάς το, είναι δικό μας πρόβλημα.

Το ανθρώπινο περιβάλλον, αυτό που εμείς δημιουργήσαμε, έχει άλλους νόμους. Πάλι, αυτό καθαυτό, δε φταίει. Αν ένα περιβάλλον, κατασκευασμένο από ανθρώπου, καλύπτεται από την πατίνα του χρόνου, είναι κάτι φυσικό. Αν αυτό μας επηρρεάζει, είναι πάλι δικό μας πρόβλημα.

Η νοσταλγία καταστάσεων του παρελθόντος, δημιουργεί κι αυτή με τη σειρά της ένα είδος μελαγχολίας. Τί είναι όμως η νοσταλγία;

"συναίσθημα τρυφερότητας και θλίψης εξαιτίας της ανάμνησης περασμένων ευχάριστων γεγονότων ή καταστάσεων", εξηγεί, σωστά και στερεότυπα, ο Εμμανουήλ Κριαράς στο ΝΕΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ (Αθήνα, 1995).

Ο ορισμός είναι, γενικά, σωστός. Γιά την περίπτωσή μου, αφαιρώ το ουσ. "θλίψη". Θλίψη είναι γιά μένα γήρανση, μη παραδοχή του ότι όλα παρέρχονται. Αντικαθιστώ τη "θλίψη" με το ουσ. "χαρά", εννοώντας ότι είμαι χαρούμενος που είχα την εύνοια να ζήσω και να γευτώ κάποια πράγματα.

Η φωτογραφία αυτή, που θα επαναληφθεί κάποιες φορές, κουβαλάει τέτοια στοιχεία νοσταλγίας, θλίψης, μελαγχολίας, επικάλυψης από την πατίνα του χρόνου...

(συνεχίζεται)

Νοσταλγικές διπλώσεις ή αναρχικές ανατάσεις; (3)


Ας "μπούμε" όμως μέσα στη φωτογραφία που την έχω τραβήξει κάποτε στην Αθήνα, αλλά δε θυμάμαι που. Είναι από κάποια λαϊκή συνοικία, αν και αυτό είναι σχετικό. Θα μπορούσε κάλλιστα να έχει παρθεί κάπου στο κέντρο της Αθήνας.

Τα κεντρικά της σημεία είναι δύο: το υπόγειο που πουλάει κάρβουνα και καυσόξυλα, και το μοτοσακό (όπως το λέγαν παλιά).

Το πεζοδρόμιο είναι ασβεστωμένο (αυτή η άγια και ανέξοδη συνήθεια) αλλά βρώμικο, προφανώς απ΄το ξεφόρτωμα ξύλων και κυρίως κάρβουνων, πριν τα κατεβάσουν στο υπόγειο. Απομένει ακόμα άσπρο γύρω απ΄την είσοδο. Το πλάι δεν ενδιαφέρει, παρέμεινε.

Τα δύο παράθυρα έχουν παλιού τύπου παντζούρια με γρίλιες που ανοιγόκλειναν (βλ. το δεξί κομμάτιτου αριστερού παντζουριού, πάνω απ΄το τενεκεδένιο σκέπαστρο που προστατεύει (...) απ΄τη βροχή.

Τα αριστερά παντζούρια, μισοκλεισμένα. Ίσως κάποια κάμαρα ύπνου που οι ένοικοι μπαίνουν μέσα μόνο το βράδυ. Τα δεξιά, ανοιχτά. Το φως δε μπαίνει μέσα. Ίσως είναι κατοικία, ίσως κάποιου είδους βιοτεχνία.Και τα δυό παράθυρα έχουν φεγγίτες.

Οι τοίχοι, εγκαταλειμένοι - ποιός νοιάζεται, ποιός αντέχει, ποιός έχει καιρό και χρήματα γιά τέτοια...

Το οίκημα είναι, ίσως, νεοκλασσικίζον. Στην άκρη αριστερά, ένας σωλήνας κατεβάζει τα νερά απ΄την ταράτσα. Εγκαταλειμένος κι αυτός, βγάζει υγρασία που τρώει τον τοίχο...

Νοσταλγικές διπλώσεις ή αναρχικές ανατάσεις; (4)


Η τρύπα του υπόγειου κουτουκιού - ίσως και κρασοπουλειό - που μοιάζει με εκτοξευτήρα σκοταδιού έχει μιά πινακίδα που σκιάζεται από το σκέπαστρο και γράφει, "ΚΑΥΣΙΜΑΙ ΥΛΑΙ" (πάντα στην καθαρεύουσα, όπως "ΑΡΤΟΠΟΙΕΙΟΝ" ενώ όλοι λέγαν και λένε φούρνος...) ΚΩΝ. ΑΣΠΙΩΤΗ. Το πινακιδάκι δεξιά είναι μεταγενέστερο και γράφει ΠΩΛΟΥΝΤΑΙ ΚΑΡΒΟΥΝΑ ΠΥΡΙΝΑ ΞΥΛΑ.
Δεν αναφέρεται τίποτα γιά κρασί. Κι όμως, μπορεί να πουλούσε.
Τα μαγαζιά αυτά ήταν συνήθως υγρά. Στο χαμηλό ταβάνι κρεμόταν ένας γυμνός, μελαγχολικός γλόμπος. Υπήρχαν κάποιες καρεκλίτσες γιά τους κοντινούς φίλους που κάθονταν τα βραδάκια και τα κουτσοπίναν, συζητώντας. Υπήρχε κι ένα μαγκαλάκι γιά να σπάζει λίγο το κρύο, ή ένας μικρός τενεκές που μέσα του καίγαν μικρά καυσόξυλα. Το μεζεδάκι δεν έλειπε. Τό΄φερναν απ΄το σπίτι οι λιγοστοί θαμώνες και το μοιράζονταν.
Ένα τέτοιο μαγαζί ξυλοκάρβουνων και κρασοπουλειό διασώζονταν ως και στο... Κολωνάκι, σε μιά πάροδο της Πατριάρχου Ιωακείμ, ως το 1968. Ένα άλλο θυμάμαι σην Καλλιθέα που μπορεί να υπάρχει ακόμα. Η γλυκιά μυρωδιά του καυσόξυλου και του κάρβουνου ακόμα με κυνηγάει.
Όλ΄αυτά τα υπόγεια μαγαζιά είχαν μιά ιδιαίτερη ομορφάδα. Ένιωθες σα ν΄άφηνες τον πάνω κόσμο της επιφάνειας του εδάφους και νά΄μπαινες σε κάποιον άλλον, πιό βαθιά στο σώμα και την ουσία της Γης, όπου μπορούσες να πάρεις αποστάσεις και να λειτουργήσεις με άλλους κώδικες.
Υπάρχουν κάποια πράγματα που είναι γιά πάντα αναγκαία στους ανθρώπους, άσχετα αν η "ανάπτυξη" και η "εξέλιξη" μας τα αλλάζουν, συνειδητά ή ασυνείδητα. Μιά γιορτή με πολλά άτομα σ΄ένα στενό χώρο, είναι παντα πιό πετυχημένη από μιά σε ανοιχτό και ευρύχωρο. Οι άνθρωποι, έχοντας άφθονα μηχανικά ανακλαστικά, έρχονται πιό εύκολα σε επαφή μεταξύ τους όταν, εκ των πραγμάτων, βρίσκονται κοντά. Το ίδιο διαπιστώνει κανείς σε μικρά ταβερνάκια ή οπουδήποτε.Η άνεση να καθίσει κανείς όπως του καπνίσει σε ένα κάθισμα, ανάποδα, πλάγια, σε 3/4, ν΄απλώσει τις αρίδες σε 2-3 καρέκλες, δίνει μιά χαλάρωση που δε την πετυχαίνουν ποτέ τα πολυτελή εστιατόρια, όπου είσαι "αναγκασμένος" να κάθεσαι σα ξύλο γιά να είσαι "καθώς πρέπει" (...).
Η θύμηση και το ψάξιμο τέτοιων χώρων δεν είναι νοσταλγία, είναι μιά δυναμική επιθυμία για ουσιαστικά πράγματα.

Νοσταλγικές διπλώσεις ή αναρχικές ανατάσεις; (5)

Όσες/οι θέλουν να δοκιμάσουν τη γοητεία των υπόγειων χώρων δεν έχουν παρά να επισκεφθούν το ακόμα υπέροχο "Δίπορτο", πίσω απ΄τα μαναβάδικα της οδού Αθηνάς.

Στην πάντα αγαπημένη Θεσσαλονίκη, αλλά και στις υπόλοιπες μεγαλύτερες πόλεις που δεν έχουν ακόμα ξεπουλήσει τελείως το πρόσωπό τους, υπάρχουν αρκετοί τέτοιοι χώροι.

____________________________________________________

Το μοτοσακό

Αυτά τα δίτροχα, γιά να μη μιλήσουμε γιά τα άλλα με το "καλάθι" δίπλα, ήταν κάποτε μιά μικρή περιουσία. Η οποιαδήποτε δίτροχη μηχανή, ο μακρινός "επίγονος" του αλόγου, του μουλαριού και του υπέροχου γάιδαρου, ήταν συνήθως μάρκας ZUNDAPP. Πολλοί ήταν αυτοί οι μερακλήδες που πρόσθεταν απάνω τους σημαιάκια, χρυσά διακοσμητικά της πλάκας, έξτρα φωτάκια, να το κάνουν να φαίνεται κάπως.

Η μάσκα από μουσαμά στο μπρος μέρος ήταν, σχεδόν, κανόνας γιά να μη σε θερίζει το κρύο. Απάνω της προσαρμόζονταν και μιά πλαστική προέκταση γιά να προστατεύει το πρόσωπο απ΄τον αέρα.

Ο Στέλιος Κερομύτης είχε ένα τέτοιο "χρυσοποίκιλτο" και σημαιοστολισμένο μοτοσακό, ως που στεκόταν στα πόδια του.

______________________________________________________

Επίλογος

Το θέμα της φωτογραφίας αποπνέει τη μελαγχολία που λέγαμε. Η εγκατάλειψη είναι φανερή. Άνθρωποι κουρασμένοι που πιάσαν μιά ηλικία και δεν αντέχουν πιά. Τη βγάζουν μ΄αυτά που έχουν και η νοικοκυρωσύνη δε τους λέει πιά τίποτα. Τα πράγματα ρημάζουν γύρω τους κι αυτοί κατεβαίνουν τη σκάλα των γηρατειών. Ρημαδιό...

Ωστόσο, όσο κι αν ακούγεται ρομαντικό, όλ΄αυτά που δείχνει η φωτογραφία μιλάνε. Μουρμουρίζει ο χρόνος, παραμιλάει η ζωή που πέρασε, το μοτσακό που το τρώει η σκουριά, το πεζοδρόμιο που μαυρίζει.΄Έχουν να διηγηθούν όλ΄αυτά. Παραπέμπουν στο χτες και στους πριν απο μας.

Ο πιό αποτελεσματικός τρόπος γιά ν΄αλλοτριώσεις τους ανθρώπους, να τους μπερδέψεις και να τους κάνεις, λιγότερο ή περισσότερο, άβουλα και νευρωτικά πλάσματα, είναι να τους κάνεις να σιχαθούν το παρελθόν τους ή να το εξαφανίσεις (ακόμα και "αναπαλαιώσεις"), ώστε να μην έχουν στοιχεία αναφοράς.

Ένα καινούριο μαγαζί που πουλάει αποτελεσματικά airconditioning δεν έχει να πει τίποτα. Είναι άλαλο, μουγγό. Ακούστε με που σας λέω. Μένω στην επόμενη φάση της ανθρωπότητας κι αυτή είναι μουντή, απόλυτα σιωπηλή, εγωκεντρική του κερατά. Δεν έχει τίποτα να πει, μέσα στην αδιάκοπη πάρλα των media, τίποτα να προτείνει. Απλά, τσουλάει (ακόμα...).

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2008



To επίθετο Αμπατζή...




αμπάς (τουρκ. aba) = χοντρό ύφασμα κατάλληλο γιά αντρικά πανωφόρια.


αμπατζής (τουρκ. abaci) = έμπορος του αμπά ή ράφτης που δούλευε μ΄αυτό το ύφασμα

Τα συνηθισμένα και αέναα βρώμικα παιχνίδια...

Υπάρχει μιά σταθερή, τρέχουσα επιχειρηματολογία και άποψη αυτών που δε ξέρουν, αλλά καμώνονται και θέλουν να πιστεύουν ότι ξέρουν, που δεν υποψιάζονται ή δε τους βολεύει, που είναι κρυφοί ή φανεροί εθνικιστές του 1 cent (πλέον...).

Τους συναντάμε σε διάφορα έντυπα, βιβλία ή ομιλίες και αποπνέουν μουχλιασμένη συντήρηση και μπόχα από πατσουλί, φορώντας ένα τσαλαπατημένο διάδημα βλακείας.

Αρκετούς τέτοιους βρίσκουμε ανάμεσα στους δουλικούς υμνητές του Βασίλη Τσιτσάνη. Είναι αυτοί που λένε πως αυτός ο μεγάλος συνθέτης "πήρε το ρεμπέτικο από τους τεκέδες και τις φυλακές και το έκανε τραγούδι όλου του ελληνικού λαού".

Ο Τσιτσάνης δημιούργησε ένα πραγματικό μεγάλο έργο, αλλά το θέμα δεν αφορά αυτό. Το θέμα είναι πως αυτή η αφελέστατη και βλακώδης άποψη είναι μιά κάθετη προσβολή απέναντι σ΄ένα μεγάλο κομμάτι του ελληνικού πληθυσμού (που δεν ασχολείται βέβαια με τέτοια "ψιλά"), αυτές/ούς που έχουν μικρασιατική καταγωγή και τις/τους απογόνους.

Με δυό λόγια, χτυπάει ύπουλα σε δυό επίπεδα: α) παρακάμπτει όλη τη μεγάλη δισκογραφική παραγωγή των Μικρασιατών συνθετών και β) αφήνει να εννοηθεί ότι η παραγωγή τους ήταν, αποκλειστικά, τραγούδια των τεκέδων και της φυλακής.

Βαριέμαι φρικτά να μπω βαθύτερα σε θέματα διδαχής άσχετων, αλλά πονηρών μπέμπηδων. Θέλω μονάχα να πω ότι η τακτική αυτή είναι συνηθισμένη στην ελληνική κοινωνία από τους αρχαίους χρόνους και συνεχίζει, απαράλλακτη, ως σήμερα. Ανασύρεται ότι βολεύει και πνίγεται ότι ενοχλεί.

Από τους 1192 Θεσπιείς που πολέμησαν δίπλα στους 300 του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες και σπανιότατα αναφέρονται, από την αποσιώπηση των πραγματικών βουλών του πάπαρδου Παλαιών Πατρών Γερμανού, από τη δολοφονία του Αρβανίτη Καραϊσκάκη με πισώπλατη σφαίρα, ως τους "διά λόγους εθνικών αναγκών" στραγγαλισμό της συνείδησης των Μικρασιατών και Ποντίων, από τα ηλίθια ανέκδοτα γιά τους τελευταίους που διακρίνονται από μιά διαβολεμένη εξυπνάδα (και γι αυτό...), από την αποσιώπηση της αρβανίτικης καταγωγής διαφόρων ηχηρών ονομάτων της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, ως την κομπλεξική υποτίμηση της Θεσσαλονίκης (που αν υπήρχε στοιχειώδης εξυπνάδα έπρεπε, στις μέρες μας, να γίνει πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους) ως αυτά που συμβαίνουν στις μέρες μας, τίποτα δεν έχει αλλάξει...

Μάρκος Βαμβακάρης - Άτακτη



Αν και φαίνεται καθαρά στα blogs μου πως, αντίθετα με το ρεύμα, ο Μάρκος Βαμβακάρης λάμπει διά της απουσίας του, ορίστε ένα ντοκουμέντο του γερμανικού ZDF, που κάποιος καλός άνθρωπος κατέβασε. Δείχνει μιά ορχήστρα όπου συμμετέχει ο Μάρκος, όταν πιά είχε περάσει σε δεύτερη μοίρα. Είναι καθισμένος στο πλάι και τραγουδάει με την κατοπινότερη, ακόμα πιό βραχνή φωνή του, την "Άτακτη".

Αν δε κάνω λάθος, είναι το δεύτερο παράδειγμα που μπορούμε να δούμε ζωντανό το Μάρκο. Το πρώτο είναι από μιά ελληνική ταινία (δε θυμάμαι αυτή τη στιγμή τον τίτλο της), όπου ο Μάρκος και ο Στράτος κάθονται στα πίσω, σα γαρνιτούρα μιάς άνοστης τούρτας.

Ότι και νά΄ναι, όπως και νά΄ναι, ευτυχώς που υπήρχαν και υπάρχουν "ξένοι" που τράβηξαν ΄κάποια πράγματα που εμείς τά΄χαμε μέσα στα πόδια μας και τα βρίσκαμε παρακατιανά και αδιάφορα. Οι φωτορεπόρτερς ασχολούνταν μόνο με τις παρελάσεις, τις διαδηλώσεις και τα πορτρέτα διάφορων χλιαρών και μη...

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2008

Θεούλη μου, τί σχέση έχω ΄γω μ΄όλ΄αυτά;...

Τακτοποιώντας χτες το βράδυ, βρήκα ένα μικρό βιβλιαράκι με διηγήματα κάποιου, που μου τό΄δωσε ένας φιλολογίζων συγγενής μου επειδή εκείνου δε τού΄λεγε τίποτα κι επειδή ξέρει ότι αγαπώ το ρεμπέτικο.

Άρχισα να διαβάζω το πρώτο που αναφέρονταν άμεσα στο ρεμπέτικο και κόντεψαν να γυρίσουν και να στραμπουληχτούν τα σωθικά μου. Μιά γλώσσα "ρεμπετο-φασουλο-αρκουδιάρικη σε ψευτολαϊκό περιτύλιγμα. Πληθώρα λέξεων από το παρελθόν που μπαίναν σα σφήνες, όχι γιατί χρειάζονταν, αλλά γιά να δώσουν "ατμόσφαιρα" και να δείξει ο "συγγραφέας" ότι ξέρει να γράφει γιά τους λαϊκούς, ότι ξέρει, τελοσπάντων, από τέτοια.

Θλιβερά και μαραμένα υπολείμματα (ψευτο)μαγκιάς, μιάς έννοιας που δε διαγνώστηκε ποτέ το αληθινό της περιεχόμενο. Περιγραφές σε στιλ "βαρύ πεπόνι" γιά ανθρώπους που η φούσκα του αντρισμού τους χάνει αέρα αλλά, ούτε το ξέρουν, ούτε και καταλαβαίνουν που βρίσκεται η τρύπα.

Μιά χώρα όπου βρίθει το είδος, που διοικείται και ψυχαγωγείται από τέτοια φουκαριάρικα κακέκτυπα ζελατίνας, ανακατωμένης με φαλάκρες και διοπτροφόρα ανδροειδή των media.
Mπέμπηδες που το παίζουν σκληροί κραδαίνοντας κουδουνίστρες, ολοκληρωτικά ανίκανοι ν΄αρθρώσουν ουσιαστικό λόγο, μέσα στην κούφια, ξεπερασμένη και μπαγιάτικη πολυλογία τους. Ανίκανοι, από την αρχή πού ξεκίνησαν, ν΄αρθρώσουν δυό λόγια γιά ν΄αγγίξουν τα παραπλανημένα, κοροϊδεμένα και απελπισμένα παιδιά που βγήκαν στους δρόμους και πυρπολούσαν, εκτός από τα άχρηστα, και την ίδια την καρδιά τους..

Μπαίνω σ΄ένα forum ξένο όπου "συζητάνε" (κατά το γνωστό στιλ, με δυό γραμμές σαϊτιές) και πέφτω σε κάποιον που "ανακάλυψε" ένα webradio ελληνικό και πολύ χάρηκε. Μπαίνω κι εγώ και μου ανοίγει ένας σταθμός που παίζει εκείνα τα παρακμιακά γυφτο-λαϊκά "Δε με θέλει κανείς", "τέλω να πετάνω" και τέτοια. Τι με πιάνει και πατάω να δω το video μιάς άχρηστης τραγουδίστριας που την προσκυνάνε; Νόμισα πως το γυφτο-λαϊκό θα κλείσει και θ΄ ακούσω αυτή την άχαρη. Αυτό όμως δε κλείνει με τίποτα. Με πιάνει πανικός και στέλνω τη σελίδα στο διάβολο.

Χριστούλη μου, τί να εξηγήσεις και σε ποιόν;...

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2008







Νταλγκάς - Δυό τραγούδια θυμού και παράπονου...



Έχω αναφέρει ξανά γιά καυγάδες ανάμεσα στο προσφυγικό στοιχείο της δεκαετίας του ΄3ο και στους γηγενείς. Γιά ειρωνείες των Μικρασιατών μέσα στα τραγούδια και γιά κάποια "κρυφά" μηνύματα, γιά το πως παίζαν με τις λέξεις και τα νοήματα, μέσα στους απλούς τους στίχους.

Έχω εντοπίσει δυό τραγούδια του Αντώνη Αδαμαντίδη - Νταλκά (προσοχή, δεν εννοώ το Θέμη Αδαμαντίδη...), αυτού του Μεγάλου τραγουδιστή που μαζί με το Νούρο και το Βαγγελάκη Σωφρονίου ήταν οι τρεις κορυφαίες Μικρασιάτικες φωνές, στη δισκογραφία της Ελλάδας.

Ο Νταλκάς τραγούδησε τα πάντα (κάτι δε σας θυμίζει αυτό; Δείτε το σα κουίζ...). Ήταν αγαπητός και θαυμάζονταν απ΄όλους. Δε βρισκόταν σε κανενός είδους λαϊκό περιθώριο. Τραγουδούσε και σε ακριβά μαγαζιά και τον άκουγαν και οι οικονομικά καλοστεκούμενοι. Λεφτά κέρδιζε πολλά και είχε γιά κάποια χρόνια, αυτός και ο Βιδάλης, τα ακριβότερα συμβόλαια με τις δισκογραφικές εταιρίες.

Δε ξέρουμε τίποτα περισσότερο γι αυτόν τον άνθρωπο. Παρέμεινε όμως λαϊκός (όπως ο Βασίλης Τσιτσάνης) μέχρι το τέλος του. Δεν ενέδωσε, ούτε μέθυσε από το χρήμα. Ο Νταλκάς ήταν από άλλη πάστα.


Ανάφερα το Βασίλη Τσιτσάνη. Δεν ήταν όμως η ίδια περίπτωση. Ο Τσιτσάνης ανήκε στη σίγουρη μεριά και ήταν παραδεκτός από το γηγενές κατεστημένο. Όταν έβγαλε και τραγούδησε στο πάλκο το 1980 "Το βαπόρι απ΄την Περσία", ήταν ο καθιερωμένος διασκεδαστής και τίποτα δε μπορούσε να τον απειλήσει. Το τραγούδι τό΄βγαλε ξέροντας ότι θα γίνει σουξέ και δεν αντέχει κριτικές. Ήταν γιά την πλάκα...

Με τον Νταλκά ήταν αλλιώς τα πράγματα. Τα δυό τραγούδια που θα αναφέρω παρακάτω γράφτηκαν το 1931 και 1933 και οι εποχές ήταν αλλιώτικες. Τα δυό τραγούδια που ακολουθούν μιλάν γιά λαϊκά προβλήματα που θα μπορούσε κάλλιστα να τα είχε αγνοήσει, να είχε στρέψει το πρόσωπό του, όπως κάνουν όλοι οι "έξυπνοι" καλλιτέχνες σήμερα. Τι τον νοιάζει τον Κραουνάκη, το Ρουβά, τη Βανδή, τον/την οποιονδήποτε και οποιαδήποτε το πρόβλημα των νέων που βγαίνουν στους δρόμους, το πρόβλημα των μειονοτήτων που ζουν στην Ελλάδα, το πρόβλημα των συνταξιούχων που παν στις λαϊκές αγορές αργά γιά να μαζέψουν αυτά που πετιούνται; Στα παλιά τους τα παππούτσια!

Ο Νταλκάς όμως, με τις τσέπες του γεμάτες, έγραψε τα δυό παρακάτω τραγούδια. Πριν διαβάσετε - αν διαβάσετε - τους απλούς στίχους, βάλτε στη μπάντα τη λέξη "χασικλής" που υπάρχει και στα δυό τραγούδια. Η λέξη αυτή είχε άλλο βάρος τότε και άλλο περιεχόμενο, ιδιαίτερα ανάμεσα στους λαϊκούς Μικρασιάτες.

Η οποιαδήποτε σημερινή καλωδιωμένη και χαπακωμένη (με χίλια δυό νόμιμα χάπια),
παθητική,
αδιάφορη,
εγωκεντρική,
παρακμασμένη ως τα μπούνια,
με ξεπουλημένη συνείδηση κοινωνία,
όπου τα είδωλά της παίρνουν "περαιτέρω" ναρκωτικά γιά να στέκονται στα πόδια τους, αυτές οι κοινωνίες που, πάνω απ΄όλ΄αυτά πιστεύουν ότι είναι "αξιοπρεπείς" και "ηθικές", δεν έχουν δικαίωμα να βγάζουν κιχ.

Το πρώτο τραγούδι λοιπόν, αναφέρεται σε κάποιο πραγματικό επεισόδιο, από τα πολλά που συνέβαιναν, κάποιο μαχαίρωμα ενός νεαρού Κοκκινιώτη, από κάποιο γηγενή. Το δεύτερο τραγούδι δεν έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία και θα μπορούσε να συμβεί οπουδήποτε και
μ΄οποιονδήποτε, αλλά επειδή τα πνεύματα ήταν τεταμένα, τέτοια μικροεπεισόδια αποκτούσαν μιά συμβολική σημασία.


Ορίστε λοιπόν οι "χασικλίδικοι", θυμωμένοι και παραπονεμένοι στίχοι του Νταλκά, που στρέφονται ενάντια στους γηγενείς:


1. ΤΟ ΜΠΑΓΛΑΜΑΔΑΚΙ ΣΠΑΣΕ (1931)




Το μπαγλαμαδάκι σπάσε μάγκα, μερακλή,
γιατί βάρεσαν, στη ζούλα, κάποιον χασικλή.
Ήτανε παιδί τζεμάλι, φίνος στο λουλά
και τονε ζηλεύαν όλοι μες τη γειτονιά.


Πέντε μαχαιριές του δώσαν, λέει, γιά μιά Σμυρνιά,
δυό νταήδες Πειραιώτες, μες την Κοκκινιά
και τον κάνανε μαντάρα οι ντερβίσηδες
και στην πιάτσα βγήκαν τώρα άλλοι ασίκηδες.


Απ΄τις μαχαιριές αν γιάνει, βλάμηδες, θα΄ρθεί
να σας εύρει βρε νταήδες και να ξηγηθεί.
Τότε, ρε, θα δείτε, μάπες, τι θα πει καρδιά,
τίνος μάνα θε να κλάψει μες την Κοκκινιά
________________________________________________


2. ΑΠ΄ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΕΝΑΣ ΜΟΡΤΗΣ (1933)




Απ' την Πόλη ένας μόρτης, ήρθε εδώ χασισοπότης
και πουλάει το μαυράκι στον τεκέ του Περδικάκη

Της Αθήνας όλ΄ οι μάγκες τρέξανε με ματσαράγκες
και του πήραν απ' το χέρι το χασίσι που 'χε φέρει

- Γεια σου Νταλγκά

Όλ΄ οι μάγκες στην Αθήνα, μου την έχουν σκάσει/φτιάξει φίνα
μ' άφησαν χωρίς μαυράκι και το πήρα από μεράκι.



Εκείνο που βρίσκω σημαντικό είναι η ευθιξία του Νταλκά που δεν είχε ανάγκη και δεν ήταν ποτέ κάποιος χασικλής που σερνόταν. Είχε απλά την περήφανη ευθιξία ενός ανθρώπου με καρδιά και μπέσα! Πέρα απ΄αυτό, κουβαλούσε μέσα του το αίσθημα της πολιτιστικής ανωτερότητας που διέκρινε τους Μικρασιάτες.



Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2008









Η άλλη (κ)όψη των μαχαιριών...


"Αν μ΄αρνηθείς καμιά φορά και κάνεις άλλο
ταίρι, θα σου τον κόψω το λαιμό με τούτο το
μαχαίρι... "

Είμαι ο τρίτος στη σειρά που θ΄ασχοληθώ με τα μαχαίρια. Πρώτος ήταν ο Ηλίας Πετρόπουλος και, μετά από πολλά χρόνια, ο Πάνος Σαββόπουλος. Κρίνω πως κι οι δυό έμειναν στο επίπεδο των στοιχείων. Εγώ θέλω να πάω βαθύτερα, αλλά θα ακουμπήσω μόνο στον εξωτερικό φλοιό του θέματος.

Το μαχαίρι, αυτή η μακρύτερη ή κοντύτερη ακονισμένη λάμα που μπορεί εύκολα να λύσει τη συνέχεια του δέρματος, έχει λατρευτεί απ΄τους αρχαιότατους χρόνους. Αμέτρητα μαχαίρια έχουν στείλει στον Άλλο Κόσμο αμέτρητες ζωές. Κανένα άλλο όπλο δεν είναι βεβαρυμένο με τόσες πολλές αμαρτίες.

Εμείς όμως θα μιλήσουμε γιά την άλλη (κ)όψη των μαχαιριών, αυτή που ξεσκίζει ανθρώπινες καρδιές.

Όλοι οι άνθρωποι κουβαλάν τέτοια μαχαίρια κι όλοι είναι έτοιμοι να τα χρησιμοποιήσουν. Είναι, βλέπεις, αόρατα και κανείς δε τιμωρείται γιά τη χρήση τους. Εξακοντίζονται ανά πάσα στιγμή με μιά κοφτερή κουβέντα, μιά κοφτερή προσβολή, μιά υποτίμηση, μιά ερωτική άρνηση, ένα κοφτερό βλέμμα.

Ούτε όμως γι αυτά τα μαχαίρια γράφονται αυτές οι γραμμές. Είναι γιά τα άλλα, τα μαχαίρια του έρωτα. 



Τα μαχαίρια που εκτοξεύονται απ΄το βλέμμα των γυναικών.

"Με τον πόθο που λύνει τα μέλη (λυσιμελής), σε κοιτάζει (η γυναίκα) μ΄ένα βλέμμα πιό διαλυτικό (τακερός: λιγωμένος, υγρός, διαλυτικός) από τον Ύπνο και τον Θάνατο", έγραφε ο Αλκμάνας στην αρχαιότητα.

Κινητοποιημένες, ουσιαστικά, απ΄τους μηχανισμούς της Φύσης, ψάχνουν να βρουν το κατάλληλο ταίρι τους. Αυτό όμως τ΄αφήνουμε γιατί οι άνθρωποι δε σκέφτονται τέτοια. Κι έτζι, πέφτουμε στις "παραλλαγές". Στο βλέμμα των γυναικών που ψάχνουν να "τακτοποιηθούν" (οικονομικά και κοινωνικά γιά νά΄χουν μιά άνετη ζωή, ή ότι άλλο θέλετε), που παίζουν με το βλέμμα τους γιά να κάψουν (να μαχαιρώσουν) αντρικές καρδιές.

Μπορεί να μην είναι αρεστό αυτό που λέω, έτσι βιώνεται όμως απ΄τους άντρες. Έτσι το βίωναν στην εποχή του ρεμπέτικου, έτσι το βιώνουν και σήμερα.


Υπάρχει κι η ιδεαλιστική περίοδος στην εφηβεία (και στην παρατεινόμενη εφηβεία) όπου τα πλάσματα πιστεύουν στο "θα σ΄αγαπώ γιά πάντα", αλλ΄αυτό είναι, δυστυχώς, περαστικό. Η ζωή, όπως την κάναμε και όπως να το κάνουμε, διαβρώνει το πιό καθαρό και το πιό αγνό κρύσταλλο...
Παρένθεση
Όταν είμαστε νέοι/ες, πλήρεις ελπίδων και ακούμε κάποιον μεγάλο να εκφέρει τέτοιες γνώμες, οι αντιδράσεις και οι σκέψεις μας είναι, συνήθως, "προ-κατ". Είτε κλείνουμε τ΄αυτιά μας και δεν ακούμε γιατί θεωρούμε πως τέτοιες κρίσεις είναι μπαγιάτικες, είτε πιστεύουμε πως το άτομο που τις λέει έχει περάσει στο στάδιο της απογοήτευσης, δεν αγαπήθηκε στη ζωή του και από την πίκρα του/της βγάζει ξινές σκέψεις και μαύρες. Η αλήθεια είναι ότι συχνά περί αυτού πρόκειται.
Υπάρχουν όμως κι άλλα άτομα που έζησαν γιά τα καλά, αγάπησαν τις γυναίκες κι αγαπήθηκαν απ΄αυτές, επιβεβαιώθηκαν, διάβασαν και κάποτε, σουμάρουν όλ΄αυτά που έζησαν/είδαν/άκουσαν και εκφέρουν γνώμες που προέρχονται από πείρα και παρατήρηση. Ακούγονται βέβαια σα να γενικεύουν και τις γενικεύσεις δε τις γουστάρουν πολλοί/ές. Όμως, πώς να το κάνουμε, η ζωή διδάσκει.
Εδώ πρέπει να προσθέσω ότι παίζει καθοριστικό ρόλο τι καταβολές έχει το άτομο, πόσο και αν συντηρητικοποιήθηκε και πως επεξεργάστηκε τις εμπειρίες του.
Το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι "διδαγμένοι" είναι: να πουν ή να μη πουν τι είδαν/άκουσαν/κατάλαβαν/σούμαραν; Αναπάντητο δίλημμα. Αν πουν, κινδυνεύουν να αποπεφθούν, να τους βαρεθούν. Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να δοκιμάζουν οι ίδιοι, με το δικό τους ρυθμό.
Το ερώτημα όμως παραμένει. Είναι χρήσιμο να προειδοποιεί κανείς ή όχι;
Οι απαντήσεις δικές σας.
_______________________________________________________

Όλοι "μαχαιρωμένοι" και όλοι μπερδεμένοι ήταν οι άντρες του ρεμπέτικου. Έφταιγε, μέχρι ένα σημείο, ο υπερπληθυσμός των γυναικών. Αυτήν; Την άλλη; Ή μιά απ΄αυτές τις πολλές, ανοιχτές και διαθέσιμες;

Στρατός οι προξενήτρες. Χήρες, ζωντοχήρες, δούλες (...), μικρές, μικρούλες, μικρουλάκια. Κορίτσια που ήρθαν απ΄την επαρχία κι απαλλάχτηκαν απ΄τα δόκανα των γονιών, κορίτσια που βγαίναν απ΄το σπίτι γιά να δουλέψουν (άρα, συναντήσιμες), μοδιστρούλες, καπελούδες, καπνουλούδες, λιναρούδες, κλωστηρούδες, "μπα, μπα, μπα"... Και όλες αυτές πετούσαν ματιές - μαχαίρια, κι όλοι οι αρσενικοί τρέχαν ως φλεγόμενοι βάτοι.

Ένας πυρπολημένος και αναβράζων αντρικός κόσμος ήταν το Μικρασιάτικο και το ρεμπέτικο.

Σα να τους βάλαν, ανίδεους, μέσα σ΄ένα αδαμαντοπωλείο και τους είπαν, διάλεξε το καλύτερο πετράδι. Μπερδεμένοι μέχρι τα μπούνια. Αυτό ακριβώς που έκφρασαν ο Τούντας, ο Ασίκης κι ο Παπαϊωάννου σε τραγούδια τους.

Ο συνθέτης Σωτήρης Γαβαλάς (μάρκα μεγάλη), φωτογραφημένος κρατώντας μαχαίρα (η φωτο είναι από το CD "Μόρτικα")

Υπάρχει κι ένας κατακαμένος (καταμαχαιρωμένος) που δε τού΄φταναν αυτά που πέρασε στο βίο του, αλλά δηλώνει πως δε θέλει να πάει στον, Παράδεισο αλλά στις φωτιές στσι Κόλασης, γιατί ξέρει πως εκεί θα βρει την "αμαρτωλή" του. Είναι το εξαιρετικής απλότητας τραγούδι του Σταύρου Καλούμενου η "Αμαρτωλή". Ακούστε το:
http://www.fileden.com/files/2008/6/6/1947074/16_Stavros_Kaloumenos_-_I_Amartoli.mp3
Μέσα στο ερωτικό μπέρδεμα τρυπώνει και η λογική. "Ναι, αλλά τι γίνεται με την προίκα;"
Μην ακούτε κάποιους στίχους διαφόρων ή του Μάρκου Βαμβακάρη σαν, "εγώ προίκα δε γυρεύω"... Ο Μάρκος νόμιζε πως η "γιορτή" δε θα τελειώσει ποτέ κι ότι "θα φτάσει και στο Χόλιγουντ"...
Η προίκα ήταν και είναι μιά κοινωνική στρατηγική κι όσοι δε πήραν το μετάνιωσαν, αλλά ήταν αργά. Κι άλλοι που πήραν μαζί με την προίκα κάποια που δε την αγαπούσαν κι άφησαν την καλή της καρδιάς τους, πάλι το μετάνιωσαν. Τί να κάνουμε;...
Και αι γυναίκαι; Τί λεν γιά όλ΄αυτά αι γυναίκαι; Σιγή ιχθύος...

Αυτά τα ολίγα λοιπόν γιά τα μαχαίρια. ΤΟ όπλο!






Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2008




Τί σόι χώρα είμαστε; - Το hüzün (τουρκ. μελαγχολία) (1)


Οι παρακάτω γραμμές δεν είναι εξομολογήσεις. Μπορεί να ακουστούν μελαγχολικές, αλλά καθόλου έτσι δεν αισθάνομαι. Άγρια αισθάνομαι, αναρχικά και βίαια. Θυμό, πριν απ΄όλα, νιώθω. Όχι γιά τους ανθρώπους αλλά γιά τις καταστάσεις...



Το θέμα ξεκινάει με αφορμή μιά "γιορτή" (μάζωξη δηλαδή) σε συγκεκριμένο Σύλλογο ελληνικό του εξωτερικού, θα μπορούσε όμως νά΄ταν σε αντίστοιχο Σύλλογο οποιασδήποτε χώρας...Οι γιορτές-μαζώξεις είναι σωστές, αυτές καθαυτές. Γίνονται για να συναντηθούν οι άνθρωποι-μετανάστες, να ΄"νιώσουν λίγη Ελλάδα", να παρηγορηθούν. ΄Ολα καλά και άγια ως εδώ.

Στο συγκεκριμένο μέρος οι άνθρωποι συμπαθέστατοι, στα διαλείμματα έξω στο δρόμο γιά ένα τσιγάρο, ξετυλίγονται παλιές αναμνήσεις γι αυτούς που πέθαναν, γι αυτούς που επέστρεψαν, αυτούς που εξαφανίστηκαν, τέτοια... Πράγματα κατανοητά, ανθρώπινα. Όλοι/ες είναι κάποιας ηλικίας. Νέοι δεν υπάρχουν(τί νά΄ρθουν να κάνουν;) "Γερνάμε...είμαστε στην κάτω βόλτα", λέει κάποιος κοιτάζοντας το κενό.



Εκείνο που θέλω να θίξω είναι η μουσική που παιζόταν. Οι μουσικοί είναι δυό και ένας τραγουδιστής. Ένα μπουζούκι, όπως πάντα, που παίζει καθαρά, που ξέρει, που λειτουργεί σα μιά μηχανή. Και ένα συνθεσάϊζερ. Ο άνθρωπος που το παίζει κάθεται ανέκφραστος μπροστά του και παίζει. Ξέρει τη δουλιά (με ιώτα) του.Το συνθεσάϊζερ είναι ένα όργανο εκπληκτικών δυνατοτήτων και ένας απ΄τους φονιάδες της λαϊκής μουσικής, γιατί "όλα τα σφάζει, όλα τα μαχαιρώνει". Πατάς ένα κουμπάκι και παίζει κλαρίνο, πατάς άλλο παίζει βιολί, σαντούρι, πιάνο, ούτι, ότι θες.



Αν πας σ΄ένα Έλληνα αγρότη αδιάβαστο, αδιάφορο και πεισματάρη και του δώσεις χημικό λίπασμα, όσο κι αν του εξηγήσεις τη δοσολογία, δε ξέρεις ποτέ τι θα κάνει όταν φύγεις. Το πιθανότερο είναι να ρίξει όλο το σακκί γιά να βγάλει ντομάτες σα καρπούζια. Υπερβάλλω λίγο, αλλά ξέρετε για τι μιλάω...

Κάτι παραπλήσιο και με το συνθεσάιζερ. Οικονομία χρημάτων. Παίρνεις ένα οργανίστα και στα κάνει όλα...Θυμάμαι στο τελευταίο μαγαζί που έπαιζε ένας απ΄τους τελευταίους μερακλήδες, ο Γιάννης ο Παπαϊωάννου. Έπαιζε πενιές μπερμπάντικες, είχε κι εκείνη τη φωνή που σ΄άγγιζε βαθιά. Είχε όμως , πιό πίσω στο πάλκο, κι έναν οργανίστα που έπαιζε καταπληκτικά αλλά, τι να το κάνεις; Άλλο η σαρδέλα στα κάρβουνα, άλλο η σαρδέλα κονσέρβα...



Είμαι ρομαντικός; Μεγάλωσα και δε καταλαβαίνω την εξέλιξη; Σιγά την εξέλιξη και σιγά τα λάχανα... Το συνθεσάϊζερ έχει απίστευτες δυνατότητες αλλά στην Ελλάδα, άσε καλύτερα...

Ικανότατοι λοιπόν κι οι δυό μουσικοί, έμπειροι δηλαδή, έπαιζαν ότι παίζεται στα συγκεκριμένα πλαίσια των απανταχού κονσερβαρισμένων ρεπερτορίων. Από το "Γιάννη μου, το μαντήλι σου" μέχρι "Αρμενάκι" και μετά, βουρ στα λαϊκά. Θοδωράκης, "Δραπετσώνα"(φτάνει πιά, Ύψιστε!), Καζαντζίδης, "Τα τρένα γιά τη Γερμανία" (φτάνει ρε παιδιά, νισάφι!).Και μερακλώνονται δυό και ρίχνουν τις ζεϊμπεκιές τους...



"Ε, και που είναι το περίεργο σ΄όλ΄αυτά", θα πει κάποιος (κάποιος, γιατί οι κάποιες συνήθως δε μιλάνε). "Εσύ δεν είσαι που γράφεις γιά διατήρηση μνήμης;". Ναι, αλλά αυτό δεν είναι πιά διατήρηση της μνήμης. Αν το ίδιο πράγμα επαναλαμβάνεται συνέχεια (είμαστε στο 2011!) τότε λέγεται κόλλημα, μαζοχισμός και αδιέξοδη γκρίνια. Μιά Ελλάδα που κλαίει ή σκυλεύεται στα σκυλάδικα...





Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2008



Φερετζές


Προσέξτε πως ραϊζει η φωνή της, ήδη από τα πρώτα της τραγούδια. Ήταν αυτή η κρυφή σκιά που κάποια στιγμή θα της έβγαζε καρκίνο στο φάρυγγα...


Το τραγούδι είναι τούρκικο αλλά αξίζει ν΄ακούσει κανείς και τις δυό εκτελέσεις γιά να καταλάβει πόσο διαφορετικοί ήταν οι Μικρασιάτες και τι δαιμονικό ταλέντο έκρυβαν μέσα στο θώρακά τους...

Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2008

Γειά σου, Νούρο μου, μάτια μου, καλέ...

Προχτές, σε μιά μανιασμένη κουβέντα που τίποτα δε είχε να κάνει με τα ρεμπέτικα, άκουσα τον εαυτό μου να λέει πως, τα έχω χεσμένα όλα τα βιβλία των χιλιάδων σελίδων που μιλάνε γιά την αγάπη και τον έρωτα, μπροστά στο συμπυκνωμένο καταστάλαγμα του δίστιχου που τραγουδάει ο Νούρος στο Ματζόρε μανέ...

Το ακόλουθο:

Πολλές φορές με πλήγωσες κι είπα να σε μισήσω
μα, σκέφτομαι πως δεν μπορώ δίχως εσέ να ζήσω.

Εδώ (http://www.fileden.com/files/2008/6/6/1947074/05-Matzore%20%E2%80%98Polles%20fores%20me%20plhgoses%E2%80%99%20GO%20193%20GA%201160%20%28ca%201927%20_%20Matzore%20%E2%80%98Polles%20fores%20me%20plhgoses%E2%80%99%20GO%20193%20GA%201160%20%28ca%201927%29.mp3) μπορείτε να το ακούσετε.