Καλησπέρα σας,
Λέγομαι Κώστας
Λαδόπουλος.
Ευχαριστούμε
πολύ που μας μας κάνατε την τιμή να΄ρθείτε
εδώ απόψε για να βρεθείτε μεταξύ σας,
να φάτε και ν΄ακούσετε μουσική.
Έχουμε μαζί μας
την Αθηνά Λαμπίρη, ένα καινούριο jet,
όπως λέω εγώ, στο χώρο του Ρεμπέτικου,
με μιά κοφτερή και διαφορετική φωνή
απ΄αυτές που ξέρετε και, το Σπύρο
Κονσολάκη που, με τα ασημένια δάχτυλά
του μου έδωσε τη χαρά να αποφύγω να
καλέσω ένα μπουζούκι.
Έχω επίσης δίπλα
μου την καλή και πολύ έξυπνη φίλη Ελένη
Πανούση, που είναι σαν ένα λεξικό που
πατάει σε δυό πόδια, και θα με διακόπτει
για να μεταφράζει αμέσως όποια λέξη
μπορεί να είναι λίγο δύσκολη ή ασυνήθιστη.
Πέρα
απ΄αυτό, σας παρακαλώ να σηκώνετε το
χέρι σας κάθε φορά που δε ξέρετε μιά
λέξη και θα σας την εξηγούμε.
Εγώ θα σας πω
μόνο λίγα λόγια. Τα λόγια αυτά θα είναι
κάτι σα μικρές επικεφαλίδες για να σας
κάνουν, ίσως, να ενδιαφερθείτε και να
ξανάρθετε όταν θα κάνουμε τέσσερεις
συναντήσεις για το Ρεμπέτικο, όπου η
τέταρτη θα είναι για να μπείτε στο νόημα
και να σας δείξω πως περίπου χορεύεται
το ζεϊμπέκικο.
Είναι πολύ πιθανό
ότι για κάποια απ΄τα πράγματα που θα πω
να μη συμφωνείτε. Στο τέλος, όσες και
όσοι θέλετε, πείτε τα. Ας γίνει μιά μικρή
κουβέντα μεταξύ μας και όσοι θέλουν ας
συμμετέχουν.
Ο τρόπος που
βλέπω το Ρεμπέτικο δεν είναι με κλειστά
τα μάτια, αφημένος στην αγάπη που έχω
γι αυτό. Θέλω, και το βρίσκω αναγκαίο,
να τραβάω παράλληλες γραμμές ανάμεσα
στο τότε και στο τώρα, να ψάχνω και να
βρίσκω στοιχεία που αφορούν τις σχέσεις
των δυό φύλων, όχι μόνο των τότε ανθρώπων
αλλά και των σημερινών.
Είμαι,
προσωπικά, πολύ ευαίσθητος σε θέματα
που προσβάλλουν ή υποτιμούν τις γυναίκες
και έχω περάσει αυτή τη ματιά μέσα στο
Ρεμπέτικο και το Σμυρνέικο. Μέσα απ΄αυτή
την οπτική γωνία επέλεξα, το πρώτο μέρος
από τα αποψινά τραγούδια που θα σας
πουν.
Να ξέρετε ότι
δε θα μπω καθόλου σε ιστορικές λεπτομέρειες.
Άλλα θα σας πω.
Λοιοιπόοοον...
Γιατί
η βραδιά έχει τον τίτλο “ο Βάκιλλος του
Ρεμπέτικου”.
Γιατί
αυτή η μουσική, έτζι και μπει μέσα σ΄έναν
άνθρωπο, με το σωστό τρόπο, μένει εκεί
για πάντα και βασανίζει, κατατρώει,
χύνεται μέσα στο αίμα και του αλλάζει
το χρώμα του. Όταν ματώσει, ο φορέας του
βάκιλλου και τρέξει έξω αίμα, έχει το
γνωστό χρώμα γι αυτούς που δε βλέπουν,
αυτούς που δεν έχουν το βάκιλλο. Αυτοί
όμως που τον έχουν, βλέπουν ένα άλλο
αίμα σε χρώμα ούλτρα μαρίνας, ανακατωμένο
με το χρώμα του μπρούτζου.
Αυτή
η αλλαγή στο χρώμα του αίματος σε κάνει
αλλιώτικο. Δε μπορείς πιά να είσαι σα
τους άλλους, δυσκολεύεσαι να διασκεδάζεις
μαζί τους, με άλλες μουσικές. Σου φαίνονται
χλιαρές, νερουλές. Δε σε γεμίζουν, δε
μπορούν να σε φέρουν στην έκσταση.
Αυτός
ο βάκιλλος μοιάζει μ΄ αυτή τη δαιμονική
φωτιά που οι Ισπανοί τη λένε ντουέντε.
Ο
βάκιλλος κυνηγάει κύρια τους αρσενικούς.
Μπορεί να τους καταστρέψει, να τους
κλέψει για πάντα τον ύπνο των νυχτών,
να τους πνίξει μέσα στα ποτά και τα
τσιγάρα. Έτσι την πάθαν πολλοί και
συνέχεια συμπληρώνεται αυτός ο στρατός
των βακιλλοφόρων. Οι μεγάλοι φεύγουν
για τον άλλο κόσμο και τις θέσεις τους
παίρνουν καινούριοι. Οι καινούριοι
είναι αλλιώτικοι, δεν είναι παράξενο.
Δε ζυγίζουν το ίδιο. Μπαίνουν στο στρατό
περισσότερο γιατί ψάχνουν μιά ταυτότητα
κι εκεί μέσα βρίσκουν ένα τρόπο να είναι.
Μέχρι να καταλάβουν τι συμβαίνει, ο
βάκιλλος έχει κιόλας εγκατασταθεί μέσα
τους κι έχει κολλήσει σα βδέλλα.
Είναι
επικίνδυνο το Ρεμπέτικο. Δεν είναι παίξε
– γέλασε.
Η
λέξη Ρεμπέτικο και η λέξη μπουζούκι
θεωρείται ότι, δυστυχώς, πάνε μαζί. Είναι
σα μαγνήτες. Το μπουζούκι ήταν ο νικητής.
Αυτό
που κάνουμε απόψε, μιά μικρή εκδήλωση
για το Ρεμπέτικο και δεν έχουμε ένα
μπουζούκι, είναι ένα είδος κάθετης
ανατροπής. Δε το έκανα τυχαία αυτό.
Λένε ότι το
Ρεμπέτικο έχει έμμεση σχέση με τα
αμερικάνικα blues, το tango,
το flamenco τα fados
της Πορτογαλίας. Υπάρχει μιά μικρότερη
ή μεγαλύτερη αλήθεια σ' αυτό.
Λένε κάποιοι
ότι το Ρεμπέτικο ήταν το τραγούδι του
ελληνικού υπο-κόσμου. Υπόκοσμος
οργανωμένος με την έννοια που υπήρχε
σε άλλες χώρες, δεν υπήρχε στην Ελλάδα.
Τραγούδι κάποιων περιθωριακών, στην
αρχική περίοδο του πειραιώτικου
Ρεμπέτικου ναι, θα μπορούσαμε να πούμε.
Πολλοί και πολλές
από σας έχετε ακούσει Ρεμπέτικα, εδώ κι
εκεί.
Θέλω να σας πω,
φιλικά, ότι αυτό που έχετε ακούσει είναι
ένα μικρό μικρό τμήμα αυτής της μουσικής.
Είναι αυτό το μικρό μικρό κομμάτι που
διαλέγουν να παίζουν οι αντρικές
κομπανίες γιατί τους βολεύει.
Να ένα σημείο
που μπορούμε, για μισό λεπτό, να
σταματήσουμε.
Τί εννοώ βολεύει
στα αντρικά μουσικά σχήματα να παίζουν
κάποια συγκεκριμένα τραγούδια;
Εκεί μπαίνουμε
ΚΑΙ σε θέματα ψυχολογίας και σχέσεων
των δυό φύλων (τότε, σήμερα, ίσως και
ΠΑΝΤΑ) που μ΄ενδιαφέρει μέσα στο
Ρεμπέτικο.
Δε θα μπω σε
λεπτομέρειες. Θα πω μόνο ότι, υπάρχει
στην Ελλάδα πλατιά διαδομένη η άποψη
ότι το Ρεμπέτικο ύμνησε τη γυναίκα. Έτζι
πιστεύουν όλοι και οι γυναίκες το ακούνε
αυτό με ευχαρίστηση. Μμμ, ναι, ύμνησε
τον έρωτα. Όπως κάνουν όλα τα τραγούδια
του κόσμου.
Βασικά όμως
έκανε κάτι άλλο και αυτό δεν ειπώνεται.
Την ερωτεύτηκε τη γυναίκα, μέσα στο
γενικότερο μπέρδεμα και την υπερπληθώρα
προσφοράς που υπήρχε τότε, απειλήθηκε
απ΄αυτήν, πληγώθηκε απ΄την εγκατάλειψη,
προσπάθησε να τη φέρει πίσω λέγοντας
“γύρισε πίσω κι εγώ σε συγχωρώ”, την
απείλησε, της θύμισε ότι υπάρχουν κι
άλλες στην ουρά, την κλάδεψε ψυχολογικά
λέγοντας πως δε θά΄ναι για πάντα νέα,
έκανε ότι μπορούσε για να τη δαμάσει,
κάτι που είναι βασικός αντρικός
μηχανισμός.
Δεν κριτικάρω
το αντρικό φύλο, σκιαγραφώ μόνο τι
γινόταν τότε. Μόνο τότε;
Τα Ρεμπέτικα
και τα σμυρνέικα ήταν τραγούδια που
απευθύνονταν στους νέους ανθρώπους.
Αυτό είναι σημαντικό να το θυμόμαστε.
Κάτι
άλλο είναι ότι, τη δεκαετία του ΄30, που
γράφτηκαν τα πιό σημαντικά τραγούδια,
υπήρχε πολύ μεγάλος αριθμός νέων γυναικών
στην Ελλάδα.
Οι
λόγοι ήταν, οι νεκροί άντρες από τον
Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο και οι νεκροί της
Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922. Εδώ
πρέπει να σας πω ότι σε μιά Ελλάδα που
είχε περίπου 4,5 εκ. πληθυσμό, προστέθηκε
1,6 εκ. Προσφύγων που είχε πάρα πολλές
μόνες γυναίκες που χάσαν τους άντρες
τους ή αυτοί κατακρατήθηκαν στην Τουρκία
(150.000 άντρες μεταξύ 12 ετών και 50) και, οι
νέες γυναίκες που έρχονταν στην πόλη
από την ελληνική επαρχία για να βρουν
δουλειά σε μιά ελαφρά βιομηχανία που
προσπαθούσε να εξελιχθεί.
Έτζι
καταλαβαίνουμε καλύτερα τον αριθμό 10
που υπάρχει σε πολλά τραγούδια.
Φεύγει
αυτή και βρίσκεις 10.
Εδώ
πρέπει να πω ότι υπάρχει άλλο ένα
πρόβλημα. Οι μόνες γυναίκες των αρσενικών
προσφύγων που κατακρατήθηκαν στην
Τουρκία δε γνώριζαν οι άντρες τους ζουν
και αν θα γύριζαν πίσω. Ήταν αυτές που
τις λέγαν ζωντοχήρες ή χήρες
και υπάρχουν πολλά τραγούδια γι αυτές.
Αυτές οι γυναίκες καταπιέζονταν γιατί
ήταν πιό απελευθερωμένες απ΄τις ντόπιες
Ελληνίδες, είχαν ανάγκη να έχουν έναν
άντρα δίπλα τους, αλλά έπρεπε να σκέφτονται
και τα σχόλια του περίγυρου, ενώ δε ξέραν
καθόλου αν ο άντρας τους θα επέστρεφε
ξαφνικά ή αν ήταν χαμένος για πάντα.
Μεγάλωσα
ακούγοντας στο ραδιόφωνο, κάθε μέρα,
ανακοινώσεις του Ερυθρού Σταυρού για
αγνοούμενους άντρες.
Τρίτο
σημαντικό. Χρησιμοποιούμε γενικά τη
λέξη Ρεμπέτικο για να χαρακτηρίσουμε
ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής που
πέρασε στη δισκογραφία, κυρίως ανάμεσα
στο 1930 και ως την αρχή του 1950. Πολύ
χοντρικά μιλάω, ενώ δεν είναι έτζι
ακριβώς.
Μετά
το ΄50 η Ελλάδα είχε ανάγκη να ξεχάσει
και γύρισε την πλάτη στα παλιά.
Βασικά,
εννοούμε το πειραιώτικο ρεμπέτικο που
ήταν ο νικητής και παραμέρισε τη μουσική
των προσφύγων που, γενικά, την αποκαλούμε
σμυρνέικα.
Υπάρχει
πλατιά μιά άποψη ότι τα Σμυρνέικα ήταν
ένα είδος εφηβικής ηλικίας του Ρεμπέτικου,
πράγμα
που
είναι τελείως λάθος.
Το
1949 ο Μάνος Χατζηδάκις, στα 24 χρόνια του
τότε, αποφάσισε να μιλήσει για το
Ρεμπέτικο σε μιά διάλεξη και πήγαν οι
αστοί να τον ακούσουν. Η διάλεξη αυτή
θεωρήθηκε ιστορική, όχι γιατί είπε
κάποια καταπληκτικά πράγματα, αλλά
γιατί τόλμησε να μιλήσει γι αυτή τη
μουσική που την έβλεπαν σα κάτι βρώμικο.
Μετά από κάποια χρόνια ο Χατζηδάκις
βαρέθηκε , είχε και δίκιο και, σε μιά
στιγμή, μίλησε για τη μιζέρια του
Ρεμπέτικου
Μίλησε
λοιπόν ο Χατζηδάκις για ένα ανικανοποίητο
ερωτισμό (μιά αγαπημένη του
έκφραση) και μιά διάθεση φυγής από την
πραγματικότητα, με οποιοδήποτε τεχνικό
μέσον, όπως είναι το χασίσι και τα άλλα
ναρκωτικά κλπ. κλπ.
Ανικανοποίητος
ερωτισμός δεν υπάρχει στο Ρεμπέτικο.
Τι ακριβώς σημαίνει αυτό, δεν έχω
καταλάβει μέχρι σήμερα. Είναι μιά
μυθοποιημένη έννοια που χρησιμοποιείται
πολύ στην Ελλάδα και λειτουργεί
σα
δικαιολογητικό, σαν άλλοθι, για ένα
σωρό συμπεριφορές.
Στη
διάρκεια της δεκαετίας του '30, γυναίκες
υπήρχαν με το τσουβάλι, όπως λέμε και,
παρόλο που οι μαμάδες τους ήταν Κέρβεροι,
τα ήθη ήταν πολύ πιό ελεύθερα απ΄ότι
νομίζουμε.
Διάθεση
φυγής απ΄την πραγματικότητα μέσω του
χασισιού και άλλων ναρκωτικών.
Τα
ναρκωτικά ήταν πάντα φαινόμενο των πολύ
φτωχών και των πλούσιων κοινωνιών, αν
αυτό σας λέει κάτι.
Η
διάθεση φυγής απ΄την πραγματικότητα
ήταν πολύ λογική για τότε, όπως είναι
και πολύ λογική σήμερα.
Μόνο
ένα μικρό ποσοστό στο Ρεμπέτικο περιέχει
τραγούδια που μιλάν για το χασίσι και
όλ΄αυτά τα τραγούδια είναι πολύ όμορφα
μουσικά.
Η
μεγάλη αξία του Μάνου Χατζηδάκι είναι
κάτι δεδομένο. Η λεπτή του ευαισθησία
ήταν αρκετή για να τον εμπνεύσει, να
κάνει ένα περίπατο μέσα στο Ρεμπέτικο
και να συνθέσει μιά σειρά από πολύ όμορφα
έργα. Δε μπορούσε, ούτε και τον ενδιέφερε,
να καταλάβει περισσότερο.
Ας
τ' αφήσουμε όμως όλ΄αυτά. Ας δούμε για
μερικά ακόμα λεπτά, ποιά σχέση μπορεί
να έχετε ΕΣΕΙΣ και η σημερινή ζωή σας
με το Ρεμπέτικο.
Μη
σας φαίνεται παράξενο αυτό που λέω.
Το
Ρεμπέτικο και το Σμυρνέικο κρύβουν
κάποια μοναδικά πράγματα μέσα τους και
ο πλούτος τους είναι άγνωστος στη
συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων
και, πόσο μάλλον, των ξένων.
Έχουμε
περάσει από την επιφάνεια του προσώπου
του και, είτε αποστρέψαμε το δικό μας
πρόσωπο, είτε βαρεθήκαμε, είτε κολλήσαμε
σε μιά μικρή περιοχή του κι εκεί μείναμε
και ανακυκλώνουμε.
Το
πιό σημαντικό είναι ότι οι στίχοι αυτής
της μουσικής, μέσα στην απλότητά τους,
μεταφέρουν ένα σωρό πληροφορίες,
πληροφορίες ξυπόλητες, χωρίς
φτιασίδια, για το πως αισθάνονται οι
άντρες απέναντι στις γυναίκες.
Θα
σκεφθείτε ίσως ότι, ναι, τότε. Σήμερα τα
πράγματα έχουν αλλάξει. Έχουν αλήθεια
αλλάξει; Ναι, αρκετά, στην επιφάνεια.
Κάτω απ΄αυτήν όμως, κάτω στο θολό βυθό
υπάρχουν οι ίδιοι φόβοι, οι ίδιες
αυτοματικές τάσεις. Οι άνθρωποι δεν
αλλάζουν τόσο γρήγορα όσο πιστεύουμε.
Αλλάζει η επιφάνειά τους.
Αν
έδινα κάποιες επικεφαλίδες για το πως
θίγεται το θέμα των γυναικών μέσα σ΄αυτή
τη μουσική αυτές θα ήταν οι παρακάτω.
Μιλάω για την αντρική μεριά γιατί το
Ρεμπέτικο και το Σμυρνέικο είναι μιά
αντρική υπόθεση και άντρες, κατά 99%
γράψαν τους στίχους:
Όπως
είπα και πιό πριν, υπήρχε ένα γυναικομάνι,
οι γυναίκες ήταν υπεράριθμες, ιδιαίτερα
στην Αθήνα, τον Πειραιά και τις γύρω
περιοχές του.
ο αρχικός
έρωτας και η παραζάλη του.
Η μπαμπεσιά
και η καχυποψία.
Η
λέξη μπέσα είναι αλβανική και μιά εύκολη
εξήγησή της είναι,
ένα
πρότυπο συμπεριφοράς με βάση τις αξίες
μιας ομάδας ατόμων.
Η
λέξη μπαμπέσης
είναι
κι αυτή αλβανική (pabese)
και
χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που είναι
πονηρός και ύπουλος. Όταν
χρησιμοποιείται για μιά γυναίκα εξηγεί
το μεγάλο πρόβλημα των αρσενικών. Ότι
δε μπορούν να καταλάβουν τις γυναίκες,
τις θεωρούν απρόβλεπτες και πιστεύουν
ότι χρησιμοποιούν δόλιους τρόπους για
να πετύχουν τους σκοπούς τους.
Και ποιοί είναι, σύμφωνα με τους άντρες
οι δυό σημαντικότεροι σκοποί των
γυναικών;
Να τους τυλίξουν ή να τους φάνε τα λεφτά
τους.
Και μιά και μπήκα για μιά στιγμή στη
λέξη “μπαμπέσης”, κάτι ακόμα.
Η λέξη άνθρωπος, σχεδόν σε όλες τις
γλώσσες του κόσμου, είναι γένους
αρσενικού.
Σαν εξαίρεση ανασύρω τη σουηδική γλώσσα
όπου η λέξη είναι θηλυκού γένους.
Ήδη απ΄την ελληνική αρχαιότητα, αλλά
και στο Χριστιανισμό, ο άνντρας είναι
το βασικό και αρχικό ον. Η γυναίκα είναι
ένα συμπλήρωμα που πλάστηκε μετά
απ΄αυτόν.
Η γυναίκα είναι κάτι “άλλο”. “Αναγκαίο
κακό” τη λέγαν στην αρχαιότητα.
“Μας παιδεύουνε, μας ψήνουν και θα μας
τρελάνουνε κι όμως, δίχως τις γυναίκες
μιά στογμή δε κάνουμε” λέει ένας απ΄τους
πιό γνωστούς συνθέτες εκείνης της
εποχής.
(ότι θέλουν οι γυναίκες)
Κάπως έτσι βλέπουν τις γυναίκες οι
άντρες που παίζουν Ρεμπέτικα ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ.
Κυρίως, δε τους αρέσει να παίζουν κάποιο
όργανο. Προτιμούν να παίζουν εκείνοι
και οι γυναίκες να τραγουδάνε.
Η άποψη αυτή λοιπόν υπήρχε μέσα στο
Ρεμπέτικο και υπάρχει και σήμερα στους
μουσικούς.
Συνειδητά ή ασυνείδητα.
Υπάρχουν τραγούδια, τα περισσότερα
δηλαδή, που θεωρούνται ανδρικά.
Απορούν και ενοχλούνται όταν τα πει μιά
γυναίκα.
Σας λέω τους στίχους ενός τέτοιου
τραγουδιού που θα σας το πει ο Σπύρος
Κονσολάκης.
τρικλοποδιές μου βάζεις
να με τουμπάρεις δεν μπορείς
και άδικα κοπιάζεις.
Στην πιάτσα που μεγάλωσα
αυτά δεν τα μασάνε
άσε λοιπόν τις μηχανές
γιατί δε σου περνάνε.
Γιατί θ’ αρχίσω πια κι εγώ
τα ίδια να σου κάνω
και στο ξερό κεφάλι σου
νταλγκάδες θα σου βάλω.
Αυτά που αναφέρει το πολύ όμορφο αυτό τραγούδι θεωρούνται a priori ότι μόνο μιά γυναίκα μπορεί να τα κάνει σ΄έναν άντρα, πράγμα τελείως λάθος. Οι στίχοι περιέχουν, εν συντομία, τα όρια μέσα στα οποία μπορεί να κινηθεί μιά γυναίκα που είναι προωρισμένη για τελείως συγκεκριμένους ρόλους.
H
ζήλεια
και η προσοχή στις γνώμες του περίγυρου.
Το δεύτερο είναι κάτι που παίζει πάντα
μεγάλο ρόλο στους άντρες. Άσχετα αν ήταν
οι ρεμπέτες του τότε ή ένας στέλεχος
μιά σημερινής επιχείρησης. Ένας άντρας
έχει πολύ μεγάλο πρόβλημα στο να
διαχειριστεί τα λόγια που λεν οι άλλοι
γι αυτόν, ιδιαίτερα αν λένε για τη γυναίκα
με την οποία έει να κάνει.
Χωρισμός
και η θλίψη της ερημιάς
Κυρίως μέσα στο Ρεμπέτικο, πολύ λίγο
μες το Σμυρνέικο, υπάρχει πολύ εγκατάλειψη,
ιδιαίτερα απ΄τη μεριά των γυναικών. Οι
γυναίκες βλέπουν την αυτοκαταστροφή,
τα ξενύχτια, τα ποτά, το χάσιμο, φεύγουν
για να βρουν κάτι πιό σταθερό. Λογικό
είναι. Οι άντρες, κατά κανόνα, δε
καταλαβαίνουν γιατί τους αφήνουν οι
γυναίκες. Μέσα στο Ρεμπέτικο δε
καταλαβαίνουν ΚΑΘΟΛΟΥ κι έτζι, ρίχνουν
σ΄εκείνες το φταίξιμο.
Η φράση “γύρισε πίσω κι εγώ σε συγχωρώ”,
όταν ποτέ δεν αναφέρεται τι έκανε
εκείνος, είναι πολύ συνηθισμένη.
Εκεί, στον πόνο της εγκατάλειψης και
του χωρισμού αρχίζει μιά καφκική
ατμόσφαιρα που πετιέται στις γυναίκες.
Τους λένε ότι θα το μετανιώσουν, ότι αν
ξαναγυρίσουν θά΄ναι αργά, ότι τα νιάτα
τους γρήγορα θα περάσουν και δε θα γυρνά
κανείς να τις κοιτάξει κλπ.
Σας δίνω ένα παράδειγμα.
(Καπριτσιόζα – Μητσάκης, Γεωργακοπούλου,
Στελλάκης)
Καπριτσιόζα, σκέψου καλά τι πας να
κάνεις,
πριν φύγεις, σκέψου το καλά.
Μπορεί να είμαι λίγο αλάνης
μ΄αξίζω τάλληρα πολλά.
Καπριτσιόζα, σκέψου καλά προτού με
χάσεις,
ζήσε στο πλάι μου φτωχά,
με άλλον άντρα δε θα μονοιάσεις,
εγώ σε νιώθω μοναχά.
Καπριτσιόζα, όπου κι αν πας κι όπου
γυρίσεις,
όσο και να μη μ΄αγαπάς,
τη συντροφιά μου θα νοσταλγήσεις
και σαν τρελή θα με ζητάς.
Με μιά πρώτη ανάγνωση, το τραγούδι
δείχνει φόβο εγκατάλειψης και διεκδίκηση
του ερωτικού αντικειμένου από τη μεριά
ενός άντρα. Άρα, κατατάσσεται στα ερωτικά.
ΟΜΩΣ,
Έχοντας όμως στην πίσω τσέπη μου τους
στίχους πάνω από 10.000 τραγουδιών, ξέρω
τι παιχνίδι παιζόταν (και παίζεται και
στις μέρες μας).
Ο άντρας δηλώνει, “αυτοκριτικά”, ότι
είναι “λίγο αλάνης” (άντρας είναι, έτσι
είναι η ζωή, έχει το πράσινο φως για να
το κάνει), δηλώνει ότι είναι φτωχός (η
έννοια της φτώχειας είχε άλλο περιεχόμενο
τότε. Ήξεραν ότι αν γεννήθηκαν φτωχοί,
εκεί θα μείνουν. Δεν είχαν τις ουτοπικές(εν
μέρει) φαντασιώσεις που μπορεί να έχει
ένας σημερινός φτωχός) ΑΛΛΑ, “αξίζω
τάλληρα πολλά”.
Προβάλλει δηλαδή τις όποιες άλλες αρετές
του, όπως κι ένα φτωχό κορίτσι του τότε
και του σήμερα, έχει να προβάλλει την
εμφάνισή του.
Το “σαν τρελή θα με ζητάς” είναι το
στερεότυπο μοτίβο που σας έλεγα πιό
πριν.
Κι ακόμα, υπάρχει και το “όσο και να μη
μ΄αγαπάς”...
Τα χρόνια περνούν, οι άντρες μεγαλώνουν,
κουράζονται, οι γυναίκες έχουν τακτοποιηθεί
και αρχίζουν τα τραγούδια της πραγματικής
μοναξιάς.
//////////////////////////////
'Αφησα για τελευταία επικεφαλίδα δυό
θέματα που τα θεωρώ πολύ σημαντικά.
Σας είπα ότι οι στίχοι είναι γραμένοι
κατά 99% από άντρες. Κι όμως, υπάρχουν
πολλά τραγούδια που οι στίχοι είναι
έντονα αυτοκριτικοί. Ρεζιλεύουν πολλές
φορές την ίδια τη μαγκιά που σ΄αυτήν
απευθύνονταν. Αυτό είναι ένα πολύ σπάνιο
φαινόμενο σε μουσικούς στίχους, παγκόσμια.
Αφενός δείχνει τη καθαρότητα του μυαλού
των όποιων στιχουργών που κυκλοφορούσαν
μέσα στην πιάτσα, παίρναν τα ερεθίσματα,
ήταν κι οι ίδιοι μάγκες αλλά διέκριναν
και το αδιέξοδο και το γελοίο κάποιων
συμπεριφορών.
Το ερώτημα που πλανιέται στον αέρα
είναι, γιατί αγοράζονταν αυτοί οι δίσκοι
από άντρες, γιατί οι άντρες αγόραζαν
δίσκους.
Η λέξη Παράπονο. Αυτή είναι η μιά
λέξη που χαρακτηρίζει γενικά το Ρεμπέτικο
και το αστικό λαϊκό ως το 1950.
Μιλώντας με νέους ανθρώπους συνειδητοποίησα,
για πολλαπλή φορά στη ζωή μου, ότι πρέπει
πιά να δίνουμε εξηγήσεις ακόμα και για
τις λέξεις. Οι λέξεις αλλάζουν πρόσωπο
με τα χρόνια.
Παράπονο για τους παλιούς είναι μιά
μαλακή λέξη. Αυτός που εκφράζει ένα
παράπονο λέει για κάτι που του λείπει,
για κάτι που το νιώθει σα λάθος, με μαλακό
όμως τρόπο. Δε φωνάζει, δε θυμώνει,
παραπονιέται. Όταν η λέξη χρησιμοποιείται
μέσα σε ερωτικές σχέσεις παίρνει ένα
χνούδι χαδιού σχεδόν. Σήμερα όμως μπορεί
να εκληφθεί και σα κριτική και σα γρίνια.
Εκεί, χάνεται το παιχνίδι και πρέπει να
εξηγήσουμε.
Απ΄την άλλη μεριά όμως, το παράπονο όταν
επαναλαμβάνεται μπορεί και να είναι
ένας μοχλός καταπίεσης. Οι Ελληνίδες
μάνες χρησιμοποίησαν το παράπονο στα
παιδιά τους, ιδιαίτερα στους γιούς τους,
για να πετυχαίνουν αυτά που ήθελαν.
Μέσα στη μουσική για την οποία μιλάμε
απόψε, το παράπονο, και είναι αυτό που
ο Χατζηδάκις ονόμασε “ερωτικό
ανικανοποίητο” ήταν μιά ανάγκη μεν,
τυφλή δε. Αυτός που παραπονιόταν σκεφτόταν
τα πράγματα μόνο απ΄τη δική του μεριά,
φορτώνοντας το λάθος στο σύντροφό του,
δηλαδή τη γυναίκα.
Μήπως αυτό συμβαίνει και σήμερα; (...)
Τέλος, η Τρυφερότητα. Αυτή είναι η
άλλη λέξη που χαρακτηρίζει γενικά το
Ρεμπέτικο και το αστικό λαϊκό ως το
1950.
Έχω δουλέψει μ΄ένα υλικό περίπου 15.000
τραγουδιών. Ήταν κάτι που έπρεπε να το
κάνω όταν έχτισα
ένα Λεξικό για το Ρεμπέτικο που δεν έχει
εκδοθεί ακόμα.
Αυτό που είδα ολοκάθαρα ήταν μιά απίστευτη
τρυφερότητα μέσα στη συντριπτική
πλειψηφία των στίχων. Σε εποχές πολύ
σκληρές, από ανθρώπους που κυκλοφορούσαν
μέσα σε μιά αγριεμένη πιάτσα, βγήκε ένα
μαλακό και τρυφερό υλικό.
Δε θέλω να σας κουράσω άλλο.
Πέρασα πολύ γρήγορα μέσα από πολλά
θέματα, αγγίζοντας μόνο την επιφάνειά
τους.
Σας
είπα απ΄την αρχή πως θα μιλήσω με
επικεφαλίδες και όλ΄αυτά θα ειπωθούν
με περισσότερες λεπτομέρειες και
περισσότερες συγκρίσεις με τη σημερινή
ζωή, στις επόμενες 4 συναντήσεις που θα
οργανώσει ο Lexi
– Logos.
Θα ήθελα μόνο να θυμάστε ότι μιά τέτοιου
είδους προσέγγιση δεν έχει ξαναγίνει
στην Ελλάδα και γι αυτό οι 4 συναντήσεις
θα είναι τόσο σημαντικές όσο και η
διάλεξη που έκανε ο Μάνος Χατζηδάκις
το 1949.
Σας περιμένουμε. Δε θα το μετανιώσετε.
Μπορείτε να με ρωτήσετε ότι θέλετε και,
αν μπορώ, θα σας απαντήσω.
Οι
Ισπανοί μιλάνε γιά το "ντουέντε",
μιά δαιμονική, σκοτεινή δύναμη που
μπαίνει μέσα στους δημιουργούς και
τραγουδιστές του φλαμένκο και τους
βάζει φωτιά. Φωτιά που μεταδίνεται
κατόπιν στους ακροατές.
Εγώ, σαν Έλληνας, βλέπω τους αγγέλους στη θέση του ντουέντε. Άσχετα με το αν πιστεύει κανείς σε τέτοια πράγματα, χρειάζομαι κάτι γιά να εξηγήσω το διαβολεμένο ταλέντο των περισσότερων που κυκλοφορούσαν μέσα στον κόσμο του ρεμπέτικου. Αυτό το κάτι, θεωρώ πως δε το ήξεραν. Ας μη παρεξηγηθώ. Εννοώ, γιά παράδειγμα, ο Δημήτρης Ατραϊδης ήταν πολύ πιό μεγάλος απ' ότι μπορούσε να πίστευε ο ίδιος, και θεωρώ το ίδιο γιά τον Τσιτσάνη και πολλούς άλλους. Ο τελευταίος το ήξερε, το καταλάβαινε και το έβλεπε από νωρίς, εισπράττοντας μεγάλη αποδοχή. Ήταν όμως πολύ ικανότερος απ' ότι αφηνόταν να πιστεύει.
Μιλάω γι αυτή την εσωτερική δύναμη που έκανε κάποιους απ' αυτούς τους δημιουργούς, συνθέτες, μουσικούς, παρατηρητές της ζωής που τους τραβούσε απ' τα "εύκολα" και τους ξέσκιζε τα σωθικά, δίνοντάς τους έμπνευση.
Εγώ, σαν Έλληνας, βλέπω τους αγγέλους στη θέση του ντουέντε. Άσχετα με το αν πιστεύει κανείς σε τέτοια πράγματα, χρειάζομαι κάτι γιά να εξηγήσω το διαβολεμένο ταλέντο των περισσότερων που κυκλοφορούσαν μέσα στον κόσμο του ρεμπέτικου. Αυτό το κάτι, θεωρώ πως δε το ήξεραν. Ας μη παρεξηγηθώ. Εννοώ, γιά παράδειγμα, ο Δημήτρης Ατραϊδης ήταν πολύ πιό μεγάλος απ' ότι μπορούσε να πίστευε ο ίδιος, και θεωρώ το ίδιο γιά τον Τσιτσάνη και πολλούς άλλους. Ο τελευταίος το ήξερε, το καταλάβαινε και το έβλεπε από νωρίς, εισπράττοντας μεγάλη αποδοχή. Ήταν όμως πολύ ικανότερος απ' ότι αφηνόταν να πιστεύει.
Μιλάω γι αυτή την εσωτερική δύναμη που έκανε κάποιους απ' αυτούς τους δημιουργούς, συνθέτες, μουσικούς, παρατηρητές της ζωής που τους τραβούσε απ' τα "εύκολα" και τους ξέσκιζε τα σωθικά, δίνοντάς τους έμπνευση.
Δε
μιλάω γιά τρυφερά και στρουμπουλά
αγγελάκια της Αναγέννησης, ούτε για τα
"ροζ" σκαλιστά που μας έρχονταν
από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, όταν είμασταν
παιδιά.
Μιλάω, στην πιό απλή περίπτωση, για σκληρούς, βλοσυρούς αγγέλους, σα τους βυζαντινούς που νιώθαμε να μας κοιτάζουν αυστηρά από τους εικονογραφημένους τοίχους των εκκλησιών.
Μιλάω γιά τους αγγέλους της δημιουργίας που δε χαρίζουν κάστανα, δε ξεγελιούνται και απαιτούν το μεδούλι του δημιουργού για να δώσουν τη χάρη τους.
Μιλάω γιά αγγέλους πολλών ειδών και μεγεθών. Γιά μικρούς και ανάλαφρους, μέχρι ογκώδεις και μεγάλους σα τζετ. Γι αυτούς που μπορούν να πετάν ανάλαφρα μέσα στη χλόη και γιά άλλους που σκοτεινιάζουν τις νύχτες το φεγγάρι, περνώντας από μπροστά του.
Γιά μαγκίτες, μυστακιοφόρους αγγέλους που στήριζαν τοΓιώργο Μπάτη όταν πήγαινε τρικλίζοντας στην αίθουσα φωνοληψίας,
γιά αγγέλους με φυσερά που φούντωναν τις φωτιές που έκαιγαν το Μάρκο,
γιά διάφανους αγγέλους που ευλογούσαν τη φωνή της υγρήςΣτέλλας Χασκίλ, βάφοντάς την με βέλούδινα, μελαγχολικά χρώματα,
γιά σύννεφα από αγγέλους και αηδόνια που συνωστίζονταν στα λαρύγγια του Νταλκά και του Στράτου,
γιά παλιούς, ηλικιωμένους και νοτισμένους με θάλασσα αγγέλους που τσίτωναν τις φωνητικές χορδές της Μαρίκας Παπαγκίκα και σκίζαν το κερί της μήτρας του δίσκου,
γιά Μικρασιάτες αγγέλους που φυσούσαν με χοάνες μέσα στη φωνή του Βαγγελάκη Σωφρονίου,
Μιλάω, στην πιό απλή περίπτωση, για σκληρούς, βλοσυρούς αγγέλους, σα τους βυζαντινούς που νιώθαμε να μας κοιτάζουν αυστηρά από τους εικονογραφημένους τοίχους των εκκλησιών.
Μιλάω γιά τους αγγέλους της δημιουργίας που δε χαρίζουν κάστανα, δε ξεγελιούνται και απαιτούν το μεδούλι του δημιουργού για να δώσουν τη χάρη τους.
Μιλάω γιά αγγέλους πολλών ειδών και μεγεθών. Γιά μικρούς και ανάλαφρους, μέχρι ογκώδεις και μεγάλους σα τζετ. Γι αυτούς που μπορούν να πετάν ανάλαφρα μέσα στη χλόη και γιά άλλους που σκοτεινιάζουν τις νύχτες το φεγγάρι, περνώντας από μπροστά του.
Γιά μαγκίτες, μυστακιοφόρους αγγέλους που στήριζαν τοΓιώργο Μπάτη όταν πήγαινε τρικλίζοντας στην αίθουσα φωνοληψίας,
γιά αγγέλους με φυσερά που φούντωναν τις φωτιές που έκαιγαν το Μάρκο,
γιά διάφανους αγγέλους που ευλογούσαν τη φωνή της υγρήςΣτέλλας Χασκίλ, βάφοντάς την με βέλούδινα, μελαγχολικά χρώματα,
γιά σύννεφα από αγγέλους και αηδόνια που συνωστίζονταν στα λαρύγγια του Νταλκά και του Στράτου,
γιά παλιούς, ηλικιωμένους και νοτισμένους με θάλασσα αγγέλους που τσίτωναν τις φωνητικές χορδές της Μαρίκας Παπαγκίκα και σκίζαν το κερί της μήτρας του δίσκου,
γιά Μικρασιάτες αγγέλους που φυσούσαν με χοάνες μέσα στη φωνή του Βαγγελάκη Σωφρονίου,
γιά
τον ξύλινο άγγελο - ακρόπρωρο που
βυθίζονταν μέσα στα κύματα της φωνής
του Δημήτρη
Ατραϊδη,
όταν τραγουδούσε τον Ουσάκ μανέ "Πόσοι
εχθροί μου φαίνονται σα μπιστεμένοι
φίλοι, μα έχουν φαρμακερή καρδιά και
ζαχαρένια χείλη",
για θηλυκούς αισθησιακούς αγγέλους που σήκωναν στα φτερά τους την εύθραυστη τη Ρίτα την Αμπατζή, τη σιδερένια Ρόζα τηνΕσκενάζι, την περήφανη Πολίτισσα Μαρίκα Φραντζεσκοπούλου, το μαύρο πολυεδρικό διαμάντι Μαρίκα Καναροπούλου και τη μερακλού και άγνωστη Κατίνα Χωματιανού,
γιά είκοσι αγγέλους που κάθονταν πάνω στα ασημένια δάχτυλα του Χρυσίνη και του Καρίπη,
γιά τον εφήμερο, ιδιόμορφο και αυστηρό άγγελο που φτερούγιζε μες την καρδιά του Βαγγέλη Παπάζογλου και του ψιθύριζε, "βιάσου, γιατί οι εκλεκτοί φεύγουν γρήγορα",
γιά τον Αγιορείτη άγγελο που χτυπιόταν με το δαιμονικό ντουέντε του Νούρου,
τους επαρχιακούς αγγέλους που ωθούσαν την αρρενωπή φωνή της Νταίζης Σταυροπούλου και τη χορταρένια φωνή της τρανήςΓεωργίας Μηττάκη,
τους μπρούτζινους αγγέλους που πετούσαν πίσω και πάνω από τη "Φλορέτα" με τα ελληνικά σημαιάκια του Στέλιου Κερομύτη,
γιά τον πολύχρωμο, δαιμονικό άγγελο που άπλωνε διάφανο πέπλο ανάμεσα στον κόσμο και στον απρόσιτο Τσιτσάνη,βασανίζοντάς τον και φωτίζοντάς τον,
και γιά άλλους πολλούς αγγέλους πάνω στα βιολιά, τα ούτια, τα σαντούρια, τα μπάντζα, τις αρμόνικες, τις κιθάρες, τα μπουζούκια, τους μικρούς μπαγλαμάδες.
Αγγέλους που κάγχασαν ειρωνικά με τις απαγορεύσεις τενεκεδένιων δικτατόρων, που αηδίασαν με το ψεύτισμα, που σχημάτισαν σμήνη και φύγαν μακριά και κρύφτηκαν, περιμένοντας άλλους καιρούς γιά να ξανάρθουν, να βασανίσουν και να ξαναφωτίσουν με άλλα φωσάκια τους ορμητικούς, μπουρινένιους άνεμους
για θηλυκούς αισθησιακούς αγγέλους που σήκωναν στα φτερά τους την εύθραυστη τη Ρίτα την Αμπατζή, τη σιδερένια Ρόζα τηνΕσκενάζι, την περήφανη Πολίτισσα Μαρίκα Φραντζεσκοπούλου, το μαύρο πολυεδρικό διαμάντι Μαρίκα Καναροπούλου και τη μερακλού και άγνωστη Κατίνα Χωματιανού,
γιά είκοσι αγγέλους που κάθονταν πάνω στα ασημένια δάχτυλα του Χρυσίνη και του Καρίπη,
γιά τον εφήμερο, ιδιόμορφο και αυστηρό άγγελο που φτερούγιζε μες την καρδιά του Βαγγέλη Παπάζογλου και του ψιθύριζε, "βιάσου, γιατί οι εκλεκτοί φεύγουν γρήγορα",
γιά τον Αγιορείτη άγγελο που χτυπιόταν με το δαιμονικό ντουέντε του Νούρου,
τους επαρχιακούς αγγέλους που ωθούσαν την αρρενωπή φωνή της Νταίζης Σταυροπούλου και τη χορταρένια φωνή της τρανήςΓεωργίας Μηττάκη,
τους μπρούτζινους αγγέλους που πετούσαν πίσω και πάνω από τη "Φλορέτα" με τα ελληνικά σημαιάκια του Στέλιου Κερομύτη,
γιά τον πολύχρωμο, δαιμονικό άγγελο που άπλωνε διάφανο πέπλο ανάμεσα στον κόσμο και στον απρόσιτο Τσιτσάνη,βασανίζοντάς τον και φωτίζοντάς τον,
και γιά άλλους πολλούς αγγέλους πάνω στα βιολιά, τα ούτια, τα σαντούρια, τα μπάντζα, τις αρμόνικες, τις κιθάρες, τα μπουζούκια, τους μικρούς μπαγλαμάδες.
Αγγέλους που κάγχασαν ειρωνικά με τις απαγορεύσεις τενεκεδένιων δικτατόρων, που αηδίασαν με το ψεύτισμα, που σχημάτισαν σμήνη και φύγαν μακριά και κρύφτηκαν, περιμένοντας άλλους καιρούς γιά να ξανάρθουν, να βασανίσουν και να ξαναφωτίσουν με άλλα φωσάκια τους ορμητικούς, μπουρινένιους άνεμους
δημιουργίας...
-----------------------------------------------------------
ούμε
να αρνηθούμε στους εαυτούς μας τουλάχιστον,
πως ο νοσηρός ΓιαερΓδφτηδτηδηξτηΓωτισμός
που σκορπίζεται απ΄ τους ήχους ενός
μακρόσυρτου ζεϊμπέκικου, δεν κυκλοφορεί
κι ανάμεσά μας έστω και με διάφορα
πολύπλοκα σχήματα, έστω ακόμα κι αν
ξεκινάει από χίλιες διάφορες αιτίες.