Σάββατο 26 Μαρτίου 2011







Το Νίκο Μάθεση (και Σια)
σκέφτομαι απόψε...


Ένα σημείωμα για έναν άνθρωπο του παρελθόντος.
Ένα σημείωμα όμως με παντοτεινή ισχύ. Για σήμερα 
και για αύριο...

Oι μάσκες
Ο κάθε άνθρωπος που κινείται μέσα σε μιά κοινωνία, φοράει μιά μάσκα. Το ξέρουμε αυτό. Νιώθει ότι πρέπει να δείξει και να κρύψει κάποια πράγματα.
Οι μάσκες οι αντρικές είναι χοντρύτερες και πιό καλά εφαρμοσμένες στο πρόσωπο απ΄ότι οι γυναικείες. Κι ας πιστεύουμε το αντίθετο.

Εμένα, σ΄αυτό το blog τουλάχιστο, μ΄ενδιαφέρουν οι μάσκες που φορούσαν την εποχή της μαγκιάς. Οι μάσκες που φόραγαν αυτοί οι άνθρωποι που τους λέγαν (και τους λένε και σήμερα και γαργαλιούνται) αλήτες, νταήδες, χασισοπότες, μαχαιροβγάλτες, βαρείς και ασήκωτους.

Όλα αυτά τα λαϊκά παιδιά που δεν είχαν πάει ή εγκατέλειπαν το σχολείο, που μεγάλωσαν σ΄ένα τραχύ κόσμο, που ένιωθαν ότι είναι πεταμένα στο περιθώριο και ότι εκεί μέσα έπρεπε με κάποιο τρόπο να χτίσουν μιά οντότητα, να κερδίσουν ένα "σεβασμό" (δηλαδή να τους φοβούνται), μιάς και αισθάνονταν "λίγοι" και "παρακατιανοί".


Η μοναξιά
Μιά τέτοια ζωή απαιτεί συνεχή εγρήγορση για να κρατήσει κανείς τα "κεκτημένα". Τα ίδια ακριβώς ισχύουν και σήμερα παντού, μέσα σε τέτοιους κύκλους. Κι αυτή η ζωή είναι ένα ταξίδι μες τη μοναξιά. Όσο το "παιχνίδι" είναι ενεργό, όσο είναι κανείς νέος και κινείται μιά στο ένα και μιά στο άλλο, τη μοναξιά δε τη καταλαβαίνει. Όταν όμως περάσουν τα χρόνια κι η ζωή αλλάζει αλλά το άτομο παραμένει στατικό στις παλιές του αρχές και προσμονές, η Μεγάλη Μοναξιά του βγαίνει απ΄τη γωνία και του δείχνει το ξεδοντιασμένο το στόμα της .

Η περίπτωση του Νίκου Μάθεση (Τρελάκια) μου δημιουργούσε από παλιά μιά θλίψη. Δεν ήξερα και δε καταλάβαινα το γιατί. Θυμάμαι που διασκέδαζα μ΄εκείνο το γλυκό τραγούδι του Ανέστη Δελιά, "Νίκος ο Τρελάκιας"...




Η μοναξιά του Νίκου Μάθεση
Μετά, έπεσε στο μάτι μου σε διάφορα που εγραφε ο Ηλίας Πετρόπουλος γι αυτόν. Κόλλησα σε μιά λεπτομέρεια. Μέσα στο σπίτι του υπήρχαν στους τοίχους τρύπες από σφαίρες...

Το βρίσκω άσκοπο να μπω σε λεπτομέρειες της ζωής του. Υπάρχουν άλλωστε γραμένες, από δω κι από κει. Κάπου αλλού θέλω να εστιάσω.
Ο πατέρας του είχε ψαράδικο στην Αγορά του Πειραιά. Εκεί άρχισε να δουλεύει κι ο Νίκος. Είχαν λεφτά δηλαδή. Δε τέλειωσε το σχολείο.


 "...ούτε και να βγάλω Όλο το Γυμνάσιο διότι παρ΄όλα που μου άρεσαν τα γράμματα και η ζωγραφηκή ο πατέρας μου με έβγαλεν απ το σχολείον και με πήρε μαζί του στην Αγορά λέγωντάς μου, εδώ είνε το ψωμί οι ζωγράφοι πηνάνε!". (Έτζι γράφει στο τετράδιο που εξιστορεί τη ζωή του. Η ορθογραφία είναι του πρωτότυπου).



Το τότε όνειρό του ήταν να μπει στους κόλπους των νταήδων και το κατάφερε. Πήγαινε γυρεύοντας για καυγάδες, η συμπεριφορά του ήταν απρόβλεπτη γι αυτό τον απέφευγαν και τον φοβόνταν.

Αυτός ο άνθρωπος θα πρέπει να αιστανόταν πολύ μόνος του.
Τέτοια πράγματα είναι παρατηρήσεις που δε πιάνονται στις συζητήσεις για το Ρεμπέτικο. Θεωρούνται κουλτουριάρικες, "ύποπτες"., "τι μας λες τώρα..."
Ας το δούμε από λιγάκι κοντύτερα όμως.

Ο Νίκος Μ. γεννήθηκε το 1907. Στιχάκια λέει πως έγραφε από μικρός. Στα 22 του αρχίζει να δίνει σε συνθέτες. Στα 1935, σε ηλικία 28 χρονών βγαίνει το υπέροχο τραγούδι του Μικρασιάτη Μπαρούση (Λορέντζου), "Του Πειραία το αλάνι" που το τραγουδάει η Ρόζα Εσκενάζι και οι στίχοι είναι δικοί του.


Τον επόμενο χρόνο (1936) έγραψε τους παρακάτω "αυτοβιογραφικούς" στίχους, τους έδωσε στον Ανέστη Δελιά κι εκείνος έγραψε ένα πολύ απλό αλλά πολύ όμορφο τραγουδάκι, το "Νίκος ο Τρελάκιας".

Τα χρόνια κυλάν ζουμερά και φτάνουμε στο 1951. Ο Νίκος γράφει τους στίχους για το τραγούδι "Ψεύτικε κόσμε" και τους δίνει στο παραπονιάρη Σταύρο Τζουανάκο.

ευχαριστίες στον alexnas81 που είχε το μεράκι να βάλει αυτό 
το τραγούδι στο youtube


Με λεν μπεκρή και άσωτο και ότι τους καπνίσει,
μα δεν εβρέθηκε κανείς να με παρηγορήσει

Είχα λεφτά και έδινα, τα έφαγα και πάνε
κι οι φίλοι τώρα γίνανε φίδια για να με φάνε

Ψεύτη κόσμε και ντουνιά και σάπια κοινωνία
τώρα που σε κατάλαβα μου φέρνεις αηδία.


Το αδιέξοδο και η τρύπα...
Οι στίχοι είναι σαφώς αυτοβιογραφικοί. Ποιός τα λέει αυτά; Ο Νίκος Μάθεσης, ο Τρελός, ο απρόβλεπτος νταής του σκληρού Πειραιά, ο άνθρωπος που προέρχονταν απ΄το παλιό, το "σκληρό" Ρεμπέτικο. Ο Νίκος Μάθεσης είχε δει το αδιέξοδο, είχε δει τη τρύπα που έχασκε...


Θεωρώ πως αυτό το τραγούδι είναι σημαδιακό για το λαϊκό τραγούδι και νιώθω πως επιβεβαιώνει τη γενική θέση που πραγματεύεται το blog Thorax and Mind. Ότι δηλαδή, επιφανειακά πολύ το βλέπουμε το Ρεμπέτικο.
Οι άνθρωποι αυτοί αφέθηκαν στα νιάτα τους στο ένα και στο άλλο, κρύβοντας μέσα τους μιά λεπτή ευαισθησία -αυτή του λαϊκού ανθρώπου - που δεν είναι "πρέπουσα" να βγει προς τα έξω.

Ο Μάθεσης δε θα χρησιμοποιούσε ποτέ αυτή τη φρασεολογία, "δεν εβρέθηκε κανείς να με παρηγορήσει", όταν άφηνε τον εαυτό του να μιλήσει ζωντανά. Μόνος του όμως, γράφοντας τους στίχους, του βγήκε το παράπονο για τη μοναξιά που ένιωθε.

Ποιές επιλογές είχε για τη συνέχεια της ζωής του; ΚΑΜΙΑ! Συνέχισε λοιπόν στο ημίφως του δρόμου που είχε ο ίδιος χαράξει. Κι όταν μίλησε στο Χατζηδουλή στα 1974, στα 67 του και μ΄ένα καρκίνο θρονιασμένο στο λαιμό του, προσπάθησε να διατηρήσει μιά εικόνα που, μάλλον, δε τη πίστευε πιά αλλά, θέλησε να την αφήσει έτσι πίσω του, μιάς και για το χτίσιμο αυτής "δούλεψε" σ΄όλη του τη ζωή.

Να, ακόμα ΚΑΙ για ένα στιχουργικό περιεχόμενο σα του "Ψεύτικε κόσμε", είναι πολύ σημαντικό αυτό που μας άφησε το παλιότερο λαϊκό τραγούδι.

Πείτε μου, σας παρακαλώ,
ποιός σύγχρονος "καλλιτέχνης", απ΄αυτούς που ποτέ δεν έχουν βρέξει ούτε το πόδι τους σε λακούβες της ζωής, θα δεχόταν να λανσάρει ένα τραγούδι με τέτοιους στίχους ή καλύτερα, ποιά σημερινή εταιρία θα το τύπωνε; Κι αν τό΄κανε, ποιοί θα τ΄αγόραζαν; Και γιατί δε θα το κάναν; Γιατί, άραγε, τελείωσαν αυτού του είδους τα προβλήματα κι αυτές οι διαπιστώσεις; Όχι βέβαια. Απλά, η "τεχνητά μειδιώσα" αγορά αποστρέφεται τη μελαγχολία και τις αλήθειες.

Και οι άνθρωποι; Κι αυτοί σ΄αυτό το σκοπό χορεύουν. Οι μηχανισμοί που τους περικυκλώνουν και τους βάλλουν πανταχόθεν, τους έχουν ρίξει αδύναμους στο καναβάτσο. Τα καταπίνουν τα προβλήματα και βγάζουν, ο ένας μετά τον άλλον, ένα καλπάζοντα καρκινάκο ή τους βαράει κατακέφαλα ένας νταμπλάς (ω, συγνώμη, εγκεφαλικό επεισόδιο εννοούσα...), ή εκρήγνυται η καρδιά όπως σπάνε τα ρόδια.

Ενω τότε τα λέγανε και οι εταιρίες τα τύπωναν γιατί ο κόσμος τ΄αγόραζε. Και τ΄αγόραζε γιατί οι τότε άνθρωποι ξεσπούσαν κλαίγοντας. Κάτι που δε το κάνουμε σήμαρα και το πληρώνουμε πολύ ακριβά.

Κάντε μου τη χάρη και ξαναδείτε
τους στίχους του τραγουδιού
"Ψεύτικε Κόσμε"

"Ναι λοιπόν, τί;" ίσως σκέφτεστε, "μοιάζουν μ΄ένα σωρό άλλους που έχουμε ακούσει απ΄αυτή την εποχή". Ναι, μοιάζουν. Δε λένε κάτι με κάποιο άλλο τρόπο. Μα, ούτε κι οι κακόγουστες γελοιογραφίες του Νίκου Μάνεση λέγαν κάτι. Ο άνθρωπος όμως είχε τσαγανό μέσα του, απλά δε του δόθηκαν οι ευκαιρίες για να γίνει καλύτερος. Οι άνθρωποι βελτιώνονται και εξελίσσονται σε συγχρωτισμό με καλύτερούς τους. Ο κακομοίρης ο Μάθεσης, μέσα στη μιζέρια που περιπλανιόταν, πώς να προχωρούσε;

όπιος κυμιθή με Στραβό, 
το πρωί αλλυθωρίζη

σημειώνει πικρά στο τετραδιάκι του.

Πείτε μου, σας παρακαλώ,
κάτι άλλο τώρα

Οι απλοί στίχοι του Νίκου Μάθεση σ΄αυτό το τραγούδι, με την οικονομία μέσων που τους διέπει, κάτω από ποιά κριτήρια είναι υποδεέστεροι απ΄τους αμέσως παρακάτω στίχους του θεοποιημένου Λευτέρη Παπαδόπουλου στο τραγούδι "Άπονη Ζωή" που τραγουδούσαν όλα τα στόματα το 1963;

Άπονη ζωή
μας πέταξες στου δρόμου την άκρη
μας αδίκησες
ούτε μια στιγμή
δεν είπες να μας διώξεις το δάκρυ
μας κυνήγησες

Το κρίμα μας βαρύ
μας γέννησες φτωχούς
με τη καρδιά πικρή
γεμάτη στεναγμούς

Άπονη ζωή
δε θέλαμε παλάτια κι αστέρια
να μας χάριζες
μια μπουκιά ψωμί
για μας τα ορφανά περιστέρια
να χαλάλιζες

Μας έδειρε ο βοριάς
μας πήρε η βροχή
το αίμα της καρδιάς
γιατί είμαστε φτωχοί



Μπορείτε να φανταστείτε τώρα,

μιά πολυμελή ορχήστρα, σα κι αυτή που θα δείτε στο παρακάτω video, που τη διευθύνει αρχιμουσικός να παίζει το "Ψεύτικε κόσμε" του Σταύρου Τζουανάκου και να παρουσιάζει το στιχουργό Νίκο Μάθεση; 
Όχι, κάτι τέτοιο ποτέ δε θα γινόταν.
Στίχοι σαν 
Ψεύτη κόσμε και ντουνιά και σάπια κοινωνία
τώρα που σε κατάλαβα μου φέρνεις αηδία,

δε περνάνε σε τέτοιους χώρους, ούτε και πουθενά αλλού. Χαλάν τη σούπα, βάζουν ερωτηματικά στα ίδια τα θεμέλια. Ενώ στίχοι σαν,

 Άπονη ζωή
δε θέλαμε παλάτια κι αστέρια
να μας χάριζες
μια μπουκιά ψωμί
για μας τα ορφανά περιστέρια
να χαλάλιζες,


περνάνε μιά χαρά. Το καλοντυμένο κοινό αλαλάζει από ενθουσιασμό τραγουδώντας την "Άπονη ζωή" και μετά  επιβιβάζεται στα τετρακύλινδρά του για να μεταβεί στις οικίες των σπιτιών τους.


εδώ ξερνάνε...

Φρίκη!

Είναι η ψευδο-ρομαντική ποίηση που μας κάθησε και σα προοδευτική, ενώ ήταν καθαρά ηττοπαθής και χάϊδευε προς όλες τις μεριές. Και οι φτωχοί να τραγουδάνε, δακρυσμένοι απ΄τις αδικίες της ζωής, και οι "άλλοι", να τραγουδάνε τα ίδια τραγούδια, χωρίς καθόλου να αισθάνονται απειλημένοι όλοι μαζί "αδελφωμένοι" , μιάς και η ίδια η ζωή έτσι τα φέρνει. Τί φταίν αυτοί;


Είναι αυτό το παρακμιακό μοιργιολόι του "καημού" που το κάναμε πανεθνικό άλλοθι, λες και δεν υπάρχουν άλλες χώρες στο κόσμο που πέρασαν περιπέτειες.

Η ποίηση του "δώσε κάτι, καλέ κύριε, ν΄αγιάσουν τα ´ποθαμένα σου"
Ουστ!,
όπως έλεγε ο πατέρας μου, όταν του έλεγε έτζι
κάποια ζητιάνα στο δρόμο...


Ελπίζω, τώρα με την κρίση, να μη ξαναγυρίσει αυτο το τραγούδι και ξαναγίνει σουξέ...

Ο Μάθεσης σε δύο παραλλαγές...
Έχουμε δύο μικρές εξιστορήσεις της ζωής του. Η μιά, προφορικά, στο βιβλίο του Χατζηδουλή,Ρεμπέτικη Ιστορία 1., εκδ. Νεφέλη
και η δεύτερη, γραμένη από τον ίδιο το Ν. Μάθεση, δημοσιευμένη στο βιβλίο-ντουλάπα του Ηλία Πετρόπουλου, Ρεμπέτικα τραγούδια, εκδ. Κέδρος. Το πρωτότυπο υπάρχει κατατεθειμένο στη Γεννάδειο Βιβλοθήκη.

Στο πρώτο, του Χατζηδουλή (1974), "ακούμε" ένα Μάθεση που κοκορίζει, ενώ είναι στα τελευταία του, μ΄ένα καρκίνο θρονιασμένο στο λαιμό.
Λυπάμαι που το λέω, αλλά αυτοί που βρίσκονται κοντύτερα στα πράγματα υποψιάζονται πως ο Χατζηδουλής "μαγειρεύει" τις απομαγνητοφωνήσεις του, κατά το δοκούν. Προσωπικά, είχα εμπιστοσύνη στον Ηλία Πετρόπουλο, μέχρι κάποιου σημείου. Στο κείμενο που έγραψε ο ίδιος ο Μάθεσης βλέπουμε ένα αρκετά διαφορετικό άνθρωπο. Κάνει προσπάθειες να χρησιμοποιεί καθαρεύουσα, λείπει η νταηλίδικη διάθεση, δε το παίζει.

Λογικά, το κείμενο του Χατζηδουλή πρέπει να είναι η τελευταία μαρτυρία του Μάθεση. Όσο κι αν ξέρουμε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι -ιδιαίτερα οι λαϊκοί - προσέχουν πολύ τα γραπτά τους κείμενα, μέχρι που νομίζεις ότι είναι κάποιος άλλος, το ερωτηματικό παραμένει. να υποθέσουμε δηλαδή ότι ο Μάθεσης πέρασε μιά "σοβαρότερη φάση" και, λίγο πριν το θάνατό του ξαναγύρισε στις νταηλίδικες εκφράσεις, είναι παράλογο. 
Το πιό πιθανό είναι πως ο προφορικός του λόγος, οι συνθήκες της ηχογράφησης, η ψυχολογική του κατάσταση εκείνης της μέρας, ο τρόπος του Χατζηδουλή, άντε να κάναν και καναδυό τσιγαράκια και, βγήκε αυτό που βγήκε. Ή, αυτά που είπε "μαγειρεύτηκαν" εκ των υστέρων για να είναι πιό "γοητευτικά"...




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου