Κυριακή 30 Μαρτίου 2008

"Κύριε, όχι μ' αυτούς"...





Πώς ν' αρχίσω; Έτσι; Αλλιώς;... Ας αρχίσω έτζι.
Δε ξέρω πόσοι/ες διαβάζουν τα μακρουλά κείμενά μου. Τα "ποσοστά θεαματικότητας" είναι ιδιαίτερα χαμηλά και δε με νοιάζει. Το State Counter χτυπάει νουμεράκια κάθε μέρα αλλά, άντε τώρα να βγάλεις άκρη... Οπωσδήποτε, δε νοιάζουμαι. Ξέρω τι λέω και τι γράφω και ξέρω πως κάποια στιγμή θα διαβαστούν.Όπως φαίνεται κι απ' το Profile μου, μένω εκτός Ελλάδας. Δε συμμετέχω σε συνάξεις Ελλήνων, δε συμμετέχω σε εθνικές εορτές και φέστες, δεν πάω "στα μπουζούκια". Δε βλέπω ελληνικά κανάλια, αν και είναι εγκατεστημένα γιά να βλέπει ο γιός την Ολυμπιακάρα του (άλλη μεγάλη "έξυπνη" μπλόφα). Τελοσπάντων, επειδή με πήραν διάφορα τηλέφωνα, "δες το" μου είπαν, το είδα. Είδα αυτό το "στην υγειά σας" με τον Παπαδόπουλο (γιατί τον συμπαθώ τόσο πολύ;). Στα πέντε πρώτα λεπτά άκουσα τη γνώριμη φωνή μέσα μου να λέει, "τι κάθεσαι τώρα και το βλέπεις, αφού ξέρεις πως θα είναι;" Tό' δα όμως.
Υπάρχει μιά εγκαθιδρυμένη τηλεοπτική λογική σ΄όλο τον πλανήτη, κι εμείς την "ακολουθούμε" ασθμαίνοντας και προσθέτοντας αυτό το "Greekness", όπως είναι φυσικό. Η λογική αυτή, που την ξέρω απ' την καλή κι απ' την ανάποδη γιατί έκανα χρόνια στις παρυφές και στο "περιθώριο" του κυκλώματος (παιδικά προγράμματα γαρ), είναι πολύ συγκεκριμένη. ΟΙ ΤΗΛΕΘΕΑΤΕΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΟΥΝ! Σάββατο βράδυ είναι... Όλα τ΄άλλα είναι περιττά. Έτζι, σ΄αυτό το πρόγραμμα που έχει, από καιρό, κάνει ότι μπορούσε να κάνει και απλώς ξεχειλώνεται μέχρι να σταματήσει και ν' ανατικατασταθεί από κάτι παρόμοιο, τα πράγματα μιλάν από μόνα τους. Ο Παπαδόπουλος είναι πάντα ανθρώπινος, άνετος, συμπαθής στην απλότητά του. Έχει όμως κουραστεί (βλ. βαρεθεί). Eίναι ήδη "κάπου αλλού" και είναι το εξασκημένο ολόγραμμά του που παίζει το ρόλο του οικοδεσπότη. Οι καλεσμένοι,...δεν έχω να πω τίποτα. Στα πλαίσια. Κάτι άλλο θέλω να πω και να διευκρινίσω, κάτι που έχει να κάνει με τα blogs μου, άρα με μένανε.Θέλω να ξεκαθαρίσω, μιάς και "εκθέτομαι" στο Διαδίκτυο γράφοντας γιά τα "ρεμπέτικα", ΟΤΙ ΔΕΝ ΕΧΩ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΚΑΜΙΑ ΣΧΕΣΗ Μ΄ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ ΠΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΤΑΙ ΣΤΑ ΠΑΣΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΚΑΝΑΛΙΑ. Τα κείμενά μου δεν ασχολούνται μ΄αυτό ή καλύτερα, ας το πω αλλιώς. Το "μουστάκι dougla" του ασήμαντου Καπετανάκη, οι φυλακές, οι τεκέδες, τα "μαχαιροκούμπουρα", τα "σύμβολα του ανδρισμού" κτρ, είναι πολύ σοβαρά θέματα και μ΄ενδιαφέρουν, ΟΧΙ ΕΤΖΙ ΟΜΩΣ.


Στην αρχή, όταν πλησίασα αυτή τη μουσική και μαγνητοφωνούσα ως παλαβός, μου διεμήνυσε ένας συλλέκτης - μέσω κοινού φίλου - ότι "το ρεμπέτικο δεν είναι πορτοκάλι που μπορεί να το φάει ο καθένας". Μου κακοφάνηκε τότε, του έριξα και μερικές βρισιές, μέσα μου. Σήμερα, πιστεύω ακριβώς το ίδιο. Δε μπορούμε βέβαια νά'χουμε απαιτήσεις από την τηλεόραση (και γιατί όχι;) που είναι ένα σάπιο φρούτο που ανακυκλώνει το μούχλα του, φωτισμένη από αχρείαστους προβολείς (όλα να κολυμπάνε στο φως). Η υπόθεση όμως αυτής της μουσικής που τα ευαίσθητα κομμάτια της προσπαθώ να προβάλλω στα blogs μου, λεκιάζεται στο διηνεκές. Βλέποντας το πρόγραμμα ένιωσα σα να με γύριζαν στην εποχή του "Κύτταρου" της οδού Χέϋδεν στην Αθήνα, όταν καταπιεσμένοι άπ' τη δικτατορία φοιτητές ανακάλυπταν το ρεμπέτικο και τα ολογράμματα υπολειπομένων ρεμπετών βοώντας "όααα" και τραγουδώντας με ένα στόμα, "δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη πού΄χει ντούγκλα το μουστάκι". Θα μου πει κανείς, "μεγάλωσες, γι αυτό". Εμ, δεν είναι έτσι. Βέβαια μεγάλωσα, όπως όλοι/ες μας μεγαλώνουμε, και έγινα ένας αβόλευτος, αναρχικός "έφηβος". Το "άλλοθι" όμως ότι οι νέοι/ες πρέπει να γνωρίσουν το ρεμπέτικο και από κάπου πρέπει να ξεκινήσουμε, δε φτουράει. Μόνο μικρά και αθώα κοτοπουλάκια θα μπορούσαν να το χάψουν. Πρώτα-πρώτα οι νέοι/ες δε κάθονται στα σπίτια τους 9 η ώρα Σάββατο γιά να δουν το "στην υγειά σας". Βγαίνουν έξω να διασκεδάσουν live. Άρα; Όχι, το "ρεμπέτικο" δεν είναι μόνο αυτό και πάλι αυτό, και πάλι αυτό, και πάλι μιά απ΄τα ίδια. "Αυτό" είναι μόνο ένα κλάσμα κι αυτό που γίνεται από το 1970 και δώθε είναι ένας συνεχής, άρρωστος, με εξανθήματα, συντηρητικός αποπροσανατολισμός σ΄"αυτό" το μικρό κλάσμα, σ΄αυτή τη φτωχή και περιωρισμένη αντρική ονείρωξη...


Ναι, το θέμα παραλληλισμού με τα blues, tango, flamenco (ευτυχώς κάποιος συμπλήρωσε πως ο Π. Σαββόπουλος - υπομειδιών και προσεκτικά λακωνικός, γιά διάφορους λόγους - ξέχασε το fado. Bέβαια δε γίνεται να μπει κανείς σε αναλύσεις σ΄ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα (γιατί όχι;) αλλά οι 2,5 κουβεντούλες που ειπώθηκαν ήταν του επιπέδου παιδικού σταθμού.Ο μπλουζίστας, άντε, εντάξει. Η, πώς τη λέγαν, με το tango, το tango είναι πολύ περισσότερο και πολύ βαθύτερο απ΄αυτό το πασάλειμα. Στη παρουσίαση του flamenco, όποιος και νά'ταν, δε μπορεί να μη σταματήσει γιά να σκεφτεί "εδώ έχουμε μιά μουσική, κάποιους ρυθμούς, κάποια φωνή που βουτάει πολύ βαθιά". Η φωνή αυτού του νέου παιδιού (που έκανε ότι καλύτερο μπορούσε, στη σεμνότητά του), μ΄έστειλε στους μανέδες των Μικρασιατών.Είχα δίπλα μου μιά καλή "ξένη ψυχή" που δε γίνεται να καταλαβαίνει, αλλά έχει ακούσει ρεμπέτικα, σα κι αυτά που παίζονταν στο πρόγραμμα, πολλά χρόνια.Της λέω, "επειδή με βλέπεις ν΄ακούω πιά με ακουστικά αυτή τη μουσική, θέλω να ξέρεις ότι, εδώ και χρόνια, δεν είμαι πιά εκεί που ήξερες...". "Δηλαδή;" μου λέει. "Δηλαδή, άκου αυτό..."Χαμήλωσα το πρόγραμμα της ΝΕΤ και της έβαλα ν΄ακούσει τον Ουσάκ μανέ (Πόσοι εχθροί μου φαίνονται σα μπιστευμένοι φίλοι, μα έχουν φαρμακερή καρδιά και ζαχαρένια χείλη). Μαγεύτηκε. "Τι φωνή!", είπε και η κουβέντα έκλεισε.Αυτά ήθελα να σας πω. Ότι τις βραχνές, "μάγκικες" φωνές που κάνουν τα ίδια, γνωστά και ελάχιστα τσαλίμια, τις βαριέται κανείς κάποια στιγμή, αν δε "κολλήσει". Το ξέσκισμα των σωθικών απ' τις φωνές του Μήτσου Ατραϊδη, Νταλγκά, Νούρου ( http://elkibra-nouros.blogspot.com/ ) δε τις βαριέσαι ποτέ. Γιατί ακουμπάν, αναταράζουν, ρίχνουν μπουρλότα μέσα στο μεδούλι. Γι αυτό, "Κύριε, όχι μ' αυτούς"... (πλέον!)

Σάββατο 22 Μαρτίου 2008

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2008

Προς τους νέους (και όχι μόνο) παιχνιδιατόρους...

Μετά το κρυστάλλινα καθαρό και γλυκό μπουζούκι του Ανέστη Δελιά,
το αισθαντικό και συλλαβιστό μπουζούκι του Βασίλη Τσιτσάνη(κανείς δε μπόρεσε να ξαναπαίξει έτσι. Ο άνθρωπος μπορούσε να παίξει τρεις φορές πιό γρήγορα, αλλά δε τό'κανε, όπως δε τό'κανε και κανένας απ' τους τοτινούς, γιατί το συναίσθημα της πενιάς ήταν αυτό που μετρούσε), μετά το ζεστό και παιχνιδιάρικο μπουζούκι του Παπαϊωάννου και τέλος, μετά το παίξιμο του Μανώλη Χιώτη, τί παραπάνω να κάνει αυτό το όργανο που έχει γίνει εθνικό σύμβολο; Τι νόημα έχουν οι δεξιοτεχνίες που μοιάζουν με το πάτημα του γκαζιού νευρικών αυτοκινήτων υψηλού κυλινδρισμού;

Έχω δει ένα, μοναδικό, παίκτη μπουζουκιού, ένα νέο παιδί που φαινόταν πως μπορεί να παίξει σα το Χιώτη. Κι όμως, έμενε στο πλάι,
ΓΥΡΙΣΜΕΝΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΛΑΤΗ ΣΤΟ "ΚΟΙΝΟ" (μπράβο του!), σ' ένα μαγαζάκι της οδού Πανόρμου, στην Αθήνα. Συμπλήρωνε, γέμιζε εκεί που χρειαζόταν, σε μιά άξια κομπανία που είχε βιολί, ακορντεόν, κοντραμπάσο και, μιά υπέροχη κιθάρα και φωνή από ένα νέο κορίτσι.

Το μπουζούκι δεν είναι Porsche, ούτε αντρικός φαλλός!

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2008

ΑΦΟΜΟΙΩΣΟΥ!

"Forced amnesia"
Να θυμάται κανείς ή να μη θυμάται;
(αφιερωμένο στους/στις απανταχού αντιρρησίες της οποιασδήποτε αφοίωσης)

(Έχω ξεκαθαρίσει γιά τον εαυτό μου, και γιά σας που τυχαίνει, σιωπηλά, να περάσετε, πως η στείρα νοσταλγία είναι ένας πεθαμένος ιστός. Το παρακάτω γραφτό θέλει να πει πέντε πράγματα γιά την "καταναγκαστική αμνησία" που "εθνικές ανάγκες" επέβαλλαν στους Μικρασιάτες. Το θέμα όμως είναι πάντα επίκαιρο. Αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη και εδώ που μένω το βλέπω καθημερινά, συμβαίνει ακριβώς το ίδιο πράγμα...)

"...Όλοι μου φωνάζουν:
παραδόσου !
Αλλά εγώ δεν παραδίδομαι. Αρκούμαι να παραδίδω μαθήματα Αγγλικής γλώσσης δίς, ή καί τρίς ακόμη της εβδομάδος, εις τας θνησιγενείς ραπτομηχανάς των επάλξεων. Όλοι μου φωνάζουν :
παραδόσου !
Όχι. Θα παραδώσω μόνον τίς εξάγωνες φωτοβολίδες των λαιμητόμων στο μαρμαρωμένο βασιλιά. Όλοι μου φωνάζουν :
παραδόσου !
...........

Παράδοσις, "Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν", Nίκου Εγγονόπουλου, 1938


Τo γνωστό "να ζει κανείς ή να μη ζει;" τό'χουμε διαβάσει και ακούσει εκατομμύρια φορές. Προσωπικά, δε μου λέει απολύτως τίποτα, εδώ και πολλά χρόνια. Το νιώθω σαν ένα λανθασμένο, ανθρωποκεντρικό ψευτοδίλημμα. Η ζωή είναι ένα δώρο, μιά έκρηξη φωτός που δε ρωτάει τη γνώμη μας. Είναι ένα βασικό στοιχείο ενός ανώτερου προγραμματισμού που δε δίνει δυάρα γιά τα πολυτελή ερωτηματικά του, ουσιαστικά, ασήμαντου ανθρώπινου είδους (βλ. ανάρτηση στο www.proinakia.blogspot.com - "Τα παιδιά δεν είναι δικά σας παιδιά"). Αντίθετα, το αιώνιο δίλημμα " Να θυμάται κανείς ή να μη θυμάται;", είναι πάντα επίκαιρο και καθοριστικό γιά τη ζωή ενός ανθρώπου. Αφορά δυό μεγάλες κατηγορίες πραγμάτων: τη στάση απέναντι στο προσωπικό μας παρελθόν και τη στάση απέναντι στα ιστορικά γεγονότα που μας σημάδεψαν και καθόρισαν τη ζωή μας.

Χοντρικά, θα μπορούσαμε να λέγαμε ότι ο κόσμος μας χωρίζεται σε δυό στρατόπεδα. Στις χώρες που θέλησαν/προσπάθησαν να ξεχάσουν και προχώρησαν παραπέρα, και στις άλλες που θυμούνται, που δε θέλουν να ξεχάσουν κι έχουν μείνει πιό "πίσω". Κατά κανόνα, οι μεν δε καταλαβαίνουν τους δε. Όταν προέκυψε το θέμα του ονόματος της Μακεδονίας, πέρα απ' τα πολιτικά παιχνίδια που παιζόντουσαν και τον κάκιστο τρόπο που το χειριστήκαμε, ο ονομαζόμενος "ανεπτυγμένος" κόσμος είχε πλήρη αδυναμία να καταλάβει τη γκρίνια, την επιμονή και το "κόλημα" της ελληνικής πλευράς σε σύμβολα του παρελθόντος. Μιά άλλη παράμετρος του θέματος είναι ότι, η ονομασία Μακεδονία γιά τη Βόρεια Ελλάδα, είναι άγνωστη στην τρέχουσα κοινή γνώμη του εξωτερικού. Η λέξη έγινε γνωστή απ' τη στιγμή που το όνομα διεκδικήθηκε. Ε τώρα, πείτε μου, δεν έχει καμιά σχέση αυτό με τη βαρετότατη, στατική και παλιομοδίτικη προσκόλληση και εστιασμό στην Αθήνα (που ελάχιστοι τουρίστες αντέχουν πιά να επισκέπτονται), τον τσολιά, τους Σάτυρους με τον υπερμεγέθη φαλλό, την Ακρόπολη και το σουβλάκι; Η Θεσσαλονίκη και οι γύρω τόποι βλέπονται, βλακωδώς και εκ συστήματος, σα "μπασκλασαρία". Εδώ θα είναι κωμικό να μου προσαφθεί το γνωστό "σύμπλεγμα" των Σαλονικιών που μισούν την Αθήνα, και έχουν όλους τους λόγους. Απλά είναι πεντακάθαρο, μιά και θίγω αυτό, ότι η Θεσσαλονίκη θά συνέφερε να ήταν η πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους κι απ' αυτό, μόνο κερδισμένοι θα είχαμε βγει. Ή, όχι;

Πίσω στο θέμα της αφομοίωσης.

Αφομοίωση η, ουσ. 1 (βιολ.) λειτουργία χάρη στην οποία μία βιολογική ενότητα, κύτταρο ή οργανισμός μετασχηματίζει τις ξένες θρεπτικές ουσίες που προσλαμβάνει από το εξωτερικό περιβάλλον σε δικά του συστατικά... 3. (ψυx.) το να ενσωματωθεί κανείς σ' ένα ξένο σύστημα... 5. (εθνολ.) διαδικασία με την οποία άτομα ή ομάδες με διαφορετική εθνική κληρονομιά απορροφώνται από τον πολιτισμό που κυριαρχεί σε μία κοινωνία.

Αυτή τη στιγμή, πλήθη ανθρώπων από διάφορες χώρες κουβαλώντας παραδόσεις, τραυματικές αναμνήσεις υποβάλλονται, γιά πρακτικούς και κατανοητούς λόγους, σε μιά διαδικασία σύγκρισης και καταναγκαστικής αφομοίωσης. Είναι απ' αυτά τα πράγματα που δε μπορούν να γίνουν κατανοητά αν δε τα νιώσει κανείς στο ίδιο το πετσί του. Μέσα σε μιά "ενωμένη" Ευρώπη που ψάχνει να βρει τον εαυτό της, κινούνται άνθρωποι με διαφορετικούς κώδικες όπου, "ειδικοί" που δε καταλαβαίνουν, προσπαθούν να τους ενσωματώσουν. Με τους ενήλικες δε γίνεται τίποτα. Αρνούνται. Είναι σα να πρέπει ν' αλλάξουν το ρυθμό της αναπνοής τους. Τα παιδιά τους διχάζονται στη πρώτη γενιά και θα "ενσωματωθούν" στη δεύτερη. Καλό ή κακό; Δεν υπάρχει απάντηση. Το κάθε τι έχει, τουλάχιστο, δυό όψεις.

Ένας νεαρός Τούρκος 17 χρονώ, γεννημένος στη Σουηδία και περιστοιχισμένος από ένα συμπαγές σόι που βγαίνει βόλτα μπουλουκηδόν. Οι γυναίκες σε μπεζ χρώματα και οι άντρες, χαμένοι στον κόσμο τους, προχωράνε 15 βήματα μπροστά. Κάθε χρόνο, τα καλοκαίρια, επισκέπτονται το γενέθλιο τόπο τους. Ο νεαρός Τούρκος ακολουθεί. Όταν γυρίζει πίσω λέει πως έπληξε και πως οι άνθρωποι εκεί χτίζουν (ακόμα) τα σπίτια τους από σκατά. Εννοεί την παλιά, σοφή και σωστά οικολογική μέθοδο χρησιμοποίησης ξεραμένων άχυρων ανακατεμένων με αφοδεύματα ζώων, γιά τη κατασκευή πλίνθων. Μέθοδος που εξασφαλίζει απόλυτη μόνωση, χειμώνα-καλοκαίρι. Τις προάλλες βλέπω ένα ντοκυμαντέρ απ' το Τορόντο του Καναδά, όπου έξυπνοι και συνειδητοποιημένοι αρχιτέκτονες χτίζουν τα σπίτια τους με παραπλήσιες μεθόδους, κατεβάζοντας το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας σε μηδαμινά επίπεδα.

Τί κάνουν οι ευρωπαϊκές χώρες μ' όλους αυτούς τους ανθρώπους; Τίποτα ιδιαίτερο. Έχουν καταλάβει πως δε μπορούν να πετύχουν πολλά με τους ενήλικες. Πολύ απλά, τους περιμένουν να γεράσουν, να πεθάνουν γιά να εισπράξουν τα παιδιά τους που θά'χουνε λιγότερες αντιστάσεις. Μιά παραπλήσια αντιμετώπιση έχουν οι εταιρίες τηλεφωνίας. Υπάρχει ένα μεγάλο μέρος των ντόπιων πληθυσμών που δεν αγοράζουν κινητά τηλέφωνα, ακόμα και γιατί ο αντίχειράς τους δεν είναι εθισμένος να πατάει τα μικροσκοπικά πλήκτρα των συσκευών. Θα μπορούσαν να κατασκευάσουν μιά γενιά κινητών με μεγαλύτερα πλήκτρα. Δε συμφέρει όμως επενδυτικά, ακόμα και γιατί οι μεγάλοι/ες σε ηλικίες καταναλωτές/τριες δε θα είχαν ενδιαφέρον ν' αλλάζουν τα κινητά τους. Κάνουν λοιπόν υπομονή. Η μη εξασκημένη γενιά θα πεθάνει και η επόμενη είναι ήδη εθισμένη...
(συνεχίζεται)