Με μιά νέα και επιθετική ματιά - Thtough a New and critical point of view
Δευτέρα 29 Ιουνίου 2009
Οι μουσικές ρίζες της Μ. Ασίας στη Γέρα
βλ. http://images.google.se/imgres?imgurl=http://www.iera.gr/efimerida/56/3/gkonstantellias.jpg&imgrefurl=http://www.iera.gr/efimerida/56/3/gkonstantellias.htm&usg=__cIIm6dUzzezm8mA079SoBWM_DYw=&h=344&w=470&sz=47&hl=sv&start=634&tbnid=nziptL7MoCEpYM:&tbnh=94&tbnw=129&prev=/images%3Fq%3D%25CE%259C%25CE%25B9%25CE%25BA%25CF%2581%25CE%25B1%25CF%2583%25CE%25B9%25CE%25AC%25CF%2584%25CE%25B5%25CF%2582%26gbv%3D2%26ndsp%3D20%26hl%3Dsv%26sa%3DN%26start%3D620
(Χρυ)Σούλα Καλφοπούλου
απότιση τιμής και ευγνωμοσύνης *
(αν ζει αυτή η γυναίκα...)
Η Σούλα Καλφοπούλου είχε μιά εξαιρετική φωνή,
αλλά είναι τελείως ξεχασμένη(αποσύρθηκε στη σιωπή).
Έτζι, βιώνεται σήμερα σα λαλούν εξάρτημα διφωνιών,
κύρια δίπλα στο Μάρκο που η φωνή της ταίριαζε με τη δικιά του.
* Η λέξη ευγνωμοσύνη μπορεί ν' ακούγεται υπερβολική γιά κάποιες/ους. Μπορεί να παραπέμπει σε τυφλό φανατισμό γι αυτή τη μουσική και καθαγιοποίηση των συντελεστριών/ών της. Δε πρόκειται γι αυτό. Μόνο αυτές/οί που αγαπούν βαθιά το ρεμπέτικο μπορούν να καταλάβουν. Ευγνωμοσύνη νιώθω γιά τη χαρά, την έκσταση, τη μαγεία που προσφέρουν αυτά τα τραγούδια, γιά το εισιτήριο που παρέχουν στο να φύγει κανείς από τη βαρετή και στεγνή καθημερινή πραγματικότητα των "πολιτισμένων" ημερών μας..
Eίναι πολύ δύσκολο να πει κανείς τι ειν' αυτό που κάνει ένα τραγούδι να λάμψει. Όλα ξεκινάνε από τη μουσική σύνθεση. Μετά; Οι στίχοι; Η τραγουδίστρια ή ο τραγουδιστής; Όλ' αυτά άρρηκτα δεμένα μεταξύ τους; Όπως και να είναι, στα ρεμπέτικα (μόνο σ΄αυτά;) τη μεγάλη μερίδα στο τραπέζι την παίρνουν οι άντρες. Αυτοί είναι βέβαια που κάναν και το μεγάλο κομμάτι της δουλιάς (με ιώτα). Οι τραγουδίστριες όμως, η συντριπτική πλειοψηφία, μπαίνουν στο ημίφως. Εξαιρούνται αυτές που διάφορες περιστάσεις, αλλά και ψυχολογικοί αντρικοί μηχανισμοί, τις έβγαλαν μπροστά.
Θά΄θελα να τραβήξω στο φως μιά τραγουδίστρια που άργησα πολύ να την εκτιμήσω(να τη διακρίνω, εννοώ). Tη (Χρυ)Σούλα Καλφοπούλου. Η γυναίκα αυτή δεν ανέβηκε στα ψυχοφθόρα πάλκα των μαγαζιών. Τραγούδησε τις περισσότερες συνθέσεις του αδερφού της Σπύρου Καλφόπουλου, πολύ άξιου συνθέτη.Η φωνή της υπάρχει σε λίγα τραγούδια μόνη, ενώ στα περισσότερα τραγούδησε δίπλα σε μικρότερα ή μεγαλύτερα αντρικά ονόματα όπως, Μ. Βαμβακάρη, Χατζηχρήστο, Σ. Περπινιάδη, Τατασόπουλο, Τσιτσάνη, Ι. Σταμούλη, Α. Ευγενικό κλπ. Kατά τη γνώμη μου, δε βγήκε μπροστά όσο θά'πρεπε. Στα τραγούδια όμως που την "εμπιστεύτηκαν" να τα πει μόνη της, έδειξε τις πολυποίκιλλες δυνατότητές της.
Αυτή η γυναίκα, όπως και η Χασκήλ, σ' έπαιρνε με τη φωνή της. Μπορούσε να τραγουδήσει τα "κατοπινότερα" μάγκικα (τα μεταπολεμικά), όπως τα δυό έξοχα "Άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε" και "Τι να κάνω που σ' αγαπώ" του Καλδάρα, με φωτεινή και σίγουρη φωνή. Μπορούσε να τραγουδήσει εξωτικά τραγούδια, δημιουργώντας μιά μαχμούρικη νοσταλγία γιά άγνωστους τόπους, όπως στα "Γιλντίζ - Πανσέληνος στο Βόσπορο"
ή "Γκιούλ Μπαξέ". Mπορούσε όμως και να τραγουδήσει με κατσαρή, αισθησιακή φωνή, λέγοντας τραγούδια βαθιάς αγάπης, εγκατάλειψης, φτώχειας και πόνου.
Διάλεξα, σα παράδειγμα, ένα πολύ όμορφο τραγούδι του αδελφού της, όπου τραγουδάει μαζί του. Ο τίτλος είναι, "Όσα χρόνια κι αν περάσουν" (1948)
_______________________________________
http://www.esnips.com/doc/03a411e5-d900-4053-86ad-675fc7672c94/Osa-hronia-ki-an-perasoun-1948
(το link είναι εκτός λειτουργίας, προς το παρόν)
(το link είναι εκτός λειτουργίας, προς το παρόν)
Σάββατο 27 Ιουνίου 2009
Πέμπτη 25 Ιουνίου 2009
Παρασκευή 19 Ιουνίου 2009
Απόψε με παντρεύουνε...
Γειά σου, ρε Ρίτα Αμπατζή, Σμυρνιώτικο αηδόνι που καμιά δε μπορούσε να σου βγει, όταν ήσουν στα κέφια σου!
Απόψε με παντρεύουνε, 1936
____________________
Εγώ σαν πίνω το κρασί,
εσύ μου λάμπεις μέσα...
Πέμπτη 18 Ιουνίου 2009
Οι άγγελοι των δρόμων και των πεζοδρομίων...
Λέξεις και εικόνες γι αυτές τις γυναίκες που δέχονται πάνω στα σώματά τους τις στρατιές των αρσενικών... Εδώ :
http://elkibra-rebetisses.blogspot.com/2009/06/1.html
http://elkibra-rebetisses.blogspot.com/2009/06/1.html
Τρίτη 16 Ιουνίου 2009
Ο Γρηγόρης Ασίκης, ο...Little Richard
Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΑΝΤΑ ΚΑΤΑΒΡΟΧΘΙΖΕ
(ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ) ΝΑ ΚΑΤΑΒΡΟΧΘΙΖΕΙ
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΚΑΙ ΝΑ ΦΤΥΝΕΙ ΤΑ
ΥΠΟΛΕΙΜΜΑΤΑ ΣΤΙΣ ΚΑΤΑΒΟΘΡΕΣ
ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ...
Αν βλέπαμε τον άνθρωπο της πρώτης φωτογραφίας στο δρόμο, δε θα του δίναμε την παραμικρή σημασία. Αν σκεφτόμασταν κάτι, θα ήταν του τύπου, "ένα φουκαριάρικο, εγκαταλειμένο γεροντάκι. Συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος, λογιστής, κάτι τέτοιο...". Αυτός λοιπόν ο άνθρωπος ήταν ο Γρηγόρης Ασίκης! Κωνσταντινοπολίτης, γεννημένος το 1890, από την Πολίτισσα Μαριάνθη και τον Μυτιληνιό Βίκτωρα. Ένας Ικανότατος (με κεφαλαίο Ιώτα), αρκετά παραγνωρισμένος μουσικός, συνθέτης, στιχουργός που "στραγγαλίστηκε" το 1936, μαζί με πολλούς άλλους, ξεχάστηκε, περνώντας στα αζήτητα και αναχώρησε απ' αυτό τον κόσμο στις 7 Οκτώβρη του 1966.
Ας τον αφήσουμε γιά λίγο στην άκρη και θα τον ξαναπιάσουμε ...
Στη δεύτερη φωτογραφία, ο Aμερικανός μαύρος τραγουδιστής του rock n' roll Little Richard...
Στην τρίτη, ο παμπάλαιος Γιώργος Κατσαρός - Θεολογίτης.
Ας πω απ' την αρχή ότι η χρησιμοποίηση του "κράχτη" Little Richard, ανάμεσα στους δυό Έλληνες, μοιάζει σα φτηνιάρικο δημοσιογραφικό, κλούβιο πυροτέχνημα. Το ξέρω. Το κείμενο επίσης που ξεδιπλώνεται παρακάτω μπορεί να μοιάζει παραληρηματικό αλλά, "αφού ο κόσμος παίρνει ένα παραληρηματικό δρόμο, εμείς πρέπει να υιοθετήσουμε μιά παραληρηματική οπτική" (JEAN BAUDRILLARD - Η διαφάνεια του κακού)
Όταν ήμουνα στην πρώιμη εφηβεία, υπήρχε ένας θερινός κιν/φος στην Πλ. Κυψέλης της Αθήνας, το "Αττικόν". Πηγαίναμε εκεί όλη η τσακαλοπαρέα, αναφανδόν, άσχετα με το τι έργο έπαιζε, και δεχόμασταν ευχαρίστως την πλύση εγκεφάλου που μας έκανε το νέο μοντέλο που είχε αγκαλιάσει την πληγωμένη χώρα, ο αμερικάνικος κινηματογράφος. Είχαμε και κάτι ζεστό μαζί μας γιατί έκανε ψυχρούλα τα βράδυα, άσχετα αν ήταν καλοκαίρι. Όχι η σημερινή κόλαση. Ωραία ήτανε... Ένα βράδυ, σε κάποιο ασπρόμαυρο έργο της εποχής, βλέπω ένα μαύρο τραγουδιστή που χοροπηδούσε και έλεγε, με μιά φωνή που την έκανε ότι ήθελε, ένα τραγούδι που με ξεσήκωσε, το "Lucille". Λεγόταν Little Richard (Richard Wayne Penniman -http://en.wikipedia.org/wiki/Little_Richard ).
Ήταν αδύνατος, κομψός και είχε ένα κοκοράκι στο μαλλί που ήταν πολύ μακρύ και πήγαινε πέρα δώθε. Ήταν τότε, τί νά'ταν; Θαρρώ, αρχές δεκαετίας του ΄60. Ε, άκουσα τα τραγούδια του γιά κάποιο καιρό, τον ξέχασα.
Μ' ένα τίναγμα της μνήμης, φτάνουμε στον Ιούλιο του 1990. Βρίσκομαι σ' ένα νησί της Σουηδίας, την Öland. Η γυναίκα μου είναι έγκυος στον 7ο μήνα του πρώτου μας παιδιού. Λέει ο αδερφός της, "πάμε απόψε ν' ακούσουμε τον Little Richard που έχει έρθει και τραγουδάει το βράδυ; Κόντεψα να πέσω κάτω! Ο Little Richard; Καλά, υπάρχει ακόμα ο Little Richard; Άρχισα να κάνω αμήχανες προσθαφαιρέσεις για να βρω πόσο χρονώ μπορεί να ήταν όταν τον πρωτοείδα στον κιν/φο, τότε. Βρήκα πως ήταν 28 χρονώ τότε. Απίστευτο! Και να, που βρισκόμαστε λίγα μόνο μέτρα από τη σκηνή και βγαίνει ένας ακμαίος, κουστουμαρισμένος με λαμέ, που χορεύει και τραγουδάει, μεταξύ άλλων, τη "Lucille". Ομοφυλόφιλος, με τεντωμένο πετσί στο πρόσωπο (lifting γαρ), με το κοκοράκι του, τραγούδησε μιά ολόκληρη ώρα,. Ο γιός, μέσα από την κοιλιά, διαμαρτυρόταν (;) γιά το δυνατό ήχο της drums, ρίχνοντας κάτι ξεγυρισμένες κλωτσιές.
Θα αναρωτιέστε, πού το πάω και τι σχέση έχει ο Little Richard (Richard Wayne Penniman (born December 5, 1932) ) με τον Γρηγοράκη Ασίκη. Παραπλήσια σχέση με αυτή που μπορεί νά'χει ένας ιπποπόταμος με μία πεταλούδα. Έχουν κάποια σχέση; Ναι, έχουν!
Ακούστε τον, όταν τον πρωτοείδα στον κινηματογράφο εγώ, στη μεγαλύτερη επιτυχία του.
Δε διάλεξα τον Little Richard γιά λόγους προσωπικής νοσταλγίας. Θα μπορούσα κάλλιστα να πάρω ένα σύγχρονο όνομα, τον 50cent ή τον Kenye West. Τον διάλεξα γιατί είναι ένα "ιερό τέρας" του παρελθόντος, γεννήθηκε το 1932 (εποχή που ενδιαφέρει το παρόν blog) και είναι ένα καλό παράδειγμα της "διατήρησης" και "κατάψυξης" προσώπων της αμερικάνικης υπερβιομηχανίας θεάματος. Και βέβαια, ο Little Richard ζει ακόμα και βασιλεύει...
Ας ξαναγυρίσουμε στον Κωνσταντινοπολίτη Ασίκη.
Πρώτα, ας δώσω ένα στίγμα γιά το λόγο που γράφω αυτά τα πράγματα. Ξέρω πως το να μιλάει κανείς γιά ξεχασμένους και μακαρίτες Μικρασιάτες μουσικούς, σα την περίπτωση Γρ. Ασίκη είναι - πώς να το πω; - εκτός τόπου και χρόνου. Ξέρω ακόμα πως ένα blog που αναφέρεται στα ρεμπέτικα, διαβάζεται(;) - ούτε κάτι τέτοιο συμβαίνει, αλλά δεν έχει μεγάλη σημασία - απ' αυτούς/ές (στη συντριπτική πλειοψηφία "αυτούς") που ενδιαφέρονται γι αυτά. Το ακόμα δυσκολότερο, με την περίπτωσή μου, είναι πως, ουσιαστικά, δεν αποτείνομαι εκεί. Δε πιστεύω πως ενδιαφέρονται γιά τέτοιου είδους προσεγγίσεις... Αποτείνομαι σε όλους/ες τους άλλους/ες που έχουν μιά, από κακή έως αδιάφορη σχέση με το θέμα. Αυτοί όμως οι άνθρωποι δε θα κατανάλισκαν ούτε δευτερόλεπτο σ' ένα τέτοιο blog. Έτσι, ο δρόμος που ακολουθώ δεν οδηγεί πουθενά, είναι ένα blind alley. Κι όμως, συνεχίζω...
Προσπαθώ λοιπόν, έχοντας μπροστά μου σα θέα ένα σκοτεινό και αμίλητο δάσος, σ' ένα προάστειο που κατοικείται από "τρύπιους ανθρώπους" ενός άλλου πλανήτη και εν έτει 2008, να πω κάποια πράγματα γιά έναν άνθρωπο που δεν ενδιαφερόμαστε γι αυτόν και δεν αντέχουμε, στην ουσία, ν' ακούσουμε τα πραγματικά υπέροχα και ιδιότυπα τραγούδια του.
Αυτός λοιπόν ο γλυκός, προοδευτικός και ερωτικός Μικρασιάτης, γεννήθηκε, μάλλον, το 1890, πέντε δηλαδή χρόνια νωρίτερα από τον Γιώργο Κατσαρό, που θα πούμε δυό λογάκια γι αυτόν στο τέλος αυτού του παραληρηματικού σημειώματος.
Κάποια στοιχειώδη βιογραφικά του στοιχεία μπορείτε να βρείτε στο Διαδίκτυο, πληκτρολογώντας τ' όνομά του. Λένε πως τραγούδησε και σύνθεσε περίπου 100 τραγούδια. Ήταν ερωτικός όσο λίγοι άλλοι στους στίχους του. Με τον απλό, λαϊκό τρόπο του ανακατέματος των τρυφερών λέξεων μαζί με "σκληρότερες" και την, πραγματικά, ιδιότυπη φωνή του, τους ασυνήθιστους ρυθμούς και τις μπερμπάντικες παρεμβολές, διαφοροποιείται από τους άλλους συνθέτες.
Σήμερα που διάγουμε την εποχή της δήθεν μετα-σεξουαλικής "απελευθέρωσης", μας θυμίζει πως ηχεί η καρδιά του λαϊκού άντρα όταν ποθεί μιά γυναίκα. Δυνατά, ξεκάθαρα, σα γιγάντιο ξυπνητήρι. Αν σκύψετε πάνω στα τραγούδια του, μη βιαστείτε να βγάλετε συμπεράσματα. Λένε πως έγραψε τραγούδια μελαγχολικά, γιά τη φτώχεια, την ορφάνεια, τη δυστυχία. Και βέβαια τό'κανε. Έγραψε ΚΑΙ γι αυτό που έβλεπε γύρω του. Όμως είχε μέσα του ένα χιούμορ, αισιοδοξία και χαρά. Αυτά τα υπέροχα χαρίσματα που κουβαλούσαν οι πρώην λαϊκές τάξεις, ενώ όλα γύρω τους ήταν μαύρα και καμιά έξοδος δε φαινόταν από το σκοτεινό τούνελ. Η διαφορά, σ' αυτό το σημείο, με το σήμερα είναι ότι, σαν αντίδοτο στην αηδία και την
αδιαφορία δίνεται η χαζοχαρούμενη "αισιοδοξία" των μέσων μαζικής ενημέρωσης και η δήθεν "καψούρα" (αυτή η φρικτή λέξη...).
Γιά δικό μου λογαριασμό προτιμώ τη φτώχεια ενός αγρότη σε μιά απομακρυσμένη περιοχή στην Ινδία, μακριά από το "οικονομικό θαύμα" που πάει να χτιστεί εκεί, από την ψυχική κατάθλιψη ενός καλοστεκούμενου Αμερικανού που ζει στο Manhattan, ή κάποιου Έλληνα "αστού" που πηγαινοέρχεται με το αυτοκίνητό του σ' ένα από τα νεκρά προάστεια στα βόρεια της Αθήνας. Ο Ινδός είναι πολύ πιό ευχαριστημένος και ισορροπημένος.
Γιά δικό μου λογαριασμό προτιμώ τη φτώχεια ενός αγρότη σε μιά απομακρυσμένη περιοχή στην Ινδία, μακριά από το "οικονομικό θαύμα" που πάει να χτιστεί εκεί, από την ψυχική κατάθλιψη ενός καλοστεκούμενου Αμερικανού που ζει στο Manhattan, ή κάποιου Έλληνα "αστού" που πηγαινοέρχεται με το αυτοκίνητό του σ' ένα από τα νεκρά προάστεια στα βόρεια της Αθήνας. Ο Ινδός είναι πολύ πιό ευχαριστημένος και ισορροπημένος.
Ξαναγυρίζοντας στο προηγούμενο περί μελαγχολίας, μελαγχολικά τραγούδια έγραψε ο Τζουανάκος και στη συνέχεια πολλοί άλλοι, μετά τον εμφύλιο. Για να μην πούμε γιά τη "γκρίνια" του Μάρκου και τα "παθήματά" του, που δεν ήταν δα και τίποτα ιδιαίτερα... Οι Μικρασιάτες, μ' όλα τα σκαμπίλια που φάγαν απ' όλες τις μεριές, στάθηκαν πάντα λεβέντικα όρθιοι, περήφανοι, κεφάτοι, μεστοί, ερωτικοί, πλημμυρισμένοι από τους δαιμονικούς χυμούς της Ανατολής. Η γκρίνια είναι ελλαδικό φαινόμενο...
Ο Γρηγοράκης Ασίκης έγραψε ότι μπόρεσε, ώσπου ο Μεταξάς με το νόμο του τον στραγγάλισε. Προσπάθησε να συνεχίσει και ανήκει σ' αυτούς που συνεργάστηκαν, όσο μπόρεσαν, με τους μπουζουκανθρώπους.
Οι αντιπρόσωποι του πειραιώτικου ρεμπέτικου έδειξαν τη γνωστή ελλαδίτικη αχαριστία και, πιστεύω, χάρηκαν κατά βάθος γιά την περικοπή της υπερπαραγωγής των μικρασιάτικων τραγουδιών. Δε νομίζω να τους καθόταν καλά όλος αυτός ο κατακλυσμός, άσε που αυτοί που "λύναν και δέναν" στις εταιρίες ήταν Μικρασιάτες. Λογικά, μετά τον στραγγαλισμό, άνοιξε ο δρόμος γι αυτούς. Αν ψάξει κανείς σ' αυτά που είπαν ή υπαγόρεψαν θα δει ότι, οι μπουζουκάνθρωποι, αναφέρονται παρεπιπτόντως σ' όλη την τεράστια κληρονομιά που πάνω της έχτισαν. Ελάχιστα ψήγματα αναφοράς... Ο Βαμβακάρης λέει κάποια ελάχιστα λόγια λύπησης γιά την κατάσταση των προσφύγων, δυό τρεις γραμμές θαυμασμού γιά τη μουσική τους και ξεμπερδεύει. Γιά τη Σοφίτσα Καρίβαλη, ή καλύτερα Σοφίτσα Αμπατζή, που τραγουδούσε μαζί του ένα διάστημα, την αναφέρει και δείχνει να μη θυμάται ούτε το μικρό της όνομα. Την αναφέρει σαν αδερφή της Ρίτας Αμπατζή...
Ο Τσιτσάνης ξεμπερδεύει με όλους τους Μικρασιάτες, λέγοντας πως δε τον ενδιέφερε αυτή μουσική και δεν επηρρεάστηκε απ' αυτήν. Χρησιμοποίησε όμως πολλές φορές, με τη γνωστή του ικανότητα, Μικρασιάτες μουσικούς που του "διόρθωσαν" συνθέσεις του και τις κατέγραψαν σε νότες.
Ο Γρηγοράκης λοιπόν ο Ασίκης, με έξη παιδιά που είχε να θρέψει, άφησε την προσωπική του κατάθεση σ' ένα αχάριστο κόσμο που τον ξέχασε εντελώς. Ήταν μες τα πόδια μας ως το 1966, παίζοντας εδώ κι εκεί, συνθέτοντας κάτι υπόλοιπα, μέσα στο αρνητικό κλίμα γύρω του. Ποιός τον πλησίασε, ποιός τον ρώτησε πως περνάει, ποιός τον παρουσίασε, έστω και σα γραφική φιγούρα; Oι προβολείς ήταν αλλού στραμένοι. Έχοντας πάντα, όπως οι περισσότεροι λαοί, μιά διχασμένη στάση μίσους - δέους - κρυφού θαυμασμού γιά τις ΗΠΑ, στραφήκαμε να βρούμε το Γιώργο Θεολογίτη - Κατσαρό., αφήνοντας να γλυστρήσουν μέσα απ' τα χέρια μας οι πολύτιμοι, οι έμπειροι, οι υπερταλαντούχοι συνθέτες της Μικρασίας.
Δε λέω, ο Κατσαρός ήταν ένα πολύτιμο μνημείο. Μαθουσάλας, διαυγής, έξυπνος με μπρίο, ψιλοσυνθέτης. Όλ' αυτά βέβαια που γράφονται κι εμείς ακκιζόμαστε, γιά τον Αντρέ Σεγκόβια που τον "θαύμασε" (βλ. παραξενεύτηκε και τού'κανε εντύπωση ο απλός τρόπος παιξίματος του Κατσαρού). Αν ο Αντρέ Σεγκόβια εντυπωσιάστηκε από τον δικό μας κιθαρίστα, τί θα ένιωθε τότε όταν άκουγε τον Django Reinhardt (1910-1953) http://en.wikipedia.org/wiki/Django_Reinhardt που έχοντας καεί ο μισός από ατύχημα και με αχρηστευμένα τρία απ' τα δάχτυλά του, έκανε διαβολεμένα σόλα με δυό δάχτυλα;
Πέμπτη 11 Ιουνίου 2009
Καθώς γράφω συνεχώς, σ΄αυτό το blog κυρίως, γιά το ένα και το άλλο θέμα του "ρεμπέτικου", κάτι συμβαίνει και πετρώνω. Μπορεί νά΄ναι η περιέργεια να δω ποιός είναι κάποιος που σχολίασε, μιά ελληνική σελίδα που ανοίγω κατά λάθος (;) στο Internet, κάποιο τηλέφωνο από Ελλάδα, ή κάποιος αδέσποτος απόηχος στ΄αυτιά μου από τον "Ελληνισμό" που μένει εδώ που μένω κι εγώ.
Εννιά στις δέκα, παθαίνω γενικό πατατράκ.
Σα να πάρεις έναν ασκητή που ζει στη σιωπή μιάς ερήμου και να τον βάλεις στη μέση ενός πολυσύχναστου ελληνικού δρόμου, Παρασκευή βράδυ.
Πρώτα, κάθεται πάνω μου μιά αηδιαστική και κολλώδης ουσία, σα κι αυτή που είχε το Allien (γιά όσες/ους το έχουν δει). Μετά, πέφτω σ΄ένα βούρκο χλιαρής μελαγχολίας. Μετά, με παίρνουν στο κυνήγι Ερινύες των τύψεων και στο τέλος, κοιτάζω τον εαυτό μου και ακούω μιά μέσα φωνή να του λέει, "μα, είσαι με τα καλά σου; Ποιά/ός ενδιαφέρεται γι αυτά τα παραληρηματικά, "γραφικά", περασμένα κι αποθαμένα που καταγίνεσαι;..."
Μένω γιά λίγο στο κενό, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας.
Μετά, κάνω μιά αστραπιαία και φρενιασμένη πλοήγηση στα "δήθεν" άλλα που θα μπορούσα ή που θά΄θελα να κάνω. Με ταχύτητα ηλεκτρονικού λογιστικού προγράμματος, αναμετράω και ζυγίζω τα συν και τα πλην, το κέρδος και τη ζημιά, τα "έσοδα" και τα "έξοδα" και, ΟΧΙ!
Η διαδικασία τελειώνει αρκετά γρήγορα και είναι ειλικρινής. Όχι τεχνητή, όχι μηχανισμός αυτοπροστασίας και αυτοευλογίας.
ΟΧΙ ΑΥΤΟ, ΟΥΤΕ ΑΥΤΟ, ΟΥΤΕ ΤΟ ΑΛΛΟ, να λείπει το βύσσινο.
Αρκεί μονάχα να σκεφτώ, πόσο χώρο πήρε στο κεφάλι μου και στη ζωή μου η... οικογένεια ΜΗΤΣΟΤΑΚΗ με τον αρχηγό της να λέει, ανεβοκατεβάζοντας τους ώμους του, "γιατί, άλλωστε, να το κρύψωμε;..."
Καλύτερα το απαλό ή βαρύ σύννεφο που πλέει αριστερά επάνω στον ουρανό,
καλύτερα η μικρή πιπεριά που στη σιωπή αυξάνει και μεγαλώνει τα φρούτα της,
καλύτερα αυτό το πουλί που στέκεται στην κορφή του ψηλού δέντρου απέναντι κι αναρωτιέται προς τα που θα πετάξει την επόμενη στιγμή...
Το τοπίο καθαρίζει.
Οι "τύψεις", ο βούρκος, τα ερωτηματικά, η κολλώδης ουσία κι οι Ερινύες αποσύρονται, όπως ήρθαν. Η θάλασσα ησυχάζει και αρχίζω να προετοιμάζω το επόμενο θέμα που θα μορούσε να είναι... η ανίχνευση του πνιγμένου γέλιου του Κώστα Μασσέλου - Νούρου, σ΄ένα δίσκο του 1933...
Απόλυτα αρμονικός και γαλήνιος, καθώς όλα τ΄άλλα μεταβάλλονται σε ουδέτερες οδοντόκρεμες...
Τρίτη 9 Ιουνίου 2009
Γειά σου, Κερομύτη ασίκη... (1908 - 1979)
Ίσως το πιό λιτό, μερακλίδικο και αισθητικά καλύτερο CD που (ίσως) υπάρχει ακόμα στην αγορά (Αύγουστος 2000) είναι το παραπάνω. Εκδόσεις Φαληρέα, γραμένο απ΄τον Νικόλα Φαληρέα και αφιερωμένο στο Στέλιο Κερομύτη.
Στο εξώφυλλο παίρνουμε μιά ιδέα του πως ήταν τα πράγματα το 1948, στο πάλκο του δροσόλουστου και ανθόλουστου ΡΟΣΙΝΙΟΛ (Δυρραχίου 79 - Σεπόλια).
Μπροστά, η νέα γενιά. Αριστερά, ένας ικανοποιημένος Βασίλης Τσιτσάνης, δίπλα του ένας χαμογελαστός Νίκος Τουρκάκης, ο ντούρος Στέλιος Κερομύτης και ο υπομειδιών Κώστας Καπλάνης.
Πίσω, ο Κώστας Ρούκουνας (κιθάρα), ο χαμαιλέων και πάντα αποστασιοποιημένος Σπύρος Περιστέρης (πιάνο) και ο καταπληκτικός τραγουδιστής Ζαχαρίας Κασιμάτης (κιθάρα).
Η Μικρασιάτικη σχολή πνέει τα λοίσθια, έχει όμως πείρα και χρειάζεται, στα μετόπισθεν...
Τελοσπάντων, πίσω στον ντούρο Στέλιο Κερομύτη, με καταγωγή τα Κυρομυτιάνικα Κηθύρων.
Αυτός ο γλυκός άνθρωπος, με μικρή παραγωγή τραγουδιών (25 περίπου), πέρασε σα δεύτερη φιγούρα μπρος στα μεγαθήρια Μάρκο και Τσιτσάνη, με τους οποίους ασχολούνται οι πάντες (συν τον Καζαντζίδη). Με τον ένα όμως ήταν μαζί απ΄τα πρώτα του βήματα και με τον δεύτερο συνεργάστηκε στενά, δίνοντάς τη μπάσα ("λιονταρίσια", όπως έλεγε ο Τσιτσάνης) φωνή του σε πολλά τραγούδια.
Έξω απ΄αυτά, τα δικά του τραγούδια ήταν, σχεδόν όλα, πολύ όμορφα. με τελείως προσωπικό στιλ, άψογο ρυθμό και, πίσω από τη μαγκιά που του καταλογίζουν (και την είχε), μιά τρυφερή ψυχή που παραπονιέται.
Συνεργάστηκε και τραγούδησε πρώτα μ΄ένα γλυκό κορίτσι, την Τασία Βρυώνη (την κατοπινή Σούλα Πασσαλάρη),το βαρύ κανόνι Γεωργακοπούλου και τη Μαρίκα Νίνου.
Ήταν μέσα σ΄όλα και ο πιό ενδιαφέρων (ακόμα), όταν ο Ηλίας Πετρόπουλος τους έβγαλε από την αφάνεια στις αρχές της δεκαετίας του ΄70 και τους παρουσίασε στο "Κύτταρο", προσφέροντάς τους τη χαρά της επανα-αναγνώρισης στα γεράματά τους.
Γειά σου, Κερομύτη ασίκη, με τη Φλορέτα σου...
Δευτέρα 8 Ιουνίου 2009
Αντίο, Λέλα...
Η Λέλα Παπαδοπούλου (βλ. http://rebetiko.sealabs.net/forum/viewtopic.php?t=2786) έφυγε απ΄αυτή τη ζωή...
Είδα την παραπάνω φωτογραφία, πολλά χρόνια πριν, στο βιβλίο-ντουλάπα "Ρεμπέτικα Τραγούδια" του Ηλ. Πετρόπουλου. Δεν ανέφερε το όνομά της, μόνο τους άντρες μουσικούς (δεν ήξερε ποιά είναι;). Μου είχε κάνει εντύπωση το ανασηκωμένο, σίγουρο κεφάλι της και η "αυθάδικη" (καλά έκανε) σιγουριά της πάνω στο πάλκο. Άλλο ένα "θύμα". Επειδή ήταν γυναίκα κι επειδή έπαιζε ένα "δευτερεύον" μουσικό όργανο...
Σας βάζω να την ακούσετε σε μιά, όχι παλιά, εκτέλεση του "Μανώλης χασικλής" του Γ. Δραγάτση-Ογδοντάκη.
http://www.esnips.com/doc/4b0f1403-58a2-4e59-ac4e-a2bc0b95a07a/Manwlis-o-hasiklis-(Lela-Papadopoulou)
Η Λέλα ήξερε να τραγουδάει. Όταν μεγάλωσε θόλωσε η φωνή της κι έγινε βαριά. Βάλε τα ξενύχτια, τσιγάρα, καπνούς κτρ. Στο "Μανώλης χασικλής" έχει αυτή τη φωνή που αρέσει σήμερα στους νέους θιασώτες του "ρεμπέτικου". Φωνή που παραπέμπει σε σκυλάδικα, φωνή μάγκικη (με την έννοια που την εννοούν σήμερα). Να πω την αλήθεια, εγώ δε την έβρισκα ποτέ μ΄αυτού του είδους τις γυναικείες (αλλά ούτε και τις ανδρικές) φωνές, αλλ΄αυτό είναι αδιάφορο. Γιά τον ίδιο λόγο, δε μου καθόταν και η ύστερη φωνή της Σωτηρίας Μπέλλου, αν και είχε εξαιρετικό μέταλλο. Είναι ότι δε με συγκινούσαν ποτέ οι γυναίκες που πλησίαζαν ανδρικά πρότυπα. Δεν έβρισκα και δε βρίσκω το λόγο. Πάσο...
Στη Λέλα Παπαδοπούλου όμως, της βγάζω το καπέλο. Όχι γι αυτά τα κομπλεξικά και ραγιάδικα σχόλια, ότι ήταν κόρη "βιομήχανου", αλλά γιά το ότι ήταν περήφανη γυναίκα, έμεινε στο κλαρί ως το τέλος και δεν επέτρεψε σε κανέναν αρσενικό να την αποσύρει. Φαινόταν στο μάτι της ότι δε μάσαγε τέτοια...
Ας είναι πρότυπο (γιά την περηφάνεια και την ανεξαρτησία της, εννοώ) σ΄όλα αυτά τα μπερδεμένα κορίτσια που επιδεικνύουν το σώμα τους και χτυπάν παλαμάκια στους "λεβέντες" που τις πηγαίνουν βόλτες με τ΄αμάkshi...
Παρασκευή 5 Ιουνίου 2009
Thorax and Mind
Η έκθεση, δυστυχώς, αναβάλλεται, γιά τεχνικούς λόγους
ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟΣ
_________________
ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΘΕΩΝ
H διαδικτυακή Thorax and Mind Gallery θα παρουσιάσει την 1η της έκθεση, μεταξύ 1-9 Ιουλίου, με θέμα ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟΣ - Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΘΕΩΝ ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟΣ
Περιλαμβάνει σπουδές του Κώστα Λαδόπουλου, φωτογραφίες και σκίτσα
Πέμπτη 4 Ιουνίου 2009
Τρίτη 2 Ιουνίου 2009
Καλωσόρισες!
Αυτό είναι, ας πούμε, ένα τετράδιο επισκεπτριών/επισκεπτών. Ορατών, αόρατων, διάφανων, ημιδιάφανων, αδιάφανων. Μπορείς ν' αφήσεις ένα "ίχνος" που να δείχνει ότι πέρασες από δω. Μιά "καλημέρα", "καλησπέρα", "καληνύχτα", είναι πάντα μιά ζεστή χειρονομία. Ένα counter είναι ένα ανέκφραστο μηχανάκι που καταγράφει νούμερα...
Αυτό είναι, ας πούμε, ένα τετράδιο επισκεπτριών/επισκεπτών. Ορατών, αόρατων, διάφανων, ημιδιάφανων, αδιάφανων. Μπορείς ν' αφήσεις ένα "ίχνος" που να δείχνει ότι πέρασες από δω. Μιά "καλημέρα", "καλησπέρα", "καληνύχτα", είναι πάντα μιά ζεστή χειρονομία. Ένα counter είναι ένα ανέκφραστο μηχανάκι που καταγράφει νούμερα...
Μέσα στο στόμα του Νούρου...
Ο Ηλίας Πετρόπουλος (που του χρωστάω ένα σημείωμα, μήπως και τον πλακώνουν λιγότερο, εκεί που βρίσκεται, τα βουνά της αχαριστίας που εξαπόλυσαν εναντίον του), ήταν και ο μόνος που σημείωσε δυό γραμμές γιά το κουτσαβάκικο ανεβοκατέβασμα της κάτω σιαγόνας, κάτι που έκανε, τεχνητά, ο Κατσαρός όταν τραγουδούσε.
Ο Πετρόπουλος, μη προλαβαίνοντας (και μάλλον μη ξέροντας) μέσα στη θάλασσα των μικροπληροφορών που ανέσυρε, δε καταπιάστηκε (βλ. αγνόησε) τον μεγαλύτερο, μαζί με τον Νταλκά, των τραγουδιστών, τον Κώστα Μασσέλο (Νούρο).
Ο Νούρος, κουβαλώντας την παράδοση του μανέ από τα γεννοφάσκια του, χώρια απ΄τη μαθητεία του στις εκκλησίες, δεν ανεβοκατέβαζε, παρά δευτερευόντως, το κάτω σαγόνι του. Δε κουτσαβάκιζε ο άνθρωπος, ήξερε απλώς πολύ καλά να τραγουδάει. ΄Εκανε όμως μιά σειρά από άλλα κόλπα, διαφοροποιούμενος τελείως από άλλους ικανότατους τραγουδιστές μανέδων. Η κυριότερη ικανότητα κρυβόταν μέσα στο πολυδαίδαλο λαρύγγι του που το έκανε, όπως και ο Νταλκάς, ότι ήθελε. Πέρα απ΄αυτό όμως, κουνούσε επιδέξια τα χείλια, σουφρώνοντας και ανοιγοκλείνοντάς τα, με κινήσεις σχεδόν παραπλήσιες μ΄αυτές των μωρών όταν ρουφούν γάλα απ΄το στήθος της μητέρας τους.
Ακόμα, σε ορισμένους ήχους, γέμιζε με λίγο αέρα τα μάγουλά του και άνοιγε απότομα τα χείλια του αφήνοντας τον αέρα να βγει μαζί με τον ήχο που χρειάζονταν εκείνη τη στιγμή.
Μιά λεπτομέρεια ακόμα που δεν έχει να κάνει με τις ικανότητές του.
Ο Νούρος είχε κάποια δυσκολία να προφέρει το "σ" και το τελικό "ς", σα νά΄χε κάποια δυσμορφία στα δόντια του κάτω σαγονιού.
Ο Νούρος πρέπει να μιλούσε αργά στην καθημερινή του ζωή και να μην έτρωγε φωνήεντα και σύμφωνα. Αυτό φαίνεται όταν χαιρετάει. Ενώ η άρθρωσή του ήταν πολύ καλή, είναι δύσκολο μερικές φορές να διακρίνεις τι ακριβώς λέει, σα να τό΄κανε επίτηδες, ή σα να αυτοσχεδίαζε εκείνη τη στιγμή αν θα πει τη μιά ή την άλλη λέξη που ηχούσαν σχεδόν όμοιες, αλλά είχαν άλλο μήνυμα. Ένα τέτοιο παράδειγμα έχουμε στο τρ. "Όλο ούζο", όπου "παίζει" με το ρήμα "πάθει" και "κάνει" (βλ. http://elkibra-nouros.blogspot.com/2008/08/blog-post_31.html ).
Το μαύρο και η φωτιά (nuro στα συριακά σημαίνει φωτιά. Στα τούρκικα δεν υπάρχει αυτή η λέξη) είναι τα χαρακτηριστικά της φωνής του Νούρου. Ο μεγάλος αυτός τραγουδιστής έβγαζε μαύρους ήχους. Μαύρους όμως, όχι με την έννοια του πένθιμου. Το μαύρο δεν είναι πένθιμο. Το μαύρο σ΄εμάς, ήδη απ΄την εποχή του Ομήρου, κουβαλάει την έννοια του θανάτου, ακόμα και γιατί έχουμε πολύ δυνατό φως στη χώρα μας. Ίσως, κυρίως γι αυτό έχει χτιστεί μιά μελαγχολική μυθολογία. Το φοβόμαστε γατί είμαστε κακομαθημένοι από το φως. Σε πολλές άλλες χώρες σερβίρουν σε μαύρα πιάτα, φτιάχνουν μαύρα κεριά και τα θεωρούν sic, ντύνουν στα μαύρα μικρά παιδιά, το μαύρο κυριαρχεί στο design. Ότι και να λέμε όμως, έχουμε μάθει να πιστεύουμε ότι το μαύρο έχει να κάνει με το θάνατο, με το άγριο σκοτάδι.
Μ΄αυτή την αίσθηση είμασταν πάντα εξοικειωμένοι εμείς οι Έλληνες, τώρα όμως αρχίζουμε να ξεχνάμε. Ξεχνάμε ότι ο θάνατος κυκλοφορεί και παραμονεύει μέσα στο άπλετο φως παντού, σε καθημερινή βάση. Ξεχνάμε ότι είναι ενσωματωμένος και στο απαστράπτον λακ των δρεπανηφόρων αρμάτων που καβαλάμε και τα γκαζάρουμε γιά να ξεπεράσουμε εσωτερικά μπερδέματα και αδιέξοδα και γιά να δείξουμε ότι είμαστε άφοβοι και ηλίθια σίγουροι λεβέντες...
Πίσω στο Νούρο.Οι μαύροι, εσωτερικοί, τρεμουλιαστοί, κυματιστοί και αδιαπραγμάτευτοι ήχοι που βγαίναν απ΄το στόμα του ήταν ήχοι που δε μοιάζαν, ούτε και μοιάζουν, με κανενός άλλου τραγουδιστή. Είναι η πεμπτουσία των δυνατοτήτων της ανθρώπινης φωνής. Είναι η φωνή του κατασταλαγμένου, οριστικά και αμετάκλητα, γαλήνιου ανδρόγυνου πλάσματος (εννοώ πάντα την αίσθηση που βγάζει η φωνή του, δεν εννοώ τον ίδιον. Άλλωστε, οι τόνοι της φωνής του ήταν δέκα φορές πιό ανδρικοί απ΄όλα τα σημερινά, μπερδεμένα - και με το δίκηο τους - αγοράκια που πασκίζουν να τραγουδήσουν rap στα ελληνικά...), είναι η τελειωτική σύζευξη και κατάθεση των όπλων που βάζει τέρμα στην αντιπαλότητα των δύο φύλων, είναι το λύγισμα των γονάτων του όρθιου, ντούρου ανθρώπινου πλάσματος και η παραδοχή της ένωσης με το μαγικό κόσμο που απλώνεται πέρα απ΄τα κλειστοφοβικά κουτιά του "πολιτισμού" που χτίσαμε και που μας καταστρέφει νύχτα-μέρα. Eίναι η ανύψωση του καθαρού βλέμματος στο φωτεινό ουρανό ή στο σκοτάδι της νύχτας, η εκλείανση της βαρυμένης και αηδιασμένης καρδιάς μας, το άδειασμα του νου από τους όγκους άχρηστης γνώσης και ανούσιων πληροφοριών. Ο Νούρος είναι το εισιτήριο επιστροφής στον ήσυχο και υγρό παράδεισο της Μήτρας...Κλείστε τα μάτια σας, ακούστε τον και θα με θυμηθείτε (αν όχι τώρα, αργότερα, όταν θα κατεβάσετε ταχύτητες...)
Ο Πετρόπουλος, μη προλαβαίνοντας (και μάλλον μη ξέροντας) μέσα στη θάλασσα των μικροπληροφορών που ανέσυρε, δε καταπιάστηκε (βλ. αγνόησε) τον μεγαλύτερο, μαζί με τον Νταλκά, των τραγουδιστών, τον Κώστα Μασσέλο (Νούρο).
Ο Νούρος, κουβαλώντας την παράδοση του μανέ από τα γεννοφάσκια του, χώρια απ΄τη μαθητεία του στις εκκλησίες, δεν ανεβοκατέβαζε, παρά δευτερευόντως, το κάτω σαγόνι του. Δε κουτσαβάκιζε ο άνθρωπος, ήξερε απλώς πολύ καλά να τραγουδάει. ΄Εκανε όμως μιά σειρά από άλλα κόλπα, διαφοροποιούμενος τελείως από άλλους ικανότατους τραγουδιστές μανέδων. Η κυριότερη ικανότητα κρυβόταν μέσα στο πολυδαίδαλο λαρύγγι του που το έκανε, όπως και ο Νταλκάς, ότι ήθελε. Πέρα απ΄αυτό όμως, κουνούσε επιδέξια τα χείλια, σουφρώνοντας και ανοιγοκλείνοντάς τα, με κινήσεις σχεδόν παραπλήσιες μ΄αυτές των μωρών όταν ρουφούν γάλα απ΄το στήθος της μητέρας τους.
Ακόμα, σε ορισμένους ήχους, γέμιζε με λίγο αέρα τα μάγουλά του και άνοιγε απότομα τα χείλια του αφήνοντας τον αέρα να βγει μαζί με τον ήχο που χρειάζονταν εκείνη τη στιγμή.
Μιά λεπτομέρεια ακόμα που δεν έχει να κάνει με τις ικανότητές του.
Ο Νούρος είχε κάποια δυσκολία να προφέρει το "σ" και το τελικό "ς", σα νά΄χε κάποια δυσμορφία στα δόντια του κάτω σαγονιού.
Ο Νούρος πρέπει να μιλούσε αργά στην καθημερινή του ζωή και να μην έτρωγε φωνήεντα και σύμφωνα. Αυτό φαίνεται όταν χαιρετάει. Ενώ η άρθρωσή του ήταν πολύ καλή, είναι δύσκολο μερικές φορές να διακρίνεις τι ακριβώς λέει, σα να τό΄κανε επίτηδες, ή σα να αυτοσχεδίαζε εκείνη τη στιγμή αν θα πει τη μιά ή την άλλη λέξη που ηχούσαν σχεδόν όμοιες, αλλά είχαν άλλο μήνυμα. Ένα τέτοιο παράδειγμα έχουμε στο τρ. "Όλο ούζο", όπου "παίζει" με το ρήμα "πάθει" και "κάνει" (βλ. http://elkibra-nouros.blogspot.com/2008/08/blog-post_31.html ).
Το μαύρο και η φωτιά (nuro στα συριακά σημαίνει φωτιά. Στα τούρκικα δεν υπάρχει αυτή η λέξη) είναι τα χαρακτηριστικά της φωνής του Νούρου. Ο μεγάλος αυτός τραγουδιστής έβγαζε μαύρους ήχους. Μαύρους όμως, όχι με την έννοια του πένθιμου. Το μαύρο δεν είναι πένθιμο. Το μαύρο σ΄εμάς, ήδη απ΄την εποχή του Ομήρου, κουβαλάει την έννοια του θανάτου, ακόμα και γιατί έχουμε πολύ δυνατό φως στη χώρα μας. Ίσως, κυρίως γι αυτό έχει χτιστεί μιά μελαγχολική μυθολογία. Το φοβόμαστε γατί είμαστε κακομαθημένοι από το φως. Σε πολλές άλλες χώρες σερβίρουν σε μαύρα πιάτα, φτιάχνουν μαύρα κεριά και τα θεωρούν sic, ντύνουν στα μαύρα μικρά παιδιά, το μαύρο κυριαρχεί στο design. Ότι και να λέμε όμως, έχουμε μάθει να πιστεύουμε ότι το μαύρο έχει να κάνει με το θάνατο, με το άγριο σκοτάδι.
Μ΄αυτή την αίσθηση είμασταν πάντα εξοικειωμένοι εμείς οι Έλληνες, τώρα όμως αρχίζουμε να ξεχνάμε. Ξεχνάμε ότι ο θάνατος κυκλοφορεί και παραμονεύει μέσα στο άπλετο φως παντού, σε καθημερινή βάση. Ξεχνάμε ότι είναι ενσωματωμένος και στο απαστράπτον λακ των δρεπανηφόρων αρμάτων που καβαλάμε και τα γκαζάρουμε γιά να ξεπεράσουμε εσωτερικά μπερδέματα και αδιέξοδα και γιά να δείξουμε ότι είμαστε άφοβοι και ηλίθια σίγουροι λεβέντες...
Πίσω στο Νούρο.Οι μαύροι, εσωτερικοί, τρεμουλιαστοί, κυματιστοί και αδιαπραγμάτευτοι ήχοι που βγαίναν απ΄το στόμα του ήταν ήχοι που δε μοιάζαν, ούτε και μοιάζουν, με κανενός άλλου τραγουδιστή. Είναι η πεμπτουσία των δυνατοτήτων της ανθρώπινης φωνής. Είναι η φωνή του κατασταλαγμένου, οριστικά και αμετάκλητα, γαλήνιου ανδρόγυνου πλάσματος (εννοώ πάντα την αίσθηση που βγάζει η φωνή του, δεν εννοώ τον ίδιον. Άλλωστε, οι τόνοι της φωνής του ήταν δέκα φορές πιό ανδρικοί απ΄όλα τα σημερινά, μπερδεμένα - και με το δίκηο τους - αγοράκια που πασκίζουν να τραγουδήσουν rap στα ελληνικά...), είναι η τελειωτική σύζευξη και κατάθεση των όπλων που βάζει τέρμα στην αντιπαλότητα των δύο φύλων, είναι το λύγισμα των γονάτων του όρθιου, ντούρου ανθρώπινου πλάσματος και η παραδοχή της ένωσης με το μαγικό κόσμο που απλώνεται πέρα απ΄τα κλειστοφοβικά κουτιά του "πολιτισμού" που χτίσαμε και που μας καταστρέφει νύχτα-μέρα. Eίναι η ανύψωση του καθαρού βλέμματος στο φωτεινό ουρανό ή στο σκοτάδι της νύχτας, η εκλείανση της βαρυμένης και αηδιασμένης καρδιάς μας, το άδειασμα του νου από τους όγκους άχρηστης γνώσης και ανούσιων πληροφοριών. Ο Νούρος είναι το εισιτήριο επιστροφής στον ήσυχο και υγρό παράδεισο της Μήτρας...Κλείστε τα μάτια σας, ακούστε τον και θα με θυμηθείτε (αν όχι τώρα, αργότερα, όταν θα κατεβάσετε ταχύτητες...)
Δευτέρα 1 Ιουνίου 2009
Ένα απ΄τα 4 μεγάλα αηδόνια...
MARIKA KANAROPOULOU /Μαρίκα Καναροπούλου (Μπρουσαλιά) ή Τουρκαλίτσα
Δείγμα της εξαιρετικής φωνής της, το αισθησιακό τραγούδι του Βαγγέλη Παπάζογλου "Βάλε με στην αγκαλιά σου". Η Μαρίκα Καναροπούλου εκείνη τη μέρα είναι 20 χρονώ.
_________________________________________-
___________________________________________________
Περιεχόμενα
1. Στοιχεία βιογραφικού
2. Σημείωμα από το blog http://amanyala.blogspot.com/2006/07/rembetiko-of-month.html
3. Δισκογραφία
1. Βιογραφικά στοιχεία μηδενικά. Έτος γέννησης ca. 1914 στην Bursa (Προύσα) Τα χαϊδευτικά της, "Μαρίκα Μπρουσαλιά" και "Τουρκαλίτσα". Γραμμοφώνησε τον πρώτο της δίσκο σε ηλικία 18 χρονών.Μετανάστευσε στις ΗΠΑ. Επέστρεψε (πότε;). Θάνατος στην Αθήνα το 1990, σε ηλικία 76 χρονών. Απ' ότι ξέρουμε, κανείς δε την πλησίασε. Yπάρχει πάντα η σκέψη πως έγιναν προσπάθειες κι εκείνη τις απέπεμψε... Μιά απ' τις καλύτερες φωνές που πέρασαν απ' τη δισκογραφία. Ηχογράφησε 3 τραγούδια το 1933, 13 το 1934 - που σημαίνει ότι πουλούσε - μόνο 3 το 1935 και ένα μόνο το 1940, το "Κάποτε θα κλάψεις", που το ψάχνω απεγνωσμένα. Μήπως τόχεις ή ξέρεις κάποιον/α που να τό΄χει;
2. To παρακάτω αγγλικό κείμενο είναι αναδημοσίευση (χωρίς να ρωτήσω, γιατί δε μπορώ να΄ρθώ σε επαφή μαζί του) από το πολύ ενδιαφέρον blog http://amanyala.blogspot.com/2006/07/rembetiko-of-month.html
Marika Kanaropoulou sang Amane like no other. Far less prolific than either Roza Eskinazi or Rita Abadzi, Marika Kanaropoulou’s αμανέδες (a-man-EH-des) convey a lost innocence. Perhaps it is because her voice possesses an almost adolescent quality. At the same time, Kanaropoulou’s vocal skills were anything but adolescent. Her control and mastery of the art of makam, her unique style, and her thick, rich vowels rank her as one of the top female singers of Rembetika, despite the fact that she recorded far less than others. Very little is known about Marika Kanaropoulou. Kanaropoulou may in fact be a stage name, since it literally means “daughter of the canary” and may be a reference to the dulcid quality of her voice. It could also be a surname carried by a family with a long tradition of singing. It is quite possible that Kanaropoulou came from a musical family.Also known as “Tourkalitsa” (the little Turkish girl) and “Brousalia” (the girl from Brousa), Kanaropoulou was a native of Bursa (Brousa in Greek), located in western Turkey not far from the southeast coast of the Sea of Marmara. Bursa had a sizeable Greek population prior to the Asia Minor catastrophe of 1922. Kanaropoulou most likely left her homeland when the Greek population was expelled from Asia Minor, though it’s possible that she and her family left earlier during the First World War or shortly thereafter. She recorded a handful of songs in Athens, mostly αμανέδες in 1933 and 1934 before emigrating to America. There is no record of her having recorded in the United States. At some point, she returned to Greece, where she died in 1990. Kanaropoulou recorded Neva Manes in Athens in December 1933. As in the case of Abadzi’s Gazeli Neva Sabah, once again Neva is erroneously used to denote the key of D, even though in reality Neva is the name for A, and the song, like Gazeli Neva Sabah, seems to be in D#. I’ve already theorized in an earlier post as to what might have caused this error.Kanaropoulou’s Neva Manes is set in makam Ussak. In classical makam theory (by which I mean Turkish and Arabic), Ussak (referred to as Bayyati in Arabic) has a microtone as its second. More specifically, the second is flatted, but instead of a half step, what you get is a note that is somewhere between a half step and a whole step. Greek music eventually evolved away from microtones, so that the Greek version of Ussak has a simple half step between the first and second. It looks like this:In reality, many Greek songs in makam Ussak compensate for the loss of the microtone by including both a natural second and a flatted second, as if to approximate the microtone, which lies somewhere in between. It’s not the same as having the microtone, but the effect is arguably just as lovely. In Neva Manes, Kanaropoulou and her accompanists (Dimitris Ladopoulos on violin with an unknown oud player whom Outiboy is convinced is Agapios Tomboulis) follow the classical version of Ussak, not the version of the makam that eventually became prevalent in Greek music. The second is neither a half step nor a whole step. The effect is to create a wonderful tension within the melody. During the interwar period it was common for Greek artists, who were well versed in classical makam theory, to set their melodies within the true versions of the makams—that is, the versions that included the microtones. This is what they knew. To complicate matters, however, Neva Manes also throws in an occasional microtone as the sixth. Classical Ussak/Bayyati has a flatted sixth (i.e. a simple half step, not a microtone). In Neva Manes, Ladopoulos sometimes plays the sixth slightly sharp. This appears to be a reference to an Arabic makam known as Ushak Masri (though Outiboy says it’s actually a makam called Huseyni), which has a three-quarter step between the fifth and the sixth, though not between the first and the second. In the end, it is the seventh on which Ladopoulos hangs that ends up sounding wonderfully microtonal because he plays the sixth slightly sharper than it would normally be in Ussak.Αμάν, τίνους νά πω τον πόνο μου νά με παρηγορήσει,Αφού ο κόσμος ψεύτισε καί η ζωή θα σβήσει;Aman, To whom can I tell my pain, so that I can be comforted,Since the world has become false and life is erased? Kanaropoulou knew pain. She lost her home and her roots. She became a refugee in a strange land. I think of the hundreds of thousands of Israelis and Lebanese who have become refugees in the past few weeks because of the violence that grips their countries, their towns, and their neighborhoods. Aman was a word frequently on the lips of those Greeks and Turks who lost their homes and loved ones because two peoples could not find a way to coexist peacefully with one another.
3. ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ (από Διονύση Δημ. Μανιάτη)
1933
1. Νέα μερακλού Columbia DG-478 WG-746 - Μαρίκα Καναροπούλου/Κώστας Τζόβενος - ρεμπέτικο, ζεϊμπέκικος
2. Νεβά Μανές (Τίνος να πω τον πόνο μου) παραδοσιακό - Μαρίκα Καναροπούλου - ρεμπέτικο, μανές
3. Τσιφτετέλι Μανές (Ψεύτη ντουνιά και άπιστε),Parlophone Eλλάδος B-21752 101465 - Μαρ. Καναροπούλου/Σπύρος Περιστέρης - ρεμπέτικο, τσιφτετέλι.
_________________________________________
1934
1. Μες του Μάνθου τον τεκέ , Odeon Ελλάδος GA-5746 GO-2036 - Μαρίκα Καναροπούλου/Κώστας Τζόβενος - χασικλίδικο, ζεϊμπέκικος
2. Μαχμούρικο, Odeon Ελλάδος GA-1746 GO-2037 - Μαρίκα Καναροπούλου/Σπύρος Περιστέρης/Μίνως Τσάμας
3. Ένας μάγκας στον τεκέ, Odeon Ελλάδος GA-1806 GO-2087-2 - Μαρίκα Καναροπούλου/Κώστας Τζόβενος - χασικλίδικο, ζεϊμπέκικος
4. Μιά χήρα μες την Κοκκινιά, Odeon Ελλάδος GA-1807 GO-2168 - Μαρίκα Καναροπούλου/Κώστας Τζόβενος - ρεμπέτικο, μόρτικο
5. Το μωρό μου, Odeon Ελλάδος GA-1818 GO-2169 - Μαρίκα Καναροπούλου/Σπύρος Περιστέρης - ρεμπέτικο, νανούρισμα
6. Το χανουμάκι, Odeon Ελλάδος GA-1818 GO-2170 - Μαρίκα Καναροπούλου/Σταύρος Παντελίδης -ρεμπέτικο, αράπικο
7. Βάλε με στην αγκαλιά σου, Odeon Ελλάδος GA-1821 GO-2171 - Μαρίκα Καναροπούλου/Βαγγ. Παπάζογλου - ρεμπέτικο, ζεϊμπέκικος
8. Το χανουμάκι, Odeon Ελλάδος GA-1832 GO-2170-0 - Μαρίκα Καναροπούλου/Σταύρος Παντελίδης - ρεμπέτικο, αράπικο
9. Καρίπ Νεβά Μανές (Δεν σκέφτεσαι βρε άνθρωπε), HMV AO-2149 OT-1701 - Μαρίκα Καναροπούλου/Κώστας Τζόβενος - ρεμπέτικο, μανές
10. Η μπελαλού, HMV AO-2149 OT-1704 - Μαρίκα Μπρουσαλιά/Γ. Δραγάτσης (Ογδοντάκης) - ρεμπέτικο, ζεϊμπέκικος
11. Κατινάκι λυπήσου με, HMV AO-2165 OT-1702-0 - Μαρίκα Μπρουσαλιά/Δημ. Ατραϊδης -ρεμπέτικο, συρτός
12. Σαμπάχ Μανές (Τα χρόνια μου παρήλθανε), - Μαρ. Μπρουσαλιά/παραδοσιακό - ρεμπέτικο, μανές
13. Μαρίτσα, Parlophone Ελλάδος B-21855 101527 - Μ.Καναροπούλου/Αγάπιος Τομπούλης - ρεμπέτικο, τσιφτετέλι
___________________________________________
1935
1. Πάει η Μαριωρή, Odeon Ελλάδος GA-1833 GO-2192 - Μαρίκα Καναροπούλου/Πάνος Τούντας - χασικλίδικο, ζεϊμπέκικος
2. Τουρκοπούλα οπαλά (1935) Odeon Ελλάδος GA-1839 GO-2191 - Μ. Καναροπούλου//Αγάπιος Τομπούλης - ρεμπέτικο, συρτός
3. Αλανάκι, Odeon Ελλάδος GA-1852 GO-2193 - Μ. Καναροπούλου/Ν. Χατζηαντωνίου - ρεμπέτικο, χασάπικος
_____________________________________
ΑΧΡΟΝΟΛΟΓΗΤΑ
1. Νεβά Χετζάζ Μανές (Ως πότε πιά η τύχη μου) Parlophone Ελλάδος B-21752 101462 - Μ. Καναροπούλου&Σπύρος Περιστέρης - ρεμπέτικο, μανές
_______________________________________
1940
Κάποτε θα κλάψεις, Odeon Ελλάδος GA-7250 GO-3409 - Μ. Καναροπούλου & Δ. Καββαδίας/Τ. Κόκκας/Κ. Μάνεσης & Δ. Ρηγόπουλος - ελαφρό, χαβάγιες