Οι "καφκικοί" καταναγκασμοί
του ρεμπέτικου...
Στο τηλεοπτικό πρόγραμμα "Στην υγειά μας" που επαναλαμβάνει εαυτόν και βέβαια αντιγράφεται κι από άλλα κανάλια, βλέπει κανείς διάφορες ηλικίες. Το concept είναι να παρευρίσκονται σχετικοί και άσχετοι. Οι σχετικοί, όταν το θέμα άπτεται του ρεμπέτικου, είναι αυτοί που έχουν κάποια ηλικία και είχαν, στην καλύτερη περίπτωση, τη "θεϊκή " τύχη να προλάβουν να γνωρίσουν κάποιους απ΄τους παλιούς (δηλ. το Μάρκο, τον Παπαϊωάννου, τον Τσιτσάνη, κι εκεί τελειώνει...).
Μετά, υπάρχουν οι άσχετοι/ες, άτομα νεαρής ηλικίας. Ας πάμε στις γυναίκες.
Υπάρχει πάντα μιά ομάδα νέων γυναικών "όμορφων", που ο ρόλος τους είναι να επιδεικνύουν τα "κάλλη" τους, να χτυπάν παλαμάκια, να χαμογελάνε, να χορέψουν κάποιο τσιφτετέλι και, στη χειρότερη περίπτωση, ζεϊμπέκικο. Α, με συγχωρείτε, ερωτούνται κιόλας. Όταν τις ρωτάνε λένε, κατά κανόνα, "εμείς δε ξέρουμε τίποτα, αλλά είμαστε πολύ χαρούμενες που είμαστε ανάμεσά σας και μαθαίνουμε ένα σωρό πράγματα".
Φερέφωνα δηλαδή.
Αυτές βέβαια οι γυναίκες θεωρούν ότι είναι "απελευθερωμένες" - α λα ελληνικά-, όπου αυτό σημαίνει, "το παίζουμε σε δύο ταμπλό. Διαλέγουμε ότι μας βολεύει από τους παλιούς ρόλους και ότι μας βολεύει από τους καινούριους ".
Αυτου του είδους τα νέα κορίτσια θα μπορούσαμε κάλλιστα να τα παραλληλίσουμε με τις "ελεύθερες ρεμπέτισσες του ΄30", όπως τις ονομάζει ο Πάνος Σαββόπουλος.
Αυτές, για ένα χρονικό διάστημα, είχαν βγει στο κλαρί και δεν ανέχονταν μύγα στο σπαθί τους, ώσπου χτύπησε το βιολογικό ξυπνητήρι μέσα τους και "αποκαταστάθηκαν", αποσύρθηκαν ή τις απέσυραν οι συζυγοι, συγγενείς κτρ. Κάτι παραπλήσιο γίνεται και με τις σημερινές...
Το θέμα όμως αυτού του γραφτού δεν είναι το "Στην υγειά μας"
αλλά, η "καφκική" ατμόσφαιρα στο ρεμπέτικο.
Ο Κάφκα στη "Δίκη" περίγραψε με αριστουργηματικο τρόπο τις ασαφείς κατηγορίες ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος ενάντια σ΄ένα πολίτη. Τον κατηγορούν για κάτι που δε του το εξηγούν. Ένας σίγουρος και αποτελεσματικός τρόπος να διαλύσεις έναν άνθρωπο εις τα εξ΄ων συνετέθη.
Έχετε ακούσει εκείνο το τρομερό που λεγόταν ανάμεσα σε αντρικές παρέες, "δέρνετε τις γυναίκες σας χωρίς να τους εξηγείτε το γιατί. Αυτές ξέρουν..."
Οι υπεριπτάμενες κατηγορίες εναντίον των γυναικών έλκουν την καταγωγή τους στην αρχή των πραγμάτων. Από την Πανδώρα, στην αρχαία ελληνική Μυθολογία, από την Εύα στο Χριστιανισμό. Από τότε, ως το Γιώργο Μητσάκη που σ΄ένα στίχο του λέει,
"αφού ξέρεις πως εσύ για όλα φταίς, μιά για πάντα!"
Ελάχιστα τα τραγούδια που αναφέρεται το γιατί, μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού αυτά που ο αρσενικός δηλώνει, ασαφώς, πως φταίει εκείνος.
στα σμυρνέικα
Μπορεί κανείς να πει πως και στα μικρασιάτικα σμυρνέικα υπήρχε ο ίδιος σπόρος κατηγοριών, αλλά σε σαφώς υποδεέστερο βαθμό. Οι Μικρασιάτες ήταν τρυφεροί και οι γυναίκες τους είχαν, λόγω αστικών συνθηκών, μιά άλλη δύναμη. Τα παράπονα ενάντια σ΄αυτές, ακόμα και απειλές στους στίχους ήταν, συνήθως, τυλιγμένες σ΄ένα αυτο-εξομολογητικό περιτύλιγμα.
Στη δεκαετία του 30΄χτυπιούνται(= τυπώνονται) ένα σωρό τραγούδια με στίχους γραμένους από άντρες, που εκθειάζουν τις "σκληρές" και "ελεύθερες" γυναίκες που κορόιδευαν τους μάγκες και τους μιλούσαν απ΄το ίδιο ύψος. Ο Παναγιώτης Τούντας ήταν αυτός που προεξείρχε. Το φαινόμενο αυτό πρέπει να το δούμε σε σχέση με τις κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες της εποχής.
* άφιξη προσφύγων, όπου ο αριθμός των γυναικών χωρίς τους άντρες τους ήταν πολύ
μεγάλος,
* κατακράτηση αντρών 12-50 ετών στnν Τουρκία,
* άφιξη επιπλέον γυναικών από τη φτωχή ύπαιθρο χώρα,
* αύξηση των επενδύσεων και εκμετάλλευση φτηνών εργατικών χεριών, πολλές γυναίκες
αναγκάζονται να βγουν στην αγορά εργασίας,
* άνοδος του φεμινιστικού κινήματος στην Ευρώπη και ο απόηχός του που άγγιξε την
Ελλάδα,
* λειψανδρία, λόγω των πολέμων
Αυτό είναι το μυστικό, εν ολίγοις, πίσω απ΄τις "ελεύθερες γυναίκες του ΄30".
Απ΄την άλλη μεριά, πέρα απ΄τη χαρά που νιώθαν οι αρσενικοί που τις είχαν σε αφθονία,
"μη κάνεις έτσι, φίλε μου, τώρα για μιά γυναίκα,
το μοναστήρι νάν΄καλά, και θά΄βρεις άλλες δέκα",
"δε με νοιάζει για γυναίκα,
διώχνω αυτή μαζεύω δέκα",
δε μπορούσαν να καταπιούν αυτή την εξέγερση που τους χαλούσε τη παραδοσιακή σούπα. Έτσι, άρχισε, κύρια στο πειραιώτικο ρεμπέτικο, ο ψυχολογικός πόλεμος της υπενθύμισης,
"μη θαρρείς η εμορφιά σου θά΄ναι πάντα μιάς λογής,
θε να μαραθεί, να πέσει σα τα λέκουδα της γης"
και οι ατέλειωτες δηλώσεις, ""το σφάλμα τό΄κανε η γυναίκα", "γύρισε πίσω κι εγώ σε συγχωρώ".
Το σύνηθες "σφάλμα" που, σπανιότατα, αποκαλύπτεται είναι ότι, κοίταξε κάποιον άλλον ή πήγε με κάποιον άλλον, ενώ σερβίρεται σαν αυτονόητο υπονοούμενο ότι εκείνος της ήταν πιστός...
Τα ίδια ακριβώς πράγματα γίνονται και σήμερα.
Εν κατακλείδει,
το ρεμπέτικο διαπνέεται από άμεσους ή έμμεσους ψυχολογικούς καταναγκασμούς απέναντι στις γυναίκες. Το ζητούμενο είναι να υποταχθούν, να ηρεμήσουν, να αφεθούν να δαμαστούν. Κατά άλλα, λέγεται ότι, το ρεμπέτικο ύμνησε τις γυναίκες.
Είπατε τίποτα;
Ένα μικρό παράδειγμα, για τις διαφορές ανάμεσα στο σμυρνέικο και στο πειραιώτικο, σας βρήκα σε δυό τραγούδια. Το ένα(1934) του Δημήτρη Ατραϊδη με τίτλο, "Η γυναίκα μου γκρινιάζει", με τη Ρόζα Εσκενάζι. Δε ξέρω αν οι στίχοι είναι δικοί του. Ο Ατραϊδης ανήκε στην παλιά φρουρά των Μικρασιατών και πολλά απ΄τα τραγούδια το κουβαλούν έντονα το ανατολίτικο στοιχείο.
Ένα χρόνο αργότερα (1935) ο Μάρκος Βαμβακάρης χτύπησε το "Η γκρινιάρα" με μπουζούκι, κιθάρα και ποτηράκια. Διαβάστε τους στίχους και προσέξτε την αλλαγή του ύφους, τις νέες εκφράσεις "θα της σπάσω το κεφάλι", το σημαντικό "διώχνω αυτή μαζεύω δέκα" και το χαιρετισμό "ναι, μπράβο, έτσι, για να τις βάλουμε σε τάξη, ρε Μάρκο"...
Η ΓΚΡΙΝΙΑΡΑ
Η γυναίκα μου γκρινιάζει (βρε),
κι όλο για λεφτά φωνάζει.
Η γυναίκα μου ζηλεύει (βρε),
με το φυσικό της ρεύει.
Δεν μ΄αρέσουν τέτοια κάλλη (βρε),
θα της σπάσω το κεφάλι.
Δεν με νοιάζει για γυναίκα (βρε),
διώχνω αυτην, μαζεύω δέκα.
Θα της δώσω το ποδάρι (βρε),
κι όποιονε γουστάρει ας πάρει.
Ναι, μπράβο, έτσι, για να τις βάλουμε σε τάξη, ρε Μάρκο!