Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

Jules Dassin - συμφέρει να ξεχνάμε ή να αγνοούμε...








Tις προάλλες μου συνέβη κάτι που δε τό΄χα ξαναπεράσει. Έβαλα να δω τo film-noir "Night and the City" του Irwin Winkler (1992) με τον εξαιρετικό, ήδη στα νιάτα του, Robert De Niro, τη Jessica Lange και διάφορους από το επιτελείο των σκληρών Aμερικανών ηθοποιών που έχουν παίξει σε γκανγκστερικές ταινίες εποχής όπως, τους Alan King, Jack Warden, Eli Wallach κ.ά. Η ταινία είναι remake της ομώνυμης από το 1950 που την είχε σκηνοθετήσει ο Jules Dassin.

Προς το τέλος της, οι εξελίξεις της προσωπικής καταστροφής του ήρωα κορυφώθηκαν τόσο που δεν άντεχα τον πόνο και διέκοψα την ταινία. Ήταν αργά και προσπάθησα να κοιμηθώ απορώντας, γιατί δεν είχα ποτέ ξανακάνει κάτι παρόμοιο. Μ΄έτρωγε όμως να δω τη συνέχεια. Τελικά, την ξανάβαλα και την είδα ως το τέλος. Εκεί, με τα γράμματα των συντελεστών, διάβασα ότι η ταινία αφιερωνόταν στον Jules Dassin. Την άλλη μέρα διάβασα ότι το 1950 την είχε πρωτοσκηνοθετήσει ο ίδιος.
Τότε, ξανασκέφtηκα, γιά μυριοστή φορά, το πόσο αδιάφορος και αχάριστος λαός είμαστε. Τί ξέρει άραγε ένας σημερινός νέος άνθρωπος στην Ελλάδα γιά τον Dassin;


Δε θ΄αναφερθώ στα λίγα δοξαστικά που έχουν γραφτεί γι αυτόν όπου, πράγμα ασυνήθιστο γιά τα ελληνικά δεδομένα, παρουσιάζεται στη σκιά της γυναίκας του Μελίνας Μερκούρη. Ίσως (;) λόγω του ότι θεωρείται ότι εκείνος ανήκε στην κατηγορία φτερού, ενώ εκείνη είχε (όντως) μεγάλο εκτόπισμα...
Ούτε θ΄αναφερθώ στην πλούσια και σημαντική καλλιτεχνική του πορεία, κύρια στο εξωτερικό. Θα πως μόνο μερικά λόγια γιά το προσωπικό του πλησίασμα στον κόσμο του Πειραιά και την αποσπόντα "επαφή" του με το "ρεμπέτικο". Συγκεκριμένα, γιά την ταινία "Ποτέ την Κυριακή".
Ας δούμε πρώτα μιά τυπική αντιμετώπιση από άνθρωπο του ρεμπέτικου.
Θά΄ταν ξυνό εκ μέρους μου να μην αναγνωρίσω τη δουλιά (με ιώτα) που έχει κάνει ως σήμερα ο Ηλίας Βολιότης - Καπετανάκης (βλ. μεταξύ άλλων, ΑΔΕΣΠΟΤΕΣ ΜΕΛΩΔΙΕΣ, εκδ. Α.Α. Λιβάνη). Το πλούσιο υλικό του με βοήθησε να καταλάβω και να βάλω σε τάξη κάποια πράγματα. Οι όποιες αντιρρήσεις μου ανάγονται στον ιδεολογικό τρόπο θέασης, αν και συναισθηματικά βρίσκομαι στον ίδιο γενικότερο χώρο. Δείτε όμως με ποιό περιφρονητικό τρόπο εκφράζεται.


"... Διαθλασμένη και χλομή ανατέλλει (στα μέσα της δεκαετίας του ΄50), η διεθνής καριέρα της λαϊκής μας μουσικής. Αδυνατούν να διεισδύσουν στην ουσία του νεότερου ελληνικού πολιτισμού οι ξένοι, ιδιαίτερα οι γείτονες και κατοπινοί συνέταιροι Ευρωπαίοι. Κατ΄αναλογία των προγόνων τους περιηγητών αρχαιοκάπηλων ή ρομαντικών αναπολητών της λαμπρής αρχαιότητας, εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τον Νεοέλληνα ως απολειφάδι του Χρυσού Αιώνα και την χώρα ως βάναυσα κακοποιημένο, από την αμάθεια και την χοντροκοπιά των ιθαγενών, μουσείο. Η φολκλορική τυποποίησή τους παρέχεται και την αποδέχονται ασμένως, γιά να γεμίζουν λίγα από τα ατέλειωτα ψυχρά τους βράδια.
Να θυμηθούμε, ίσως, το παραστατικότερο δείγμα αυτής της αντίληψης: Τον Αμερικανό καθηγητή που έρχεται και... διδάσκει στους αμαθείς χωρικούς, χαροκόπους, προαγωγούς και πόρνες της πειραιώτικης Τρούμπας, το μεγαλείο των προπατόρων τους ("Ποτέ την Κυριακή", 1960). Εκθειάζοντας οι ξένοι την δυναμική γυναίκα μα μετριότατη ηθοποιό Μελίνα Μερκούρη, νομίζουν ότι βλέπουν κάτι μεταξύ αρχαίας εταίρας και σύγχρονης Ρωμιάς γκόμενας".


Δυό είναι οι παλιότερες ελληνικές ταινίες που αγγίζουν τις παρυφές του "ρεμπέτικου". Το "Ποτέ την Κυριακή" και η άψογη "Στέλλα" του Μιχ. Κακογιάννη. Και οι δυό στο πνεύμα του ιταλικού νεορεαλισμού. Θεωρώ πως οι δυό αυτές ταινίες ήταν οι μοναδικές του παλιότερου ελληνικού κινηματογράφου που έδωσαν κάποια ολοκληρωμένα λαϊκά πορτρέτα.


Η ταινία "Ποτέ την Κυριακή" ήταν μιά έξυπνη κωμωδία (;) προορισμένη να "πιάσει" και στην Ελλάδα και έξω (κύρια το δεύτερο). Άρα, έπρεπε να τηρήσει κάποιες συμβάσεις. Τώρα, όσοι/ες πιστεύουν ότι παρουσίαζε εμάς τους Έλληνες σα κάτι κατώτερο απ΄αυτό που είμασταν/ε και μας "γελοιοποιούσε" στα μάτια των "ξένων", ας απευθυνθούν σ΄ένα ψυχαναλυτή που να χαρακτηρίζεται όμως κι από εθνική αυτογνωσία.


Μπορεί ο Dassin να ελάφρυνε σε κάποιες σκηνές τα κιλά των Φούντα και Τίτου Βανδή αλλά, σιγά τα ωά... Η ταινία είχε χρώμα, χαρά, ατμόσφαιρα, κέφι, νεύρο, σπιρτάδα. Ούτε βαρύθυμα αργά πλάνα, ούτε ματιές "αινιγματικές" με πολλά (δήθεν) νοήματα, απ΄αυτά που κυκλοφορούν μόνο στα κεφάλια των κατοπινότερων Ελλήνων σκηνοθετών, αλλά σπάνια ακουμπούν το θεατή, ούτε πρόσωπα βαριά, ανέκφραστα, που κουβαλούν γιγάντια (...), πολυσήμαντα (...) και σοβαροφανή δράματα που ποτέ δεν αποκαλύπτονται. Όλ΄αυτά, τελοσπάντων, που δημιουργούν μιά αφόρητη πλήξη.


Τελειώνοντας, εννοώ πως ο Dassin, πέρα από πανέξυπνος, ήταν και παρατηρητής. Έβλεπε με καθαρή ματιά, δε κουβαλούσε εθνικά συμπλέγματα, έβρισκε τους μάγκες γραφικούς (και ήταν, οι περισσότεροι) και επέλεξε γιά τον εαυτό του το ρόλο ενός ρομαντικού/μισή μερίδα Αμερικανού που άλλα περίμενε, αλλά γοητεύεται απ΄αυτό που συναντάει. Τελικά, ο άνθρωπος ερωτεύτηκε την Ελλάδα κι έμεινε κοντά μας ως το θάνατό του.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου