Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011







Τα ευθύβολα και ζουμερά
Κατινάκια...


Μάλλον, από πολύ μικρός ήταν παρατηρητής της ζωής. Κάτι - ποιός ξέρει; - τα γονίδια; Kάποιο γεγονός; Δε μπόρεσε ποτέ να το βρει μέσα στο σκοτεινό σάκκο των αναμνήσεων και να καταλάβει τους λόγους. Άκουγε τι λεγόταν γύρω του, όπως κάνουν όλα τα παιδιά. Θυμάται τη σκοτεινή λέξη "Άντε, μωρή κωλοπλύστρα!"πλύστρα"..



Η λέξη εκτοξευόταν από πολύ αγαπημένο πρόσωπο, ελλαδικής καταγωγής και προελεύσεως... Το ίδιο το αγαπημένο πρόσωπο έπλενε του σκοτωμού. Δεν ήταν καμιά "κυρία", δηλαδή. Μιά απλή γυναικούλα ήταν, μπερδεμένη ιδεολογικά επειδή την "ανακάλυψε" κάποια στιγμή ένας άνθρωπος που είχε ένα επάγγελμα που έχει πέραση και σήμερα και είχε ζήσει, τότε, "στους Παρισίους". Κάποια στιγμή βαρέθηκε, επανέκαμψε, αποφάσισε να "τακτοποιηθεί" και "παπούτσι απ΄τον τόπο σου..." κλπ. 


Σ΄εκείνο το σημείο, την πάτησε το αγαπημένο πρόσωπο. "Ανεσύρθη" από την απλή, φυσική ζωή που ζούσε, μετακόμισε σε μεγάλη πόλη και φαντασιώθηκε ότι μεταβλήθηκε σε κάτι άλλο πιό ανώτερο, πιό "αξιοπρεπές". Γύρισε λοιπόν το γλυκό της πρόσωπο, ατένισε το πρώην περιβάλλον της και το αναβάφτισε με υποτιμητικές λέξεις. Η φουκαριάρα... Έτσι μεγάλωσε και τα παιδιά της που πάθαν κι αυτά ιδεολογικό κονφούζιο και σήμερα βλέπουν εαυτούς σα κατευθείαν απόγονους του Βυζάντιου... (Χριστός και Απόστολος...) Το κακό έγινε μεγαλύτερο γιατί ο, απ΄ότι φαίνεται, εντάξει άνθρωπος και παππούς του, πέθανε και τους άφησε μοναχά ένα σπίτι κι ένα μηχάνημα που χασμουριόταν από την ακινησία, ξαπλωμένο σ΄ένα οικόπεδο με ανθισμένα χαμομήλια.


Μετά, ήρθε η σειρά της μάνας του. Τη θυμάται κι εκείνη να μιλάει υποτιμητικά γιά το λαϊκό κόσμο. Εκείνος δεν έλεγε τίποτα - τί νά΄λεγε; - αλλά θυμάται πως δε του κάθονταν καλά όλ΄αυτά. 
Ευτυχώς, δε τον σταμπάρισαν. Όταν έφτασε στην εφηβεία κι εκείνη συνέχιζε με τα τροπάριά της, άρχισε να τη βάζει στη θέση της, μέχρι που δεν άντεξε και την παράτησε κι αυτή και τα δυτικότροπα παραληρήματά της. Ο ίδιος έγινε ένας "μικροαστός" που ολοένα έψαχνε να βρει, που στο διάολο ανήκει. 


Ανακάλυψε το ρεμπέτικο χάρη στον "Ερμή-μπρελόκ", όπως έλεγαν τον άξιο Σταύρο Ξαρχάκο τότε, και στο δίσκο του "Μάρκος ο δάσκαλός μας". Από κείνη τη στιγμή, χωρίς να το πολυκαταλάβει, άρχισε το διαλυμένο μέσα του να ανασυντίθεται από μόνο του. "Έλαμψε το φως και γνώρισε ο νιός τον εαυτό του". Μετά, άρχισε ένα μακρύ "τουριστικό" ταξίδι. Ένιωθε πως είχε την ανάγκη να πάει και προς τα κει, και προς τα δω, απ΄αυτό που ήταν. Το ονόμαζε έτσι, γιατί δε του άρεζε το "προς τα πάνω" και "προς τα κάτω" που λέγαν όλοι. Τό΄κανε. 
Στο "προς τα κει" (το "προς τα πάνω" που λέγαν οι άλλοι) βρήκε χλιαρά νερά, συναισθηματικά κενά, παγωμάρα. Έπληξε, τα μάζεψε κι έφυγε. 
Στο "προς τα δω" (το "προς τα κάτω" που λέγαν οι άλλοι, είχε πρακτικές δυσκολίες. Όχι πως δεν ήξερε τους "κώδικες", απλά δε πληρούσε τις "προδιαγραφές" που ο εσωτερικός προγραμματισμός των "απο δω" γυναικών αναμένουν. Υπερβολές. Το "πρόβλημα"΄ήταν στο κεφάλι του. Σιργιάνισε πολύ σ΄αυτό το ζεστό κόσμο κι ήταν όμορφα. Πολλές τσαχπινιές, πολύ δυναμισμός, "ή είσαι μαζί μου, ή δεν είσαι· άσ΄τα σάπια". Έτζι. Ε, δεν έμεινε βέβαια εκεί. Οι καταβολές ...

Όμως, δε ξεχνά. Ανάμεσα στα πολλά, δε ξεχνά ένα τύπο - ντουλάπα, ένα ντερέκι που έτυχε νά΄ναι σε μιά παρέα που έπιναν ούζα. Μετά από καμιά μισή ώρα, παίρνει παίρνει ο γίγας την καρέκλα του, τη φέρνει δίπλα του και τού΄πε μερικές ξηγημένες κουβέντες. Τελείωσε, λέγοντας, "και που είσαι, αν καμιά στιγμή χρειαστείς βοήθεια, ξέρεις τι εννοώ, πάρε με σ΄αυτό το τηλέφωνο και έφτασα!".



Το άλλο, ένα ζεστό καλοκαιριάτικο μεσημέρι στον Πειραιά. Με πολύ λίγα λεφτά στη τσέπη και με λαβωμένα τα φτερά του, μπήκε σ΄ένα μπακαλικάκι ν΄αγοράσει λίγη φέτα. Βλέπει μιά λαϊκή οικογένεια που ψώνιζε. Ο "καπετάνιος", η σύζυγος, μιά μικρή κόρη και μιά ακόμα, γύρω στα 18. Της χαμογέλασε, του ανταπέδωσε. Ανακλαστικά, γύρισε το βλέμμα του στην οικογένεια, να μη νομίσουν, να μη τους προσβάλλει. Και βλέπει το ζεύγος, που τό΄χαν πιάσει με τα τετραπέρατα μάτια τους, να στέκονται δίπλα-δίπλα και να του χαμογελάνε φιλικά και μέ νόημα.. Έτσι τού΄ρθε να πάει να τους αγκαλιάσει.



Όπως, δε ξεχνά το Κατινάκι (καλή του ώρα, όπου και νά΄ναι). Μιά γυναίκα - Παράδεισο. Φίνα, ξηγημένη, σέρτικια, ντόμπρα. Σ΄αυτήν αφιερώνει τους παρακάτω στίχους του ζεϊμπέκικου του Σπύρου Περιστέρη (1951) "Το Κατινάκι ξέχασες" (δε ξεχνιέσαι με τίποτα...), με τη Στέλλα Χασκίλ, τον Τάκη Μπίνη και το Μανώλη Χιώτη




Το Κατινάκι ξέχασες


Γιά πες μου πως το βάσταξες και μ΄άλλη τώρα τά΄φτιαξες
το Κατινάκι ξέχασες και όνειρα άλλα έπλασες

Έλα ξανά, σατράπη μου, γιά δε βαστώ, αγάπη μου,
γύρνα ξανά και δε μπορώ το ζωντανό το χωρισμό.

Θυμήσου τότε πού΄κλαιγες, όταν τον πόνο μού΄λεγες,
τους χίλιους όρκους, τα φιλιά, όταν σε είχα αγκαλιά

Έλα ξανά σπιτάκι μας, σε καρτερεί το τζάκι μας,
σού΄χω την πόρτα ανοιχτή το σπίτι σε αναζητεί.





Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011





Η έννοια της "παρηγοριάς" στο ρεμπέτικο (1)




αυτός χορεύει ζεϊμπέκικο γιά να παρηγορηθεί...



κι άλλος ένας που κάνει το ίδιο...


Το σύμβολο του Smiley είναι πιά μπαγιάτικο, αλλά παρέμεινε σα κατάσταση προς μίμηση και είναι ο "σημαιοφόρος" όλων των δήθεν ευχαριστημένων κοινωνιών της ευνομίας...




"την επόμενη στιγμή ενός καυγά ή κάποιου κακού νέου, ένας μηχανισμός μέσα στο κεφάλι μου αρχίζει να τραγουδάει ή να σφυρίζει ένα ρεμπέτικο. Γιατί; Είμαι αδιάφορος; Δε μου καίγεται καρφί; Όχι, κάθε άλλο. Απλώς, ασφυκτιώ και ζητάω να αποδράσω. Ο νους μου δουλεύει από μόνος του και επεξεργάζεται το πρόβλημα..."
εξομολόγηση ενός φίλου που προσπαθεί να πείσει το περιβάλλον του ότι δεν είναι κυνικός...


Αν χρησιμοποιείστε τη λέξη "παρηγοριά" σε μιά συζήτηση οι άλλοι/ες θα σκεφτούν, αυτόματα, ότι κάτι σού΄χει συμβεί, ότι έχεις κάποιο πρόβλημα, ότι κουβαλάς κάποια λύπη.
Η ανάρτηση αυτή θέλει να απομυθοποιήσει τη λέξη και να δείξει ότι είναι στενά δεμένη με την καθημερινή ζωή, ακόμα κι όταν αισθανόμαστε καλά.

Εκτός από τις φτωχές σε φαντασία εξηγήσεις των λεξικών, η λέξη "παρηγοριά" μπορεί να εξηγηθεί και σα
χαρά, χαλάρωση, βαθύτερη ψυχική ευχαρίστηση, ΄προτροπή γιά να αισθανθούμε καλύτερα, να γίνουμε πιό αισιόδοξοι/ες, να πάρουμε κουράγιο.

Έτσι λοιπόν, με τον ίδιο τρόπο που μιά γάτα που τη χαϊδεύουμε έξυπνα αρχίζει να ρονρονίζει (δηλαδή παρηγοριέται), με τον ίδιο τρόπο που μας χαϊδεύει το χέρι μιά γυναίκα και παρηγοριόμαστε, με τον ίδιο τρόπο που εμείς χαϊδεύουμε τα μαλλιά μιάς γυναίκας και τη χαλαρώνουμε (δηλαδή την παρηγορούμε), έτσι και τα μικρασιάτικα και ρεμπέτικα είναι μιά παρηγοριά της ψυχής.


 Όταν ο Λάμπρος ο Σαββαϊδης έπαιζε τη λύρα μ΄εκείνο τον παραπονιάρικο τρόπο, παρηγορούσε. Όταν ο Νούρος, ο Ατραϊδης, ο Βαγγελάκης ο Σωφρονίου, ο Νταλγκάς τραγούδαγαν, παρηγορούσαν. Δεν παρηγορούσαν μόνο επειδή ο κοσμάκης είχε μεράκια, δηλαδή πόνους και βάσανα και ανέχεια και...και...και... Παρηγορούσαν το βάθος της ψυχής που πάντα έχει αυτή την ανάγκη, ακόμα κι όταν όλα γύρω μας παν ρολόι. Αυτή είναι η παρηγοριά που πετυχαινόταν παλιότερα και, όχι πως δε προσφέρεται σήμερα, αλλά είναι κάτι άλλο. Αυτό, βέβαια, δεν εξηγείται. Ακόμα κι αν ένα νέο παιδί το δεχτεί και πει, "εγώ, κύριε, παρηγοριέμαι, αφύ θες έτσι να το πεις, όταν ακούω το Σωκράτη Μάλαμα, την Αρβανιτάκη. Ναι, σωστά. Καλοί κι άξιοι κι οι δυό. Η αληθινή ζωή είναι αυτή που βίωσε και βιώνει κανείς. Τα άλλα, τα παλιότερα, είναι αναμνήσεις αλλονών και δεν αφορούν. Κι εγώ που τα λέω όλ’ αυτά δε τα έχω ζήσει, δε τα έχω ακούσει εκ του φυσικού (live). Όμως, πως εξηγεί κανείς το κόλλημα νέων ανθρώπων στα ρεμπέτικα αφού αφορούν ένα κόσμο που δε τον έζησαν, που βούλιαξε; Και πως εξηγείται ότι ικανότατοι σημερινοί μουσικοί δε μπορούν να παίξουν μερακλίδικα ταξίμια; Μήπως και το ταξίμι θέλει νά΄χεις βιώσει εκ του σύνεγγυς κάποια πράγματα που δεν υπάρχουν πιά; Μήπως αυτά τα πράγματα που συνέβαιναν έξω απ΄το σώμα μπαίναν μέσα του, γίνονταν χυμοί, βάφαν την καρδιά και το νου και κατέβαιναν ως τις άκρες των δαχτύλων; Και, μπορούν να ξαναβρεθούν παραπλήσια πράγματα; Ναι, ίσως.΄Οπωσδήποτε, όχι μέσα σε κοινωνίες αφθονίας...


Οι μοντέρνες σύγχρονες κοινωνίες όχι, βέβαια, η ελληνική, αν και...) τηρούν συγκεκριμένες στρατηγικές. Δίνουν μιά ψευδή εικόνα της πραγματικότητας, με σημαιοφόρους τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Είναι σα μιά μηχανή που δουλεύει σε ψηλές στροφές και προσπαθεί, νύχτα-μέρα, να πείσει ότι πρέπει να χαμογελάμε και να είμαστε ευτυχισμένοι.



Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες απορίας, από τη μεριά των Ελλαδιτών, σχετικά με το ότι οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, μόλις βρήκαν μιά κουτσοστέγη γιά να βάλουν από κάτω το κεφάλι τους, κάναν πολύ συχνά γλέντια. Γλέντια τα λέμε σήμερα, έτσι τα λέγαν και τότε, μόνο που το πράγμα είχε κάποιες διαφορές. Στην ουσία μαζευόντουσαν σε κάποιο σπίτι, βάζαν ότι είχαν από φαγητό, φέρναν παιχνιδιατόρους (υπήρχαν σε αφθονία) και με το τίποτα κάναν, τί; Διασκέδαζαν; Ναι, ας το πούμε έτσι. Θαρρώ προσπαθούσαν να "δραπετεύσουν", να ξεχάσουν τα βάσανά τους, τη χαμένη τους πατρίδα και το βιός τους. Τα κοινά και γνωστά τραγούδια τους διατηρούσαν το χρειαζούμενο κλίμα συντροφικότητας, το αίσθημα της κοινής τους καταγωγής, της κοινής τους μοίρας.


 Εμείς και οι "άλλοι"...Θυμάμαι πάντα κάτι που μου διηγόταν ένας πρώην φίλος με μάνα Μικρασιάτισσα. Όταν εκείνος ήταν μικρός μέναν στο Καραγάτσι, μιά συνοικία της Σαλονίκης κοντά στην Ανάληψη. Οι γείτονες κι οι γειτόνισσες, φτωχές οικογένειες που με δυσκολία τά’φερναν βόλτα, συνήθιζαν να κατεβαίνουν στην ακρογιαλιά της Σαλαμίνας, έχοντας μαζί τους διάφορα φαγητά, κρασί, ούζο. Τά΄βαζαν όλα κάτω, καθόντουσαν γύρω, τρώγαν και πιάναν και τραγούδια, μέσα στο σκοτάδι.
Τα ρεμπέτικα είχαν ακριβώς την ίδια λειτουργία...



(συνεχίζεται)









Τα ευθύβολα και ζουμερά
Κατινάκια (2)

Έχω βάλει μπουγάδα λοιπόν και πλένω το όνομα Κατινάκι. Είχε πάνω του μικροαστικούς λεκέδες που χρόνια τους έβλεπα και έλεγα, κάποτε πρέπει να΄ρθει η ώρα να το πλύνω.

Μέσα στα πλαίσια της Δυτοποίησής μας αλλάξαμε κάποια στιγμή τα ρούχα μας, φαντασιωθήκαμε πως αλλάξαμε και τάξη, γυρίσαμε με απέχθεια στο παρελθόν και είπαμε:

α, την Κατίνα,
πολύ Κατίνα αυτή,
αυτό ήταν κατινίστικη συμπεριφορά

Ο καθένας κι η καθεμιά διάφορα εννοούν λέγοντας έτσι. Αυτά τα δήθεν διάφορα συγκλίνουν και κλείνονται σε μιά φράση: χάσαμε το μπούσουλα...

Τι είναι αυτά τα Κατινάκια που σήμερα πλέκω το εγκώμιό τους;

Είναι κορίτσια λαϊκά. Τί είναι λαϊκό σήμερα; Χάος.

Μπορεί να είναι ντυμένα με Armani, να φοράνε All Star λαστιχένια, να συχνάζουν στις ντίσκο και να το παίζουν κάποιες. Είναι όμως πάντα Κατινάκια, δηλαδή κορίτσια ευθύβολα, λαϊκά. Όπερ τούτο σημαίνει ζουμερά, ζουμπουρλούδικα, χυμώδη, ντόμπρα, ζηλιάρικα, μπορούν να γίνουν έχιδνες, δε σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους, χαλάν τον κόσμο όταν ζευγαρώνουν. Το παίζουν ότι δε γουστάρουν δάμασμα και τέτοια αναχρονιστικά, αλλά αυτό επιδιώκει το μέσα τους, δηλαδή ο προγραμματισμός τους. Ψάχνουν να βρουν ένα καλό και όμορφο παλικάρι οικονομημένο, καλογυμνασμένο, και του τάζουν με το βλέμμα τους τους κήπους της Εδέμ. Κλπ., κλπ.

Ας τ΄αφήσουμε τώρα αυτά τα κορίτσια στα ψαξίματά τους.
Το Κατινάκι, όπως και το Μαρικάκι (ποιό σημερινό κορίτσι θα τολμούσε να κουβαλάει τέτοιο κατάπτυστο όνομα;) ήταν δυό ονόματα πολύ της μόδας στη δεκαετία του ΄30.

Υπάρχουν 12 τραγούδια στη δισκογραφία του Ρεμπέτικου που έχουν Κατινάκια για ηρωίδες και σας δίνω ν΄ακούσετε ένα που έχει τη μοναδική στιχουργική πρωτοτυπία ν΄αφήνει έναν νεκρό να μιλάει.



΄Ολ΄αυτά τα Κατινάκια και Μαρικάκια δεν υπάρχουν πιά, έχουν γίνει χώμα. Τη θέση τους έχουν πάρει η Κάθυ, η Τίνα και πάει λέγοντας.

Ας είναι καλά οι λαϊκές καρδιές τους και, καλό ξεμπέρδεμα με τις μάσκες που φορούνε... 









Γιατί το σινάφι αγάπαγε περισσότερο τη Ρόζα...




Οι Έλληνες είναι ένας κεφάτος λαός, παρόλ' αυτά που πέρασε. Ένα μόνο μέρος των περιπετειών θά΄φτανε γιά να πετάξει στο καναβάτσο και μιά αρκούδα, αλλά τ' αυτιά των Ελλήνων δεν ιδρώνουν. Έξω καρδιά...

Οι χαιρετισμοί των μουσικών, συνθετών, τραγουδιστών/τριών και παρισταμένων στις φωνοληψίες των ρεμπέτικων, δίνουν κάποια σήματα γιά να εικάσει κανείς καταστάσεις. Οι χαιρετισμοί αμολιόνταν κυρίως γιά να φτιάξουν ατμόσφαιρα στους ακροατές/τριες των δίσκων, ν' ανεβάσουν τις πωλήσεις. Ήταν όμως κι ένας καλοδεχούμενος τρόπος γιά να δείξουν την εκτίμηση που τρέφαν αναμεταξύ τους. Ακόμα πιό γλυκά ήταν όταν αμολιόνταν απ' τον τραγουδιστή/τρια στον εαυτό του/της.

Αυτές οι δυό μεγάλες τραγουδίστριες, η Ρόζα Εσκενάζι και η Ρίτα Αμπατζή φαίνονται να ήταν τελείως διαφορετικές σαν άνθρωποι.
Η Ρόζα είχε μιά φωνή στέρεα που την έκανε ότι ήθελε. Ήταν μιά τραγουδίστρια "με τα ούλα της", όπως λέγαν. Η φωνή της "έσπαζε"(ράγιζε) σπάνια και ανέβαινε σε πολύ ψηλούς τόνους Ακούγοντας προσεκτικά τα τραγούδια της μπορεί κανείς να προσέξει κι άλλες λεπτομέρειες. Η Ρόζα ήταν σκερτσόζα, τσαχπίνα, πολύ Ανατολίτισσα, ήξερε καλά τη δουλιά (με ιώτα) της, άρεζε στο σινάφι Δίναν, σχεδόν πάντα σ' αυτήν τα τραγούδια που είχαν πιό "πιπεράτο", πιό ερωτικό(με την έννοια του αισθησιασμού) στιχουργικό περιεχόμενο. Φαίνεται ότι οι συνθέτες κι οι μουσικοί "την έβρισκαν", όπως λέμε σήμερα, μαζί της. Οι χαιρετισμοί που της πετάνε είναι παθιάρικοι, παιχνιδιάρικοι.

Λέει η Ελένη Σέμση, κόρη του Δ.Σέμση(Σαλονικιού), στο βιβλίο του Ηλία Βολιότη Καπετανάκη "Μάγκες αλήστου εποχής" (εκδ. Μετρονόμος, Αθήνα 2005, σελ. 164):

"... Από τις γυναίκες (σ.σ.τραγουδίστριες) μάλλον έλεγε ότι προτιμούσε την Ρόζα Εσκενάζυ, η μάνα μου την ζήλευε κιόλας μέχρι τα γεράματα. Πολύ τσαχπίνα, αν και ήταν μεγαλούτσικη τότε. Δουλέψανε και με την Ρίτα Αμπατζή, αλλά θαρρώ πως την θεωρούσε δεύτερη, μετά την Ρόζα".

Αν Δήμητρα Κανούλα, σύζυγος του Δημ. Σέμση και πολύ μικρότερή του στην ηλικία, ζήλευε τη Ρόζα, προφανώς υποννοείται ότι αισθανόταν απειλή από τη συνεργασία τους.

Η Ρόζα ήταν μιά στέρεα τραγουδίστρια, όπως είπαμε. Η Ρίτα Αμπατζή δίνει μιά άλλη εικόνα. 'Ηταν, κυρίως, ερμηνεύτρια και, μέσα στα πλαίσια, "απρόβλεπτη". Eίχε μιάν άλλη εξυπνάδα, αισθανόταν, ίσως με το δικό της τρόπο, απειλημένη από τη μεγάλη ανταγωνίστριά της. Οι χαιρετισμοί της ήταν πιό συγκρατημένοι, αλλά πιό φιλικοί, πιό ζεστοί, πιό τρυφεροί, αν συγκριθούν με της Ρόζας. Έχω όμως την εντύπωση ότι δεν έβγαζε αυτό τον ερωτισμό που γούσταρε το σινάφι. Δε φαίνεται να ήταν ο τύπος της διασκεδάστριας, όπως ήταν η Ρόζα. Η πιθανή θητεία της στα καφέ -αμάν και σε άλλα μαγαζιά μας είναι άγνωστη. Η Αγγελίτσα Παπάζογλου λέει πως η Ρίτα δεν τραγουδούσε πριν έρθει στην Ελλάδα το '22. Στα μετέπειτα μαγαζιά εμφανίστηκε ελάχιστα ή ευκαιριακά. Δεν ήθελε; Δε την αφήναν; Η ίδια μόνο τό'ξερε. 'Ηταν βέβαια στα πάλκα των πανηγυριών της επαρχίας, καθισμένη, αλλά αυτό είναι κάτι άλλο.


Η Ρίτα είχε εύθραυστη φωνή (βλ. Δυό επιστολές στη Ρίτα Αμπατζή (1η), 8-3/08). Τραγούδησε όλων των ειδών τα τραγούδια, αλλά δεν έβγαζε το σκέρτσο της Ρίτας και δεν είπε ούτε ένα με αισθησιακά υπονοούμενα. Οι χαιρετισμοί που της έδιναν ήταν συγκρατημένοι, χαιρετισμοί θαυμασμού αλλά, ως εκεί... Φαίνεται πως υπέβαλλε ένα σεβασμό.

Υπάρχει μιά περιρρέουσα άποψη ότι ήταν "μάγκισσα". Έχω πολλούς ενδοιασμούς γι αυτό. Νομίζω πως ήταν μιά γυναίκα έξυπνη, μιά μεγάλη ερμηνεύτρια που πέρασε από τις παρυφές του ρεμπέτικου, κρατώντας κάποια στεγανά. Αποσύρθηκε ήσυχα, όταν κατάλαβε πως η φωνή της την πρόδωσε...




Γιατί το σινάφι αγάπαγε περισσότερο τη Ρόζα...




Οι Έλληνες είναι ένας κεφάτος λαός, παρόλ' αυτά που πέρασε. Ένα μόνο μέρος των περιπετειών θά΄φτανε γιά να πετάξει στο καναβάτσο και μιά αρκούδα, αλλά τ' αυτιά των Ελλήνων δεν ιδρώνουν. Έξω καρδιά...

Οι χαιρετισμοί των μουσικών, συνθετών, τραγουδιστών/τριών και παρισταμένων στις φωνοληψίες των ρεμπέτικων, δίνουν κάποια σήματα γιά να εικάσει κανείς καταστάσεις. Οι χαιρετισμοί αμολιόνταν κυρίως γιά να φτιάξουν ατμόσφαιρα στους ακροατές/τριες των δίσκων, ν' ανεβάσουν τις πωλήσεις. Ήταν όμως κι ένας καλοδεχούμενος τρόπος γιά να δείξουν την εκτίμηση που τρέφαν αναμεταξύ τους. Ακόμα πιό γλυκά ήταν όταν αμολιόνταν απ' τον τραγουδιστή/τρια στον εαυτό του/της.

Αυτές οι δυό μεγάλες τραγουδίστριες, η Ρόζα Εσκενάζι και η Ρίτα Αμπατζή φαίνονται να ήταν τελείως διαφορετικές σαν άνθρωποι.
Η Ρόζα είχε μιά φωνή στέρεα που την έκανε ότι ήθελε. Ήταν μιά τραγουδίστρια "με τα ούλα της", όπως λέγαν. Η φωνή της "έσπαζε"(ράγιζε) σπάνια και ανέβαινε σε πολύ ψηλούς τόνους Ακούγοντας προσεκτικά τα τραγούδια της μπορεί κανείς να προσέξει κι άλλες λεπτομέρειες. Η Ρόζα ήταν σκερτσόζα, τσαχπίνα, πολύ Ανατολίτισσα, ήξερε καλά τη δουλιά (με ιώτα) της, άρεζε στο σινάφι Δίναν, σχεδόν πάντα σ' αυτήν τα τραγούδια που είχαν πιό "πιπεράτο", πιό ερωτικό(με την έννοια του αισθησιασμού) στιχουργικό περιεχόμενο. Φαίνεται ότι οι συνθέτες κι οι μουσικοί "την έβρισκαν", όπως λέμε σήμερα, μαζί της. Οι χαιρετισμοί που της πετάνε είναι παθιάρικοι, παιχνιδιάρικοι.

Λέει η Ελένη Σέμση, κόρη του Δ.Σέμση(Σαλονικιού), στο βιβλίο του Ηλία Βολιότη Καπετανάκη "Μάγκες αλήστου εποχής" (εκδ. Μετρονόμος, Αθήνα 2005, σελ. 164):

"... Από τις γυναίκες (σ.σ.τραγουδίστριες) μάλλον έλεγε ότι προτιμούσε την Ρόζα Εσκενάζυ, η μάνα μου την ζήλευε κιόλας μέχρι τα γεράματα. Πολύ τσαχπίνα, αν και ήταν μεγαλούτσικη τότε. Δουλέψανε και με την Ρίτα Αμπατζή, αλλά θαρρώ πως την θεωρούσε δεύτερη, μετά την Ρόζα".

Αν Δήμητρα Κανούλα, σύζυγος του Δημ. Σέμση και πολύ μικρότερή του στην ηλικία, ζήλευε τη Ρόζα, προφανώς υποννοείται ότι αισθανόταν απειλή από τη συνεργασία τους.

Η Ρόζα ήταν μιά στέρεα τραγουδίστρια, όπως είπαμε. Η Ρίτα Αμπατζή δίνει μιά άλλη εικόνα. 'Ηταν, κυρίως, ερμηνεύτρια και, μέσα στα πλαίσια, "απρόβλεπτη". Eίχε μιάν άλλη εξυπνάδα, αισθανόταν, ίσως με το δικό της τρόπο, απειλημένη από τη μεγάλη ανταγωνίστριά της. Οι χαιρετισμοί της ήταν πιό συγκρατημένοι, αλλά πιό φιλικοί, πιό ζεστοί, πιό τρυφεροί, αν συγκριθούν με της Ρόζας. Έχω όμως την εντύπωση ότι δεν έβγαζε αυτό τον ερωτισμό που γούσταρε το σινάφι. Δε φαίνεται να ήταν ο τύπος της διασκεδάστριας, όπως ήταν η Ρόζα. Η πιθανή θητεία της στα καφέ -αμάν και σε άλλα μαγαζιά μας είναι άγνωστη. Η Αγγελίτσα Παπάζογλου λέει πως η Ρίτα δεν τραγουδούσε πριν έρθει στην Ελλάδα το '22. Στα μετέπειτα μαγαζιά εμφανίστηκε ελάχιστα ή ευκαιριακά. Δεν ήθελε; Δε την αφήναν; Η ίδια μόνο τό'ξερε. 'Ηταν βέβαια στα πάλκα των πανηγυριών της επαρχίας, καθισμένη, αλλά αυτό είναι κάτι άλλο.


Η Ρίτα είχε εύθραυστη φωνή (βλ. Δυό επιστολές στη Ρίτα Αμπατζή (1η), 8-3/08). Τραγούδησε όλων των ειδών τα τραγούδια, αλλά δεν έβγαζε το σκέρτσο της Ρίτας και δεν είπε ούτε ένα με αισθησιακά υπονοούμενα. Οι χαιρετισμοί που της έδιναν ήταν συγκρατημένοι, χαιρετισμοί θαυμασμού αλλά, ως εκεί... Φαίνεται πως υπέβαλλε ένα σεβασμό.

Υπάρχει μιά περιρρέουσα άποψη ότι ήταν "μάγκισσα". Έχω πολλούς ενδοιασμούς γι αυτό. Νομίζω πως ήταν μιά γυναίκα έξυπνη, μιά μεγάλη ερμηνεύτρια που πέρασε από τις παρυφές του ρεμπέτικου, κρατώντας κάποια στεγανά. Αποσύρθηκε ήσυχα, όταν κατάλαβε πως η φωνή της την πρόδωσε...

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011



Φώτα απ΄τις τσέπες του παλτού του..




Εψές το βράδυ πέρασε ξανά και πάλι ο Κώστας Μασσέλος (Νούρος) και φώτα έβγαιναν μες απ΄τις τσέπες του παλτού του. Πέρασε με μιά ξαφνική βιτσιά του ανέμου πάνω απ΄τις κορφές των δέντρων, ημιδιάφανος. 


Νόμιζα πως δε θα το κουνούσε απ΄τον κήπο του αλλά, ποιός ξέρει γιατί, του κάπνισε να κάνει μιά τσάρκα. Έτζι, πέρασε τρεμουλιάζοντας μες το σκοτάδι, πέταξε προς τον τοίχο της πρόσοψης και σταμάτησε σ΄ένα μπαλκόνι ικτερικά φωτισμένο.
 Ίσιωσε κάπως με την ανάστροφη της παλάμης τα μαλλιά του και έμεινε ακίνητος γιά μερικά λεπτά. Κάτι παρατηρούσε μέσα εκεί, δεν ήθελε να τον πάρουν είδηση. Εγώ τον έβλεπα από τον έκτο. Μετά, έκανε ένα τίναγμα και κινήθηκε, με την πλάτη προς το έδαφος. Έκανε κάποιες αδιόρατες κινήσεις με τα χέρια του προς τη σελήνη που ήταν κατακόκκινη, και χάθηκε προς το βάθος του δάσους, αφήνοντας μιά σειρά από διακεκομένα φωτεινά στίγματα πίσω του. 


Στη σύντομη διάρκεια αυτού του συμβάντος, κάπου πολύ μακριά, τα πράγματα συνέχιζαν απρόσκοπτα την πορεία τους. Το πλοίο συνέχισε να βουλιάζει, οι προβολείς των φορτηγών να τεμαχίζουν το σκοτάδι, τα νέα παιδιά να χάνονται, το ένα μετά το άλλο, τα χάπια και οι ουσίες να πληθαίνουν στο αίμα, τα δέντρα να βογγάν απελπισμένα με φωνές που κανείς δεν ακούει, τα κανάλια να τρώνε τις ίδιες τους τις σάρκες παχαίνοντας και διαδίδοντας με επιταχύνσεις τις ημερήσιες δόσεις θανάτου. 


"Fuck off ", μουρμούρισε ένας ηλεκτρολόγος στο Περιστέρι και έκλεισε το φως γιά να παραδοθεί στους εφιάλτες της νύχτας...
  1. "Αχ, μαζί σου" (1929) (Γ.Δραγάτση-Ογδοντάκη) Νούρος


Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2011

















Ο μάγκας



                                   http://www.speedyshare.com/files/27664174/TIS_GYNAIKES_TIS_DOYLEVW.mp3       


                          
         Η λέξη μάγκας  δεν έχει να κάνει μόνο με το παρελθόν,  αλλά και με το παρόν και με το μέλλον. Η έννοια της,  έστω και «τυφλής», αντίστασης που εμπεριέχει, δεν είναι ληξιπρόθεσμη. Οι μάγκες, μ’ αυτή την έννοια, είναι μιά από τις ελπίδες της ανθρωπότητας!

 Αυτή η φορτισμένη και πολυσύνθετη λέξη εξακολουθεί να παραμένει ζωντανή στη σημερινή ελληνική πραγματικότητα. Κλωτσιέται όμως σαν ένα παλιό, υφασμάτινο τόπι, όπως νά’ναι.
   Δε βρίσκω ιδιαίτερα ενδιαφέρον να καταγίνομαι με το τι θα πει μάγκας.. Η λέξη όμως χρησιμοποιείται χύδην στη καθημερινή πραγματικότητα, χωρίς να είναι ξεκάθαρο το περιεχόμενό της. Ακόμα, θεωρείται ότι λάμπει, και όντως λάμπει. Είναι μιά πολυσήμαντη λέξη που η χρήση της δε ξοδεύτηκε στην εποχή που αναφερόμαστε. Έτσι πιστεύω και αυτό θέλω, με απλά μέσα, να αποδείξω.

   Βαδίζουμε προς εποχές που οι συνθήκες απαιτούν γλώσσα αποτελεσματική και ξεκαθαρισμένη στα καθημερινά, τουλάχιστο, νοήματα της. Αυτό είναι και καλό και κακό. Καλό, γιατί οι άνθρωποι μπορούν να συνεννοούνται γρήγορα και τα μηνύματα να βοηθούν τις εργασίες να εκτελούνται ταχύτερα. Κακό, γιατί η αποτελεσματικότητα, δηλαδή η κωδικοποίηση, μιάς γλώσσας πάμπλουτης και πολυεπίπεδης όπως η ελληνική, σημαίνει ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο «στραγγαλισμό» της.
Μέσα από μιά τέτοια σύγχρονη οπτική, η λέξη μάγκας αποτελεί μιά έννοια με πολλά συμπυκνωμένα νοήματα και είναι ιδιαίτερα χρήσιμη γιά ταχεία επικοινωνία ανάμεσα στους ανθρώπους.

Το παρακάτω απόσπασμα είναι απο το βιβλίο «Μάρκος Βαμβακάρης» - Αυτοβιογραφία, Κάιλ – Βέλλου, Αγγελική. Θεωρώ πως η περιγραφή, στον πρόλογο, της έννοιας μάγκας  είναι η καλύτερη, ως σήμερα (2007) Γράφει η συγγραφέας :

   Τί είναι οι μάγκες σαν κοινωνική ομάδα ;

Από την εργατιά ξεπηδάει μιά ομάδα που ίσως αποτελείται από τους πιό έξυπνους, πιό ανήσυχους, πιό ανυπότακτους και ίσως πιό πεισματάρηδες, ή ακόμα κι απο άτομα με ιδιαίτερες ικανότητες παραδοσιακού τύπου. Αυτή η ομάδα στις πόλεις δημιουργεί έναν τρόπο ζωής σαν αντιδραση στον αστικό.

   Στην Ελλάδα μιά τέτοια ομάδα ήταν οι μάγκες και πριν απ’ αυτούς οι Κουτσαβάκηδες.

Αυτο δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Κάθε χώρα στην ανάλογη καμπή της ιστορίας της έχει να μας δείξει παρόμοιες κοινωνικές ομάδες που προβάλλουν αντίσταση στη νέα κουλτούρα, ιδεολογική και προσωπική αλλά όχι πολιτική.

 « Οι μάγκες που ρώτησαν «Τι θα πει μάγκας ;» ξέραν πολύ καλά «τι λέει και τι νομίζει
    ο κόσμος», και στωικά μου δώσαν το δικό τους ορισμό που έχει δυό βασικά στοιχεία :
 
   Ο μάγκας ξέρει να ζει. Δηλαδή του αρέσουν τα ωραία. Η μουσική και ο χορός, η καλ παρέα και το μαύρο, η γυναίκα και η αποχή απο τις κραυγαλέες ανάγκες της καθημερι- νότητας, αποτελούν την ουσία «τα ωραία».

   Δεν πειράζει κανένα και δεν θέλει να τον πειράζουν. Αυτή η στάση ανοχής απέναντι στο  συνάνθρωπό του δεν είναι μόνο ένας τρόπος για να βρει την ησυχία του, είναι βασική  αξία που δεν είναι παραδοσιακή. Ξεπροβάλλει απο τις συνθήκες ζωής στην πόλη, όπου συνωστίζεται κάθε καρυδιάς καρύδι. Είναι σεβασμός για την προσωπικότητα, είναι  πίστη στην πλήρωση που έρχεται σαν αποτέλεσμα προσωπικής εκλογής.

   Ο μάγκας για τον εαυτό του έχει διαλέξει, όπως είπαμε, «τα ωραία» και απορρίπτει το κυνήγι του χρήματος. Η δουλειά είναι αναγκαία για την ανεξαρτησία του και για να ζήσει την οικογένειά του. Η οικογένεια συνήθως δεν συμμερίζεται τις αξίες του μάγκα και γι αυτό δεν συμπεριλαμβάνεται στα «ωραία», πρέπει όμως να είναι «εντάξει», να μην της λείπουν τα μέσα για μιά αξιοπρεπή ζωή.

   Ο μάγκας, ενώ στο χρήμα είναι ολιγαρκής και ποτέ δε θα θυσίαζε «τα ωραία» στο κυνήγι του χρήματος, θυσιάζει «το παν» για το μεράκι του, το πάθος του. Σ’ αυτό το σημείο έρχεται σε σύγκρουση με την «κοινωνία» που τον βρίζει σαν ελεεινό και σάπιο στοιχείο.
   Ο μάγκας επιμένει.Αυτό είναι ίσως το πιό σπουδαίο σημείο της ανθρωπιάς του. Απο την κοινωνία έχει αποκοπεί, δηλαδή απο την εξάσκηση δύναμης και εξουσίας. Συνήθως είναι ένας άτεχνος εργάτης, ή κι  αν είναι τεχνίτης πάλι η επιρροή του είναι μηδαμινή.

     Στη μουσική και το χορό καθώς και στις άλλες εκδηλώσεις του (ντύσιμο, κουβέντα) είναι ελεύθερος όχι μόνο να εκφράσει τον πόνο του για την αδυναμία και τη σκληρή ζωή του αδύνατου, αλλά να χρησιμοποιήσει όλη του την εξυπνάδα, όλη του την υπομονή, την εφευρετικότητα, τη δίψα του για τάξη, την παράδοσή του και να δημιουργήσει τέχνη. Σ’ αυτή την τέχνη διοχετεύει όλες του τις ικανότητες και τα χαρίσματα που το κοινωνικό σύστημα, ακριβώς επειδή τον έταξε στο περιθώριο, υποστηρίζει ότι δεν έχει. Γι αυτό και η τέχνη του δεν είναι τόσο σφοδρή και δυνατή. Είναι η απόδειξη της αξίας του και της ελευθερίας του.

   Η τέχνη του είναι απλή, μετρημένη, αυστηρή. Ο τελετουργικός χαρακτήρας αυτής της τέχνης κρατά την ομάδα ζωντανή.

   Ο αστός δεν μπορεί να καταλάβει το περιεχόμενο της τέχνης αυτής, που είναι εν μέρει η μιζέρια και οι «φρικαλεότητες» του υποκόσμου και νομίζει ότι οι απόκληροι γλεντούν ακριβώς αυτές τις φρικαλεότητες. Ο αστός έχει μάθει να βλέπει τάξη, μέτρο, εξυπνάδα και ομορφιά μόνο στο δρόμο που οδηγεί στο χρήμα, στη δύναμη, στη σιγουριά. Τυφλά τελείως αγνοεί ότι οι μάγκες χαίρονται την αυστηρή τάξη, ομορφιά και μέτρο της μουσικής,και του χορού τους που οι ίδιοι με τη θέλησή τους επέβαλαν σαν απάντηση στο χάος που τους κληροδότησε η κοινωνία.

   Ο μάγκας ζει πραγματικά στην παρέα του. Η παρέα αντικαθιστά την οργανωμένη γύρω απ’ το Κέντρο κοινωνία. Μέσα στην παρέα όπως και μέσα στο εργοστάσιο, το άτομο βερίσκεται έξω απο την οικογένεια, όμως η προσωπικότητά του δεν ισοπεδώνεται, όπως μπροστά στη μηχανή. Στη μαγκιά η προσωπικότητα με όλα της τα χαρακτηριστικά και τις ιδιοτυπίες είναι ακριβώς η προσφορά του ατόμου στο σύνολο της παρέας. Η παρέα είναι ανομοιογενής. Άλλος είναι από την Κούλουρη, άλλος από την Σύρα, άλλος απ’ την Κρήτη, τη Ρούμελη, τη Θεσσαλία. Κι ο μάγκας που θα καταφέρει να προσφέρει χαρά, παρηγοριά, θάρρος, ζεστασιά, υπομονή, ελπίδα, ρυθμό, τραγούδι, σοφία κλπ., φερμένα από την δική του πατρίδα κι απο την δική του παράδοση με τρόπο που να είναι αποδεκτός, αντιληπτός και θαυμαστός σ’ αυτήν την παρέα, αυτός ο μάγκας αναγνωρίζεται…

… Η σχέση της στάσης του μάγκα με τη στάση του σοσιαλιστή είναι πολύπλοκη. Και οι δύο καταγγέλλουν τις συνθήκες ζωής της εργατικής τάξης σαν απάνθρωπες. Ο μάγκας στωικά βρίσκει πως δεν μπορεί να τις αλλάξει και αποτραβιέται στην παρέα του. Ο σοσιαλιστής αγωνίζεται με συνδικαλιστική οργάνωση κλπ. να παλέψει με το κέντρο για να δημιουργήσει μιά δίκαιη κοινωνία. Ο μάγκας αγωνίζετα, αναπλάθοντας την παράδοση,
 να βρει έκφραση που θα ανακουφίσει τον πόνο του.

   Η φιγούρα του μάγκα αποτελεί ένα αμφίρροπο παράδειγμα για όλη την εργατική τάξη και ιδίως για τη νεολαία της. Ο μάγκας στις εργατογειτονιές προβάλλει ένα στιλ ζωής που έχει την ηρωική αίγλη της προσωπικής αντίστασης. Αν η σοσιαλιστική κίνηση δεν είναι ακμαία και δεν έχει αναδείξει τους δικούς της ήρωες, είναι φανερό ότι ο μάγκας παρουσιάζει ασυναγώνιστη γοητεία ».









Όταν ζητήσει κανείς απο μιά νοικοκυρά του παλιού καιρού να εξηγήσει πως φτιάχνει ένα συγκεκριμένο φαγητό, τη φέρνει σε πολύ δύσκολη θέση. Μιλάω γι αυτές τις γυναίκες που δε μπήκαν στις διαδικασίες των μαγειρικών συνταγών, ούτε μέτρησαν   ποτέ τους χρόνους ψησίματος, βρασίματος ή τηγανίσματος. Ήταν γυναίκες που έμαθαν να μαγειρεύουν μέσα απο την παρατήρηση των μανάδων τους, ή άλλων γυναικών. Οι αισθήσεις τους, κυρίως αυτές της όρασης και της όσφρησης, ήταν εξασκημένες στο έπακρο. Αν όμως ο ερωτών ανήκε  στους ανθρώπους της  «αντίπερα όχθης» εκεί τα πράγματα γινόταν πολύ δυσκολότερα γι αυτές.Μπερδεύονταν, μπαίναν σε διαδικασίες να μετράν και να ζυγίζουν την κάθε τους λέξη, 
κομπλάραν, όπως λέμε.


Κάτι αντίστοιχο έγινε και με τους παλιούς ρεμπέτες όταν άρχισαν να τους ζητάνε να ορίσουν λέξεις και έννοιες που  το περιεχόμενό τους θεωρούνταν αυτονόητο και γνωστό σε «όλους». Κανείς βέβαια, απο τους ομοίους τους, δε τους είχε ρωτήσει ποτέ, ούτε και χρειαζόταν να το αρθρώσουν για τον εαυτό τους. Είναι γνωστή, άλλωστε, η δυσκολία των περισσότερων ανθρώπων να δώσουν ορισμούς. (Οι σημερινοί μαθητές της Μέσης εκπαίδευσης έχουν τις ίδιες δυσκολίες). Άμα βρεθούν στην ανάγκη προσπαθούν αλλά, βρίσκοντάς τα σκούρα, εγκαταλείπουν την προσπάθεια και καταφεύγουν σε παραδείγματα, παροιμίες κλπ. 

 ”Το πηγάδι άμα δε του κάνεις μπα, μπου δε σου κάνει”, είπε κάποια στιγμή
 ο Μάρκος Βαμβακάρης, υπαγορεύοντας τη ζωή του στον άνθρωπο της «αντίπερα όχθης», Αγγέλα Κάιλ και προσπαθώντας να διευκρινίσει τι σημαίνει μάγκας.
Υπάρχει όμως και μιά άλλη πλευρά στο θέμα της μετάδοσης πληροφοριών από τη μεριά των μεγάλων στην ηλικία ανθρώπων.Απ’ τη μιά μεριά κολακεύονται όταν έρχονται οι νεότεροι και τους ρωτάνε, με σεβασμό, γιά πράγματα που έκαναν και τα γνωρίζουν.Απ’ την άλλη, ακόμα κι αν αντέχουν να εξηγήσουν, κάτι μέσα τους αρνείται, μουλαρώνει, βλέπει το μάταιο της υπόθεσης και τους φρενάρει. Αυτή η αντίρροπη εσωτερική δύναμη που πάει κόντρα, ξέρει πολύ καλά τους λόγους.

 «Απαξιεί, όχι γιατί φοβάται το διάλογο, αλλά επειδή η ωριμότητα, όταν καταλήγει στη σιωπή, το κάνει σαν οριστική απάντηση στις δυνάμεις που σπατάλησε. Αυτός που ξέρει δεν μιλάει, γιατί αυτό που ξέρει δεν λέγεται. Απλώς αποχωρεί. Παραιτείται. Ζει το υπόλοιπο του βίου του σαν τιμωρία γιά τις αυταπάτες του».
                                   «Περί μέθης», Κ. Παπαγιώργης, σελ. 1







”Για τη λέξη μάγκας θα μπορούσε κανείς να γράψει ένα ολόκληρο βιβλίο», ομολογεί κάπως αμήχανα ο Tony Clein στο γλωσσάρι, μέσα στο εξαιρετικά, πληροφοριακό βιβλιαράκι του CD – τα Μόρτικα. Και συνεχίζει, «…εν συντομία, ορίζει ένα πρόσωπο που ενσαρκώνει τα ιδεώδη του κόσμου μέσα στον οποίο ζούσε, σ΄ότι αφορά στην τιμή, το νταηλίκι και το γενικότερο στιλ».


Προσωπικά, δε θεωρώ πως είναι τόσο εκπληκτικά πολύπλοκο ώστε να χρειαζόμαστε ένα ακόμα  πολύλογο βιβλίο. Διαλέγω πρώτα ένα εύκολο δρόμο. Παραθέτω μερικές εξηγήσεις λεξικογράφων που «είδαν το πράμα απέξω» και κάποιες άλλες, ανθρώπων της φάρας που «ζούσαν το πράγμα από μέσα».


ΟΙ «ΑΠΕΞΩ»

1ο : Νέο ελληνικό λεξικό του Εμμ. Κριαρά
μάγκας : 2. άνθρωπος του υποκόσμου με προκλητική συμπεριφορά. (...)
2ο : Λεξικό Μπαμπινιώτη
μάγκας :   α) πρόσωπο που ακολουθούσε περιθωριακό τρόπο ζωής, απείθαρχη και αντισυμβατική συμπεριφορά και που συχνά σχετιζόταν με τον υπόκοσμο, συμμετέχοντας σε παράνομες δραστηριότητες (…)
β) πρόσωπο που ζούσε ανέμελα με γλέντια και καταχρήσεις (...)
3ο : Λεξικό της Πιάτσας του Β. Καπετανάκη
μάγγας (με δύο γ) : 1. ο μόρτης, ο έξυπνος / 2. ο πεπειραμένος / 3. ο καπάτσος, ο άνθρωπος της πιάτσας / 4. ο  άνθρωπος της υπόπτου και ασύδοτης ζωής
4ο Λεξικό της Πιάτσας – Ζάχου
μάγκας : άτομο έξυπνο και πεπειραμένο σε ότι αφορά το αλισβερίσι της Πιάτσας και τις διαπροσωπικές σχέσεις... δρούσε σύμφωνα μ’ ένα ιδιότυπο δικό του (;) κώδικα, που οι κανόνες του δεν είχαν τίποτε το κοινό με τους κανόνες του ξενόφερτου και μονοκόμματου νομικού συστήματος που επέβαλλε στον ελληνικό χώρο η συγκεντρωτική και παρεμβατική αστική εξουσία.
5ο : Αγγελική Βέλλου - Κάιλ
Στην εισαγωγή της στην αυτοβιογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη, επεκτείνεται και δίνει, κατά τη γνώμη του λεξικογράφου, συγκεκριμένα στοιχεία που συνέλεξε θέτοντας σε ανθρώπους της φάρας το ερώτημα, «τι είναι μάγκας;». Αναφέρω, προς το παρόν, μόνο δύο σημεία:
1)      « Ο μάγκας ξέρει να ζει. Δηλαδή, του αρέσουν τα ωραία. Η μουσική και ο χορός,η καλή παρέα και το μαύρο, η γυναίκα και η αποχή απο τις κραυγαλέες ανάγκες της καθημερινότητας, αποτελούν την ουσία της έννοιας «τα ωραία».  2) Δεν πειράζει κανέναν και δεν θέλει να τον πειράζουν. Αυτή η στάση ανοχής απέναντι στον συνάνθρωπό του δεν είναι μόνο ένας τρόπος για να βρει την ησυχία του, είναι βασική αξία που δεν είναι παραδοσιακή. Ξεπροβάλλει απο τις συνθήκες ζωής στην πόλη, όπου συνωστίζεται κάθε καρυδιάς καρύδι. Είναι σεβασμός για την προσωπικότητα, είναι πίστη στην πλήρωση που έρχεται σαν αποτέλεσμα προσωπικής επιλογής».

ΟΙ «ΑΠΟΜΕΣΑ»

6ο : Μάρκος Βαμβακάρης – Αυτοβιογραφία – Αγγελική Βέλλου - Κάιλ
”… ο κόσμος σου λέει, μάγκας είναι άνθρωπος που μην τόνε  ζυγώνεις. Αλλά σας διαβεβαιώ ότι μάγκας είναι ήσυχος, πολύ ήσυχος άνθρωπος. Δεν πειράζει κανένα. Άμα είναι καλός άνθρωπος εννοείται. Άμα είναι παλιάνθρωπος, θά’ναι παλιάνθρωπος...» , ” …Πάντως οι μάγκες τότες, εκτός απ’ αυτούς που ήταν αιμοβόροι, ακόμη κι αυτοί που ήταν κλεφταράδες, ήταν άνθρωποι καλοί. Ήσυχοι, μερακλήδες, τους άρεζε το χασίσι και το όργανο. Δεν ήταν παρα- δόπιστοι...»
7ο : Νίκος Μάθεσης – Ρεμπέτικη ιστορία.1 – Κώστα Χατζηδουλή
”… Όλοι οι μάγκες έτσι ήταν. Δεν πείραζαν ούτε  κουνούπι, άμα δε τους πείραζες. Ποτέ δεν έκαναν νταηλίκια χωρίς λόγο...”
8ο : Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας, απο το βιβλίο «Μπαγιαντέρας» του Κώστα Χατζηδουλή
” …(αναφέρεται στον Μιμίκο τον Μπογιατζή)  Και αληθινός μάγκας, ε!  Ποτέ δεν ανακατεύτηκε σε λαθρεμπόρια, κλοπές, στην παρανομία, στον τζόγο, σ’ αυτά. Καμιά σχέση με τον υπόκοσμο και τους κακούργους του Πειραιώς. Δουλεία μόνο. Και το βράδι μπουζουκάκι και τσιμπούκι στον τεκέ. Τίποτε άλλο. Γνήσιος μόρτης ”
9ο : Τάκης Μπίνης – ΒΙΟΣ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΣ – Ιωάννα Κλειάσιου
« Η μαγκιά έχει τρία θεμελιώδη αξιώματα που αρχίζουν όλα απο Σίγμα», μου θύμισε πρόσφατα. «Σοβαρότητα, σύνεση, συνέπεια»…« Μαγκιά σημαίνει σοβαρότητα, συνέπεια, μετριοφροσύνη κι απλοχεριά»

Αυτά με τα παραδείγματα των «απέξω» και των «απο μέσα». 
Η άποψη του συγκεκριμένου γραφτού είναι : σ’ ότι αφορά τους «απέξω», η διαφωνία ξεκινάει απ’ το ότι δε συμφωνώ στη σημασιολογία των εξηγήσεων που χρησιμοποιούνε. Οι ορισμοί τους είναι μονοδιάστατοι γιατί είναι άνθρωποι της «αντίπερα όχθης» και παλινδρομούν ανάμεσα στην άγνοια και στο χρωματισμό με τα χρώματα που βολεύουν το σκοπό τους ή την τάξη που ανήκουν.  Σ’ ότι αφορά τους «απο μέσα», οι διαφωνίες είναι παραπλήσιες, πάλι σημασιολογικού χαρακτήρα. Αφενός, έρχονται σε αμηχανία και δυσκολεύονται να εξηγήσουν μιά λέξη που τη θεωρούσαν αυτονόητη όπως και την αναπνοή τους, αφετέρου η ατμόσφαιρα που δημιουργείται όταν τους τίθενται ερωτήματα, η εμφάνιση, το φύλο του ερωτώντος, επηρρεάζει την απάντηση. Ναι, μεν δίνουν παραπλήσιες εξηγήσεις, αλλά με άλλους κώδικες, με άλλη ματιά. ”Δεν πείραζαν ούτε κουνούπι”, λέει ο πολύς Μάθεσης αλλά, αν αστειευτούμε λίγο, αν κάποιοι απ’ αυτούς τους «καλούς ανθρώπους» υποψιάζονταν ότι το κουνούπι «αμολήθηκε» απο κάποιον που ήθελε να τους πειράξει, μπορούσαν να μεταβληθούν σε μαινόμενους ταύρους, όπως το συνήθιζε κι ο ίδιος, και να ξεσπάσει μιά αιματοχυσία. Είναι αυτός ο ψυχολογικός μηχανισμός κάποιων ανθρώπων που ξεχειλάει το μαύρο ποτάμι μέσα τους και, όποιον πάρει ο Χάρος. Σημαντικότατο ρόλο, μέσα στο θυμό που τους κυριεύει , παίζουν και οι παριστάμενοι, δηλαδή η φήμη τους, η τιμή, με τον τρόπο που την εννοούσαν. Ακόμα, τα κύματα φόβου που κατάκλυζαν το χώρο και που τους βόλευαν για τη διατήρηση της φήμης τους.

 Στον αδιάκοπο πόλεμο που ξεκίνησε η, δήθεν, αστική τάξη απο την απελευθέρωση της Ελλάδας έως και σήμερα, η λέξη «μάγκας» έχει περάσει από σαράντα κύματα και περιτυλιχτεί, εξαρχής, με ένα αρνητικό περιεχόμενο. Ο αδιάκοπος πόλεμος κατέληξε τελικά σε μιά Ελλάδα με λαϊκοφανή – μικροαστική ιδεολογία, απ’ άκρη σ’ άκρη.  
Υποστηρίζεται ακόμα ότι «μάγκες δεν υπάρχουν πιά, τους πάτησε το τρένο» και άλλα παρόμοια. Η διαφωνία μου είναι ριζικά αντίθετη.
Με μιά σημερινή θεώρηση της λέξης, μάγκας είναι αρχικά, πέρα απο ρομαν- τισμούς και στείρες νοσταλγίες, ο εντάξει άνθρωπος. Αυτός που έχει μιά απλή φιλοσοφία για το περατό της ζωής και προσπαθεί, ανάλογα με τις δυνάμεις του, να μην πέσει θύμα των διαφόρων χριστιανοαστικών «πρέπει». Είναι ο άνθρωπος που του αρέσει η διασκέδαση (και σε ποιόν δεν αρέσει;), που του αρέσουν «τα ωραία», όποια κι αν είναι αυτά. Ο πραγματικός μάγκας είναι άνθρωπος χαμηλών τόνων. Ξέρει πότε ν’ ανοίξει το στόμα του και πότε να το κλείσει. Ξέρει, και γι αυτό δεν επιδεικνύεται. Ακριβώς γι αυτό είναι, συχνά, βαρύς. Σέβεται τους άλλους και απαιτεί να τον σέβονται το ίδιο. Δε πειράζει κανέναν και δε θέλει να τον πειράζουν. Ο πραγματικος μάγκας δεν είναι δειλός. Δε φοβάται να λέει τη γνώμη του και χειροδικεί, όταν δεν έχει άλλη διέξοδο.  Δε καταναλίσκεται σε άσκοπους καυγάδες και αποφεύγει τις κακοτοπιές, εκτός αν κάποιες καταστάσεις του θίγουν τους παραπάνω βασικούς κανόνες του. Έτσι άλλωστε έκαναν οι πιό έξυπνοι απ’ αυτούς και ιδιαίτερα, στο χώρο των συνθετών και μουσικών, αυτοί που είχαν επίγνωση του ταλέντου τους και του έργου που ήθελαν να δημιουργήσουν (δυό καλά παραδείγματα είναι,  ο Μ. Βαμβακάρης και ο Β. Τσιτσάνης).  Ο πραγματικός μάγκας κουβαλάει μέσα του μιά σειρά απο διαχρονικούς, στοιχειώδεις κανόνες που ρύθμιζαν τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Αυτή είναι και η αχίλλειος  πτέρνα του. Όταν είναι απλός λαϊκός άνθρωπος, δεν καταλαβαίνει ότι ο κόσμος γύρω του αλλάζει με καταιγιστικούς ρυθμούς. Εκεί, έρχεται σε σύγκρουση με το περιβάλλον του και με τον εαυτό του, με απρόβλεπτες συνέ- πειες. Όταν είναι «ψαγμένο» άτομο καταλαβαίνει, πλην όμως δε συμφωνεί και «μαζεύεται», φτάνοντας ως τη μισανθρωπία.


             Ποιός έχει μαύρη την καρδιά να γίνουμε συντρόφοι,
             να περπατούμε σ’ ερημιές, να μη θωρούμ’ ανθρώποι

                      «Χουζάμ μανές» (1930) με τον Κώστα Νούρο
                                                      
                 Νά’βρισκα ένα πέλαγος, μιά ξέρα να καθήσω,
                 κι απ’ τα πολλά μου βάσανα, λίγα να λησμονήσω.
                 Από τον κόσμο μακριά και πάντα μοναχός μου,
                 ανθρώπους να μη βλέπω πιά, να μου περνάει ο καημός μου.
                 Να με φυσάει ο άνεμος, να με χτυπάει το κύμα,
                 έτσι να βασανίζομαι, Θεέ μου, δεν είναι κρίμα ;

                            (στίχοι του Μάρκου Βαμβακάρη)

                                                      
                      ”Ακόμα και στην Κόλαση μονάχος θέλω νά’μαι,
                       δε θέλω ούτε ν’ αγαπώ, ούτε να μ’ αγαπάνε

                         στίχος του κουρασμένου ψυχολογικά και
                       ”υπερπλήρους” Βασίλη Τσιτσάνη από το τρ.
                               «Ακόμα και στην Κόλαση» (1958)

    
Υπάρχουν σήμερα μάγκες; 


Η απάντηση είναι, ναι και πάντα θα υπάρχουν. Και όχι μόνο στον τόπο μας όπως, αυτάρεσκα, μας αρέσει να πιστεύουμε. Μάγκες μπορεί κανείς να δει σ’ όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη.
Ο μάγκας δε χρειάζεται να είναι, αποκλειστικά, λαϊκό φτωχαδάκι. Μπορεί κάλλιστα να είναι ματσωμένος – αρχοντόμαγκας, όπως λέγανε - αλλά, προϋπόθεση, νά’χει περάσει και νά’χει ζήσει μέσα στα χαμηλά λαϊκά στρώματα.

Έχω χρόνια να δω μάγκα ν’ αυτοτραυματίζεται για να ξεσπάσει και να μη χτυπήσει αυτόν ή αυτούς που τον πρόσβαλλαν. Αυτοτραυματισμός παλιότερα ήταν να πληγωθεί κανείς μόνος του με μαχαίρι, να χτυπήσει το κεφάλι του στον τοίχο, να σπάσει με ανοιχτή την παλάμη του ποτήρια, τζάμια κλπ. Η υπέροχη αυτή πράξη δείχνει καθαρά ένα από τα σημεία που χαρακτηρίζουν τον πραγματικό μάγκα.

Ένας άλλος τρόπος να ορίσει κανείς τη λέξη μάγκας είναι : το άτομο που συνειδητά αντιστέκεται στο περιρρέον κοινωνικό σύστημα, εφόσον το βρίσκει άδικο,  και περιχαρακώνεται σε ένα χώρο που στεγάζει ομοίους του. Η λέξη συνειδητά υπογραμμίζεται γιατί δε θεωρώ ότι η  επιλογή  του κόσμου του περιθωρίου, της παρανομίας, της μαγκιάς, ήταν, ή είναι, μιά συνειδητή επιλογή. Υπαγορευόταν, όπως ακριβώς γίνεται και σήμερα, απο τις κοινωνικές συνθήκες, την εκπαίδευση, τον άμεσο και τον έμμεσο περίγυρο (οικογένεια, ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον) και τον τρόπο που το κάθε άτομο επεξεργαζόταν την κατάσταση της ζωής του, τις ελπίδες, τις προοπτικές για το μέλλον κλπ.
Οι διεργασίες αυτές συμβαίνουν σ’ όλους μας, σε κάποια πρώιμη ηλικία, μέσα απο ένα σιωπηλό διάλογο με τον εαυτό μας. Το βασικό θέμα είναι, τι είδους δυνητικές επιλογές έχει το κάθε άτομο, ακόμα κι αν αυτές είναι ουτοπικές.
   Ακόμα, η λέξη συνειδητά υπογραμμίζεται για να δηλώσει και επιτείνει τη διαχρονικότητα της χρήσης της έννοιας «μάγκας» και στις σημερινές εποχές και να τραβήξει το μυθικό πέπλο με το οποίο τυλίξαμε τους παλιούς μάγκες.
Θα μπορούσαμε, σε τελική ανάλυση  να λέγαμε πως, μάγκας είναι (και) το άτομο που αρνείται να χάσει την ταυτότητά του, ανταλάσσοντάς την με υλικά αγαθά

Τί είναι η μαγκιά και ο κύκλος της μαγκιάς, αυτή η λέξη που έχει μυθοποιηθεί; Αφηνόμαστε να πιστεύουμε ότι η συμμετοχή στη μαγκιά τους έκανε περήφανους. Μαγκιά σήμαινε, έμμεσα, βρίσκομαι στο «περιθώριο». Την έννοια «περιθώριο», το «έξω» βέβαια, την ορίζαν οι «άλλοι». Το να βρίσκεται κανείς στο «περιθώριο», εξαιτίας αντικειμενικών συνθηκών, δεν αποτελεί πηγή χαράς. Πηγή περηφάνειας ναι, με την έννοια ότι το άτομο φτιάχνει ένα «γοητευτικό» είδωλο της κατάστασής του γιά να μη τρελαθεί. Άλλωστε, εκείνες τις εποχές, (μόνο εκείνες;) οι φτωχοί και οι άνθρωποι του «περιθωρίου», ήξεραν πως οι δυνατότητες να διαφύγουν απ’ αυτό ήταν μηδαμινές κι έτσι, προσπαθούσαν να δημιουργήσουν χαρά μέσα στα περιθώρια που είχαν. Εκεί, στο στενό και μικρό τους «κήπο» χτίζαν και την περηφάνεια τους.

Δεν υπάρχει καμιά περίπτωση να καταλήξουμε σ’ ένα γενικά αποδεκτό ορισμό της λέξης «μάγκας», ούτε και χρειάζεται. Μπορούμε βέβαια να ορίσουμε, μέσες-άκρες, τι «εννοούσαν» οι «ρεμπέτες», αλλά η λέξη είναι τόσο σταμπαρισμένη ταξικά πού ο ορισμός θα ισχύει μόνο γιά τους/τις «εντός των τειχών» του «ρεμπέτικου».
Εμείς σήμερα, όσο κι αν ακούγεται υπερφίαλο, μπορούμε πολύ καλύτερα από κείνους που ζούσαν μέσα στη μαγκιά, να ορίσουμε το τι σημαίνει μάγκας. Έχουμε στη διάθεσή μας τον αναγκαίο αριθμό πληροφοριών και το «ψυχρό» μυαλό για να το κάνουμε, φτάνει να μην είμαστε σκιασμένοι από άγνοια και, απο χέρι, αρνητική ιδεολογία και στάση.

Οι «άλλοι», όταν λένε, «πώπω, πολύ μάγκας», «μάγκας, παιδί μου», «έλα, μωρέ, ένας μάγκας είναι», εννοούν σαφώς, έναν άνθρωπο «λαϊκό» (βλ. «κατώτερης υποστάθμης»), «αλήτη, άνθρωπο του δρόμου», όπως το εννοούν «αυτοί».

Κάποιοι/ες από τη μικροαστική τάξη, όταν λένε, «α, είναι πολύ μάγκας», εννοούνε, πολύ έξυπνος, ικανός να ελίσσεται. Οι νέοι (κυρίως) αλλά και οι νέες εννοούνε – αρκετά θολά -, παραπλήσιες ιδιότητες με αυτές που προσάπτονταν στη λέξη παλιά. Κοντολογίς, αυτόν που «ξηγιέται σωστά».

Τελειώνοντας, μιά εξήγηση της έννοιας μάγκας  θα μπορούσε νά’ταν κάπως έτσι :

 Μάγκας είναι αυτός που προβάλλει αντίσταση στην αλλοίωση της προσωπικοτητάς του και στην αλλοτρίωση από την κρεατομηχανή της καθημερινής ζωής.

Μιά τέτοια αντιμετώπιση της έννοιας μάγκας  είναι «επικίνδυνη» και εξοβελιστέα από το σύστημα. Δεν είναι μόνο ότι δε την καταλαβαίνει (κι όσο περνούν τα χρόνια καταλαβαίνει ακόμα λιγότερο, γιατί αυξάνεται η αλλοτρίωση των μελών και υποστηρικτών του), αλλά ξέρει, από προηγούμενες, ταξινομημένες κι αρχειοθετημένες αναλύσεις των εμπειριών, ότι μιά τέτοια στάση ζωής, ιδιαίτερα όταν παίρνει μορφή επιδημίας, το απειλεί – έστω και ευκαιριακά.
 
Άν οι τότε μάγκες του ’30 είχαν λόγους να αντιστέκονται στις «αλλαγές« γύρω τους (με όλη τη σχετικότητα που αυτό περιέχει, μιάς και δε μπορούσαν, ακόμα και αν ήθελαν, να συμμετάσχουν), οι λόγοι αυτοί είναι σήμερα, άπειρα πιό μεγιστοποιημένοι. Η σημερινή ζωή σε ένα κράτος που λειτουργεί, και δεν εννοώ βέβαια την Ελλάδα, απαιτεί την πλήρη ισοπέδωση του ατόμου και την αλλοτρίωσή του. Αν το άτομο είχε τη δυνατότητα να δει, στο σύνολο, τι του ζητούν, με αντάλλαγμα καταναλωτικά αγαθά, μάλλον θα αρνιόταν να μπει στη διαδικασία. Με τη μέθοδο του «Μιθριδατισμού» όμως,μπαίνει άθελά του στο παιχνίδι. Οι εσωτερικές φωνές αντίστασης, το στρες, οι στομαχικοί πόνοι, οι πονοκέφαλοι κλπ. έχουν, υποτίθεται, άλλες αιτίες που κατασιγάζονται/παρηγοριούνται με φαρμακευτικά σκευάσματα.

 Έτσι, μ’ αυτή την οπτική γωνία,η έννοια του μάγκα  έχει διαχρονική λειτουργία. Μπορεί να μη γίνεται να ξαναπαραχθούν ρεμπέτικα αλλά οι σχέσεις των ανθρώπων, όσο κι αν έχουν αλλάξει, περνούν τις ίδιες περιπέτειες... 


(περιγραφή ενός μάγκα και πρώην νταή, μπορείτε να βρείτε στο παρακάτω link)