Τρίτη 12 Ιουνίου 2012




το Σουέζ

  
ένα παιχνίδι λόγου ανάμεσα στο χτες, το σήμερα και το αύριο, με μιά αινιγματική γυναίκα
που έκανε έρωτα σαν ένα εφήμερο...

Της άρεζε εκεί μέσα στο ταβερνάκι. Έμεινε όταν είδε πως στη μέση του μακρόστενου και μισοσκότεινου χώρου κυλούσε ένα αυλάκι με τρεχάμενο νερό. Γι αυτό ”το Σουέζ”.
Είχε έρθει με τη Ζωή που την είχε γνωρίσει πριν λίγες μέρες. Εκείνη θα συναντούσε το Μαρίνο Ησιγόνη που κάθονταν τώρα απέναντί της.

Είχαν καθήσει καμιά ωρίτσα. Αυτοί οι δυό λέγαν διάφορα κι εκείνη χάζευε γύρω. Το μαγαζάκι ήταν γνωστό για τις σκοταριές του που μοσχοβολούσαν και κρασί, πρώτο.
”Στέλλα, πρέπει να φύγουμε. Έχω τρεχάματα”. ”Φιλενάδα, δε θα σ΄ακολουθήσω, α δε πειράζει. Μ΄αρέσει εδώ. Θα μείνω λιγάκι ακόμα. Δε πειράζει, ε;”. Άστραψε το μάτι του Μαρίνου. ”Τό΄ξερα πως θα σ΄άρεζε. Εντάξει. Πέρνα απ΄το σπίτι αύριο, αν θες” και σηκώθηκε η Ζωή, κλείνοντας το μάτι της με νόημα. Η Στέλλα κούνησε ανεπαίσθητα το κεφάλι της προς τα πάνω. Άμπα… Έφυγε, μείναν οι δυό τους. ”Όμορφα που έμεινες, θα μου κάνεις και συντροφιά”, είπε ο Μαρίνος. ”Ναι, μ΄αρέσει το μαγαζί. Παίζουν και φίνα τραγουδάκια και το φαϊ, πολύ πρίμα”. Ναι, καλά, άλλα λόγια… ”Γειά σου λοιπόν”. ”Στην υγειά σου”.

Άρχισε να της λέει ο Μαρίνος και την εξέταζε ερευνητικά. Για την ιστορία του μαγαζιού, τους μουσικούς που έπαιζαν, τη φημισμένη σκοταριά. Τέτοια. Τον άκουγε εκείνη μ΄ένα χαμόγελο. Μετά, την περίμενε κάτι να του πει κι εκείνη. Τίποτα όμως, δε συνέχισε τη κουβέντα. Έστριψε το σώμα της και τα μάτια προς τους μουσικούς και άκουγε.
Μεσημέρι ήταν, καφτερό. Τσιτσίριζε ο ήλιος έξω. Μέσα είχε δροσά. Υγρασία, ευχάριστα ήτανε. Την ανοιχτή πόρτα με ταδυό φύλα, στη μέση της τζαμαρίας της πρόσοψης, σχεδόν δε μπορούσες να τη κοιτάξεις. Σε θάμπωνε ένας κατακλυσμός φωτός που έμπαινε μέσα. Στη τζαμαρία δε τα κατάφερνε. Πρέπει νά΄ταν από χρόνια άπλυτη.

 Την κοίταζε. Είχε σκάλες τα μαλλιά της, φεγγαροπρόσωπη. Το δέρμα της ήταν διάφανο με δυό εξογκωμένα μήλα. Τ΄αριστερό μέρος του στόματός της τρεμόπαιζε κάθε τόσο. Μέτριο ύψος, λιγνή μέση και μάλλον χαμηλοκώλα. Είχε προλάβει να το δει όταν έμπαιναν. Στα γούστα του. Φόραγε ένα λουλουδιαστό φτηνοφορεματάκι με πιέτες στο στήθος που ήταν μικρό και στο λαιμό της κρεμόταν ένα στρογγυλό μαύρο μενταγιόν.

Τά΄ξερε τα τραγούδια και τα ψιλομουρμούριζε. Δεν ήταν κάνα ξεπεταρούδι, ξεβγαλμένη φαινούντανε. Φούμερνε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο και του κρασιού του άλλαζε τον Ανανία. Γερό ποτήρι. Η χιλιάρα είχε γεμίσει για τρίτη φορά. Πηδούσε πάντα η αριστερή μεριά του στόματος, αλλά δε μίλαγε.

”Λοιπόν;”. ”Τί;” ”Είστε στενές φιλενάδες με τη Ζωή;”. Άμπα, πριν μερικές μέρες είχαν γνωριστεί.  Κι άντε πάλι τα μάτια της στα όργανα. Ρε, μπας και κοζάρει κανέναν απ΄αυτούς; Σιωπή ξανά.

Βλέπει άξαφνα ο Μαρίνος μέσα στο κεφάλι του την εικόνα κάποιου που κάθεται μπροστά από ένα ανοιγμένο μαραφέτι με φωτεινή οθόνη και διαβάζει ακριβώς αυτά που του συμβαί- νουν. Μιά ημερομηνία γράφει 2011. Κι ο κάποιος χαμογελάει ειρωνικά. Χλευάζει τις δυσκολίες του Μαρίνου. Του ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. ”Τι τρέχει, ρε κορόϊδο; Θαρρείς δηλαδή, στην εποχή που έζησα εγώ, είμασταν από κάποια πάστα που όμοιά της δεν έχει ξαναφανεί στο κόσμο; Πως κάναμε ότι μας γούσταρε με τις γυναίκες; Χωράφια αγοράζεις. Εγώ είμαι μάγκας, αλλά μ΄αυτήνα εδώ τα βρίσκω μπαστούνια. Τί να κάνω δηλαδή, μου λες εσύ;”. ”Άντε ρε”, του απαντάει ο έξυπνος από το 2011, ”σ΄αυτό το σημείο αρχίζει η τάξη, ή μάλλον η μεταστατική αταξία από γειτνίαση, του καρκινωματώδους πολλαπλασιασμού (που δεν υπακούει πιά ούτε στο γενετικό κώδικα της αξίας). Έτσι αρχίζει να ξεθωριάζει κατά κάποιον τρόπο, σε όλους μάλιστα τους τομείς, η μεγάλη περιπέτεια της σεξουαλικότητας, των έμφυλων όντων – προς όφελος του προγενέστερου (;) σταδίου των αθάνατων και έμφυλων όντων που αναπαράγονται, όπως τα πρωτόζωα, δι απλής διαιρέσεως του ταυτού και αποκλίσεως από τον κώδικα”.

”Όπα, τί λέει αυτός; Ναι, ε; Α, έτζι είναι σε σας, ε; Εμείς, φιλαράκο, δεν είχαμε τέτοια. Εμείς θέλαμε σταράτα πράματα. Αυτά είναι αρλούμπες για μένα. Α, παράτα με!
Η εικόνα στο κεφάλι του παγώνει και χάνεται. Οι τρεις κίτρινοι γλόμποι βγάζουν, με τη σειρά του ο καθένας, από μιάν ανταύγεια, το τηγάνι με τη σκοταριά της επόμενης παραγγελίας ανασηκώνεται ελαφρά και ξανακάθεται στη φωτιά. Από που διάλο ξεφύτρωσε αυτός; Φαντάσματα στο κεφάλι μου. Το κρασί θα φταίει. Μπα, σε καλό μου.

Η σιωπή δεν είναι μιά νεκρή χορδή. Η σιωπή κουβαλάει λογιών λογιών στοιχεία μέσα της. Μικροστοιχεία σημαντικά που εγκυμονούν άλλα κι αυτά με τη σειρά τους αυτογονιμοποιούν- ται, όπως τα σαλιγκάρια και οι ανδρόγυνες φούσκες του Πλά- τωνα. Η σιωπή όμως για έναν άντρα που έχει απέναντί του μιά γυναίκα είναι πρόξενος πανικού. Ο Μαρίνος, όπως κι όλοι οι άλλοι, έχει ένα μηχανάκι μέσα του που του λέει, πρέπει να μιλάς. Α δε το κάνεις θα βαρεθεί, θα σε νομίσει λίγον, ακατάλ- ληλο. Οι γυναίκες – εσύ το νομίζεις ή είναι έτσι; - θέλουν ν΄ακούνε, να τις κάνεις να γελάνε, να χαχανίζουν, να θαυμά- ζουν τα λεγόμενά σου. Θέλουν ν΄ασχολείσαι μαζί τους, έτσι του λέει το μηχανάκι. Τί να κάνουμε; Έτζι είναι. Μπορείς βέβαια να το παίξεις βαρύς. Κοίτα, εγώ δε λέω πολλά, έτζι είναι η φτιάξη μου κι άμα σου γουστάρει. Άμα δε, πάρε τη βόλτα σου, ”διώχνω αυτή και βρίσκω δέκα”, όπως έλεγε κι ο Μάρκος. Οι γυναίκες είναι πράγματα, ρούχα. Τα φοράς, παλιώνουν, τ΄αλλάζεις. Έτζι, λίγο πολύ νιώθει, στα κατάβαθά του, ομισός πληθυσμός της Γης για τον άλλο μισό, και πάει λέγοντας. Γι αυτό η εξέλιξη, η μόδα, οι θεωρίες διαφόρων ειδικών, όλων αυτών που μας νοιάζονται, εμάς τους κακόμοιρους που δε μπορούμε να σκεφτούμε, όλους αυτούς που δουλεύουν με το μυαλό τους για το δικό μας το χατίρι και τους ευχαριστούμε εκ βάθους καρδίας, γι αυτό μας λανσάρουν τα καινούρια, άφυλα όντα, ένα είδος πολυποίκιλλου τραβεστί. Τί λέγαμε; Α, ναι. Έτζι λοιπόν με το Μαρίνο και την αποτέτοια που κάθεται απέναντί του, αλλά μοιάζει να βρίσκεται κάπου αλλού. Γαμότο, θα με βλέπουν κι απ΄τα άλλα τραπέζια και τι θα λένε. Δε ΄πα να λένε…

Μα, για στάσου. Τί θέλω γω απ΄αυτήν; Τη γουστάρω, για δε τη γουστάρω; Ανάθεμα κι αν ήξερα. Τι κάθομαι και σκάω για το αν θ΄ανοίξει το στοματάκι της ή όχι; Τη παρατάω και παίρνω δρόμο κι ας νομίσει ότι θέλει. Ή να μη φύγω και να προσπαθήσω λιγάκι ακόμα;

 Κοιτάζει σα χαμένος τον ένα απ΄τους τρεις γλόμπους και ξαφνικά, σαν οβίδα απ΄τον ουρανό. ”Να σου πω το χέρι σου;”. Σα να φύσηξε ένας άλλος αέρας μέσα της. ”Το χέρι μου; Τί ΄σαι, τσιγγάνα;”. ”Δε θα σου πω τη μοίρα, για σένα θα σου πω. Κι αν ήμουν τσιγγάνα, τι; Θα πείραζε;”. ”Οχι, λέω, να”. Τι να κάνει; Της άπλωσε τη παλάμη του. Τη κοίταξε, ακούμπησε κάποια σημεία με το δάχτυλό της. ”Μεγάλωσες μόνος σου. Χωρίς πατέρα κι η μάνα έλειπε πολύ. Κλειστός ήσουνα”. Κοιτούσε ο Μαρίνος σα χαζός. ”Κάτσε, εσύ θα με τρελάνεις. Πού τα βλέπεις όλ΄αυτά;”. ”Ασθενικός ήσουνα στα μικράτα σου, πήρες τα πάνω όμως. Σκληρός είσαι. Έχεις κάτσει μέσα. Από μαχαίρι” ”Μη μου πεις τώρα ότι φαίνεται κι αυτό. Τί βλέπεις, κάγκελα μες το χέρι μου;”. ”Όχι, δε βλέπω κάγκελα, μοναξιά βλέπω”. ”Άσε μας, ρε κορίτσι μου…”. Τον ενόχλησε. Πετάχτηκε όρθιος. ”Άλα, ρε Μαρίνο, ρίξε τις βόλτες σου, παλληκάρι μου”, είπε αργόσυρτα η κιθάρα.

Στάθηκε ακίνητος κι έκλεισε τα μάτια του. Κατέβασε το κεφάλι του στο πάτωμα, σήκωσε αργά τα μπράτσα του και δυό τούφες μαύρου καπνού βγήκαν απ΄τα μανίκια του. Ήταν φτιαγμένος. Έγειρε το σώμα του μπροστά, τραβώντας τό΄να πόδι στο πλάι κι έφερε ένα κύκλο. Ξαναόρθωσε το σώμα του και χτύπησε δυνατά με το τακούνι του το δάπεδο. Στο πρόσωπό του κατέβηκε μιά θαμπή πάχνη και τον έκλεισε μέσα της. Ο κίτρινος γλόμπος έβγαλε μιά βραχυκυκλωμένη ανταύγεια κι αυτός έπαψε πιά να είναι εκεί. Ένας στρογγυλός καθρέφτης βγήκε μέσ΄απ΄το ταβάνι. Κατέβηκε δίπλα στο γυρμένο κεφάλι του που μισοφαινόταν κι έμεινε εκεί, ακολουθώντας τις κινήσεις του σώματός του. Και μέσα στον καθρέφτη άρχισε να προβάλλεται η περασμένη του ζωή. Το παιδί με τα κοντά παντελόνια πού΄τρεχε πίσω απ΄τη τσακαλαρία σε κάτι μπλε δρόμους, το σώμα του που ψήλωνε, ο πρώτος έρωτας, τα αγαπητιλίκια του, η συμπλοκή με τα μαχαίρια σ΄ένα σκοτεινό στενό –αίματα στάξαν – το κελί το σκοτεινό, το φεγγάρι μές΄απ΄τα κάγκελα, η έξοδος, τα μοναχικά περπατήματά του. Κι ο καθρέφτης έσπασε σε χίλια δυό μικρά θραύσματα και, σα κάτι να τα ρουφούσε, βγήκαν σφυρίζοντας έξω στο φως και χάθηκαν. Ωχ, έκανε σα να τού΄φυγε ένα βάρος και χτύπησε στο μέρος της καρδιάς με την ανοιχτή παλάμη του. Γύρισε στο τραπέζι ασθμαίνοντας και σωριάστηκε στη καρέκλα.

”Το βακτηρίδιο chondromyces aurantius ξεκινά σαν ένας σπόρος, στο σχήμα λεμονιού, που το παρασύρει ο άνεμος μέχρι να το φέρει σε χώμα με κατάλληλη υγρασία. Εκεί, ο σπόρος ωριμάζει και όταν ανοίγει, εκτοξεύει ολόγυρα ”μιά σειρά από ραβδοειδή βακτηρίδια που πετάγονται έξω σαν φωτιά από το στόμα του δράκου”. Στη συνέχεια, όλα τα νέα βακτηρίδια αρχίζουν να κινούνται μ΄ένα μυστήριο τρόπο, εφόσον δεν διαθέτουν κινητά μέρη, και τρέφονται συνεχώς μέχρι να ενωθούν με άλλους σπόρους και να αποτελέσουν μιά μεγάλη αποικία, ορατή στο γυμνό μάτι, που μοιάζει με άχρωμη μύξα. Οι μύξες αρχίζουν να κινούνται μέσα στο έδαφος, πολλές φορές επιστρέφουν διστακτικές στο σημείο που ξεκίνησαν, ξαναφεύγουν, λες κι αναζητούν την πηγή μιά νέας τροφής. Κάθε βακτηρίδιο μέσα στη γλοιώδη αυτή μάζα ακολουθεί τα ίχνη των ομοίων του, όπως οι παρατάξεις των μυρμηγκιών. Τρέφονται συνεχώς, μεγαλώνουν τη μάζα της μύξας κι αυτό μέχρι ν΄αρχίσει να λιγοστεύει η τροφή. Τότε, συμβαίνει κάτι πολύ παράξενο.
Η μύξα σταματάει την περιπλάνησή της κι αρχίζει να ανασηκώνεται. Τα βακτηρίδια ανεβαίνουν το ένα πάνω στο άλλο, μέχρι να σχηματίσουν μιά στήλη που φτάνει στο ύψος ενός χιλιοστού στραμμένη προς τον πρωινό υγρό αέρα. Αυτό ίσως να μη φαίνεται εντυπωσιακό, αν δεν ξέρει κανείς πως το κάθε βακτηρίδιο δεν ξεπερνά σε μήκος το ένα χιλιοστό του χιλιοστού. Αν μεταφέρουμε την αναλογία στα μέτρα μας, θα δούμε πως σχηματίζεται ένας ανθρώπινος πύργος (μέσο ύψος ανθρώπου 1,60 μέτρα) ψηλότερος από 1.600 μέτρα. Από το ύψος του ζωντανού αυτού πύργου, τα βακτηρίδια παρασύ- ρονται από τον άνεμο ένα ένα, για ν΄αρχίσουν πάλι το βιολο- γικό κύκλο τους κάπου αλλού”.

H Στέλλα σηκώνει το ποτήρι της. ”Στην υγειά σου, Μαρίνο!”. Σήκωσε κι αυτός το δικό του χωρίς να τη κοιτάξει.

Να πέρασε κάνα μισάωρο από τότε; Στα ίδια. Mουγγαμάρα κι εκείνη να ρίχνει συνέχεια κρασί μέσα της. Γεμίζοντας το ποτήρι της ακόμα μιά φορά το τούμπαρε και τό΄χυσε απάνω της. Ο Μαρίνος έκανε να τη βοηθήσει, μα κείνη δε τον άφησε να σηκωθεί. Του κράτησε το χέρι και του τό΄σφιξε. Πιό πολύ και πιό πολύ. Τη κοίταξε. Τα μάτια της ήταν γλαρά και γυάλιζαν. Έκανες στροφή τώρα, πουλάκι μου; Σηκώθηκε απ΄τη θέση της και, τρικλίζοντας, πήρε τη καρέκλα της και κάθησε δίπλα του. Έγειρε στον ώμο του, γύρισε το πρόσωπό της και του έδωσε ένα ρουφηχτό, λυσάρικο φιλί στο λαιμό του



 Ftancis Piccabia, Η πρώτη συνάντηση

Μέσα στο βυθό της το κεντρικό νευρικό σύστημα είχε ήδη ξεθεμελιωθεί. Οι εικόνες μπροστά της δεν είναι σταθερές. Πάνε πέρα δώθε, νετάρουν, ξενετάρουν με ζαρωματιές. Ο ιδρώτας τρέχει στις μασχάλες της, ένα γλυκό φαγούρισμα στη κοιλιά, το στόμα στεγνό, οι χιλιάρες πέντε. Ο λαουτιέρης την έκοψε απ΄το βάθος. Ξέρει τι θα παίξει γι αυτούς τους δυό και κλείνει με νόημα το μάτι στο Μαρίνο για το τσαχπινάκι.

Όταν είσαι μεθυσμένη τότε πιό πολύ{2011- ”όργιο είναι όλη η εκρηκτική στιγμή της νεωτερικότητας, η στιγμή της απελευθέ- ρωσης σε όλους τους τομείς…*} σ΄αγαπάω και το θέλω το γλυκό φιλί{2011- …πολιτική απελευθέρωση, σεξουαλική απελευθέρωση, απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων, απεέυθέρωση της γυναίκας, του παιδιού, των ασυνείδητων ενορμήσεων, απελευθέρωση της τέχνης…} Μου το δίνεις με ναζάκια και με πείσματα, πέφτεις μες την αγκαλιά μου με τσακίσματα{2011- …Σήμερα πλέον όλα έχουν απελευθερωθεί, ο κύβος ερρίφθη και ξαναβρισκόμαστε συλλογικά μπροστά στο καίριο ερώτημα: ΤΙ ΚΑΝΟΥΜΕ ΜΕΤΑ ΤΟ ΟΡΓΙΟ;} Εξηγιέσαι πολύ φίνα, ρε μανούλα μου, με τα κόλπα σου μου παίρνεις την καρδούλα μου{2011- …είμαστε υποχρεωμένοι να ξαναπαίξουμε όλα τα σενάρια επειδή όλα έχουν υλοποιηθεί –πραγματικά ή δυνητικά -…} Έτσι θέλω να το πίνεις, πάντα να μεθάς, νά΄ρχεσαι στην αγκαλιά μου και να με φιλάς.

Κι εκεί, πάνω στο κάθετο, κυβιστικό ανέβασμα του πυρετού που δημιουργεί το φιλί της, νάσου πάλι αυτός από το 2011 που ανάβει μες το κεφάλι του Μαρίνου. Γιατί ο νους ότι θέλει κάνει, κανέναν δε ρωτάει. Θέλει τώρα, το κάνει τώρα. Δε δίνει λογαριασμό. Γαμότο. Θα του τα ρίξω όμως εγώ πρώτος. Μου λες τώρα διάφορα ακαταλαβίστικα. Εδώ μέσα στο Σουέζ, με τις σκοταριές που σου παίρνουν το μυαλό, θά΄φερνες εσύ τη γκομενούλα σου; Πως θα πατούσε με τα κομψά και τα γλυκά της ποδηματάκια; Θά΄λεγε πως είσαι μπατίρης, ρομαντικός, πως δε της κάνεις. Να την έβλεπε και κανένα μάτι σ΄ένα τέτοιο καταγώγιο στην απελευθερωμένη σας κοινωνία, α παπα…
”Ε, δεν είναι ακριβώς έτσι. Οι εποχές αλλάζουν, οι άνθρωποι εξελίσσονται. Ας μη πέσουμε στις παρελθοντολαγνείες. Ο κόσμος προχωράει μπροστά. Εν δυό, εν δυό, εμπρός, βήμα ταχύ. Ταχύτερο και ταχύτερο. Κι αν σας πιάνουν ταχυπαλμίες, αν οι αγωνίες σας σφίγγουν το λαιμό μην ανησυχείτε, είναι το αναγκαίο τίμημα. Καταναλώστε κάτι, θα παρηγορηθείτε. Ανοίξτε τη never sleeping TV που αδιαφορεί για τις ίδιες της τις εικόνες, αλλ΄αυτό είναι μιά άλλη ιστορία, θα σας βοηθήσει να αποδράσετε μέσα στις φωταψίες του κενού. Εν δυό, εν δυό, μη σταματάτε ποτέ. Η δημοκρατία είναι ξεπερασμένη σα περιεχόμενο. Βρισκόμαστε στη μετα-δημοκρατία, εκεί όπου όλα περιστρέφονται με ιλιγγιώδεις ταχύτητες. Για σκοταριές θα μιλάμε τώρα; Τζουμ, τζουμ, τζουμ. Ντούροι κι ευθυτενείς βαδίζουμε προς το μέλλον. Όλα θα τακτοποιηθούν, όλα θα μπούν σε τελική τάξη. Όλα θα παρακολουθούνται για χατίρι της προστασίας σας, κανείς δε θα τολμάει, ούτε στα απόκρυφά του όνειρα, να διαταράξει τη περιστροφή. Τα σαρκώματα, οι όγκοι, οι καρκινογενείς αποφύσεις θα ξεπατωθούν διά της ξηρογραφίας πολιτών με αναπαυμένη συνείδηση. ΜΗΝ ΑΝΗΣΥΧΕΙΤΕ. Η πλήρης αλλοτρίωση θα φέρει την τελική ευτυχία. Μην ανησυχείτε καθόλου. Εν δυό, εν δυό. Οι ιδεολογίες ξεφτίσαν, το βλέπετε με τα μάτια σας. Πότε προηγούμενα, σε εποχές κρίσης, συμπίεσης και αφαίρεσης τμημάτων των μισθών δε προκαλούσαν άνοδο των αριστερών κινημάτων; Ποτέ. Αντίθετα τώρα ανεβαίνουν τα δεξιά. Τί λέμε τώρα; Εν δυό, εν δυό, παραταχθείτε, στοιχηθείτε, χαμογελάστε και προχωρείτε στο διάδρομο. Σας το ζητούν οι μετανιωμένοι, οι αποθανόντες εισπράκτορες. Για το καλό σας. ΄Ολα γίνονται για το καλό σας. Για να απαλλαγείτε απ΄τους εφιάλτες σας, μιά γιά πάντα. Δε χρειάζεται να σκέφτεστε, το κάνουν άλλοι για λογαριασμό σας.
Κι αν αυτά δε φτάνουν, διέξοδοι υπάρχουν σε αφθονία. Ψυχαναλυτές, κουλτούρα, γενικώς και αορίστως, υπεραφθονία μουσικής, κάθε είδους μουσικής, όλες επιτρέπονται, γιόγκα, ανατολικές φιλοσοφίες ανακατεμένες με άλλα καρυκεύματα. Για να μη μιλήσουμε για τα πιό προωθημένα χημικά εργαστήρια που δουλεύουν για το καλό σας, μέρα νύχτα. Οι νέες σειρές αποδραστικών θα έχουν ποιητικά ονόματα. Κάψουλες φωτός. Πώς σας φαίνεται; Μπορούν να προκηρυ- χτούν και διαγωνισμοί με πλούσια βραβεία, όπου θα προτείνετε εσείς τα ονόματα των αποδραστικών σας ουσιών. Θα παίρνεις μιά κάψουλα φωτός και θα εξατμίζεσαι σ΄ένα απόλυτο χαλάρωμα, σε μιά απόλυτη αρμονία. Όχι χυμένοι σ΄ένα καναπέ και να φαντασιώνεστε, όχι. Θα δουλεύετε ταυτόχρονα, πιό εντατικά και με χαρά. Γιατί η εργασία είναι μιά ευλογία. Έρχεσαι σ΄επαφή με τους γύρω σου, επιβεβαιώνεσαι. Λίγο είν΄αυτό; Τι λέμε τώρα. Υγεία πριν απ΄όλα, για το καλό και τη πρόοδο των ασφαλιστικών μεγαθηρίων. Χαρά και εργασία. Εν δυό, εν δυό. Διάλειμμα για ένα ηλεκτρονικό τσιγάρο χωρίς νικοτίνη, χωρίς κάδμιο και άλλες βλαβερές ουσίες που αρκετά τις ανεχτήκαμε. Εμπρός, μαρς, τζουμ. Τέλος τα αχ βαχ, υποδεχτείτε το Νέο Άνθρωπο, μαρς!

Κοίτα που ξεχαστήκαμε κι αφήσαμε το κορίτσι να το φαγουρίζει η κοιλιά του και να΄ναι κορωμένη. Ντροπή. Πίσω, ολοταχώς!

Μα, πως έκανε τέτοια στροφή αυτή; Τίποτα δεν έδειχνε προηγούμενα. Αδύνατο να τις καταλάβεις τις γυναίκες. ”Όχι, είναι λάθος να γενικεύει κανείς”, μπαίνει ένα άλλο πρόσωπο στη κουβέντα, γυναίκα αυτή τη φορά, κι αυτή απ΄το 2011. ”Τι θα πει γυναίκες και άντρες, όλοι το ίδιο είμαστε. Ανθρώπινα πλάσματα κι ο καθένας κι η καθεμιά κάτι διαφορετικό. Φτάνει πιά με τις γενικεύσεις. Το αλκοόλ επιδρά με πολλούς τρόπους στον άνθρωπο. Δε παίζει ρόλο αν είσαι άντρας ή γυναίκα”. Ο Μαρίνος έχει χάσει το μπούσουλα, δε ξέρει ποιόν και ποιά να πιστέψει. Ρωτάει τον εαυτό του κι απάντηση δε παίρνει. Τί να του πει ο εαυτός του; Αφού ούτε τον ίδιο το Μαρίνο δε μπορεί να καταλάβει. Και καλά όλ΄αυτά, αυτήνε τη γυναίκα τι να την κάνει τώρα; Απ΄τη μιά στιγμή στην άλλη του σερβιρίστηκε έτοιμη. ”Ντερβίση μου...” του ψιθυρίζει στ΄αυτί, ”πάμε να φύγουμε, είμαι δική σου και με καίει φωτιά”. Φεύγουν, άρον άρον. Παραπατάει εκείνη.

Σταθείτε όμως μιά στιγμή, όσο κι αν ξέρω πως σας έχω σκάσει. Τί ξέρουμε για τον Μαρίνο; Τίποτα δε ξέρουμε. Εγώ ξέρω, εσείς όμως όχι. Σάμπως η Στέλλα; Ξέρει τίποτα γι αυτόν, πέρα απ΄αυτά που είδε στο χέρι του; Μπορεί να είδε κι άλλα και να μη του τα είπε αλλά, όσο και νά΄ναι... Σήμερα, στο δικό σας το σήμερα, στο απελευθερωμένο σας σήμερα, είναι αυτονόητο ότι μιά γυναίκα αφήνεται τόσο γρήγορα; Μπορεί ο Μαρίνος νά΄ναι θεοπάλαβος, ένας serial killer για να το πούμε κι έτζι. Μπορεί να τη θεώρησε πουτανίτσα και να τη κάνει φέτες. Μα, μου ξαναείπατε, είναι μεθυσμένη. Και ποιός της είπε της μουσίτσας να μεθύσει; Τη πίεσε κανείς; Να, κάτι τέτοια γίνονται και μετά τραβάμε τα μαλλιά μας. Γιατί ο άνθρωπος, το ξέρετε, είναι το πιό άγριο ζώο της Γης και το πιό απρόβλεπτο. Για τέτοιους γράφτηκε, ήδη τότε, η Κοκκινοσκουφίτσα. Μα, θα μου πείτε, η Στέλλα δεν είναι κανένα άβγαλτο κοριτσάκι. Κι επειδή; Ναι, μ΄αυτό το πλευρό να κοιμάστε. Εδώ μανιπουλάρονται ολόκληροι πληθυσμοί και πρέφα δε παίρνουν. Και μη θαρρείτε πως εδώ έχουμε να κάνουμε με μιά, όπως τις βαφτίσαν, ”ελεύθερη ρεμπέτισσα του ΄30”, όχι. Η Στέλλα είναι ένα λαϊκό κορίτσι, κι αυτή χωρίς πατέρα (όπως...συνηθιζόταν τότε) και μιά μάνα που τρέχει μέρα νύχτα για να της βρει το σωστό γαμπρό να την αποκαταστήσει. Η Στέλλα όμως δε τα θέλει αυτά. Έχει πληγωθεί βαθιά, όχι μιά φορά, κι είπε ξανά να μη πιστέψει. Πως διαχειρίστηκε τις πληγές της, δε μας αφήνει να το δούμε. Κι όσο κι αν λέει κανείς πως τους ξέρει τους ανθρώπους, πάντα μπορεί να πέσει έξω. Ατέλειωτα τα δωμάτια του νου και πολλά εκείνα που είναι ερμητικά κλεισμένα.

Νάτοι λοιπόν οι δυό τους σ΄ένα δωμάτιο. Μας έπιασε η πολυλογία και χάσαμε σκηνές απ΄την αρχή.

Σαν εφήμερο περνούσε από πάνω του. Τον τύλιγε σα πεταλούδα και τον έκλεινε σε θαλάμους γεμάτους μυρωδάτα σύννεφα. Τον τύλιγε, τον μαλάκωνε με το ένα φτερό της και τον θέριευε με το άλλο. Σα φίδι βουτηγμένο σε σιρόπι περιελίσ- σονταν γύρω του. Χνούδια απέπνεε που μύριζαν κίτρο  και λικνίζονταν στο κενό από πάνω τους. Μαλακά κι αέρινα τον έβαζε στις σπηλιές της και τον έλουζε με νερά αλμυρής θάλασ- σας. Κραυγές μικρές αηδονίσιες βγαίναν απ΄το στόμα της και μπλέκονταν με τις δικές του τις λαχανιασμένες. Μπρούμητα γύριζε και τον οδηγούσε στα μονοπάτια της ράχης και μέσα στο λαμπερό φαράγγι της που το ύψωνε και το χαμήλωνε σαν αδελφά βουνά που χορεύουν σεισμικά.. Μέσα σε σφιχτούς, γυαλιστερούς διαδρόμους τον έφερνε και τον οδηγούσε σε σκοτάδια που φωτίζονταν από ξαφνικές αστραπές και τραντάγματα. Φωσφορικά τα μάτια της του έδειχναν, με μικρές μετακινήσεις της κόρης, τους τρόπους ν΄αναστατώνονται τα κύτταρά της, το ξεσβόλιασμα των περιβολιών της. Όχι, εκεί, ναι, ακολούθα με, ανάσανε, πιό πέρα, πιό κάτω, εκεί, ναι, ναι.
Κι όταν τα φράγματα άρχισαν να ξεχειλίζουν, όταν ο αέρας που φύσαγε από πάνω τους άρχισε να ξεφουσκώνει τα μάγουλά του, μιά κυματιστή φωνή που ξεκίνησε απ΄τα μάτια της, πέρασε απ΄το λαιμό ανασηκώνοντας τις φλέβες του, τσίτωσε τις κορφές των δυό λόφων της, κατέβηκε αναταράζοντας το κέντρο του στρογγυλού αλωνιού της, τρεμούλιασε τα πόδια της, τα τυλιγμένα στη ράχη του και, παρέδωσε τους λαγόνες της σ΄ένα δαιμονικό σπασμό.

Τώρα–γιατί; - θα ξηλώσω το πλεχτό. Τα παραπάνω είναι κάποια λογοτεχνικοειδής περιγραφή μιάς ερωτικής πράξης με κοράλια, χνούδια και περικοκλάδες. Θα μπορούσε να είχε περιγραφεί στυγνά, σχεδόν πορνογραφικά, ή ακόμα πιό ρομαντικά. Η ουσία είναι πως η Στέλλα ήθελε να πάρει και πήρε αυτό που ήθελε, με επιτήδειους τρόπους. Μας είναι ολό- τελα άγνωστο αν έκανε έρωτα με το συγκεκριμένο Μαρίνο, αν ήταν μοναχά στη παραζάλη του μεθυσιού της, ή αν χρησιμοποίησε το σώμα αυτού του ανθρώπου και φαντασιωνόταν άλλα. Είναι από κείνα τα πράγματα που δε μπορεί κανείς να τα ξέρει με τις γυναίκες. Γιατί, απλούστατα, δε τις εμπιστευόμαστε. Όχι ότι εμείς είμαστε πιό ανοιχτοί, αλλά λέμε τώρα. Οι γυναίκες –άντε πάλι οι γενικεύσεις- ξέρουν να μιλάνε, αλλά δε το κάνουν. Δε ξέρω. Ίσως κι εμείς ζητάμε την άρθρωση μιά γλώσσας που τη συντάξαμε εμείς και επιμένουμε να τους τη φορέσουμε. Όπως και νά΄ναι, ο Μαρίνος τά΄χε χαμένα. Τέτοιο πράγμα δε τού΄χε ξανασυμβεί. Την κοίταγε και τού΄χε δεθεί η γλώσσα. Τί να πεί; Δεν ήταν μαθημένος να τον καθοδηγάνε, απορούσε με τον εαυτό του πως το δέχτηκε. Το συναισθηματικό του λεξιλόγιο ήταν από ανύπαρκτο ως πάμφτωχο και είχε αρκετό μυαλό για να καταλάβει πως τα μαγκίτικα που ήξερε δε χωρούσαν εδώ.
Της χάιδεψε τα χείλη κι εκείνη του φίλησε τα δάχτυλα, κοιτάζοντάς τον τρυφερά. ”Πρέπει να φύγω”, του είπε μαλακά. ”Να φύγεις; Γιατί; Πρέπει;”. ”Πρέπει”. ”Πού θα σε βρώ;”. Δε του απάντησε, χαμογέλασε μόνο. Τού΄δωσε ένα τελευταίο φιλί και σηκώθηκε. Πάει, έφυγε το κορίτσι. Βγήκε κι αυτός λίγο αργότερα. Η ποτιστήρα του Δήμου Θεσσαλονίκης είχε μόλις περάσει και μύριζε νοτισμένο χώμα. Έτζι γίνονταν τότε. Τώρα μας αφήνουνε να καιγόμαστε, πληρώνοντας εκατονταπλάσια δημοτικά τέλη.

Εδώ τελειώνει μιά ακόμα ασήμαντη καθημερινή ιστορία της συνάντησης δυό ανθρώπων. Την έψαξε; Ναι, την έψαξε. Η Ζωή, η φιλενάδα της, δεν ήξερε ούτε πού είναι ο σπίτι της, ούτε κάτι άλλο. Την κατάπιε η γη. Δε τη ξαναπέτυχε, αυτό ήταν όλο κι όλο. Η ζωή, ολοκληρωτικά αδιάφορη, συνεχίζεται. Το βράδι θα αστροφεγγιάσει, βγάζοντας τη γλώσσα στις σημερινές ”απελευ- θερωμένες” κοινωνίες των ανθρώπων του ”ανεπτυγμένου” κόσμου...


Κώστας Λαδόπουλος, μεταξύ 18 και 24 Απρίλη του 2011 στη Solskensvägen. Η ιδέα της μεθυσμένης γυναίκας υπήρχε πολλά χρόνια στο μυαλό και μπολιάστηκε κατάλληλα με μερικά μικρασιάτικα πάνω σ΄αυτό το θέμα.