Κυριακή 14 Μαρτίου 2010

Περί καρδιάς, γενικώς...



"Τέσσερα φύλλα της καρδιάς, τα δυό τά΄χεις παρμένα"
Πώς θα μπορούσε άραγε κανείς να γράψει ένα κείμενο γιά την καρδιά που να μη
μοιάζει με όσα έχουν γραφτεί ως τώρα; Εγώ πάντως δε το μπορώ. Ή μάλλον ίσως, δε ξέρω... Οπωσδήποτε, θά΄ταν χαμένος κόπος ν΄αρχίσω να εκθειάζω τον έρωτα και την αγάπη, όταν έχουν γραφτεί αμέτρητες σελίδες από ανθρώπους πολύ ικανότερους από μένα.
Μμμ... Αν πιάναμε το θέμα από άλλη άκρη; Ή μάλλον, από το τέλος του; Από τότε δηλαδή που κλείνει κανείς τα παράθυρα και τις πόρτες του και δε θέλει πιά ούτε ν΄αγαπήσει, ούτε ν΄αγαπηθεί;
Γι αυτή την περίοδο δε συνηθίζουμε να μιλάμε. Φαντάζει σκοτεινή, παραδομένη, άνυδρη. Μα, χωρίς αγάπη δεν υπάρχει ζωή, θα πει κανείς. Δε ξέρω αν συμφωνώ ακριβώς. Παίρνω βέβαια σα δεδομένο ότι αυτός/ή που παίρνει ένα τέτοιο δρόμο έχει αγαπηθεί κι έχει αγαπήσει. Επιτυχώς. Αλλιώτικα, η κουβέντα είναι άχρηστη. Μπορεί καλύτερα να κρίνει κανείς κάτι, ή να πάρει αποστάσεις, εφόσον τό΄χει δοκιμάσει απ΄όλες τις μεριές. Αλλιώς, πέφτουμε στην περίπτωση της παροιμίας, "όσα δε φτάν΄η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια".
Θα το λέγαμε κούραση, συναισθηματική αφλογιστία, παραίτηση αν σου προσφέρεται αγάπη και, παρόλο που κι εσύ την ψιλοθές, την αρνείσαι; Προβάλλεις την "ταινία" μέσα στο μυαλό σου, με τα έτσι και με τ΄αλλιώς που τα ξέρεις απ΄την καλή κι απ΄την ανάποδη και λές, "άσε καλύτερα...". Κι όταν το λες αυτό ή το δείχνεις, το άλλο πλάσμα (ιδιαίτερα αν είναι γυναίκα) πεισμώνει μέχρι εσχάτων. Δε τα βάζει κάτω. Δε το δέχεται, δε καταλαβαίνει το γιατί. Και τί να εξηγήσει κανείς; Στο τέλος, σε στέλνει στο διάβολο και το τοπίο ησυχάζει...
Στον κόσμο των ρεμπέτικων το βλέπει κανείς αυτό πολύ ξεκάθαρα. Όσο ήταν νέοι όλοι αυτοί, γύριζαν με τη μιά και με την άλλη, αλλάζαν τις γυναίκες σα τα πουκάμισα, ώσπου φλόμωσαν. Βρήκαν κάποια που, ε, θά΄ταν σίγουρη, όχι ιδιαίτερα όμορφη (να μην απειλούνται κιόλας) και άραξαν δίπλα της. Έλα όμως που έπρεπε, εφόσον συνέχιζαν να είναι στο γκεζί, να γράφουν τραγούδια ερωτικά. Είχαν υποχρέωση. Και τό΄καναν. Όμως, θαμπά. Ή τους βγαίναν παλιές νοσταλγίες και παράπονα από προηγούμενες σχέσεις, ή βγάζαν έτοιμα κλισέ απ΄το δισάκι της μνήμης και τα σέρβιραν, σα ξαναζεσταμένο φαγητό. Που εκείνη η φλόγα, ιδιαίτερα στα μικρασιάτικα, το βλέμμα που αλλοιθώριζε, μη ξέροντας ποιά να διαλέξει μιάς και ήταν μεγάλη η προσφορά στην "αγορά". Όχι, δεν άντεχαν πιά.
Κι ότι έγινε στο ρεμπέτικο επαναλαμβάνεται.
Η καρδιά, άλλωστε και τελικά, είναι ένας μυς...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου