Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011





το 2ο κείμενο


Ανασηκώνοντας την άκρη της θάλασσας...

Η γλώσσα της μαγκιάς
(ανδρικής και γυναικείας)
 από άλλες οπτικές γωνίες




Τα μικρασιάτικα και τα Ρεμπέτικα τραγούδια λειτούργησαν σα παρηγορητές και ”λειαντές” πάνω στα κοινωνικά προβλήματα της εποχής. Λογικά, θα έπρεπε να υποστηριχθούν από την εξουσία και όχι να κυνηγηθούν, όσο κι αν αυτό είναι υπεραπλοποίηση...

Το κείμενο αυτό αφιερώνεται στη μνήμη του β΄σκέλους της ”τρίτης κατηγορίας προσφύγων” που περιγράφεται στο παρακάτω κείμενο της ΕΑΠ (Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων), γραμένο το 1928:

β)  Τέλος, είναι η μάζα εκείνη των ανθρώπων κάθε είδους, όπως οι λαϊκοί άνθρωποι, οι μικρέμποροι, οι υπαίθριοι πωλητές, οι βιοτέχνες, οι εργάτες ή οι άνεργοι, που φυτοζωούν μεροδούλι-μεροφάι, και πολλές φορές ούτε κι αυτό, και πότε κάνουν τη μιά δουλειά και πότε την άλλη. Είναι αυτά ακριβώς τα στοιχεία που αποτελούν τη σωρεία των ανέργων
στα μεγάλα αστικά κέντρα, μέσα σε μιά διαρκή ανησυχία που οπωσδήποτε περικλείει κινδύνους...”

Ας αρχίσουμε κάπως ανορθόδοξα (;)…

Οι υποστηρικτές του ”διάφανου ανθρώπου” και της κατόπτευσης των πάντων με ηλεκτρο- νικές κάμερες και άλλα μέσα μας λένε, ”αυτοί που δεν έχουν τίποτα να κρύψουν δε χρειά- ζεται ν΄ανησυχούν”. Η Juli Jeh και η Ilja Trojanov που έγραψαν το βιβλίο ”Angriff auf die
Freihet” (Επίθεση στην Ελευθερία σου) μας συστήνουν να διαγράψουμε απ΄ το λεξιλόγιό μας τη φράση ”δεν έχω τίποτα να κρύψω”. Γιατί αυτός που δεν έχει τίποτα να κρύψει, τά΄χει ήδη χάσει όλα...
                           
Θα ήθελα να προσθέσω ότι, όπως οι ”παράνομοι” συνεννοούνταν και συνεννοούνται με συνθηματικές κινήσεις και φράσεις, κάπως έτζι θα γίνει και με μας σε λίγα χρόνια. Γρηγορείτε...


Γραμμή πλεύσης αυτού του σημειώματος

Το ευρύτερο θέμα της γλώσσας της πιάτσας είναι πολύ μεγάλο για τα όρια αυτού του σημειώματος και με υπερβαίνει. Σ΄όσους/ες ενδιαφέρονται, θα σύστηνα τον πρόλογο από το βιβλίο του Ευάγγελου Παπαζαχαρίου, Το Λεξικό της Πιάτσας, Αργκό, εκδ. Κάκτος.
Κάτι ακόμα.
Πιστεύω πως η εποχή αυτού που ονομάζουμε Ρεμπέτικο(χοντρικά μιά 20ετία) ,βιώνεται σα σταματημένος χρόνος, όπου αυτά που συνέβαιναν στη διάρκειά του να αποτελούν σταθερές στάσεις. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και πως μπορούμε να συγκρίνουμε/κρίνουμε/ειρωνευόμαστε σημερινές καταστάσεις με αυτό που αυτοί/ές που τους ονομάζουμε ρεμπέτες/ρεμπέτισσες ήταν στη διάρκεια της νεότητάς τους και κάτω από πολύ συγκεκριμένες πολιτικο-οικονομικές συνθήκες.

Θα σπάσω το θέμα του τίτλου σε τέσσερα κομμάτια και θα προσπαθήσω, με συντομία, ν΄αγγίξω τέσσερα θέματα που, το καθένα με το τρόπο του και με μιά ευρύτερη έννοια, εφάπτονται του θέματος της γλώσσας και συμπεριφοράς της μαγκιάς.

1.        Πώς μιλούσαν οι μάγκες;
2.        Αυτο-αμυντικές  φράσεις στη δισκογραφία
      3.    Οι Μικρασιάτες ένιωθαν μιά πολιτιστική ανωτερότητα απέναντι στους
             Ελλαδίτες.
      4.   Αυτοτραυματισμοί


1. Πώς μιλούσαν οι μάγκες;


     Η μαγκιά, αν και είχε παλιότερες καταβολές, άνθισε και εξαπλώθηκε κυρίως στα μέσα της δεκαετίας του ΄20 και του ΄30. Ήταν, κατά τη γνώμη μου, και ένα είδος μόδας που εξαπλώθηκε γρήγορα στους νέους. Αρκετά συγκεκριμένο ντύσιμο, πιό συγκεκριμένος, για πολλούς απ΄αυτούς, τρόπος ζωής, συμπεριφοράς και χειρισμού της γλώσσας. Αν σας ενοχλεί ο χαρακτηρισμός ”μόδα”, θυμίζω πως και ο Νίκος Μάθεσης το 1969  εκφράστηκε έτσι (”ο Πειραιάς τότε ήτανε μικρός και το μαγγιλίκι της μόδας”- Ηλίας Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα Τραγούδια, Νίκος Μάθεσης, Απομνιμονεύματα(σημ. ορθογραφία του Μάνεση), Ιανουάριος 1969, σελ. 263)

 (Περισσότερα για τον τύπο του μάγκα μπορείτε να διαβάσετε στο blog elkibra-rebetiko.blogspot.com, βρίσκοντας στο Αρχείο την ένδειξη μάγκας λήμμα ΛΕΞΙΚΟΥ (1)).


Οι βασικές πηγές μας σχετικά με τη μαγκιά είναι κύρια φωτογραφίες, η δισκογραφία, γραπτές περιγραφές και σχεδόν μηδενικά δείγματα στη λογοτεχνία. Οπτικές και ακουστικές, επίσης ελάχιστες. Οι οπτικές είναι, δυστυχώς, μόνο αυτές που έδωσε ο ελληνικός κινηματογράφος, κάτι που προσωπικά δε το θεωρώ πηγή. Πρόκειται για μιά εξογκωμένη (για να βγάλει γέλιο) και ειρωνική στάση των σεναριογράφων και σκηνοθετών, απέναντι σε κάτι που δε το καταλάβαιναν και αδιαφορούσαν. 

Ο ελληνικός κινηματογράφος ασχημόνησε απέναντι σ΄αυτό το φαινόμενο, χάνοντας ο ίδιος απ΄αυτό. Δε θα περιμέναμε βέβαια να πάρουμε μιά εικόνα του μάγκα βλέποντας την ταινία ”Οι παπατζήδες” ή το Μίμη Φωτόπουλο και το Γιάννη Γκιωνάκη, όταν έπαιξαν τέτοιους ρόλους. Την πιό πειστική και ανθρώπινη εικόνα την έδωσε ο Νίκος Ρίζος, χωρίς να μιλάει μάγκικα, στο ”Ποντικάκι” (1954), σε σενάριο του Νίκου Τσιφόρου και Γιώργου Ασημακόπουλου. Ίσως και ο Γιώργος Φούντας στο ρόλο του Μίλτου, μάγκα-ποδοσφαιριστή-λαϊκό παλληκάρι στη ταινία ”Στέλλα”.


Ακόμα μιά παρωδία του αργού τρόπου μάγκικης εκφοράς του λόγου μπορείτε να δείτε στη συμπαθητική ταινία "Της νύχτας τα καμώματα" (1957)





Αν περάσουμε στη δισκογραφία, δε θεωρώ πως τα διάφορα ”επιθεωρησιακά με διαλόγους (Πέτρος Κυριακός κλπ.) μας δίνουν, πέρα από λαογραφικό υλικό και άλλες σημαντικές πληροφορίες, μιά εμπιστεύσιμη εικόνα.
Τότε, τί απομένει;
Μόνο το γνωστό, μικρό δείγμα από τη φωνή του τίμιου και ευθύ Βαγγέλη Παπάζογλου, ενός απ΄τους πιό σημαντικούς συνθέτες της Σμυρνέικης σχολής, δίνουν ένα σαφές παράδειγμα εκφοράς του μάγκικου τρόπου ομιλίας. Μιλάω για το τραγούδι ”Η φωνή του ναργιλέ” (Πέντε χρόνια δικασμένος)(1934). Στο διάλογο που προηγείται του τραγουδιού ακούμε το Β. Παπάζογλου που, με τη γνωστή καυστική και πικρή ειρωνεία του και χωρίς να προσποιείται ή να θεατρινίζει, εισάγει το τραγούδι μαζί με το Στελλάκη Περπινιάδη.






 Κάτι παραπλήσιο κάνει τη μοναδική φορά που τραγούδησε (πάλι μαζί με το Στελλάκη), στο ”Τεχνίτης και κατεργάρης” (1934). Ακόμα, τον αργόσυρτο χαιρετισμό ”γειά σου Μάρκο δερβίση με τις πενιές σου τις έξυπνες” από τον Κώστα Σκαρβέλη, στο τραγούδι του Μάρκου Βαμβακάρη, ”Όταν με βλέπεις και περνώ”(Ιούλιος 1934) 





και κάποια ακόμα μικρο-δείγματα , πχ. με τη μάγκικη φωνή του Στράτου Παγιουμτζή, διεσπαρμένα εδώ κι εκεί.

Οι γυναίκες; Έχουμε λοιπόν τη μαγκιά, έχουμε και τη δισκογραφία που, στη συντριπτική της πλειοψηφία, μιλάει για τον έρωτα με τις γυναίκες. Οι γυναίκες; Τί ξέρουμε γι αυτές; Αυτές που νταλαβερίστηκαν με τη μαγκιά πώς μιλούσαν; Να κάτι που δε μας έχει απασχολήσει ακόμα. Ακολουθούσαν άραγε κάποιο παράλληλο τρόπο ομιλίας; Αφού πιά υπήρχαν, σύμφωνα με τα λεγόμενα και τους στίχους των τραγουδιών, τόσες μάγκισσες, λεβέντισσες, ντερβίσαινες, μερακλούδες, πως και δεν υπάρχουν κάποια παραδείγματα στη δισκογραφία; Ή στα επιθεωρησιακά, όπου οι γυναίκες παίζουν πάντα το ρόλο του πονηρού κοτόπουλου;
Ένα και μοναδικό παράδειγμα νομίζω πως έχουμε. Μιά απ΄τις δυό γυναικείες φωνές που εισάγουν το τραγούδι ”Τα παράπονα της πλύστρας”(1936) του Δ. Σέμση με τη Ρόζα Εσκενάζι που λέγεται πως είχε γράψει τους στίχους. Εκεί ακούγεται το ”Ορίστε κι ένα φιγουρίνι που παρουσιάστηκε. Ας το διάλο από δω πέρα μωρέ...” , λέει η μιά φωνή σε, κάποιου είδους, μάγκικο τόνο που θα μπορούσαμε όμως να τον ακούσουμε κι απ΄την οποιαδήποτε σημερινή γυναίκα.



Ένα μικρό ψήγμα μαγκιάς υπάρχει σε κάποιους απ΄τους χαιρετισμούς της Ρόζας Εσκενάζι σε άλλα τραγούδια, όταν επιμηκύνει το τελευταίο φωνήεν μιάς λέξης.

Αυτά μόνο. Κανείς απ’ τους παλιούς δε περίγραψε κάποια μάγκισσα, ούτε και τους ρώτησαν. Ούτε φωτογραφίες με γυναίκες με τραγιάσκες που αναφέρει ο Μάρκος, και ο Πέτρος Κυριακός, ούτε τίποτε άλλο. Υπήρχαν τέτοια δείγματα αλλά εξαφανίστηκαν, πετάχτηκαν. Είτε απ΄τις ίδιες, είτε απ΄τους συγγενείς που ντρέπονταν...

Ψάχνοντας να βρούμε κάποια εικόνα μιάς μάγκισσας καταλήγουμε στο... 1961, στη κινηματογραφική ταινία ”Ο σκληρός άντρας” σε σενάριο του Γιάννη Νταλιανίδη...
Εκεί βλέπουμε τη Σπεράντζα Βρανά που παίζει το ρόλο μιάς πόρνης και μιλάει μάγκικα.






 (Παρένθεση 1) -ο αυτόματος συνειρμός όσων δε κατάλαβαν ποτέ το ρεμπέτικο είναι πως το θηλυκό γένος του ουσιαστικού μάγκας είναι η πόρνη).


(Παρένθεση 2. – παρεπιπτόντως, αναφέρω ότι στη μετα-βιομηχανική και ”απελευθερωμένη” Σουηδία, αποτελεί καθημερινή πραγματικότητα να αποκαλούν οι νεαροί αρσενικοί στα σχολεία τις συμμαθήτριες τους πουτάνες, όταν δοκιμάζουν περισσότερες από μιά σχέσεις...) 


H Λούλα η ντερβίσαινα λοιπόν, όπως λέγεται η πόρνη, αραδιάζει ότι ήξερε και δεν ήξερε ο Γιάννης Νταλ από μάγκικες λέξεις και εκφράσεις, και είναι βαρύτερη κι απ΄τον πιό βαρύμαγκα. Άλλη μιά γελοιοποίηση στο βωμό του εύκολου γέλιου.
Πέρα απ΄όλ΄αυτά, η Σπεράντζα Βρανά ήταν πάντα απόλυτα πειστική στους ρόλους που δοκίμασε τον εαυτό της.

Τέλος, οι στίχοι από ένα τραγούδι, απ΄αυτά που οι νεαρές θιασώτριες του Ρεμπέτικου αποκαλούν ”φεμινιστικά”. Είναι το ”Θέλεις να σε πιάσω φίλο” (1949) του Α. Καλδάρα, τραγουδισμένο από την πολύ φίνα Σούλα Καλφοπούλου. Ο Καλδάρας επιστρέφει στο γνωστό παλιό μοτίβο της ”απελευθερωμένης”, δυτικοποιημένης πιά, γυναίκας που επιβάλλει όρους για να πουληθεί...



Θέλεις να σε πιάσω φίλο

Θέλεις να σε πιάσω φίλο, κοίτα πως θα ξηγηθείς
Ότι κάνω κι ότι λέω, δε θα μου μιλάς,
κάθε κέφι μου και γούστο δε θα το χαλάς.

Πείσματα και κουτσουκέλες, στο δηλώνω, δε μασώ.
Πάντα σα τρελός θα κάνεις για τα λούσα μου,
στη φωτιά θα πας να πέφτεις για τα γούστα μου.

 Θά΄σαι φίνος καβαλιέρος, τσέντλεμαν και τρυφερός.
 Άλληνε δε θα κοιτάζεις και δε θα μιλάς,
 και τα φράγκα μοναχά για μένα θα χαλάς.

H αργκό των ρεμπέτηδων είναι, φωνητικώς, η ωραιότερη νεοελληνική διάλεκτος. Οι ρεμπέτες μιλάγανε αργά και συλλαβιστά, προσθέτοντας φωνήεντα και συλλαβές σε πολλές λέξεις”, σημείωνε σωστά ο Ηλίας Πετρόπουλος.

Αν δούμε το θέμα με μιά ψυχρή λογική και έξω από συναισθηματισμούς, επρόκειτο για ένα είδος ανδρικού ”θεάτρου”, μιά ”μάσκα” που φοριόταν σε περιστάσεις που χρειαζόταν για να δηλώσει σκληράδα και μιά επικρεμάμενη απειλή. Αν διαφωνείτε, δοκιμάστε την παρακάτω σκέψη. Ένας αλλιώτικος τρόπος εκφοράς του λόγου μπορεί να υιοθετηθεί κάποια στιγμή της νεότητας και να παραμείνει. Αυτοί όμως οι παλιοί μουσικοί ρεμπέτες που μίλησαν αργότερα δεν φαίνονταν να είχαν κρατήσει τίποτα απ΄αυτό που λέμε μαγκίτικο τρόπο ομιλίας. Υποχώρησε από μόνος του; Τον βάλαν υπό ερωτηματικό και τον ανέστειλαν γιατί νιώθαν πως δεν ”άρμοζε” πλέον; Ντρεπόντουσαν; Δώστε εσείς στον εαυτό σας μιά απάντηση.

Ο Ηλ. Πετρόπουλος είχε γράψει, με το συνηθισμένο του μπερδεμένο τρόπο, πως ”Υπάρχει ένα περίεργο φαινόμενο: όσο ο Ρεμπέτης ανεβαίνει στην ιεραρχία της Φάρας του, τόσο και εγκαταλείπει την αργκό”. Αμέσως μετά όμως πηδάει πίσω στο χρόνο και συνεχίζει ”Ο τσιρίμπασης δε μιλάει ποτέ του στην αργκό” (προφανώς εννοεί αυτούς που έκαναν το τσιρίμπαση, –α λα γκρέκα - ,μέσα στη φυλακή).
Το θλιβερό συμπέρασμα είναι ότι φαίνεται πως, όπως και τα χρήματα, όλα τα ξεπλένει ο χρόνος, οι επιδράσεις της ζωής που αλλάζει, η ωρίμανση ή και ο ”καθωσπρεπισμός”...

Σα δευτερεύουσα πληροφορία, ο Βαγγέλης Παπάζογλου, ο Γρηγόρης Ασίκης και ο Σπύρος Περιστέρης ήταν οι τρεις συνθέτες που μετέφεραν τις πιό πολλές αργκοτικές λέξεις της μαγκιάς μέσα στα τραγούδια τους.


2. Αυτο-αμυντικές φράσεις

Ονομάζω έτζι καθημερινές φράσεις που δεν ανήκαν στην τρέχουσα μαγκιά αλλά τις οικειοποιήθηκε γιατί ταίριαζαν στον τρόπο ζωής της. Είναι φράσεις που λέγονταν (και λέγονται ακόμα) μπροστά σε ανυπέρβλητες δυσκολίες, σε στιγμές πείσματος, κεφιού, ερωτικών αντιζηλιών και αψιμαχιών. Πολλές απ΄αυτές κουβαλούν πίκρα, παράπονο και εγκαρτέρηση.
Το ότι ήταν (και είναι πλατιά διαδομένες καταδεικνύει τους δυνατούς ψυχολογικούς μηχανισμούς του ελληνικού λαού, μηχανισμούς που χτίστηκαν εξαιτίας των συνεχών οικονομικών δυσκολιών και κοινωνικών περιπετειών.

Μόνο αν είναι κανείς, εκ των προτέρων, αρνητικά διατεθειμένος, δε καταλαβαίνει ή δε θέλει να καταλάβει, μπορεί να κακολογήσει τους λαϊκούς ανθρώπους και το Ρεμπέτικο για τη χρήση αυτών των φράσεων. Ουσιαστικά, δείχνουν ψυχική υγεία, φιλοσόφιση του ανθρώπινου βίου και δύναμη, βοηθώντας τα άτομα να λειτουργήσουν εκτονωτικά. Βέβαια, στο μήκος του χρόνου, δημιούργησαν μιά νοοτροπία εγωισμού και αδιαφορίας που οδήγησε, με τον τρόπο της, και σ΄αυτά που περνάμε σήμερα...

Το 1911 και ενώ η Οθωμανική αυτοκρατορία καταρρέει, ένας τραγουδιστής που τίποτα δε ξέρουμε γι αυτόν, ο Γιάγκος Ψαμάθιανης, εγγράφει το Μανέ Σμυρνέικο με ”τολμηρούς” στίχους. Ξαφνικά, ο τραγουδιστής αναφωνεί, ”επιτέλους, στ΄αρχίδια μου!”.



Η φράση αυτή έχει επιζήσει ως τις μέρες μας και όχι μόνο κυκλοφορεί ευρύτατα αλλά έχει συμπληρωθεί, στο όνομα της ισότητας των φύλων (…) και από τη γυναικεία έκδοση. Ακόμα κι αν, ίσως, ηχεί αιχμηρά, αποτελεί κι αυτή μιά αυτο-αμυντική φράση.
Μέσα στα μικρασιάτικα και τα Ρεμπέτικα υπάρχει μιά μεγάλη σειρά από τέτοιες φράσεις που λειτουργούσαν σαν ασφαλιστική δικλείδα όταν το ρόδι κινδύνευε να εκραγεί.
Να μερικά παραδείγματα:

 ας γίνουν όλα στάχτη , γλέντα και πίνε κι ότι βγειέξω/όξω φτώχεια,  έχει ο Θεόςκομμάτια να γίνει , ότι έχω ας τα χάνω , ρίξτο στο δε βαριέσαι , φούρνος να μην καπνίσει.


Και τέτοιες φράσεις είναι η πραγματική ουσία αυτής της μουσικής που τη λέμε Ρεμπέτικο. Αυτή ακριβώς η ουσία που δε συζητιέται γιατί είναι δυσάρεστη. Γιατί όλα τ΄άλλα, τα μαγκίτικα, τα νταηλίκια, τα ζουνάρια, το ένα και το άλλο, είναι απλά και μόνο η εξωτερική όψη, η επιφάνεια.  Πίσω απ΄αυτήν, πίσω απ΄την ανεμελλιά των νιάτων (γιατί τα Ρεμπέτικα ήταν τραγούδια της νεότητας), που ήταν πολύ σύντομα, βρισκόταν ένας κόσμος που έψαχνε να βρει που ν΄ακουμπήσει, πως θα είναι το αύριό του που δε τό΄βλεπε. Γιατί όπως έλεγε κι ο ποιητής, ”όταν λες αύριο είναι σα να θέλεις να παρηγορήσεις κάποιον”. Κι επειδή δε μπορούσε να δει το αύριο, έπεφτε απελπισμένα στο, με όλα τα μέσα, γλέντι του σήμερα.


Να, οι στίχοι ενός μικρασιάτικου τραγουδιού που εκφράζουν το παράπονο απ΄τη ζωή και την απόδραση απ΄αυτήν.



Σεβνταλής (1930)
σύνθεση Δημ. Σέμση
τρ. Γιάννης Αδαμαντίδης (Νταλγκάς)

Ε ρε ψεύτικε ντουνιά
άτιμε κρυφέ φονιά,
μέρα νύχτα θα μεθώ,
ώσπου να σ΄εκδικηθώ

Δε τα θέλω τα λεφτά,
έχω στο λουλά σεβντά,
και σαν θες έλα να ιδείς
πως γλεντάγει ο χασικλής

Θα στα κάνω όλ΄αυτά
να με στείλεις πιό μπροστά
στον απάνω τον ντουνιά
νά΄βρω άλλη συντροφιά.

Στον λεβέντικο χορό
τη ζωή μου να περνώ.
Ο νταλκάς και το χασίσι
κάνει έμορφο μεθύσι.

Στο ζεϊμπέκικο χορό
τη ζωή μου θα γλεντώ.

Από τέτοιους στίχους, ειδωμένους με μυωπικά γυαλιά, έχει χτιστεί η γραφική μυθολογία για το Ρεμπέτικο. Η πρώτη στροφή, μέσα στην απλότητά της, είναι ενδεικτική για το πως ένιωθαν και πως έβλεπαν τη γύρω κατάσταση. Όσο για το ”δε τα θέλω τα λεφτά”, πολλές τέτοιες διακηρύξεις κάνουν οι άνθρωποι όταν δεν έχουν τις ευκαιρίες και είναι νέοι.  Η άποψη πως ”οι ρεμπέτες δεν αγαπούσαν τα λεφτά”, χτισμένη από διάφορους, με από σκοπού επιλεγμένους στίχους τραγουδιών, αποτελεί όνειρα θερινής νύχτας. Όλ΄αυτά είχαν διάρκεια όσο το ”όνειρο” κρατούσε. Μετά, ξεχάστηκαν όλ΄αυτά ή μετάνιωσαν. Άραγε τι σκεφτόταν γι αυτό ο Μάρκος Βαμβακάρης όταν γύριζε με το γιό του στις ταβέρνες και έπαιζε για πενταροδεκάρες, ή όταν χρειαζόταν 200 δρχ, για να πάει στην Ικαρία και δε τις είχε;

Διαβάστε το παρακάτω. Ένα απόσπασμα δανεισμένο από κάποιον σύγχρονο Έλληνα που έγραψε στο blog RAMNOUSIA, έν έτει 2010, όταν η οικονομική πίεση μεγάλωνε στην Ελλάδα.

”Αυτές τις μέρες είμαι ως συνήθως άφραγκος. Δηλαδή για να στο πω κι αλλιώς ,νιώθω πως το momentum δεν είναι κατάλληλο για να παραγγείλω από το ιντερνέτ μπότες από δέρμα σαλαχιού και τέτοια. Όχι ότι αν μου τις χάριζες θα τις φορούσα, αλλά τέλος πάντων, με καταλαβαίνεις. Δεν πεινάω, δεν κρυώνω, δεν είμαι βρεγμένος όταν βρέχει κι έχω ακόμη στο πίσω μέρος του μυαλού μου ένα παγωμένο ποτήρι Pappy Van Winkle να με περιμένει στις όχθες του Μισισιπή. Εκεί που οφείλει να καταλήγει κάθε έντιμο ταξίδι. 
Φαντάζομαι όμως πως έχει περισσότερη πλάκα να είσαι άφραγκος αυτήν την εποχή. Θέλω να πω, σκεφτείτε ένα σκηνικό εντελώς διαφορετικό, μια κοινωνία σε οργασμό, με μισθούς και συντάξεις στα ύψη, με ευκαιρίες για κέρδη παντού και μια ευημερία πρωτόφαντη σε οργανωμένες ανθρώπινες κοινωνίες. Υπό τέτοιες συνθήκες φαντάζομαι πως
 θα ήταν πιο δύσκολο να βρω δικαιολογίες όταν έβγαινα στη γύρα για δανεικά. Άσε που το μεράκι είναι παιδί του πόνου και φοβάμαι πως σε μια ιδανική κοινωνία, οι κεφτέδες θα ήταν λιγότερο πικάντικοι για μας τους καλλιτέχνες. Και χωρίς κεφτέ τίποτα δε γίνεται σωστά…”


Ας αντικρύσουμε σύντομα και την άλλη πλευρά της ”γλώσσας” της μαγκιάς, τη σκοτεινή. Ανασύρω μιά κλασσική περίπτωση ενός, αρχικά, ανέμελλου πλουσιόμαγκα, του πολύ Νίκου Μάθεση (1907-1975) και δίνω δύο παραδείγματα στίχων που έγραψε και γίναν τραγούδια. Ένα απ΄τα ανέμελλά του ήταν το,

Του Πειραία το αλάνι 
(1935)στίχοι Νίκου Μάθεση (όταν ήταν 28 χρονών)
σύνθεση Δ. Μπαρούση (Λορέντζου)τρ. Ρόζα Εσκενάζι

Στον Περαία το λιμάνι
μου συστήσαν έν΄αλάνι
τζογαδούρα και στιβάλι
και μεταξωτό ζουνάρι


Αλάνι μες την παραλία,
χρόνια μες την αμαρτία,
μπαγλαμάς και το μπουζούκι
δεν του λείπει το τσιμπούκι


Φουμάρει όλο και μεθάει
όμορφα, χωρίς να σπάει
κι αν του λάχει να μαλλώσει,
δεν του νοιάζει να σκοτώσει


Να αυτό είναι το αλάνι,
του Περαία το αλάνι,
βερεσέ άμα τα πίνει,
τα ξεχνάει, δε τα δίνει.






Ο Νίκος Μάθεσης, πρώτος αριστερά, το 1935 (τη χρονολογία του τραγουδιού)

Το άλλο, ίσως το πιό μαύρο τραγούδι της δισκογραφίας, τό΄γραψε όταν ήταν 44 χρονών και είχε δει το αδιέξοδο. Οι στίχοι κάνουν μπαμ ότι αφορούν τον εαυτό του.




Ψεύτικε κόσμε (1951)
(Με λεν μπεκρή και άσωτο)
στίχοι Νίκου Μάθεση
σύνθεση Σταύρου Τζουανάκου
τρ. Σ. Τζουανάκος

Με λεν μπεκρή και άσωτο
και ότι τους καπνίσει,
μα δεν εύρέθηκε κανείς
να με παρηγορήσει.

Είχα λεφτά και έδινα,
τα έφαγα και πάνε
κι οι φίλοι τώρα γίνανε
φίδια για να με φάνε.

Ψεύτικε κόσμε και ντουνιά
και σάπια κοινωνία
τώρα που σε κατάλαβα,
μου φέρνεις αηδία.




Ο Νίκος Μάθεσης πάλι, το 1951 (χρονολογία του τραγουδιού)
                     αριστερά, δίπλα στο Β. Τσιτσάνη στου Χειλά. Απέξω χαμόγελα
                     κι από μέσα μαυρίλα...




3.  Αυτοτραυματισμοί


Από το βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου
Ρεμπετολογία. Σκίτσο Α. Καναβάκη



Προκειμένου να καταλάβουμε κάτι που δε το έχουμε ζήσει και για να μη παρασυρόμαστε σε γραφικότητες, είναι μιά καλή μέθοδος, μέχρι ενός σημείου, το να συγκρίνουμε παλιότερες καταστάσεις με γνωστές μας σημερινές. Μιά σκέψη που έχει κάποια σχετική χρήση. Για το θέμα του αυτοτραυματισμού όμως, στην τότε μαγκιά, συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Κάθε σύγκριση ή προσπάθεια κατανόησης της πράξης αυτής μέσα από σημερινά δεδομένα, μας βγάζει εκτός θέματος.

Ο σημερινός ορισμός για το φαινόμενο είναι,
  
Ο αυτοτραυματισμός είναι μία κίνηση σωματικής βλάβης του εαυτού από πρόθεση, χωρίς όμως να στοχεύει στην αυτοκτονία. Εκδηλώνεται με κοψίματα, εγκαύματα, γρατζουνιές, χτυπήματα, ξερίζωμα των μαλλιών ή ακόμα και σπάσιμο των οστών, που προκαλούνται από το ίδιο το άτομο στον εαυτό του. 


Ο αυτοτραυματισμός ενός παλιού μάγκα ήταν κάτι τελείως άλλο.
Η σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία αποστραγγίζει τα μέλη της, εκτοπίζει απ΄τους κόλπους της τα άγρια πάθη και τρέμει τις βίαιες πράξεις. Εξωτερικά, τα καταφέρνει. Οι εσωτερικοί δαίμονες όμως συνυπάρχουν με την ανθρώπινη φύση και μόλις βρουν την ευκαιρία ορμάνε έξω.
Κανείς δε ξέρει τι περνάει ο διπλανός του. Η επίδραση του αλκοόλ, οι διάφορες ουσίες, πολλές φορές στα καλά καθούμενα, ο άλλος εκρήγνυται και...
Μπορεί τέτοιες πράξεις να καταπιέζονται και να απωθούνται αλλά, οι κινητήριες δυνάμεις παραμένουν ανέπαφες και έτοιμες για τη γενική συσκότιση του πνεύματος.


Οι παλιότερες παραδοσιακές ιαματικές πρακτικές έχουν υποχωρήσει και αντιμετωπίζονται με χαμόγελα ειρωνείας από το σημερινό άνθρωπο. Σκεφθείτε, για παράδειγμα, τις βδέλλες που βάζαν οι μπαρμπέρηδες στο λαιμό των ηλικιωμένων πελατών για να τους κατεβεί η πίεση. Οι βδέλλες ήταν ένα πρόχειρο μέσον αφαίμαξης (σε περιπτώσεις κυρίως συμφόρησης). Δίπλα στα φιαλίδια με το οινόπνευμα και τη φτηνή κολώνια, υπήρχε και ένα ευρύστομο γυάλινο βάζο, μέσα στο οποίο κολυμπούσαν οι παχιές και σκουρόχρωμες βδέλλες).


Θα χωρίσω το θέμα σε δυό βασικές κατηγορίες.


1. Αυτοτραυματισμός, παρουσία άλλων, από προσωπικό μεράκι (εναλλακτικά, με
μικρότερες ή μεγαλύτερες διαθέσεις ”επίδειξης”, ή και από ψυχικό ξεχείλισμα)
και,
2. αυτοτραυματισμός άνευ κοινού που λειτουργεί αυτο-λυτρωτικά για να απαλλαγεί το άτομο από εσωτερικά φορτία ή  το βρασμό ψυχής που το οδηγεί στο χτύπημα ενός άλλου προσώπου.


 Να παίρναμε σα δεδομένο ότι ο αυτοτραυματισμός συνεπάγεται μυαλό ζαλισμένο από αλκοόλ; Άλλοτε ναι, και άλλοτε ίσως όχι.


Να, ένα παράδειγμα από τη Θεσσαλονίκη του 1950, μεταφερμένο από ένα παλιό φίλο που ήταν κρυμένος μάρτυς.


Ξημερώματα στη προσφυγική συνοικία Καραγάτσι. Η γιαγιά του φίλου έχει βγει στο κηπάκι της να πιεί το πρωινό της καφέ. Μιά σιγανή φωνή ακούγεται έξω απ΄τη καγκελόπορτα. Είναι ένας μεθυσμένος μάγκας, γνωστό πρόσωπο της συνοικίας, που ξημεροβραδυάζεται στις ταβέρνες. Ρωτάει αν μπορεί να μπει, η γιαγιά του ανοίγει και τη παρακαλεί να του ψήσει ένα καφεδάκι. Ο φίλος ξυπνάει και παρακολουθεί τη σκηνή πίσω απ΄τις γρίλλιες του παράθυρου που βλέπει στο κήπο. Η γιαγιά πάει στη κουζίνα, ο μάγκας κάθεται σ΄ένα χαμηλό σκαμνάκι. Κόβει ένα μικρό κλαδάκι βασιλικού απ΄τη γλάστρα, βγάζει ένα μαχαίρι απ΄τη κάλτσα του και χαράζει προσεκτικά το πίσω μέρος του ποδιού. Χώνει το κλαδάκι μέσα, δένει το μικρό τραύμα με το μαντήλι του και κατεβάζει πάλι το μπατζάκι του παντελονιού.


Μιά πράξη χωρίς θεατές. Άσκοπο να την εξηγήσει κανείς με κρύα λογική.



εικόνα Κώστα Λαδόπουλου


     3. Το αίσθημα πολιτιστικής ανωτερότητας των Μικρασιατών απέναντι στους
     Ελλαδίτες.


2011. Τί μας ενδιαφέρει αν οι Έλληνες Μικρασιάτες που ήρθαν το 1922 ένιωθαν κάποια πολιτιστική ανωτερότητα απέναντι στους γηγενείς; Ποιός ασχολείται με τέτοια ξεπερασμένα πράγματα, ιδιαίτερα τώρα που η Ελλάδα, ακόμα μιά φορά, βράζει;
Για ν΄αντικρύσω το μέλλον σκαρφαλώνω στους ώμους των προγόνων μου, είπε κάποιος. Δεν είναι όμως ο μόνος λόγος. Στη χώρα μας μένουν ένα σωρό άνθρωποι –πόσοι τελικά;- από άλλες κουλτούρες που μεταφέρουν παραπλήσιες στάσεις απέναντί μας. Πέρα απ΄αυτό, βρισκόμαστε, ίσως, μπροστά σε μιά νέα περίοδο μετανάστευσης Ελλήνων, κυρίως νέων, προς χώρες του εξωτερικού. Τα παιδιά σας, εκεί που θα πάνε, θα μεταφέρουν μαζί τους αυτό το σύνδρομο.

Πολιτιστική ανωτερότητα μπορεί να νιώθει κανείς λόγω της μακραίωνης ιστορίας της πατρίδας του, ή λόγω της ανάπτυξής της, ή και μονάχα σα ψυχολογικό μηχανισμό αυτο-άμυνας μπροστά σε κάτι καινούριο που απειλεί το Εγώ μας.

Το προσφυγικό στοιχείο είχε τους πρώτους χρόνους σχεδόν αυτο-απομονωθεί στους συνοικισμούς, γλείφοντας τις νωπές πληγές του. Είχαν προσεκτικές σχέσεις με τους ντόπιους και προτιμούσαν να παντρεύονται μεταξύ τους.
Ας αναλογιστούμε ότι οι πρόσφυγες αποτέλεσαν το 40% του πληθυσμού της Αθήνας και το 25% στον Πειραιά. Όπως ήταν φυσικό, δημιουργήθηκαν δυσάρεστες καταστάσεις. Οι υγιείς μερίδες του ελληνικού κράτους κάναν ότι μπορούσαν για να βοηθήσουν τη κατάσταση, συνεπικουρούμενες και από διεθνείς οργανισμούς, κύρια αμερικάνικους. Η αδυναμία όμως ψύχραιμης και ξεκάθαρης ανάλυσης των γεγονότων από το μέσο Έλληνα, έβγαλε στην επιφάνεια μιά αντιπάθεια. Απ΄την άλλ μεριά οι οι πρόσφυγες, σε κατάσταση άμυνας, ήταν έκπληκτοι μ΄αυτά που αντικρυζαν και χαρακτήριζαν τους Ελλαδίτες  χωριάταρους, βλάχους κλπ.


http://psychanaptyxis.blogspot.com/2010/03/22.html Πόντος και αριστερά, περί της εχθρότητας


Ξέρουμε ότι υπήρξαν ακόμα και θανατηφόρες συγκρούσεις στην ύπαιθρο που αφορούσαν τις ανακατανομές κτημάτων που έγιναν η αιτία για να ξεσπάσει ο ερεθισμός των γηγενών. Για τις μεγάλες πόλεις, Αθήνα και Πειραιά, δεν υπάρχουν στοιχεία. Θα ήταν ολωσδιόλου απίθανο να μην υπήρχαν, έστω μικροσυμπλοκές.

Θα αναφέρω ένα τραγούδι που είναι το μοναδικό που αφήνει να φανεί καθαρά η αντιπαράθεση ανάμεσα στους δυό κόσμους. Είναι το ”Το μπαγλαμαδάκι πάψε”(1932), σύνθεση, στίχοι και τραγούδι του Κων/τη σεβνταλή και πολυτάλαντου Αντώνη Διαμαντίδη (Νταλγκά)



Να, οι στίχοι:


Το μπαγλαμαδάκι πάψε, μάγκα μερακλή
γιατί βάρεσαν στη ζούλα κάποιον χασικλή.

Ήτανε παιδί τζεμάλι, φίνος στο λουλά
και τον εζηλεύαν όλοι μες στη γειτονιά.

Πέντε μαχαιριές του δώσαν, λέει, για μια Σμυρνιά
δυο νταήδες Πειραιώτες μες στην Κοκκινιά
και τον κάνανε μαντάρα οι ντερβίσηδες
και στην πιάτσα βγήκαν τώρα άλλοι ασίκηδες.

Απ’ τις μαχαιριές θα γιάνει, βλάμηδες θα ρθεί
να σας εύρει, βρε νταήδες, και να ξηγηθεί
τότε, ρε, θα δείτε, μάπες, τι θα πει καρδιά
τίνος μάνα θε να κλάψει μες στην Κοκκινιά


Ρυθμός και στίχοι, σε απόλυτη συνοχή, αποπνέουν βαρύ θυμό. Ονομάζει τους δράστες ντερβίσηδες , που θεωρούνταν θετική ιδιότητα, αλλά τους πετάει μετά τη λέξη μάπες που είναι καθαρά υποτιμητική. Ξεχωρίζει τους Πειραιώτες απ΄τους Κοκκινιώτες και βγάζει μιά απειλητική κραυγή αντεκδίκησης ενάντια στη προσβολή απέναντι στους συμπατριώτες του, αφήνοντας καθαρά να φανεί το αίσθημα της πολιτιστικής ανωτερότητας.
Φαίνομαι σίγουρα υπερβολικός με το να υποστηρίζω κάτι τέτοιο, χρησιμοποιώντας απλώς τους στίχους ενός τραγουδιού. Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες και παραδείγμα-
τα, αλλά ξεπερνούν τα όρια αυτού του σημειώματος. Θα παραθέσω μόνο ένα μικρό απόσπασμα από μιά σημαντική εργασία του Nicholas G. Pappas με τίτλο, Concepts of Greekness: The Recorded Music of Anatolian Greeks after 1922.

”… They arrived (σημ. οι πρόσφυγες) in Greece, therefore, surprised to find their Greek compatriots, even in the urban centers, still bound to rural δημοτικά and κλέφτικα – songs of the1821 revolution and folk tunes that bore little relevance to urban life. At the same time, they encounterd the upper classes clinging to a more western influence with operettas, καντάδες, conventional tangos, and foxtrots the fashion. At the other hand of the social spectrum, they heard the poor and destitute playing stringed instruments similar, but not identical, to those they had themselves brought with them from Anatolia and singing crudely crafted songs about social dislocation and drug dependency... “Renée Hirschon argues persuasively that the collective memory of the refugees served to emphasize a separate identity, built as it was from common recollections of the Ottoman past. This sense of separateness had, in Hirschon´s words, “a distinctly cultural dimension” that was based on a steadfast conviction of cultural superiority and eclecticism unknown to the dópii




το κείμενο αφιερώνεται στη μνήμη του Σ.Α


Γειά σου ρε Σ.Α. καλέ μου φίλε, εκεί στην άλλη διάσταση που βρίσκεσαι...
(ο Σ.Α. χρησιμοποιούσε ομπρέλα, παρόλ΄αυτά τα γραφικά
που λέει ο μακαρίτης Ηλίας ο Πετρόπουλος)...




Κώστας Λαδόπουλος, Στοκχόλμη, 2011


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου