Πέμπτη 5 Μαρτίου 2009

Τάνγκο και ρεμπέτικο - δυό παράλληλοι δρόμοι πνιγμένοι στα δάκρυα... (3)


2. A la zul del candil
Στο φως της λάμπας του καντηλιού

Σύνθεση : Κάρλος Βισέντε Χερόνι Φλόρες
Στίχοι : Χούλιο Ναβαρίνε
Τραγούδι : Κάρλος Γκαρντέλ

Συχώρα με, κυρ – διαυθυντή, (αστ.)
μη με παραξηγήσεις που στριμώχνομαι.
Είμ’ ένας ξένος που βρέθηκα εδώ, στο Ροζάριο
και κρύβω μέσα μου θυμό που με τραβάει.
Ίσως για κάθαρμα με πάρεις,
είμ’ όμως ένας τίμιος gaucho, (*3)
ούτε μπεκρής, ούτε ζωοκλέφτης.
Κυρ – διαυθυντή,…εγκληματίας είμαι.
Πιάσε με, κυρ – πόλιτσμαν και πέρνα μου τα σίδερα.
Αν είμαι παράνομος, ο Θεός ας με συχωρέσει.
Ήμουνα ένας τίμιος Αργεντίνος,
Αλμπέρτο Αρένας, τ’ όνομά μου, κύριε...
Μου τη φέρανε κι εγώ τους καθάρισα.
Ύπουλη η γυναίκα μου κι ο φίλος μου δειλός.
Ενώ εγώ αλλού ήμουνα,
ντροπιάστηκα απ’ την άπιστη·
τις αποδείξεις για τίς ατιμίες τους
εδώ τις έχω, μες τη τσάντα.
Τις δυό πλεξούδες αυτηνής
και τη δική του την καρδιά.
Ησύχασε, κυρ – πόλιτσμαν και βίαιος δε θα γίνω.
Θέλω να μάθεις την αλήθεια.
Η νύχτα ήταν κατάμαυρη
και μάρτυς μου μοναδικός, το φως της λάμπας
δηλαδή, σχεδόν τίποτα.
Ένα φιλί στο σκοτάδι...
δυό σώματα που πέσαν και μιά βρισιά
κι εκεί, κυρ – διαυθυντή μου,
μη σου σου φανεί αυτό παράξενο,
θηκάρια βρήκα δυό για το γυμνό μου το μαχαίρι.
Πιάσε με, κυρ – πόλιτσμαν και πέρνα μου τα σίδερα.
Αν είμαι παράνομος, ο Θεός ας με συχωρέσει.

Υπάρχουν διάφορα ρεμπέτικα όπου ο ρεμπέτης παράνομος απευθύνεται σε αστυνόμο. Δεν παραθέτονται στίχοι, γιατί πόρρω απέχουν απ’ το παραπάνω. Ίσως το «Μες τη φυλακή στ’ Ανάπλι» του Γιβάν Τσαούς να είναι αυτό που πλησιάζει κάπως τους έντονα φορτισμένους στίχους του tango. Μιά σκηνή φόνου όμως, δοσμένη με μιά εξαιρετική παρομοίωση, συναντάμε στο ακόλουθο τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη :

Ντροπιασμένος στη ζωή (1950)

Δε την πρόσεχα τα βράδυα που γυρνούσε
στο φτωχικό μας το σπιτάκι την τρελή!
Ήταν γυναίκα μου η κακούργα και πουλούσε
το κορμί της σ’ άλλον η μπαμπέσσα, η πονηρή!

Δε μπορούσα να βαστάξω σαν την είδα
αγκαλιασμένη μ’ έναν άλλον στη γωνιά.
Μες την ταβέρνα μπαίνω, σα τη νυχτερίδα
και μες την τρέλα μου την πλήγωσα βαριά!

Ντροπιασμένος στη ζωή για μιά μπεμπέκα
που μού’χε τάξει αγάπη αιώνια και χαρά,
γραφτό μου ήταν να την κάνω εγώ γυναίκα,
να με τυραννάει και να με σέρνει στα δεσμά.


3. Esta noche me emborracho
Απόψε θα γίνω φέσι

Μόνος, γερασμένος και καραβοτσακισμένος,
την είδα απ’ το καμπαρέ να βγαίνει,
το ηλιοβασίλεμα.
Σα στέκα, με ξερακιανό λαιμό,
σα κρεμάστρα για τα ρούχα
και με ντεκολτεδάκι·
στραβοκάνα, σα μπεμπέκα ήταν ντυμένη.
Μαλλί βαμένο, φλερτάροντας με τη γύμνια της,
σα κότα ήταν που καμώνεται
να δείξει τον πιτσιλωτό λαιμό της.
Εγώ, που ξέρω πότε δεν αντέχω,
έστριψα να μη με πάρουν τα ζουμιά.

Και σκέψου, πριν από δέκα χρόνια,
τρελό με είχε κάνει!
Αυτή, που η ομορφιά της στην αμαρτία μ’ έριξε,
αυτή που σήμερα είναι ένα ερείπιο,
αυτή ήταν η γλυκιά μου αγάπη
που για χατίρι της ατιμάστηκα.
Εγώ, που τρελός για την ομορφιά της,
τη μάνα μου άφηνα να τριγυρνάει νηστικιά,
χυδαίος είχα γίνει και μπαμπέσης
που δίχως φίλους ξέμεινα
και σα κακούργος ζούσα.
Εγώ, που στα γόνατά της έπεφτα
σα το ζητιάνο, σα τον άτιμο, μ’ εγκατέλειψε...
Ποτέ μου δε το πίστευα
πως θα την έβλεπα στον «τάφο»
τόσο άσπλαχνα, σαν σήμερα.
Γι αυτή την σκρόφα κατάντησα έτσι.
Αν αυτό δεν είν’ αιτία να κρεμαστώ,
πέστε το μου!
Εκδίκηση σκληρή θα πάρω
για τον καιρό που έκανε φάντασμα
αυτό που κάποτ’ αγαπούσα.

Το συναπάντημα αυτό
τόσο πολύ με τσάκισε
που αν το σκεφτώ περσότερο,
πάω να φαρμακωθώ.

Απόψε θα τα πιώ,
φέσι θα γίνω, στουπί, ως το κατώφλι του θανάτου
Να σκέφτομαι, δε το αντέχω.

Εδώ έχουμε τη φθίση που παραμόρφωσε την εικόνα της πρώην αγαπημένης που είχε «τολμήσει» να εγκαταλείψει, πολύ πριν. Το ασυγχώρητο της πράξης της, οι θυσίες του άνδρα, η αχαριστία της που υπονοείται και η παραμορφωμένη τωρινή της εικόνα βγάζουν όλο το παλιό μίσος (βλ. πόνο) που ανακατεύεται με λύπηση και όλο αυτό το βάρος αδυνα-
τεί ο άνδρας να το επεξεργαστεί. Καταφεύγει στο πιοτό και στο μεθύσι, απελπισμένος.

Η ελληνική ρεμπέτικη αντιστοιχία είναι « Εάν δεν ήσουν φθισικιά» του Στέλιου Κερομύτη. Το τραγούδι είναι υπό μορφή διαλόγου. Στην πρώτη και την τρίτη στροφή τραγουδάει ο Κερομύτης, στη δεύτερη και τέταρτη, η Στασία Βρυώνη. Το αναφέρω αυτό γιατί αυτός ο γλυκύτατος μάγκας, παραπονιέται σα να κουβαλάει αυτός την αρρώστεια. Νομίζω πως αυτή η στάση κάτι θυμίζει στις γυναίκες...

Εάν δεν ήσουν φθισικιά
Ζεϊμπέκικο του Σ. Κερομύτη (1937)

Εάν δεν ήσουν φθισικιά, αμάν, αμάν,
μικρή ξανθομαλλούσα,
εγώ δε θά’μουν δυστυχής, αμάν, αμάν,
και ευτυχής θα ζούσα. (!)

Μην κλαις, αγάπη μου χρυσή, αμάν, αμάν,
τι θέλεις να σου κάνω ;
Ήταν της τύχης μου γραφτό, αμάν, αμάν,
για σένα να πεθάνω.

Γειά σου, Κερομύτη ασίκη !

Για δες πως εκατήντησα, αμάν, αμάν,
στους δρόμους να γυρίζω,
να σκέφτομαι καθημερνώς, αμάν, αμάν,
και πάντα να δακρύζω.

Μιά χάρη μόνο σου ζητώ, αμάν, αμάν,
μετά το θάνατό μου,
να έρχεσαι καμιά φορά, αμάν, αμάν,
στον τάφο τον δικό μου.

Γειά σου, Τασία μου !


Ο Στέλιος Κερομύτης έχει βάλει κι έναν, σπάνιο γιά τα ρεμπέτικα, τίτλο σε άλλο τραγούδι του : «Το λάθος μου αισθάνομαι» (1933) Εκεί όμως πρόκειται γιά το φόνο της αγαπημένης...
Ανάλογα παραδείγματα, όχι όμως της στιχουργικής ποιότητας των αργεντίνικων tango (μόνο η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου είχε τέτοιες δυνατότητες), έχουμε άφθονα στα ρεμπέτικα και στα πρώιμα λαϊκά. Σ’ αυτά δεν έχουμε να κάνουμε με περιπτώσεις αρρώστειας, αλλά με άρνηση σύναψης δεσμού, ή εγκατάλειψη. Η σταθερή αντίδραση είναι ο ψυχολογικός καταναγκασμός πχ., «μη θαρρείς η εμορφιά σου θά’ναι πάντα μιάς λογής, θε να μαραθεί, να πέσει σα τα λέλουδα της γης» και το μονοδιάστατο και πολύ συνηθισμένο «γύρισε πίσω κι εγώ σε συγχωρώ», αφού πάντα εκείνη βέβαια φταίει...


Ο Γ. Μητσάκης, ικανότατος στιχουργός, όχι όμως του ύψους της Παπαγιαννοπούλου, που έχει γράψει μερικούς από τους πιό τρυφερούς στίχους, είναι σχεδόν ο μόνος που έχει τολμήσει να γράψει, «πως έφταιξα τ’ ομολογώ, το σφάλμα μου συγχώρεσε», στο τρ. «Πάλι δικό σου κάνε με» (1947). Στο τρ. «Θα φύγω, θα με χάσεις» (1950) όμως, ένα τραγούδι με πολύ «θηλυκούς» στίχους που τονίζονται ακόμα περισσότερο από τη φωνή της Ιωάννας Γεωργακοπούλου, ενώ όλα δείχνουν πως είναι μιά γυναίκα αυτή που θα φύγει (πράγματα που θυμίζουν σημερινές γυναίκες που δεν αντέχουν άλλο και προειδοποιούν), ξαφνικά, στον τελευταίο στίχο της πέμπτης στροφής, ακούμε «κρίμα το παιδί, θα λες», όπου και αντιλαμβανόμαστε ότι ο προειδοποιών είναι αρσενικός. Και ο Μητσάκης, με τους δύο τελευταίους στίχους, συμπαρατάσσεται με όλους τους άλλους αρσενικούς στιχουργούς λέγοντας, «αφού
ξέρεις πως εσύ γιά όλα φταίς, μιά γιά πάντα !»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου