Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2008




Τί σόι χώρα είμαστε; - Το hüzün (τουρκ. μελαγχολία) (1)


Οι παρακάτω γραμμές δεν είναι εξομολογήσεις. Μπορεί να ακουστούν μελαγχολικές, αλλά καθόλου έτσι δεν αισθάνομαι. Άγρια αισθάνομαι, αναρχικά και βίαια. Θυμό, πριν απ΄όλα, νιώθω. Όχι γιά τους ανθρώπους αλλά γιά τις καταστάσεις...



Το θέμα ξεκινάει με αφορμή μιά "γιορτή" (μάζωξη δηλαδή) σε συγκεκριμένο Σύλλογο ελληνικό του εξωτερικού, θα μπορούσε όμως νά΄ταν σε αντίστοιχο Σύλλογο οποιασδήποτε χώρας...Οι γιορτές-μαζώξεις είναι σωστές, αυτές καθαυτές. Γίνονται για να συναντηθούν οι άνθρωποι-μετανάστες, να ΄"νιώσουν λίγη Ελλάδα", να παρηγορηθούν. ΄Ολα καλά και άγια ως εδώ.

Στο συγκεκριμένο μέρος οι άνθρωποι συμπαθέστατοι, στα διαλείμματα έξω στο δρόμο γιά ένα τσιγάρο, ξετυλίγονται παλιές αναμνήσεις γι αυτούς που πέθαναν, γι αυτούς που επέστρεψαν, αυτούς που εξαφανίστηκαν, τέτοια... Πράγματα κατανοητά, ανθρώπινα. Όλοι/ες είναι κάποιας ηλικίας. Νέοι δεν υπάρχουν(τί νά΄ρθουν να κάνουν;) "Γερνάμε...είμαστε στην κάτω βόλτα", λέει κάποιος κοιτάζοντας το κενό.



Εκείνο που θέλω να θίξω είναι η μουσική που παιζόταν. Οι μουσικοί είναι δυό και ένας τραγουδιστής. Ένα μπουζούκι, όπως πάντα, που παίζει καθαρά, που ξέρει, που λειτουργεί σα μιά μηχανή. Και ένα συνθεσάϊζερ. Ο άνθρωπος που το παίζει κάθεται ανέκφραστος μπροστά του και παίζει. Ξέρει τη δουλιά (με ιώτα) του.Το συνθεσάϊζερ είναι ένα όργανο εκπληκτικών δυνατοτήτων και ένας απ΄τους φονιάδες της λαϊκής μουσικής, γιατί "όλα τα σφάζει, όλα τα μαχαιρώνει". Πατάς ένα κουμπάκι και παίζει κλαρίνο, πατάς άλλο παίζει βιολί, σαντούρι, πιάνο, ούτι, ότι θες.



Αν πας σ΄ένα Έλληνα αγρότη αδιάβαστο, αδιάφορο και πεισματάρη και του δώσεις χημικό λίπασμα, όσο κι αν του εξηγήσεις τη δοσολογία, δε ξέρεις ποτέ τι θα κάνει όταν φύγεις. Το πιθανότερο είναι να ρίξει όλο το σακκί γιά να βγάλει ντομάτες σα καρπούζια. Υπερβάλλω λίγο, αλλά ξέρετε για τι μιλάω...

Κάτι παραπλήσιο και με το συνθεσάιζερ. Οικονομία χρημάτων. Παίρνεις ένα οργανίστα και στα κάνει όλα...Θυμάμαι στο τελευταίο μαγαζί που έπαιζε ένας απ΄τους τελευταίους μερακλήδες, ο Γιάννης ο Παπαϊωάννου. Έπαιζε πενιές μπερμπάντικες, είχε κι εκείνη τη φωνή που σ΄άγγιζε βαθιά. Είχε όμως , πιό πίσω στο πάλκο, κι έναν οργανίστα που έπαιζε καταπληκτικά αλλά, τι να το κάνεις; Άλλο η σαρδέλα στα κάρβουνα, άλλο η σαρδέλα κονσέρβα...



Είμαι ρομαντικός; Μεγάλωσα και δε καταλαβαίνω την εξέλιξη; Σιγά την εξέλιξη και σιγά τα λάχανα... Το συνθεσάϊζερ έχει απίστευτες δυνατότητες αλλά στην Ελλάδα, άσε καλύτερα...

Ικανότατοι λοιπόν κι οι δυό μουσικοί, έμπειροι δηλαδή, έπαιζαν ότι παίζεται στα συγκεκριμένα πλαίσια των απανταχού κονσερβαρισμένων ρεπερτορίων. Από το "Γιάννη μου, το μαντήλι σου" μέχρι "Αρμενάκι" και μετά, βουρ στα λαϊκά. Θοδωράκης, "Δραπετσώνα"(φτάνει πιά, Ύψιστε!), Καζαντζίδης, "Τα τρένα γιά τη Γερμανία" (φτάνει ρε παιδιά, νισάφι!).Και μερακλώνονται δυό και ρίχνουν τις ζεϊμπεκιές τους...



"Ε, και που είναι το περίεργο σ΄όλ΄αυτά", θα πει κάποιος (κάποιος, γιατί οι κάποιες συνήθως δε μιλάνε). "Εσύ δεν είσαι που γράφεις γιά διατήρηση μνήμης;". Ναι, αλλά αυτό δεν είναι πιά διατήρηση της μνήμης. Αν το ίδιο πράγμα επαναλαμβάνεται συνέχεια (είμαστε στο 2011!) τότε λέγεται κόλλημα, μαζοχισμός και αδιέξοδη γκρίνια. Μιά Ελλάδα που κλαίει ή σκυλεύεται στα σκυλάδικα...





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου