Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2009











O Xιώτης, το τετράχορδο, τα "σαλόνια" 
και η "ανάπτυξη"...





Προειδοποίηση

Οι σκέψεις που θ΄ακολουθήσουν είναι αιχμηρές. Μπορεί να θεωρηθούν ανάποδες, ρομαντικές, ουτοπικές, εκτός πραγματικότη- τας και ότι άλλο... Θα ξεκινήσουν από το Μανώλη Χιώτη και θα καταλήξουν στο άγνωστο...


  Ο Μανώλης Χιώτης ήταν ένας Μεγάλος συνθέτης και Μεγάλος δεξιοτέχνης του μπουζουκιού. Αυτό το ξέρουν και το δέχονται όλοι/ες. Αυτοί που τον έζησαν από κοντά λένε πως ήταν καλό παιδί, σωστός με τους συνεργάτες του, ξηγημένος κλπ. Πολύ πιθανό να ήταν έτσι.

   Ο Μανώλης Χιώτης έκανε ένα μεγάλο, γιά την εποχή του, "τόλμημα". Πρόσθεσε μιά διπλή χορδή στο μπουζούκι και το έκανε και ηλεκτρικό, επιτρέποντάς του να "απογειωθεί" 
Κάποια στιγμή εγκατέλειψε τα παλιά του εξαιρετικά (για να μη πω αριστουργηματικά) ρεμπετοειδή τραγούδια του και πέρασε κάπου αλλού. Ακολούθησε τις "επιταγές" της εποχής του, τη στροφή δηλαδή της ελληνικής κοινωνίας μετά τον Εμφύλιο και συνέθεσε μιά μεγάλη σειρά από ελαφρά, κατά τη γνώμη  μου, τραγουδάκια-αηδίες που τα περισσότερα γίναν, όπως ήταν αναμενόμενο, μεγάλες επιτυχίες. Απευθύνθηκε σ΄ένα κόσμο που είχε ανάγκη να ξεχάσει και ήταν έτοιμος να ξεπουληθεί γι αυτό. Οι επιτυχίες του τραγουδήθηκαν και από τους "άλλους/ες", τους νερουλούς δηλαδή και νερουλές που πήγαιναν στα μαγαζιά που έπαιζε, γιά να θυμηθούν τη δική τους λαϊκή καταγωγή πλην, περιτυλιγμένη σε ζελατινοειδές σελοφάν.

   Θυμάμαι, σκαρφαλωμένος πάνω σ΄ένα κοτέτσι μαζύ με την υπόλοιπη τσακαλαρία δίπλα απ΄το θέατρο Ριάλτο, που τον έβλεπα να παίζει και να τραγουδάει με την τότε μούσα του Μαίρη Λίντα που είχε φορέσει "καλλιτεχνικό" όνομα, όπως πολλές της εποχής της.
Τον έβλεπα λοιπόν με το λαμέ κουστούμι του να προχωρά στη σκηνή, ενώ η Μαίρη Λίντα λικνιζόταν τραγουδώντας "Πάρε με στο τηλέφωνο", "Περασμένες μου αγάπες", "Ηλιοβασιλέματα" και θυμάμαι πως όλ΄αυτά δε μου λέγαν τίποτα. Όχι πως είχα καμιά συνείδηση ή τεκμηριωμένη άποψη τότε. Κουβαλούσα κι εγώ μπέρδεμα μέγα. Έβρισκα το τσα-τσα πολύ μονδέρνο, άκουγα αμερικάνικη μουσική, διάβαζα το περιοδικό Μάσκα με αστυνομικές ιστορίες, Batman, Spiderman κτρ. και,πάνω απ΄όλ΄αυτά, εκστασιάστηκα όταν είδα στον κινηματογράφο Κυψελάκι την ινδική ταινία "Γη ποτισμένη με ιδρώτα". 


Δεν ήμουνα ο μόνος. Το φιλμ αυτό ήταν το εναρκτήριο λάκτισμα γιά να γίνει η στροφή προς τα ελληνικά ινδοπρεπή τραγούδια. Στην πράξη αυτό σήμαινε πως κάποιοι πήγαιναν στην Ινδία, γύριζαν με μερικές εκατοντάδες δίσκους και διάφοροι έλληνες συνθέτες τα κατακλέβαν, φορώντας τους ελληνικούς στίχους ή, φτιάχναν παρόμοια, "εμπνευσμένοι" απ΄αυτά.
Τελοσπάντων, καταλαβαίνετε τι μπέρδεμα μ΄έδερνε και βέβαια, απέκρουα με βδελυγμία κάθε τι που είχε κλαρίνο κτρ.

   Πάμε πίσω στο Χιώτη. Ο άνθρωπος λοιπόν έκανε μιά μεγάλη καριέρα με πολλά σαχλοτράγουδα και δεν ήταν παράξενο. Είχε πιάσει το σφυγμό, τα δάχτυλά του τρέχαν σα δαιμονισμένα, όλοι τον θαύμαζαν. Άσε την πλειάδα των ελληνικών ταινιών όπου εμφανίστηκαν η Λίντα κι αυτός, εν μέσω γενικής σαχλαμάρας.




Κάπου κάπου, πετούσε και μερικά μικρά αριστουργήματα που έδειχναν πόσο μεγάλος είναι, ότι το ταλέντο υπήρχε μέσα του ανέπαφο, οι 
εξωτερικές ανάγκες όμως...

Όταν μιλάει κανείς έτσι γιά κάποιον που λατρεύεται κινδυνεύει να θεωρηθεί τρελός, υπερφίαλος ή, σ΄ότι αφορά τους ρεμπέτικους 
κύκλους, κολλημένος στο παραδοσιακό ρεμπέτικο και πως δεν άντεξε να παρακολουθήσει τους νεωτερισμούς του Χιώτη. Δε πρόκειται όμως γι αυτό. Πρόκειται γιά το ότι το πακέτο Χιώτη ήταν το κύριο βήμα προς το "θάνατο" μιάς παράδοσης που είχε άλλο χαρακτήρα κι άλλη 
λειτουργία. Είχε τη λειτουργία της παρηγοριάς και πέρασε στο 
χαρακτήρα της "λαμέ ψυχαγωγίας".
Ο άνθρωπος αυτος ήταν ένας εκπληκτικός μουσικός, αλλά οι παλιότε-ροι κρυστάλλινοι, συλλαβιστοί ήχοι του μπουζουκιού (ακόμα κι ενός άλλου δεξιοτέχνη σα τον Βασίλη Τσιτσάνη), που ήταν τυλιγμένοι με μεράκι και συναίσθημα, μεταβλήθηκαν απ΄τα δάχτυλά του σ΄ένα 
ορμητικό καταρράκτη δεξιοτεχνίας. Η δεξιοτεχνία είναι φλύαρη, 
αναιδής και παραμερίζει το συναίσθημα, ιδιαίτερα όταν 
χρησιμοποιείται από ανθρώπους με Υπερ-εγώ σα τον Χιώτη.
Η εξέλιξη, θα μου πείτε, η αλλαγή των καιρών, δε μπορούμε να 
μένουμε στα ίδια, ο κόσμος αλλάζει. Ναι, πραγματικά.


Σ΄αυτό το σημείο αλλάζω πορεία και μπαίνω στο θέμα της γενικό-τερης πίστης σ΄αυτό που αποκαλούμε εξέλιξη.Το video, στην αρχή του σημειώματος, δείχνει κάποιους Ηπειρώτες μουσικούς που παίζουν 
ένα Πωγωνίσιο. Το ταινιάκι δείχνει έναν πολύ καλό τραγουδιστή, 
όπως ήταν οι τραγουδιστές του παλιού καιρού. Ο άνθρωπος δεν έχει 
εξελιχθει, όπως θα λέγαμε σήμερα. Ζει στο παρελθόν, χρησιμοποιεί παλιούς τρόπους. Οι λήψεις απ΄τη ζωή του γύρω χώρου, με εξαίρεση αυτόν που πήγε εκεί πάνω με λευκό σακάκι(...), δείχνουν μιά κοινωνία που είναι, τουλάχιστο σ΄ότι αφορά τους μεγαλύτερους στην 
ηλικία ανθρώπους, αγκυροβολημένη στο παρελθόν. Υπανάπτυξη, θα 
μπορούσε κάποιος/α να πει.


Την έννοια "ανάπτυξη/εξέλιξη" την πιπιλάμε σα κάτι αυτονόητο, 
χωρίς να σκεφτόμαστε τις συνέπειές της. Συνέπειες και στο προσω-
κό και στο γενικότερο επίπεδο.
Ζω σε μιά μετα-βιομηχανική κοινωνία που έχει από χρόνια κατακτή-
σει τον υψηλότατο βαθμό "ανάπτυξής" της. Αν είσαστε εδώ και βλέ-
πατε τους πολίτες της, θα σας έπιανε κατάθλιψη.
Στο σημερινό φύλλο της μεγαλύτερης πρωινής εφημερίδας, διαβάζω τα παρακάτω:

"το κλειδί γιά το μέλλον είναι να 
ενδυναμώσουμε την εξέλιξη/
ανάπτυξη και να μειώσουμε την
ανεργία. Ένα εργαλείο γι αυτό 
είναι οι αυξήσεις των μισθών..." κλπ.

Οι κοκκινισμένες λέξεις αντιπροσωπεύουν τρεις αντιμαχόμενες έννοιες. Όσοι/ες καταλαβαίνουν τι γίνεται στον κόσμο αυτή τη στιγμή 
ξέρουν ότι δεν είναι λογικό να μιλάμε γιά συνεχιζόμενη ανάπτυξη 
(άσχετα αν έτσι θα γίνει) σύμφωνα με το τρέχον μοντέλο και όχι 
με ένα εναλλακτικό. Η μείωση της ανεργίας είναι φρούδα ελπίδα και μόνο ευκαιριακά μπορεί να επιτευχθεί, αν πάρουμε υπόψη μας τον 
όλοένα αυξανόμενο αυτοματισμό. Τέλος, οι αυξήσεις μισθών σε 
περίοδο σταθερής και συνεχιζόμενης κρίσης, ακούoτναι σαν αστείο.


Έχω φύγει πολύ μακριά και κλαδεύω κλίματα πάνω στα σύννεφα. ξανα-γυρίζω λοιπόν στο Χιώτη και κλείνω.
Ο Χιώτης, από ένα σημείο και πέρα, ήταν ένα μικρο-σύμβολο μιάς, 
κατά τη γνώμη μου,λανθασμένης πορείας που δεν είχε να κάνει μόνο με μουσικές φόρμες. Μιάς πορείας που αποχαιρετάει την ψυχή και 
κάνει τουρισμό μέσα στην αλλοτρίωση του κιτς. Δεν έφταιγε, δε 
τό΄ξερε, αυτός ήταν ο χαρακτήρας του. 
Απ΄αυτή την πορεία είναι δύσκολη η απαγκίστρωση αν και... αν και,κάποια αχνά σημάδια φαίνονται κι άλλωστε, το μόνο που πρόλαβε να φτερουγίσει και να χαθεί απ΄το πιθάρι της Πανδώρας ήταν η ελπίδα
και η ελπίδα είναι η σωτηρία και, ταυτόχρονα, ένα εργαλείο αυτοκοροϊδίας του ανθρώπου...



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου