Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011





Η έννοια της "παρηγοριάς" στο ρεμπέτικο (1)




αυτός χορεύει ζεϊμπέκικο γιά να παρηγορηθεί...



κι άλλος ένας που κάνει το ίδιο...


Το σύμβολο του Smiley είναι πιά μπαγιάτικο, αλλά παρέμεινε σα κατάσταση προς μίμηση και είναι ο "σημαιοφόρος" όλων των δήθεν ευχαριστημένων κοινωνιών της ευνομίας...




"την επόμενη στιγμή ενός καυγά ή κάποιου κακού νέου, ένας μηχανισμός μέσα στο κεφάλι μου αρχίζει να τραγουδάει ή να σφυρίζει ένα ρεμπέτικο. Γιατί; Είμαι αδιάφορος; Δε μου καίγεται καρφί; Όχι, κάθε άλλο. Απλώς, ασφυκτιώ και ζητάω να αποδράσω. Ο νους μου δουλεύει από μόνος του και επεξεργάζεται το πρόβλημα..."
εξομολόγηση ενός φίλου που προσπαθεί να πείσει το περιβάλλον του ότι δεν είναι κυνικός...


Αν χρησιμοποιείστε τη λέξη "παρηγοριά" σε μιά συζήτηση οι άλλοι/ες θα σκεφτούν, αυτόματα, ότι κάτι σού΄χει συμβεί, ότι έχεις κάποιο πρόβλημα, ότι κουβαλάς κάποια λύπη.
Η ανάρτηση αυτή θέλει να απομυθοποιήσει τη λέξη και να δείξει ότι είναι στενά δεμένη με την καθημερινή ζωή, ακόμα κι όταν αισθανόμαστε καλά.

Εκτός από τις φτωχές σε φαντασία εξηγήσεις των λεξικών, η λέξη "παρηγοριά" μπορεί να εξηγηθεί και σα
χαρά, χαλάρωση, βαθύτερη ψυχική ευχαρίστηση, ΄προτροπή γιά να αισθανθούμε καλύτερα, να γίνουμε πιό αισιόδοξοι/ες, να πάρουμε κουράγιο.

Έτσι λοιπόν, με τον ίδιο τρόπο που μιά γάτα που τη χαϊδεύουμε έξυπνα αρχίζει να ρονρονίζει (δηλαδή παρηγοριέται), με τον ίδιο τρόπο που μας χαϊδεύει το χέρι μιά γυναίκα και παρηγοριόμαστε, με τον ίδιο τρόπο που εμείς χαϊδεύουμε τα μαλλιά μιάς γυναίκας και τη χαλαρώνουμε (δηλαδή την παρηγορούμε), έτσι και τα μικρασιάτικα και ρεμπέτικα είναι μιά παρηγοριά της ψυχής.


 Όταν ο Λάμπρος ο Σαββαϊδης έπαιζε τη λύρα μ΄εκείνο τον παραπονιάρικο τρόπο, παρηγορούσε. Όταν ο Νούρος, ο Ατραϊδης, ο Βαγγελάκης ο Σωφρονίου, ο Νταλγκάς τραγούδαγαν, παρηγορούσαν. Δεν παρηγορούσαν μόνο επειδή ο κοσμάκης είχε μεράκια, δηλαδή πόνους και βάσανα και ανέχεια και...και...και... Παρηγορούσαν το βάθος της ψυχής που πάντα έχει αυτή την ανάγκη, ακόμα κι όταν όλα γύρω μας παν ρολόι. Αυτή είναι η παρηγοριά που πετυχαινόταν παλιότερα και, όχι πως δε προσφέρεται σήμερα, αλλά είναι κάτι άλλο. Αυτό, βέβαια, δεν εξηγείται. Ακόμα κι αν ένα νέο παιδί το δεχτεί και πει, "εγώ, κύριε, παρηγοριέμαι, αφύ θες έτσι να το πεις, όταν ακούω το Σωκράτη Μάλαμα, την Αρβανιτάκη. Ναι, σωστά. Καλοί κι άξιοι κι οι δυό. Η αληθινή ζωή είναι αυτή που βίωσε και βιώνει κανείς. Τα άλλα, τα παλιότερα, είναι αναμνήσεις αλλονών και δεν αφορούν. Κι εγώ που τα λέω όλ’ αυτά δε τα έχω ζήσει, δε τα έχω ακούσει εκ του φυσικού (live). Όμως, πως εξηγεί κανείς το κόλλημα νέων ανθρώπων στα ρεμπέτικα αφού αφορούν ένα κόσμο που δε τον έζησαν, που βούλιαξε; Και πως εξηγείται ότι ικανότατοι σημερινοί μουσικοί δε μπορούν να παίξουν μερακλίδικα ταξίμια; Μήπως και το ταξίμι θέλει νά΄χεις βιώσει εκ του σύνεγγυς κάποια πράγματα που δεν υπάρχουν πιά; Μήπως αυτά τα πράγματα που συνέβαιναν έξω απ΄το σώμα μπαίναν μέσα του, γίνονταν χυμοί, βάφαν την καρδιά και το νου και κατέβαιναν ως τις άκρες των δαχτύλων; Και, μπορούν να ξαναβρεθούν παραπλήσια πράγματα; Ναι, ίσως.΄Οπωσδήποτε, όχι μέσα σε κοινωνίες αφθονίας...


Οι μοντέρνες σύγχρονες κοινωνίες όχι, βέβαια, η ελληνική, αν και...) τηρούν συγκεκριμένες στρατηγικές. Δίνουν μιά ψευδή εικόνα της πραγματικότητας, με σημαιοφόρους τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Είναι σα μιά μηχανή που δουλεύει σε ψηλές στροφές και προσπαθεί, νύχτα-μέρα, να πείσει ότι πρέπει να χαμογελάμε και να είμαστε ευτυχισμένοι.



Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες απορίας, από τη μεριά των Ελλαδιτών, σχετικά με το ότι οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, μόλις βρήκαν μιά κουτσοστέγη γιά να βάλουν από κάτω το κεφάλι τους, κάναν πολύ συχνά γλέντια. Γλέντια τα λέμε σήμερα, έτσι τα λέγαν και τότε, μόνο που το πράγμα είχε κάποιες διαφορές. Στην ουσία μαζευόντουσαν σε κάποιο σπίτι, βάζαν ότι είχαν από φαγητό, φέρναν παιχνιδιατόρους (υπήρχαν σε αφθονία) και με το τίποτα κάναν, τί; Διασκέδαζαν; Ναι, ας το πούμε έτσι. Θαρρώ προσπαθούσαν να "δραπετεύσουν", να ξεχάσουν τα βάσανά τους, τη χαμένη τους πατρίδα και το βιός τους. Τα κοινά και γνωστά τραγούδια τους διατηρούσαν το χρειαζούμενο κλίμα συντροφικότητας, το αίσθημα της κοινής τους καταγωγής, της κοινής τους μοίρας.


 Εμείς και οι "άλλοι"...Θυμάμαι πάντα κάτι που μου διηγόταν ένας πρώην φίλος με μάνα Μικρασιάτισσα. Όταν εκείνος ήταν μικρός μέναν στο Καραγάτσι, μιά συνοικία της Σαλονίκης κοντά στην Ανάληψη. Οι γείτονες κι οι γειτόνισσες, φτωχές οικογένειες που με δυσκολία τά’φερναν βόλτα, συνήθιζαν να κατεβαίνουν στην ακρογιαλιά της Σαλαμίνας, έχοντας μαζί τους διάφορα φαγητά, κρασί, ούζο. Τά΄βαζαν όλα κάτω, καθόντουσαν γύρω, τρώγαν και πιάναν και τραγούδια, μέσα στο σκοτάδι.
Τα ρεμπέτικα είχαν ακριβώς την ίδια λειτουργία...



(συνεχίζεται)



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου