Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2010


Σε θυμάμαι από μικρούλα
Φρ. Ζουριδάκη


Αν δε  κάνω λάθος, είναι ο πρώτος δίσκος της Γεωργακοπούλου, σε πολύ μικρή ηλικία. Τη συνοδεύει ο Κερομύτης.

Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2010





Η εξάρθρωση των ανθρώπινων ριζών και η εξασθένιση της οποιασδήποτε λαϊκής παράδοσης είναι ταυτόσημα με την έννοια της παγκοσμιοποίησης.
Ο σκοπός της είναι ένας ανθρώπινος πληθυσμός ανώνυμων καταναλωτών με κοινά χαρακτηριστικά, κοινή μουσική και καραυγαλέο γούστο.


Ένα πλάσμα σα τη Lady Gaga εξυπηρετεί προς αυτή την κατεύθυνση. Ένα άμορφο πλάσμα που δε προσφέρει απολύτως τίποτα, πέρα από ένα θέαμα που είναι κι αυτό μέτριο, ευκολόληπτο  και "χαρούμενο" αλλά, κενό από περιεχόμενο. Αυτό ακριβώς που προβάλλεται σα συνταγή κοινής νοημοσυνης μιάς "φιλελεύθερης" και όλο και περισσότερο αποβλακωμένης κοινωνίας.

Η Lady Gaga όμως χρησιμοποιεί άψογα τις υπηρεσίες του Youtube και πλαταίνει όλο και περισσότερο τις παρεμβολές της σε θέματα που ακουμπάν.











Η τεχνολογία στην υπηρεσία του θεάματος που παραπέμπει στους μονομάχους του Colosseum της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.




για το μεγάλο ταξίδι ;


Για να μην ακούγομαι όμως σα ρομαντικός και με αποξηραμένη αριστερή φρασεολογία, ας δούμε τη πικρή αλήθεια.

Οι δρόμοι που ακολουθεί η σημερινή βιομηχανία θεάματος είναι, αντικειμενικά, γοητευτικοί. Λίγα πράγματα είναι τόσο βαρετά όσο, ένα γκρουπ παραδοσιακών χορών με τοπικές ενδυμασίες, σε κάποιο άχαρο Πολιτιστικό Σύλλογο

ή,

1-15 μπουζουκοφόροι με ρεμπούπλικες που κάθονται στη σειρά και παίζουν τις ίδιες πενιές, φωτισμένοι με δήθεν σύγχρονες τεχνικές.

Το ερώτημα είναι, 
μπορούμε να εκσυγχρονίσουμε την παράδοση με γούστο, χωρίς να τη γελοιοποιήσουμε;

Και το ζητούμενο, 
ώριμοι και ταλαντούχοι δημιουργοί θεάματος

Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2010





Οι 300,
το Ρεμπέτικο
και
το σήμερα...



Το φιλμ "300" έχει γελοιοποιηθεί και γελιοποιηθεί απ΄όλες τις πλευρές, ελληνικές και ξένες. 

Ζητώ συγνώμη για το αηδιαστικό video "300 Greek parody" που μυρίζει υπόνομο και βλακεία. Σας δίνω και το, ξαφνικά σοβαρό, σχόλιο αυτού που τό΄φτιαξε...

O dialogos tou Leonida me ton Xerxi apo mia diaforetiki matia.Pros apofygi pareksigiseon:se kammia periptwsi den prospathw na geliopoihsw thn istoria mas,gia thn opoia eimai eksisou perhfanos opws kai oloi(thelw na pistevw) οι Ellines
300, Greek parody

Απ΄τη δική μας πλευρά, γιατί έχουμε μιά τάση όλα να τα γελοιοποιούμε, χωρίς νά΄χουμε ν΄αντιπροτείνουμε. Απ΄τη διεθνή πλευρά, επειδή δεν καταλαβαίνουν...

Αυτό το "δε καταλαβαίνουν" είναι το γνωστό ελληνικό επιχείρημα, ένα είδος πανάκειας που το χρησιμοποιούμε σε κάθε περίπτωση που δε καταφέρνουμε να εξηγήσουμε στους "άλλους" το ιδιαίτερο, το δικό μας...
Δε θέλω να πέσω σ΄αυτή τη κατηγορία. 
Εξακολουθώ να σέβομαι και να υποκλίνομαι σ΄αυτό που χαράχτηκε κάποια στιγμή πάνω στη πέτρα




Ω ξειν, αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε κείμεθα,
τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι


Το φιλμ "300" ήταν μιά έξυπνη παραγωγή που τραβήχτηκε μέσα 60 μέρες. Διαφορετική, στα σημεία της, απ΄ότι είχε γίνει ως τώρα, μιά άσκηση ύφους που προετοιμάζει το έδαφος γιά μιά άλλη τεχνοκρατική αντίληψη του θεάματος.

Υπάρχει μιά σκηνή όπου ένας Σπαρτιάτης φωνάζει, "όχι στο μυστικισμό και στη βαρβαρότητα". Ο μυστικισμός και η βαρβαρότητα ήταν όλος αυτός ο γοητευτικός συρφετός των λαών που έσερνε μαζί του ο Ξέρξης και ήταν οι παρακάτω:


Πέρσες, Μήδοι, Ινδοί, Βάκτριοι και Σάκες, Άριοι, Κίσσιοι, Ασσύριοι, Πάρθιοι και Χωράσμιοι, Σόγγοι, Σαράγγες, Πάκτυες, Ούτιοι και Μήκοι, Παρικάνιοι, Γανδάριοι, Δαδίκες,, Κάσπιοι, Άραβες, Αιθίοπες, Λυδοί και Μύσοι, Παφλαγόνες και Ματιηνοί, Μαριανδυνοί, Σύροι και Λίγυες, Φρύγες και Αρμένιοι, Λίβυοι, Κόλχοι, Θράκες, Λασόνιοι, Μόσχοι, Μιλύες και Πισίδες.

Πολιτισμοί πολύ παλιότεροι από τον ελληνικό, πολιτισμοί με ιστορία, θρησκεία, πολιτισμοί που σε καμιά περίπτωση, άσχετα απ΄τις αδυναμίες τους, δε συγκρίνονται με το σημερινό κούφιο και αλλοτριωτικό δυτικό μοντέλο.

Από τέτοιους πολιτισμούς εμπνέεται σήμερα η κολοσσιαία μηχανή των media, ξαναζυμώνοντάς τους όπως βολεύει, όχι από τη δική μας απλότητα.
Αυτό δε λέει τίποτα, αλλά λέει ταυτόχρονα.

Η Ελλάδα, θεωρητικά, θα μπορούσε, αντί να κοροϊδεύει και να σπάει πλάκα καθώς βουλιάζει, να χρησιμοποιήσει την πλούσια ιστορία της και να δημιουργήσει ένα φτηνό και ανταγωνιστικό εργοτάξιο κατασκευής ταινιών που... μα, τί κάθομαι και λέω τώρα;

Πάμε αλλού.

Θά΄χετε ακούσει πως ο Μάρκος Βαμβακάρης έχει χαρακτηριστεί σα δωρικός. Απλός δηλαδή, πούρος. Απέναντι σε τί;
 Απέναντι στις μικρασιάτικες, ανατολίτικες δηλαδή, επήρρειες που κατέκλυζαν τη διασκογραφία το 1930, που δεν ήταν ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ...

Ο σημερινός κόσμος όμως δεν είναι απλός. Είναι ιδιαίτερα περίπολοκος και για να το καταλάβουμε (που δε τον καταλαβαίνουν ούτε αυτοί που τον κατάντησαν έτσι...), δε φτάνουν οι απλές συνταγές, οι σπαρτιάτικες, οι δωρικές, ή βιντεάκια της πλάκας σα κι αυτά...





Σε μιά γυναίκα
δίχως ταυτότητα...


Υπάρχει ένα οργανικό κομμάτι από το 1936, ένα τσιφτετέλι με τον τίτλο "Χουζάμ . Στο κλαρίνο φυσάει ο Νίκος Καρακώστας, μιά μορφή της παραδοσιακής μουσικής.


κάποιες πληροφορίες στο



 Ο άνθρωπος αυτός δε ξετρέλαινε μόνο την ύπαιθρο, αλλά άφησε τη στάμπα του και σε πλήθος μικρασιάτικων και Ρεμπέτικων συνεργασιών του (κύρια στο δεύτερο).

Το "Χουζάμ" το ανακάλυψα πολύ πρόσφατα και μού΄χει γίνει ένα είδος συντρόφου που με σηκώνει. Δε ξέρω που με πάει, σηκώνει όμως ένα φρέσκο και φωτεινό αεράκι μες το κεφάλι μου, τραβώντας με μακριά απ΄αυτά που δε γουστάρω και που, κάποιες στιγμές, με κάνουν να σκουντουφλάω.

Με πρότρεψε και να σκαρώσω ένα ποιηματάκι που υπάρχει εδώ, από κάτω. Εκεί μπορείτε ν΄ακούσετε και το οργανικό Χουζάμ.




Φυσάει κεντώντας λοιπόν ο Νίκος Καρακώστας και υπάρχει και μιά άγνωστη γυναίκα που παίζει τα ζίλια.

Γι αυτήν είναι περισσότερο γραμένο αυτό το σημείωμα.

Ο ρόλος της ήταν να συνοδέψει και ν΄αμολήσει και κάποιο χαιρετισμό. Το κάνει λέγοντας, "γειά σου Καρακώστα, γειά σου", μετά απο μιά παρατεταμένη εκπνοή του στο κλαρίνο. Επιστρέφει μ΄ένα "όπα, όπα " λίγο αργότερα, προσθέτει ένα "ω-ωχ " και στο τέλος ακριβώς του οργανικού, πετάει ένα "όπα όπα, γλεντάτε! "που είναι και το μοναδικό της δισκογραφίας.

Ουσιαστικά, δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο, συνήθιζαν να το λένε στα γλέντια και στα πανηγύρια.
Δε ξέρω γιατί με ακουμπάει τόσο πολύ αυτό το "γλεντάτε".
Δε ξέρω αν ζει αυτή η γυναίκα ή αν βολτάρει στα Ηλύσια Πεδία ανάμεσα στους ασπάλαθους. Όπου και να βρίσκεται όμως, εδώ, κάτω ή απάνω, στέλνω ένα χαιρετισμό στη ψυχή της κι ένα απαλό χάδι στο μάγουλό της...

Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2010





Το Μικρασιάτικο 
και ρεμπέτικο 
σαν αντικείμενο ποίησης...


Οι πολέμιοι αυτών των τραγουδιών και οι αδιάφοροι έχουν επανειλημένα εκφραστεί υποτιμητικά γιά το περιεχόμενο των στίχων. Στο επίπεδο που οι στίχοι προέρχονταν από την προφορική, άγραφη παράδοση, έβλεπαν/βλέπουν το θέμα με μιά συγκαταβατική, ευγενική υποτίμηση, γιατί είχαν ήδη υπερασπιστεί τα δημοτικά μας τραγούδια κλπ. που βέβαια δε τα άκουγαν ποτέ... Όταν όμως άρχισαν να γράφονται οι στίχοι και να δίνονται στους συνθέτες, ο εχθρός έγινε συγκεκριμένος. Θεωρήθηκε/θεωρείται ότι οι στίχοι ήταν πολύ απλοϊκοί, έως  vulgaire όπως θά΄λεγε μιά "αστή" κυρία... Μα, ακόμα και οι υποστηρικτές αυτών των τραγουδιών νιώθουν αμηχανία όταν το θέμα γυρίζει στους στίχους. Μ΄αυτό το θέμα θέλει να ασχοληθεί αυτό το γραφτό.


Καθώς μεγαλώνουμε ο περίγυρος μας βάζει στο μυαλό διάφορους κανόνες. "Αυτό είναι έτσι κι όχι έτσι". Ένα μικρό παιδί έχει μιά ολοκληρωτικά αναρχική φαντασία όταν ζωγραφίζει. Μέχρι ένα σημείο ανεχόμαστε, συγκαταβατικά, τις "μουτζούρες" (που δε τις καταλαβαίνουμε), ενώ το μικρό παιδί βλέπει και εννοεί πολύ συγκεκριμένα πράγματα, απλά δεν έχει προλάβει να αποκτήσει πλήρη έλεγχο των δακτύλων του. Ζωγραφίζει όμως και εκφράζεται. Κάποια στιγμή αρχίζουμε να επεμβαίνουμε και να... "διορθώνουμε". Ο λαιμός είναι έτσι κι όχι έτσι. Το σώμα έτσι κι όχι έτσι κ.ο.κ. Εκεί αρχίζει αυτό που ονομάζουμε "πολιτισμό". Το μικρό παιδί, ανίσχυρο καθώς είναι, ντρέπεται γιά τα λάθη του, τα "διορθώνει" και αρχίζει ν΄αφομοιώνεται στην κατεψυγμένη λογική μας.


Παραπλήσια πράγματα συμβαίνουν και με τη γλώσσα, με τις περιπέτειες των λέξεων. Από πολύ νωρίς μας μαθαίναν να μη λέμε "τί;", να λέμε "ορίστε;" Έχω, σχεδόν, την πεποίθηση ότι αυτό το "ορίστε" προέρχεται από την έννοια του ρ. ορίζω που εκφράζει, γιά μένα, μιά δουλικότητα που με απωθεί ("τί ορίζει η αφεντιά σας;")


Το ρεμπέτικο τραγούδι και η σπονδυλική του στήλη το Μικρασιάτικο, είναι μιά μουσική που μας μεταφέρει τη λαϊκή γλώσσα και τους λαϊκούς "κώδικες της μαγκιάς" που χρησιμοποιούνταν, περίπου, ως το 1950 (;). "Αντιρρήσεις" και ενδοιασμοί υπήρχαν ήδη σ΄εκείνες τις εποχές και, πολύ πιό σεμνά και μουλωχτά, υπάρχουν και στο σημερινό κομφούζιο, Τα επιχειρήματα, τότε και τώρα, είναι σαθρά. Βασίζονται σε μιά αφηρημένα περιρέουσα άποψη ότι, όπως όλα "εξελίσσονται", έτσι και η γλώσσα πρέπει να "απολυμαίνεται" από τα "φύκια" που είχαν κολλήσει απάνω της. Η γλώσσα είναι ένας ζωντανός οργανισμός και όντως αλλάζει. Εκείνο που είναι ευαίσθητο και ύποπτο είναι όταν οι αλλαγές υποβάλλονται από προσωπικές και ταξικές ιδεολογίες. Αν, γιά παράδειγμα, με βολεύει, ηχητικά, να χρησιμοποιώ τον λεκτικό τύπο "ποδάρι" αντί "πόδι", γιατί να συμπαραταχθώ μ΄αυτούς/ές που προτιμούν το δεύτερο; Αν μ΄αρέσει να λέω "έλα, μωρ΄αδερφάκι", κανείς δε μου το απαγορεύει. με κατατάσσουν βέβαια στους "μαγκοφέροντες". Αν αυτό δε μ΄ενοχλεί ή δε μ΄ενδιαφέρει, δεν υπάρχει και πρόβλημα. 


Υπάρχει όμως πρόβλημα όταν τα μπουλούκια των "επαϊόντων", όποιοι/ες κι αν είναι αυτοί/ές, προσπαθούν να πείσουν ότι κάτι είναι "απλοϊκό", "τραχύ", "χωρίς αξία" κτρ. Εκεί, τα χαλάμε...



Γιά να γίνω πιό συγκεκριμένος ΕΠΙΛΕΓΩ κάποια τραγούδι (αιχμηρά και μη) και γράφω τους στίχους τους. Διαβάστε τους και σκεφθείτε, με ποιά κριτήρια οι παρακάτω στίχοι είναι "απλοϊκοί" και ποιός/ά θα το ορίσει αυτό;





1. Μπουρνοβαλιό μανές (1928) τρ. Κώστας Μασσέλος (Νούρος) - βιολί Γ. Δραγάτσης(Ογδοντάκης)



Σαν περπατείς τρελαίνομαι και τρέχω στη σκιά σου,
και γνώμη δεν αλλάζει πιά αυτή η σκληρή καρδιά σου

Στιγμή δεν αναπαύομαι, μου έφθειρες τη νιότη,
τι άλλαξε τη γνώμη σου, δεν είναι πιά η πρώτη;





2. Αμαρτωλή(Νοέμβριος 1931-Νέα Υόρκη) Σταύρος Καλούμενος/Σταύρος Καλούμενος



Δεν θέλω στον Παράδεισο να πάω σαν πεθάνω,
το ξεύρω ότι δε θα σε βρω και τότε, τί θα κάνω;

Θέλω να πάω στην Κόλαση, τη χάρη αυτή γυρεύω,
γιατί εκεί θε να σε βρω, αμαρτωλή, το ξεύρω!

γιάλα!

Γιατί ποτέ στη ζήση σου, ποτέ δε μ’ ελυπήθης,
να κάνεις ένα ψυχικό, λίγο να μ’ αγαπήσεις

γιάάάλα, όπα!

Αμαρτωλή, μες τις φωτιές θα ψήνεσαι, θα λειώνεις,
δεν οφελεί, κακούργα μου, αν τώρα μετανιώνεις

Μαζί κι εγώ με σένανε στην Κόλαση αν λειώνω,
με τους διαβόλους συντροφιά, σένα να βλέπω μόνο

Και πεθαμένους συντροφιά, διαβόλους θά’χω έτσι,
και στη ζωή με διάβολο, ο δόλιος, είχα μπλέξει

γιάλααα, όπλα!
γειά σου, Σταύρο!





3. Γλέντα με, φως μου, γλέντα με (1948) Σωτηρία Μπέλλου/Βασίλης Τσιτσάνης



Απόψε που χωρίζουμε και όλα τελειώνουν,
γλέντα με, φως μου, γλέντα με,
με τα φιλιά σου κέντα με.

Δως μου να πιώ γλυκό κρασί στην αγκαλιά σου μέσα,
κέρνα με, φως μου, κέρνα με,
και στον οντά σου πέρνα με.

Ποιός ξέρει τώρα πιά, αν θα ξαναϊδωθούμε;
Σφίξε με, φως μου, σφίξε με,
και στα φιλιά σου πνίξε με.





3. Η κανακάρισσα (19...) Ιωάννα Γεωργακοπούλου/Βασίλης Τσιτσάνης



Χαλιά και στρώματα μεταξοϋφασμένα,
θε να τα στρώσω, κανακάρισσα, γιά σένα,
κι αφού η μοίρα τώρα μ΄έφερε κοντά σου
να σ΄έχω αρχόντισσα στο νου και στην καρδιά μου

Δε θέλω τίποτε στον κόσμο να σου λείψει,
ούτε τα μάτια σου να συννεφιάζει η θλίψη,
γιά τη γυναίκα που τη θέλω πριγκηπέσσα,
σκίζω τη γης γιά μιά στιγμή και μπαίνω μέσα

Είναι η πρώτη μου φορά πουχ΄αγαπήσει,
σ΄έχ΄η καρδιά σε τόσες άλλες ξεχωρίσει
γλυκειά λαχτάρα της ψυχής κι αρχόντισσά μου,
είσαι και θά΄σαι πάντα κανακάρισσά μου



Δεν ανήκω σ΄αυτούς που καθαγιάζουν φανατικά κάθε λαϊκή δημιουργία, ιδιαίτερα στις μέρες μας που όλα έχουν γίνει ιμάμ-μπαϊλντί. Μου ανάβουν οι λάμπες όμως όταν ακούω διάφορες ψηλομύτικες κρίσεις γιά την απλοϊκότητα. Όχι μόνο γιατί εκτοξεύονται εκ του πονηρού, αλλά γιατί εκφράζουν μιά κωμική άγνοια, μιά ψευδο-εκλέπτυνση, έντονη "βαρυκοϊα" και έλλειψη στοιχειώδους ικανότητας συνδυασμών απλών σκέψεων και παραλληλισμών.



Όλοι/ες μας κουβαλάμε διάφορες αντιλήψεις, προσωπικό γλωσσικό αισθητήριο, ιδιωτική χημεία. Αυτό είναι κάτι σεβαστό, ως το σημείο που προσπαθεί να ενδυθεί μανδύα ιδεολογίας που επιμένει να καθυποτάξει τους/τις αντιθέτως φρονούντες/ούσες.

Υπάρχει μιά μακριά σειρά λέξεων που, κι εμένα, δε μου κάθονται ηχητικά/χημικά. Ίσως ακόμα και γιατί με παραπέμπουν σε πρόσωπα και καταστάσεις που δε με έλκυαν. Γιά παράδειγμα, η λέξη "μαστούρας", "μαστούρι", τα ονόματα-χαϊδευτικά που τελειώνουν σε άρας, σαν Θανασάρας, Μητσάρας κτρ. Γιατί όμως; Γιατί βρίσκω παιδιάστικα τα καμώματα μιάς μερίδας της πειραιώτικης μαγκιάς της δεκαετίας του ΄30. Ακόμα περισσότερο μου αναποδογυρίζουν τα συκώτια με τη σημερινή φανατική νεο-μαγκιά. Τελοσπάντων. Δικό μου πρόβλημα...



Γιατί όμως, αν φύγω από το ρεμπέτικο, νιώθω μιά βαθιά ευχαρίστηση όταν ακούω το επίθετο του άξιου τερματοφύλακα της ανάξιας εθνικής ποδοσφαιρικής ομάδας, Νικοπολίδη;
Ή το επίθετο Θρεψιάδης; Γιατί μου θυμίζουν τα αρχαϊκά;



Τελικά, η άποψη ότι το Μικρασιάτικο και το ρεμπέτικο πάσχουν από στίχο, είναι ομιχλώδης. Βασίζεται πάνω σε συγκρίσεις με ανόμοια πράγματα, ξεχνάει ηθελημένα την απομόνωση αυτού του κόσμου(εκούσια και ακούσια), λησμονεί ότι ο κύριος κορμός, το Μικρασιάτικο, στραγγαλίστηκε πάνω στη δεκαετία του. Πρόκειται γιά μιά καθαρά ταξική και συμπλεγματική αντιμετώπιση. Κύρια, εδράζεται πάνω στην άγνοια του όγκου των τραγουδιών.


Προφανώς, χρειάζεται μιά νέα διάλεξη, σε στιλ Χατζηδάκη, που θα βάλει τα πράγματα στη σωστή τους θέση...

Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2010





Κύματα φόβου
Waves of fear



Waves of fear, attack in the night
waves if revulsion, sickening sights
My heart's nearly bursting, my chest's choking tight

Waves of fear, waves of fear

Waves of fear, squat on the floor
looking for some pill, the liquor is gone
Blood drips from my nose, I can barely breathe
waves of fear, I'm too scared to leave

Waves of fear, waves of fear
waves of fear, waves of fear

I'm too afraid to use the phone
I'm too afraid to put the light on
I'm so afraid I've lost control
I'm suffocating without a word

Crazy with sweat, spittle on my jaw
what's that funny noise, what's that on the floor
Waves of fear, pulsing with death
I curse my tremors, I jump at my own step
I cringe at my terror, I hate my own smell
I know where I must be, I must be in hell

Waves of fear, waves of fear
waves of fear, waves of fear

Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2010



Η Βίβλος της Απόδρασης
-χτες, σήμερα, αύριο(;)-

Οι βαθυστόχαστες σκέψεις και οι ψυχαναλύσεις είναι για τους "άλλους", όχι για τις λαϊκές τάξεις. Ο συνηθισμένος μέσος λαϊκός άνθρωπος, όταν μπει μέσα σε λαβύρινθους σκέψεων μπερδεύεται, χάνει το μπούσουλα, γκρεμίζεται σε σκοτεινά πηγάδια. Συγκρούεται με τα βάσανα, τις σχέσεις, τους ανθρώπους και απαντήσεις δε μπορεί να βρει. Είναι φορτωμένος και σφραγισμένος από κλισαρισμένες απόψεις, προκαταλήψεις, άψαχτες στάσεις κληρονομημένες από το παρελθόν και το παρόν περιβάλλον του.

Δύσκολη η ζωή, δύσκολο και τ΄ανθρωπαριό.

Δεν είναι τυχαίο που όταν ρωτήθηκε ο Γιώργος Κατσαρός που ξεπέρασε τα 100 χρόνια, ποιό ήταν το μυστικό της μακροζωίας του απάντησε, "να τραγουδάτε παιδιά μου, να τραγουδάτε"...

Λέω, εγώ ο κουτός, σ΄ένα γκαρδιακό μου φίλο, "για να μην αναρωτιόμαστε γι αυτά που μας κάνουν οι άλλοι πρέπει, τουλάχιστο, να μπαίνουμε στα ρούχα τους για να καταλάβουμε πως το βλέπουν αυτοί". Μου απαντάει, "μα, εγώ δε μπορώ να καταλάβω τον ίδιο μου τον εαυτό και θα καταλάβω τους άλλους;"

Όμως, παρά τις δυσκολίες να βρουν άκρη με το μέσα τους, διαθέτουν συνήθως μιά σειρά από μηχανισμούς αυτο-άμυνας και αυτο-σωτηρίας. Τα θεμέλια αυτού του μηχανισμού είναι η πίστη πως "το λάθος βρίσκεται στους άλλους κι όχι σε μένα".

Κάνοντας το αντίθετο απ΄αυτό που συνηθίζεται, δε διαλέγω ένα τραγούδι που επιβεβαιώνει τις παραπάνω σκέψεις. Διαλέγω ένα που μπερδεύει τα πράγματα.

Το παρακάτω είναι απ΄τα σπάνια όπου ο πρωταγωνιστής φαίνεται να αναλαμβάνει το βάρος ενός προσωπικού σφάλματος, το οποίο βέβαια δε κατονομάζεται, αλλά δε μπορεί να το διαχειριστεί και τον παίρνει από κάτω η πληγωμένη ανδρική τιμή. Μη ξεγελιέστε όμως. Ο συμπαθέστατος και πολύ φίνος μάγκας  Στέλιος Κερομύτης δεν εννοεί τίποτα περισσότερο λέγοντας, το λάθος μου αισθάνομαι, απ΄το ότι ήταν λάθος του να μπλέξει με τη γυναίκα που περιγράφει...



Ξεφύγαμε λίγο.
Σκέφτηκα να ανασύρω μιά μικρή σειρά από φράσεις-σωσίβια που τέτοιες υπάρχουν πολλές μες τα ρεμπέτικα και ενοχλούσαν(;) το κατεστημένο, κύρια όμως την Αριστερά.

Το τραγούδι που ακολουθεί είναι του Γιώργου Μητσάκη και είχε την ατυχία(;) να βγει στην αγορά το 1950 οπότε, για ευνόητους λόγους, το έφαγε το μαύρο σκοτάδι. 
Η επίμαχη φράση που θα την ακούσετε είναι, ο ντουνιάς και να καεί δε δίνουμε δεκάρα.

Τρία αδέλφια (1950)
τρ. Νίνου, Τατασόπουλος, Μητσάκης


Μερικές φράσεις-σωσίβια

Οι παρακάτω φράσεις αυτο-σωτηρίας είναι στη τύχη παρμένες από ένα μακρύ κατάλογο. Τέτοιες φράσεις σώσαν κόσμο, τον στήριξαν στα πόδια του, τον βοήθησαν ν΄απαλλαγεί απ΄το βρόγχο, να παρηγορηθεί, να διασκεδάσει, να "ξεχάσει".

Οι άνθρωποι έχουν πάγιες ανάγκες και δεν είναι κουρντισμένοι αγωνιστές που η αποστολή τους στη ζωή είναι να παλεύουν. Άσχετο αν τους κάναν έτσι σήμερα...

Οι φράσεις αυτές είναι αποτρεπτικές, όπως αποτρεπτικά ήταν τα πήλινα μυθολογικά τέρατα που βάζαν οι άνθρωποι έξω απ΄τα σπίτια τους στην αρχαιότητα. Η συνήθεια επανήλθε, εν μέρει, στις στέγες κάποιων νεοκλασσικών σπιτιών.
Όπως αποτρεπτικό ήταν και το "όξω φτώχεια!" που αμολούσαν οι τραγουδιστές των Μιρασιάτικων, ιδίως ο Νταλγκάς.

Ελπίζω, όλα τα παραπάνω να μη βιώθηκαν σα προτροπή σε παθητική απόδραση, αυτή τη στιγμή που η Ελλάδα περνάει και θα συνεχίσει να περνάει σφιχτούς καιρούς.

ας καεί και το γκουβέρνο,
γλέντα και πίνε κι ότι βγει,
δε δίνω ψιλή,
έξω φαρμάκια,
θα ξημερώσει και για μας,
κομμάτια να γίνει,
ότι έχω, ας τα χάνω,
περασμένα, ξεχασμένα,
τα ρίχνω στο σορολόπ,
τσιμέντο να γίνει,
φούρνος να μη καπνίσει
...


-------------------------
ας πάρουμε μιά μικρή ανάσα...


μ' ένα "αχ, αχ", όπως έκανε
η Βεζυροπούλα του Ευγένιου Σπαθάρη


ΠAΣAΣ: Γιατρέ μου, το παιδί μου ούτε μιλάει ούτε λαλάει.
KAPAΓKIOZHΣ: Tι έχεις, κορίτσι μου; Για σκύψε να σε ακροαστώ.
ΦATME: Aχ, αχ!...
KAPAΓKIOZHΣ: Bήξε.
ΦATME: Γκουχ, γκουχ!
KAPAΓKIOZHΣ: Bήξε και ανάσαινε. Aνάσαινε βαθιά και βήξε μαζί.
ΠAΣAΣ: Tι έχει, γιατρέ;
KAPAΓKIOZHΣ: Σιωπή, τούβλο! Δεν ακούς που σου μιλάει το κούτσουρο; Aφού βλέπεις ότι κάνω την ακρόασιν και ετοιμάζομαι για την επίκρουσιν, μιλάς εσύ και έκανα εγώ την σύγκρουσιν. Πάντως, το κορίτσι έχει βγάλει τη στραβομάρα στο δεξιόν μισόπλευρον του παϊδιού της και τη λύσσα στο νοτιοανατολικό μέρος του εγκεφάλου.


και που, μεταξύ μας, το είχε πάρει από τον Κώστα Θωμαϊδη
που ήταν ψάλτης και είπε αυτό τον πολύ όμορφο μανέ.
Μπορείτε ν΄ακούσετε το αχ αχ, καθώς και το βήχα
της Βεζυροπούλας του Σπαθάρη


την παράσταση του Σπαθάρη 
"Ο Καραγκιόζης γιατρός"
τη βρίσκετε στο


http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=204&author_id=49


εντάξει;
δυό λογάκια ακόμα...

Η πλειοψηφία αυτών των αποτρεπτικών φράσεων-σωσιβίων είχε να κάνει μ΄ένα ανασήκωμα των ώμων μπροστά σ΄ένα θαμπό μέλλον, στη φτώχεια, σε μιά κατάσταση που δε φαινόταν να ειναι αναστρέψιμη. Παθητικότητα, το λέμε σήμερα. Ναι, εν μέρει. Αμυντικό μηχανισμό το λέω εγώ. Όπως και νά΄ναι, είναι αστείο να γίνεται άποψη ότι "οι ρεμπέτες αδιαφορούσαν για τα λεφτά". Αδιαφορούσαν τον καιρό που δεν υπήρχαν λεφτά και η αλήθεια είναι πως οι περισσότεροι απ΄αυτούς πέθαναν στη ψάθα, λόγω κακής διαχείρησης και του "σήμερα ζούμε, αύριο ποιός ξέρει..."

Το βλέπει αυτό κανείς στα παράπονα εναντίον των γυναικών στους στίχους των λαϊκών πιά τραγουδιών, μετά το 1940. Στα χρόνια του πολεμου οι μεγάλες ανάγκες επιβίωσης ανάγκασαν τους ανθρώπους (συγνώμη, τις γυναίκες κατά το ρεμπέτικο) να "ξεπουληθούν". Για τους άντρες, τσιμουδιά οι στίχοι. Μετά το 1950, το "ξεπούλημα" επιταχύνθηκε...








Σε θάμπωσαν τα λούσα και τα πλούτη (1950)
Σύνθεση Ηλία Ποτοσίδη, στίχοι Κώστα Μάνεση
τρ. Α.Ευγενικός, Ο. Μοσχονάς



Οι συνθέτες μεγάλωναν, παρατηρούσαν τι γινόταν γύρω τους και έγραφαν ανάλογα. Τα χρόνια περνούσαν, οι γυναίκες ανησυχούσαν και ψάχναν να "τακτοποιηθούν". Τέρμα τ΄αστεία και οι ρομαντισμοί, τέρμα στα "φτώχεια μαζί με την τιμή" και στα "έλα να νιώσεις τη ρεμπέτικη ζωή".

Ο Χιώτης άνοιγε πανιά και την έκανε σε κάτι άλλο. 
Ο Γιώργος Μητσάκης, κρατώντας το ένα πόδι του λιγάκι στα παλιά, κι αυτός το ίδιο.
Ο Μάρκος δε τα κατάφερε και δε καταλάβαινε.
Ο Τσιτσάνης, τακτοποιημένος από χέρι, το έπαιζε δίπορτο.

Τέτοια...

Ανάλογη ανησυχία, και αυτό φαίνεται, διακάτεχε και διακατέχει και τον γράφοντα σ΄αυτό το blog. Το Ρεμπέτικο είναι ένας γλυκός, γοητευτικός και μαγνητικός ύπνος. Τα πράγματα όμως τρέχουν δίπλα, με ολοένα και αυξανόμενες ταχύτητες. Χρόνια τώρα με διχάζει η εσωτερική φωνή που μου λέει,

καλά, τι κάνεις τώρα; Η ζωή περνάει κι εσύ είσαι
προσκολλημένος σ΄ένα νεκρό σώμα και το αφουγκράζεσαι;...