Δευτέρα 7 Μαρτίου 2011






Παναγάκη,
στο χρωστούσα...

Είμαι ο τελευταίος των τελευταίων που θα μπορούσα να γράψω κάτι για τον Παναγάκη της παραλίας της Αίγινας και το κρασοπουλιό του. Το κάνω, καταθέτοντας το λίγο που έζησα και αυτά που μου μετέφεραν.

   Στην παραλία της Αίγινας υπάρχουν ζαχαροπλαστεία και καφετέριες που, υποτίθεται πως είναι πολυτελή. Είναι σχεδόν πάντα γεμάτα από αργόσχολους Αθηναίους και Αιγινήτες που τα θεωρούν "καθώς πρέπει" και ιδανικά για να κάνουν κόζι. Οι γνωστές ενδυμασίες σπορ, τα αθλητικά παπούτσια με τις γνωστές μάρκες, η γνωστή βιτρίνα του εσωτερικού κενού.

Εκεί, ανάμεσα στα ζαχαροπλαστεία υπήρχε, ως και μερικά χρόνια πριν, κάτι που είχε καταλάθος παραμείνει στη θέση του. Ένα κρασοπουλιό απ΄τους παλιούς καιρούς. Δε τό΄βλεπες απέξω, αν δε τό΄ξερες, παρόλο που η είσοδός του φαινόταν. Είχα περάσει ένα σωρό φορές από κει, δε τό΄χε πιάσει το μάτι μου. Κάποια στιγμή το πρόσεξα. Πλησίασα, μπήκα μέσα. Ήμουνα μ΄ένα φίλο.

Γύρω γύρω κρεμασμένα αιγινήτικα κανατάκια που έφτιαχνε ο πατέρας του Παναγάκη και φωτογραφίες από παρέες που είχαν γλεντήσει εκεί. Ανάμεσα στους άλλους, ο Anthony Quinn, η Sofia Loren κλπ. Βαρέλια κρασιού, ένας υποτυπώδης νεροχύτης, μιά συσκευή γκαζιού και μιά πινακίδα που έγραφε

μιά ζωή τηγάνι

- Τί έχεις να φάμε; 
- Τίποτα. Κρασί μονάχα. Πάτε να φωνίστε, φέρτε τα και θα τα φτιάξω...

Μάλιστα. Πήγαμε παραδίπλα και πήραμε σαλατικά και ψάρια απ΄τη Ψαραγορά, λίγο πιό πέρα. Σαρδέλες και τέσσερα ....................... Τα φέραμε, του τα δώσαμε, ψιλοπίναμε. Σε λίγο έρχεται με τα πιάτα στα χέρια.

- Μα, είχαμε φέρει κι άλλες σαρδέλες και τέσσερα .... Πού πήγαν;
- Πήγαν μέχρι τη γωνία να δουν αν έρχομαι. Όχι, πλάκα κάνω. Τά΄δωσα στο τραπέζι 
   εκεί...
- Μα...
- Όχι μα, έτσι κάνω ΄γω, είπε φιλικά και σκασμένος στα γέλια. Θα σας φέρω απ΄τα δικά
   τους ψάρια. Να, δείτε, στο τηγάνι είναι.  
- Α, έτσι.

Ο Παναγάκης, μισομεθυσμένος, με χαλασμένα δόντια κι άλλα τόσα που του έλειπαν, άρχισε να διηγείται ένα μέτριο ανέκδοτο.

Αυτή ήταν η πρώτη φορά.
Την επόμενη, είμασταν τέσσερεις και είχαμε μιά κιθάρα κι ένα μπουζούκι

- Μπορούμε να παίξουμε;
- Άκου λέει, αν μπορείτε, μετά χαράς!

Παίξαμε μερικά, γούσταρε. Στάθηκε στη μέση του μαγαζιού με το τηγάνι στο χέρι και είπε στους λίγους πελάτες. Η ώρα ήταν μία το μεσημέρι.

- Όσοι θέλουν να μείνουν, μένουν. Το μαγαζί κλείνει γιατί θέλω ν΄ακούσω τα όργανα.
Έκλεισε, μαντάλωσε. Είχε μιά γλυκιά δροσιά εκεί μέσα και φως έμπαινε όσο ακριβώς χρειάζονταν από το φεγγίτη πάνω απ΄τη πόρτα.
Παίξαμε ως τις πέντε. Κάθονταν δίπλα μας και ψιλοτραγουδούσε, ότι ήξερε. Την άλλη μέρα που ξαναπέρασα μού΄πε τον πόνο του.
- Έχω ένα παιδί. Μου ζητάει το μαγαζί να το κάνει σα τα άλλα. Τί να κάνω; Δε μπορώ να του το αρνηθώ. Εγώ όμως; Έχω σαράντα χρόνια εδώ μέσα. Μιά ζωή τηγάνι. Τί να γίνει; Θα του το δώσω.

Μετά, πέρασα καιρός που έλειπα. Ξανακάνω κατά κει μιά μέρα, το βρίσκω κλειστό.
- Ρε παιδιά, πού είν΄ο Παναγάκης;
- Δε τά΄μαθες; Πάει. Αυτοκτόνησε.
Έμεινα σέκος.

Ο Παναγάκης έκνε τα ίδια κάθε μέρα. Άνοιγε νωρίς, έκλεινε το μεσημέρι, πήγαινε ψώνιζε και τραβούσε για το σπίτι. Στη γυναίκα του. Έπαιρνε ένα υπνάκο και όταν έγερνε ο καυτός ήλιος του μεσημεριού ξαναγύριζε στην αγορά, όπως το συνήθιζαν οι αγορίτες.
Έτσι έκανε και κείνη τη μέρα που ήταν η τελευταία του. Γύρισε στο σπίτι, κοιμήθηκε και ξανάφυγε. Αντί να πάει στην αγορά πήρε το λεωφορείο, βγήκε έξω απ΄την πόλη, πήγε σε κάτι βράχια, είχε μαζί του σκοινί, έδεσε τη μιά άκρη σε μιά πέτρα, την άλλη την έκανε βρόγχο, στο λαιμό, φούνταρε, τέλος.

Αν πάτε σήμερα εκεί, δίπλα στο Αιάκειο, το cool ζαχαροπλαστείο της παραλίας, φιγουράρει το "πολυτελές" μαγαζί του γιού του.
Τίποτα που να θυμίζει.

Και εις άλλα με υγεία...  





το κρασοπουλειό του Παναγάκη.
Μιά τρύπα στο σκοτάδι. 
Μέσα όμως, ένας μικρός Παράδεισος.
Το σκοτώσανε βέβαια...



το μαγαζί του Παναγάκη
έργο Σπύρου Βασιλείου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου