Δευτέρα 30 Αυγούστου 2010







Ο "ανοιχτός" και ο "κλειστός" ζεϊμπέκικος



H καλύτερη ίσως φωτογραφία από ζεϊμπέκικο χορό. Στο πάλκο με το μπουζούκι ο Λαύκας και δεξιά, ο άγνωστος νάνος που έχει αποθανατιστεί σε αρκετές φωτογραφίες και ήταν τακτικός θαμώνας των μπουζουκιών





Θα προσπαθήσω να πληκτρολογήσω μερικά λόγια γιά το ζεϊμπέκικο χορό. Μερικές διαφορετικές κουβέντες. Καθόλου γιά την καταγωγή του, καθόλου ιστορικά, καθόλου τέτοια.
Δε μ΄ενδιαφέρει, την παρούσα στιγμή - αν και το βρίσκω γοητευτικό - ότι αυτή η απεικόνιση της Μέδουσας πάνω σε πλάκα πηλού που βρέθηκε στη Συρακούσα (τέλος του 600 π.Χ.), θυμίζει φιγούρα του ζεϊμπέκικου,



ούτε αν ο ζωγράφος του ανθρώπινου φλεγόμενου πόνου Francis Bacon, είχε δει χορευτές ζεϊμπέκικου κι από κει του πρόκυψαν αυτές οι στάσεις,



ούτε οι ναύτες του Γιάννη Τσαρούχη που χορεύουν κρατώντας τα γεννητικά τους όργανα.


Ούτε μου καίγεται καρφί γιά το ότι ο ζεϊμπέκικος κακοποιείται κάθε βράδυ σ΄όλη την ελληνική επικράτεια και τα θλιβερά μαγαζιά των Ελλήνων του εξωτερικού. Το βρίσκω απόλυτα λογικό, μέσα στο καθολικό ξεχαρβάλωμα και μπέρδεμα μιάς χώρας που βυθίζεται αργά (;) και σταθερά. Όχι, τίποτ΄απ΄όλ΄αυτά δε θα θιγεί εδώ.

Θα κατέβω μονάχα τα σκαλιά μιάς υπόγειας ταβέρνας που δεν υπάρχει πιά. Τόσο βαθιά μες το έδαφος βρισκόταν, στα έγκατα ενός παλιού, ψηλού σπιτιού, που σ΄έπιανε κλειστοφοβία στην αρχή. Σκεφτόσουν πως, έτσι και γινόταν κανένας σεισμός, είν΄αμφίβολο αν θα βρίσκαν αυτούς που ήταν εκεί μέσα. Κατεβαίνω ακόμα μιά φορά τα απότομα σκαλιά γιά να περιγράψω, όσο πιό λακωνικά μπορώ, δυό ζεϊμπέκικους που είδα.

Θά΄ταν καμιά 30ριά άνθρωποι εκείνο το βράδυ. Άντρες, μεγάλοι στην ηλικία, κάποιοι νεότεροι, 4-5 γυναίκες. Κάποιοι φαίνονταν να γνωρίζονται μεταξύ τους. Σήκωναν τα ποτήρια και χαιρετιόνταν, πέφταν κεράσματα. Μοιάζαν όλοι/ες σα νά΄χαν μεθύσει στον ίδιο βαθμό. Μιλούσαν χαμηλόφωνα κι απ΄ένα μικρό τετράγωνο μεγαφωνάκι ακούγονταν ρεμπέτικα από κασέτες που ένας καλός φίλος που άφησε τον κόσμο από ένα μεθυσμένο γλύστρημα στα 33 του, είχε φτιάξει γιά τον ταβερνιάρη που ήταν πολύ μερακλής και θεριακλής.

Στο χρώμα της μαλακιάς, ασβεστωμένης ώχρας ήταν οι φουσκωμένοι τοίχοι και τα απλά τραπέζια στρωμένα με λαδόκολλες. Το κρέας που έψηνε, κι αυτό σε λαδόκολλα στο έφερνε, χύμα. Μιά λάμπα μ΄ένα σκέπαστρο τενεκεδένιο κι άλλο ένα χλωμό φωτιστικό στον πάγκο με τα σύνεργα του φαγητού. Ένα διάφανο σύννεφο καπνού κουνιόταν νωχελικά, τρίβοντας την πλάτη του στο χαμηλό ταβάνι.

Δυό ζεϊμπέκικους φίνους είδα εκείνο το βράδυ. Έναν "ανοιχτό" κι έναν "κλειστό" και εσωτερικό. Οι χαρακτηρισμοί είναι δικοί μου. Με "ανοιχτό", εννοώ αυτόν που ο χορευτής σχεδόν "χαρίζει" τις βόλτες του στους άλλους. Το πως το κάνει όμως έχει σημασία. Δεν αποζητά το θαυμασμό και τα παλαμάκια τους. Απλά, ανοίγει την καρδιά του και τη σκορπάει στους γύρω του. Έτσι έκανε ο πρώτος.

Είχε ένα μόνιμο, φιλικό χαμόγελο, τα μάτια του γυάλιζαν απ΄το κρασί που είχε κατεβάσει. Με το ένα χέρι πίσω στη μέση του, χόρεψε χωρίς καθόλου να διπλωθεί. Κοίταζε και δε κοίταζε ταυτόχρονα. Το ζαλισμένο βλέμμα του περνούσε σα χάδι πάνω απ΄όλων τα κεφάλια. Πήγαινε πέρα-δώθε, έχανε την ισορροπία του και την ξανάβρισκε, σήκωνε κάθε τόσο το ένα του πόδι και βαρούσε το τσιμεντένιο δάπεδο με το παπούτσι του. Έκανε μπροστινές και πισινές στράκες, έγερνε τη μέση του προς τα πίσω, αμολούσε χαμηλά σφυρίγματα και φώναζε "όοοοπαααα!". Τέλειωσε μ΄ένα στριφογύρισμα στον αέρα που τον έριξε κάτω, σκασμένο σ΄ένα μαλακό, μεθυσμένο κι ικανοποιημένο γέλιο.
Ένας τού΄φερε μιά κούπα με κρασί που τη σήκωσε στην υγειά όλων, την ήπιε μονορούφι και πήγε τρικλίζοντας στο τραπέζι του.


Ο έτερος, που κάθονταν μόνος του, σηκώθηκε λίγο αργότερα, σ΄ένα οργανικό του Περιστέρη. Ήταν κάπου γύρω στα 60 και χόρεψε κρατώντας δυό ποτηράκια του κρασιού, περασμένα στα δάχτυλά του. Ξεκίνησε από ένα μεγαλύτερο κύκλο που τον έκλεινε προοδευτικά, κρατώντας τους ώμους του κυρτούς. Το ένα του χέρι δούλευε σαν από μόνο του, πότε τεντωμένο στο πλάι, ντιντινίζοντας τα ποτηράκια ρυθμικά, πότε τό΄φερνε στο μέτωπο, σα νά΄θελε να το στηρίξει ή να το δροσίσει με το γυαλί και πότε το σήκωνε ψηλά, σα νά΄θελε να προστατευτεί απ΄το ταβάνι που μπορεί να έπεφτε. Είχε μισόκλειστα τα μάτια και γύριζε το κεφάλι του αριστερά-δεξιά, σα νά΄ψαχνε κάτι, ή να έκοβε αν κάποια απειλητική σκιά τον παρακολουθούσε.
Δούλευε το χορό του πολύ κοντά στο τσιμεντένιο δάπεδο, το χτύπησε δυό φορές με ανοιχτή παλάμη, το χάϊδεψε την τρίτη και έφερε το χέρι στην καρδιά του.



Ξάφνου, σταμάτησε. Τέντωσε το σώμα του, έβγαλε το σακάκι που το πέταξε σε μιά άδεια καρέκλα κι έβγαλε ένα μαχαίρι απ΄το μπατζάκι του. Με τη μύτη του κόφτη άγγιξε τη λάμπα και της έδωσε μιά κίνηση. Μετά κατέβηκε και διπλώθηκε τόσο που το γόνατο ακουμπούσε το σαγόνι του. Εκεί, ακριβώς από κάτω της, άρχισε να κινείται αργά, ανάμεσα στο θαμπό φως που μιά τον έλουζε και μιά τού΄ριχνε σκιές, τεμαχίζοντας τον αέρα με απότομες κινήσεις του μαχαιριού. Ύστερα το "σκούπισε" απάνω στο μανίκι του πουκάμισου, το τσάκωσε ανάμεσα στα δόντια και τέλειωσε με κάτι σαν επίκληση, στραμένος προς το φως της λάμπας, κάνοντας μιά δυνατή στράκα.
Έβαλε το μαχαίρι στο μπατζάκι του, μάζεψε το σακάκι, τό΄ριξε στους ώμους κι έφυγε, με χαμηλωμένο το κεφάλι, ανεβαίνοντας σταθερά τα καμιά 15ριά απότομα σκαλοπάτια.

"Καλό ξημέρωμα, ρε Βασιλάκι", του φώναξε κάποιος. 

Δεν απάντησε...



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου