Δευτέρα 30 Μαΐου 2011





Μιά φιλική απάντηση 
με αφορμή δυό απόψεις
για το Ρεμπέτικο

Οι άνθρωποι που αγαπούν το Ρεμπέτικο χωρίζονται, χονδρικά, σε δυό κατηγορίες.

1.   σ΄αυτούς που ψάχνουν, θέλουν να μάθουν, να γνωρίσουν, να παίξουν και να νιώσουν, κύρια να νιώσουν

και,

2.   σ΄αυτούς που για να πιστέψουν σ΄οτιδήποτε παρεμβαίνει κι εκφράζει γνώμες και απόψεις για τη Μυθολογία που έχει αναπτυχθεί, απαιτούν επιστημονικά κριτήρια και πονήματα, μπροστά στα οποία έχουν μάθει να στέκονται προσοχή.

Τί είναι ένα επιστημονικό πόνημα για το Ρεμπέτικο;
Προφανώς, μιά εργασία που ερευνά τα υπάρχοντα στοιχεία, τα συγκρίνει μεταξύ τους και με άλλα παρόμοιων παραδοσιακών μουσικών, τα εναποθέτει κάτω από μιά επιστημονική μεθοδολογία ή πολιτική ιδεολογία και εξάγει συμπεράσματα.

Μέχρι εδώ υπάρχουν δυό αδύνατα σημεία.
Ποιά επιστημονική μεθοδολογία και ποιά πολιτική ιδεολογία;

Επιπλέον, υπάρχει ακόμα ένας σημαντικός παράγων.
Το είδος του ανθρώπου που ερευνά, κατά πόσο παραδίνεται στην επιστημονική ή πολιτική μεθοδολογία ή ιδεολογία, κατά πόσο έχει ζήσει τη ζωή γενικότερα, πόσο έχει γνωρίσει, εκ του σύνεγγυς, το Ρεμπέτικο και πόσο κρατάει, στο δυνατό βαθμό, "ψυχρή και γαλήνια" απόσταση, χωρίς να χάνει την αισθαντικότητά του.

Μα, η αισθαντικότητα δεν έχει θέση μέσα σ΄επιστημονικά πονήματα, θα αντιτάξουν πολλοί. Το επιστημονικό πόνημα πιστεύεται πως πρέπει να είναι αντικειμενικό, ψυχρό και άτεγκτο στο ξεδίπλωμά του.

Ναι, αλλά το Ρεμπέτικο είναι μιά μουσική των αισθήσεων και όχι ένα κρύο αντικείμενο που μπορεί να πλησιαστεί και εξεταστεί μόνο επιστημονικά.

Ο παρακάτω μεγαλοφυής επιστήμων Stephen Hawking, 


γεννήθηκε το 1942. Σε ηλικία 20 χρονών πληροφορήθηκε ότι έπασχε από μιά ασθένεια του νευρομυικού συστήματος και ότι σύντομα θα πέθαινε. Ο άνθρωπος αυτός ζει και βασιλεύει και σοκάρει κάθε τόσο με τις γνώμες του. Τον αναφέρω γιατί η περοχή που ερευνά είναι το Διάστημα. Αν και δε πρόλαβε να έχει εμπειρία ζωής, δε συναντάει πρόβλημα γιατί το αντικείμενό του είναι ακόμα άγνωστο και βγάζει τα συμπεράσματά του με τη μελέτη και τη βοήθεια του άξιου μυαλού του. 
Μπορείτε να φανταστείτε μιά ανάλογη περίπτωση επιστήμονα που ερευνούσε το Ρεμπέτικο κλεισμένος στο σπίτι του και καθισμένος από τα είκοσί του χρόνια σε μιά αναπηρική πολυθρόνα;

Μιά παρένθεση.


Ο Άλμπερτ Αϊνστάιν όταν μιλούσε σε όχι ακαδημαϊκούς κύκλους, γινόταν κατανοητός κι απ΄τον τελευταίο εργάτη.


Σ΄αντίθεση μ΄αυτό, θυμάμαι μιά απομαγνητοφωνημένη συζήτηση ανάμεσα σε τρεις Έλληνες διανοούμενους και το Γιώργο Βέλτσο που έπαιζε το ρόλο του εισηγητή. Τα θέματα και ο τρόπος που τα ακουμπούσαν οι τρεις ήταν κατανοητά. Μόλις ολοκληρωνόταν ένα θέμα αναλάμβανε ο Γ. Βέλτσος να το ανακεφαλαιώσει και συμπυκνώσει. Αποτέλεσμα, δε καταλάβαινα τίποτα και όχι μόνο αυτό αλλά, μ΄έκανε να αμφιβάλλω αν είχα καταλάβει σωστά αυτά που είχαν ειπωθεί προηγούμενα...



Δείγμα χειρισμού της γλώσσας από το Γιώργο Βέλτσο

H ποιητική είναι για μένα μια σωματολογία", καθώς "μόνο το λεπτεπίλεπτο σώμα του ποιητή είναι ικανό να εισπράξει όλους τους κραδασμούς και μπορεί να δεχθεί τη διαταρακτική δράση των παθών", λέει ο καθηγητής Γιώργος Βέλτσος. 
Και λίγη σάτυρα ...


Ακόμα, θυμάμαι το σχόλιο ενός πολύ έξυπνου λαϊκού ανθρώπου που δε πήγαινε σχεδόν ποτέ πιά στον κινηματογράφο, δέσμιος καθώς ήταν της τηλεόρασης. Τον πήραμε να δει το L.A. Confidential ( http://en.wikipedia.org/wiki/L.A._Confidential_(film) και όταν τον ρώτησα μετά πως του φάνηκε μου είπε, "δε καταλαβαίνω γιατί να δω πράγματα που ξέρω ότι συμβαίνουν καθημερινά"(...).
Ανασύρω μιά άλλη, πολύ συμπαθητική και σεμνή άποψη
"Εμ πώς θα γίνει τώρα;; Αυτές οι εστίες αντίστασης που υπάρχουν θα κονταροχτυπιούνται σε ελιτίστικες συζητήσεις για θα συνεισφέρουν στην- κοινή όλων-αγάπη;;; Και στο κάτω κάτω τα λέμε κατ'ιδίαν στο Βόλο, με ένα ποτήρι και δυό χορδές, να ανάβουν τα πνεύματα αλλά τουλάχιστον θα είναι πάνω στο "σκοπό" 
Αυτά και συγνώμη για το θάρρος, αλλά...."νέος", καταλαβαίνετε!!!"
Ναι, ίσως. Είναι ένα σχόλιο που θα μπορούσε να βιωθεί σαν απάντηση σ΄όλα αυτά που γράφτηκαν παραπάνω. Όμως, βρισκόμαστε στο 2010 και είναι ένα "τράβηγμα προς τα κάτω" και μιά ουτοπία το να μη παίρνουμε κάποιες άλλες οπτικές γωνίες κι όταν αυτό γίνεται να τις χαρακτηρίζουμε ελιτίστικες.

Χρησιμοποιώ τον όρο "θωρακικός" αντί του  "άνθρωπος της καρδιάς". Είσπραξα το σχόλιο,
"πόσες καρπαζές θα μάζωνε απ’ τον αλανιάρη Μάρκο αν του πέταγε: “γειά σου Μάρκο μου θωρακικέ!“;! "
Άραγε, τι θά΄λεγε ο Μάρκος αν άκουγε πως ο κόσμος του και κάποιος που τόλμησε να εκφέρει απόψεις, αντιμετωπίζεται έτσι;
"ο συγγραφέας παραθέτει τη γνώμη του για πρόσωπα και πράγματα, συνεπώς το πόνημα δεν είναι ουδέτερο και άρα μη-επιστημονικό (βλέπε πάνω), στα μέτρα πάντοτε ενός λεξικού" ;


Κατά την άποψή μου, λίγο ενδιαφέρουσες είναι οι συνεχώς ανακυκλούμενες συζητήσεις περί της καταγωγής της λέξης "ρεμπέτικο", ποιοί ακριβώς ήταν οι ρεμπέτες και κατά πόσο είναι γηγενές προϊόν ή είχε ανατολίτικες επήρρειες, όταν μιλάμε για πληθυσμούς των Οθωμανικών χρόνων που βρίσκονταν σε συνεχείς επιμειξίες.


Στην Ισπανία, η αντίστοιχη συζήτηση και έρευνα για την ακριβή καταγωγή του φλαμένκο οδηγήθηκε σε αδιέξοδα και σχεδόν εγκαταλείφθηκε.
Δε θέλω μ΄όλ΄αυτά να πω ότι είναι αναίτιες όλες αυτές οι συζητήσεις, φτάνει να μη καλύπτουν με κουρνιαχτό το όλο θέμα και δε μας αφήνουν να δούμε τίποτε άλλο.

Κυριακή 29 Μαΐου 2011







Ελεγείες του Μαύρου - Εκάτη

(7)



Εισχωρώντας αργά μέσα στο Μαύρο,
όπως αργά εζούμαρε  ο Andrei Tarkovsky
μπαίνοντας στο μισοσκότεινο δωμάτιο της "Νοσταλγίας",
παραμερίζουν ανθρακιές δαντέλες.
Ρινίσματα σιδήρου ίπτανται περιέργως
και μαύρα φτερά που ξεκόλλησαν
όταν ο Κ. Σμυρλής *1 ετρόμαξε
που του ξεφύτρωσε απ΄τον ώμο.

Καπνισμένα πτώματα αηδονιών,
μαύροι ηλεκτροφόρους ιχθείς
που έβγαλε ο αέρας απ΄τα βάθη των Ωκεανών
και DNA από punks που πέθαναν μες τα ναρκωτικά.
Κι αυτό είναι μόνο ο προθάλαμος...

Μετά έρχονται καταιγηδόν
τα Μαύρα Φώτα που σαρώνουνε το Φόβο,


το εσωτερικό ετοιμοθάνατο*2 φεγγάρι του 'Αρη
κι εκεί μέσα, στον αχανή κρατήρα Stickney
κρύβεται το κυνηγημένο και τρομαγμένο ανδροειδές
Vallerio Jasarai *3


Μετά, 
το Μαύρο γίνεται πιό βαθύ,
αέρας σηκώνεται
κι ακούγεται φωνή βελούδινη να τραγουδά

"ποιός έχει μαύρη τη καρδιά
να γίνουμε συντρόφοι,
να περπατάμε σ΄ερημιές, 
να μη θωρούμ΄αθρώποι"


Εκεί,
το τοπίο τούμπα γυρίζει
καθώς σε ρουφάει μέσα του
προς ένα κυπαρίσσι
που καμπυλώνει απ΄τις βιτσιές του ανέμου
κι όπου,
σταθερά στη κορφή του γραπωμένο
ένα μαύρο πουλί
που
άλλοτε λέγεται Μαρίκα
κι άλλοτε Κατινάκι.





*2   θα πεθάνει σε 30-80 εκατομμύρια χρόνια
*3  όνομα ανδροειδούς από το ανέκδοτο μυθιστόρημα του Κ. Λαδόπουλου "Ηλέκτρα Ζ."


Παρασκευή 27 Μαΐου 2011

Οι δούλες...



Servant Girls on Sunday, 1923
Watercolour, 54x37 cm
Vaduz, Otto Dix Foundation

Το παρακάτω είναι προ-δημοσίευση λήμματος από το "Λεξικό του Ρεμπέτικου" που θα δημοσιευτεί σύντομα


δούλα η, δουλικό το, ουσ. [+] υπηρέτρια, οικιακή βοηθός : ”έχω γκόμενα μιά δούλα και της τά’χω πάρει ούλα ””μού’λεγε πως ήταν δούλα σε κυρά και ξηγιότανε (βλ.λ.) στη ζούλα (βλ.λ.) μιά χαρά ”/”Ε, ρε, πως περνάς (βλ.λ.) σαν έχεις γκομενίτσα δουλικό, σε περνάει ( = σε μπάζει) στην κουζίνα και σου λέει, βούρ, στο ψητό “
ΣΧΟΛΙΟ
: Η βαριά λέξη «δούλες» δίνονταν σε φτωχοκόριτσα, συνήθως απ’ την επαρχία, που τις στέλναν οι γονείς τους, έπειτα απο κάποιες υποτιθέμενες αμοιβαίες συστάσεις, να δουλέψουν σε σπίτια των μεγάλων πόλεων. Πολλές απ’ αυτές κατέληγαν στην πορνεία. Ήδη στα 1934 ο Βαγγέλης Παπάζογλου, απ’ τους πιό σημαντικούς συνθέτες, θίγει το θέμα στο δίσκο « Η Βολιώτισσα» (Ρόζα Εσκενάζι)

Η Βολιώτισσα – ζεϊμπέκικο (1934)

Μιά Βολιώτισσα τσαχπίνα μιά φορά
μ’ έμπλεξε μες’ την Αθήνα στα γερά.

Μού’ κανε τη χωριατάρα μιά χαρά,
μα αυτή ΄ταν αλανιάρα στα γερά.

Μού’λεγε πως ήταν δούλα σε κυρά
και ξηγιότανε στη ζούλα μιά χαρά.

Στα στενά του Μακρυγιάννη μιά χαρά,
κάθε βράδι μ’ ένα αλάνι στα γερά

Η λύση της πολυκατοικία ξεκίνησε δειλά στις αρχές του ’30. Η πενταόροφη που ανεγείρεται το 1931 πίσω από το Αρχαιολογικό Μουσείο, είναι, μάλλον, η πρώτη που προβλέπει δωμάτιο «υπηρεσίας». Αργότερα θα γίνει κανόνας, μαζί με τον μνημειώδη «μπιντέ» στο μπάνιο. H «αξιοπρεπής» αναβάπτιση της δούλας σε "υπηρεσία"
(«υπερεσία», όπως λέγανε και λέει ακόμα η πλειοψηφία των Ελλήνων), ήταν «απαραίτητη» γιά το καινούριο και «αισιόδοξο» πρόσωπο της ελληνικής κοινωνίας που ήθελε, με κάθε θυσία, να ξεχάσει… Το δωματιάκι λοιπόν της «υπερεσίας» (όπως λένε σχεδόν όλοι) που βρισκόταν κοντά στην κουζίνα, είχε, στην καλύτερη περίπτωση, ένα στενό παραθυράκι που έβλεπε στον βρωμερό και μελαγχολικό φωταγωγό και έμοιαζε με κελί φυλακής. Μόλις χωρούσε ένα κρεβάτι. Εκεί μέσα έμενε η δούλα, η σκλάβα του σπιτιού, που υπέφερε, συνήθως, απο τις ερωτικές επιθέσεις του αρχηγού της οικογένειας και του κανακάρη του. Οι υπηρέτριες είχαν δικαίωμα «εξόδου» μιά φορά τη βδομάδα, πληρωνόντουσαν κάθε τρίμηνο (...) και έμπλεκαν, συνήθως, με διάφορους μάγκες ή φαντάρους που μασούσαν τον πενιχρό μισθό τους. Το όνειρό τους ήταν να παντρευτούν και ν’ ανοίξουν δικό τους σπιτικό.
Το χειρότερο δωμάτιο «υπερεσίας» που έτυχε να δω ήταν ένα πατάρι μέσα στην κουζίνα ενός σπιτιού της δεκαετίας του ’40. Για να το φτάσει η υπηρέτρια έπρεπε ν’ ανέβει με μιά σκάλα και επειδή ήταν φοβερά χαμηλοτάβανο, ήταν αναγκασμένη κυριολεκτικά να μπουσουλίσει για να φτάσει στο κρεβάτι της


Ο Β. Τσιτσάνης που τίποτα δεν άφηνε να του ξεφύγει, απ’ ότι γινόταν γύρω του, έχει γράψει ένα τραγούδι με τίτλο «Πω, πω, πω, Μαρία» (τέλη του 1948) που, μάλλον, αναφέρεται σε μιά υπηρέτρια. 




Το συνηθισμένο όνομα Μαρία ήταν σχεδόν συνώνυμο με τις υπηρέτριες. Ιδού, οι στίχοι του χασαποσέρβικου του Β.Τσιτσάνη:

Πω, πω, πω, Μαρία
χασαποσέρβικο του 1948
με τον Πρ. Τσαουσάκη και τον συνθέτη
Βασίλη Τσιτσάνη

Ήταν φτωχοκόριτσο η Μαρία,
μα είχε κάλλη αρχοντικά
που την κάναν γρήγορα...«κυρία»,
με γούνες και χρυσαφικά!

"Πω, πω, πω Μαρία!
Τι έξοχη κυρία",
φωνάζει όλος ο κόσμος, "τι τσαχπινιά!
Πω, πω, πω Μαρία!
Μη χάνεις ευκαιρία,
τώρα που έχεις νιάτα και ομορφιά!"

Τά΄μαθε στο πι και φι η Μαρία,
"οκέι", "γιές" και "παρλεβού",
στη μοντέρνα πολυκατοικία,
μέσα σε τρία ραντεβού!

Πω, πω, πω Μαρία!
Τι έξοχη κυρία!
Τι βάδισμα, τι σκέρτσο, τι τσαχπινιά!
Πω, πω, πω Μαρία!
Μη χάνεις ευκαιρία,
τώρα που έχεις νιάτα και ομορφιά!"

Σημείωση
: Ο Β.Τσιτσάνης ειρωνεύεται εδώ προς όλες τις κατευθύνσεις. Ειρωνεύεται την αφέλεια των λαϊκών κοριτσιών που νομίζουν, όταν είναι καλοφτιαγμένες, ότι αυτό αρκεί για ν’ ανοίξουν διάπλατα όλες οι πόρτες, πετάει σπόντες για τη χρησιμοποίηση του σώματός τους, ειρωνεύεται τους μικροαστούς, το αλλοιθώρισμα προς τη Δύση και πέφτει ο ίδιος, ακόμα μιά φορά, στην παγίδα της λέξης «αρχοντικά». (βλ. λ. άρχοντας)

Τα μικρά παιδιά, με την οξυδέρκεια που τα διακρίνει, είχαν σκαρώσει ένα παιχνίδι που παιζόταν ανάμεσα σε κορίτσια. Χωρίζονταν σε δυό ομάδες, η μιά ομάδα έκανε τις κυρίες και η άλλη τις υπηρέτριες. Στέκονταν αντιμέτωπες μεταξύ τους και λέγαν:

- Μαρία, Μαρία!
- Ορίστε, κυρία;
- Τά’πλυνες τα πιάτα;
- Μάλιστα, κυρία!
- Μπράβο, Μαρία!
- Φχαριστώ, κυρία!

Και μιά απρόβλεπτη πληροφορία: η σφουγγαρίστρα με το μακρύ ξύλο στη Σουηδία λέγεται: «σφουγγαρίστρα της Μαρίας» (!) (Mariamåpen…)






Τετάρτη 25 Μαΐου 2011





Το φτερό του Κ.Μ.Σμυρλή



Το φτερό του Κ.Μ. Σμυρλή προέκυψε από συνδυασμό άλλων γραπτών γιά τον Κώστα Μασσέλο Νούρο και, κάποια στιγμή, από την εικόνα του εξαιρετικού Νίκου Χουλιαρά, από το παραπάνω βιβλίο


Το όλο πράμα ξεκίνησε με μιά γραμμή διάστικτη πάνω στη δεξιά ωμοπλάτη. Μιά κόκκινη γραμμή, σαν έκζεμα που τον φαγούριζε. Δεν έδωσε σημασία. Είχε εγκαταλείψει. Έκζεμα είχε και στα δυό του πόδια, απ΄τα γόνατα και κάτω, που ήταν πληγιασμένα και μαδούσαν. Ο κνησμός εκεί ήταν ανυπόφορος αλλά, τί να κάνεις; Ώρα ήταν τώρα να ξεκινήσει ένα καινούριο και στη πλάτη. Σαπίζω...

Άνοιξε το έρμο το πορτοφόλι του που ήταν κι αυτό πληγιασμένο και ξεφτισμένο. Μπήκαν τα δάχτυλά του μέσα και ψάξαν. Κάτι ασήμαντα κέρματα και τέσσερα κατοστάρικα. Γύρισε τα μάτια του στο ημερολογιάκι του τοίχου. 26 Μαϊου 1972. Το κάτω χείλι του ανέβηκε πικρό και καμπύλωσε το επάνω. Να πάει τώρα, ή να μην πάει στο καφενείο; Πρόβαλλε στο μυαλό του το γνωστό δρόμο ως εκεί, το τρίξιμο της πόρτας της εισόδου που έτριβε το μωσαϊκό καμιά δεκαετία, την καπνίλα που σε χτύπαγε κατακούτελα μόλις που έμπαινες, τα μάτια που γύριζαν απάνω σου. Γιά μιά στιγμή γύριζαν και μετά στρέφονταν πίσω στην κουβέντα, το τάβλι, την πρέφα. Να κι αν μπήκες, να κι αν δε μπήκες. Εκτός από κείνον τον κοκκινοτρίχη με το δέρμα το γεμάτο φακίδες, αιώνια μέσα σ΄ένα καρό σακάκι. Αυτός συνέχιζε να κοιτάει γιατί δεν είχε που να γυρίσει. Πάντα μόνος του κάθονταν. Στήλωνε τα μάτια πάνω του και δε τά΄παιρνε. Μπα, όχι ακόμα. Αργότερα, ίσως. Να σκοτεινιάσει ακόμα λίγο.

Τα μαύρα γυαλιά στο μπουφεδάκι, το παλτό στο κρεμαστάρι, περιμένει. Το πορτοφόλι μπαίνει στη κωλότσεπη, όχι στη κωλότσεπη, μη μας σουφρώσουν ότι έχουμε και δεν έχουμε...

Κάθησε με τα χέρια πάνω στα γόνατα. Ένα μοτοσακό πέρασε απέξω, βουίζοντας. Η πόρτα πήγε πέρα δώθε απ΄τους κραδασμούς. Μετά, ησυχία. Απόλυτη ησυχία. Ο συγκάτοικος; Θα γυρίζει με φίλους. Τί να κάνει κι αυτός; Τζόβενο είναι, μες το σπίτι κλεισμένος να κάθεται;
Σηκώθηκε. Πήγε στο κουζινάκι κι άρχισε να του ετοιμάζει το βραδινό φαγητό.
Πήγε οχτώ, δε φάνηκε.
Να πάω τώρα.
Στάθηκε μπρος τον καθρέφτη, ακίνητος. Έπιασε το εξογκωμένο καρύδι του λαιμού του. Το δέρμα είχε κατσιάσει, «τα κορίτσια με θαυμάζουνε και στο δρόμο με πειράζουν», άκουσε μες το μυαλό τη φωνή του να τραγουδάει. Ο Ογδόντας. Καιρό είχε να τον θυμηθεί. Και δυό άδεια φουστάνια ανέμισαν μέσα του. Οι δυό προηγούμενες γυναίκες του. Δε μ’ άντεχαν...
Η μνήμη μαζεύει και τεντώνεται, ακορντεόν.
Όχι νοσταλγίες, Κωστάκι. Η νοσταλγία είναι πεθαμένοι ιστοί. Παν αυτά, πέρασαν. To τώρα είν΄εδώ, μπροστά στον καθρέφτη που θά΄θελες να δείχνει τη ράχη σου κι όχι τη μόστρα, κι η ώρα είναι οχτώμιση. Το φαγητό του συγκάτοικου τό΄χεις ετοιμάσει κι αλλού δεν έχεις να πας από το καφενείο. «Ναι, έτσι είναι. Πού αλλού να πάω; Κανείς δε με ψάχνει και κανέναν δε θέλω να ψάξω». Κουνήσου λοιπόν, φόρα την παλτουδιά και σύρ΄τα βήματά σου στο γνωστό δρομολόγιο. Κι όταν γυρίσεις, αυτός μπορεί να έχει επιστρέψει. Πάντα υπάρχει η ελπί...

Γκουπ, ένα χτύπημα. Όχι στην πόρτα, στην ωμοπλάτη. Πονάει πολύ και μορφάζεις. Σα κάτι να πιέζει προς τα έξω. Παράξενο. Τί είν΄αυτό τώρα; Έτζι, σαν από ένστικτο, βάζεις το χέρι στην καρδιά. Όχι, κανονικά χτυπάει. Αργά και αδύναμα, κανονικά πάντως. Γκουπ, κι άλλο χτύπημα. Ε, καλά, θα περάσει. Κάποιος νευρόπονος.

Πήρε τα σκοτεινά γυαλιά, τα στερέωσε στη μύτη του. Μετά, στο κρεμαστάρι δίπλα στην εξώπορτα. Φόρεσε το παλτό και βρέθηκε στο δρόμο. Κλείδωσα; Κλείδωσα. Βαθιά ανάσα...

Τραμ τρουμ, τραμ τρουμ, κάτι σα ξεβιδωμένος προχωράει ο Σμυρλής. Σα ξεβιδωμένος υπνοβάτης. Περνάει κάτω από τρεις φοινικιές, τέσσερεις μαρκίζες, πέντε κατεβαίνει πεζοδρόμια κι ανεβαίνει σε ισάριθμα.
Τα σύννεφα τρέχουν στον ουρανό και κάπου-κάπου ξεπροβάλλει το φεγγάρι. Στην ωμοπλάτη του νιώθει το κόκκαλο που πιέζει και στο παπούτσι του έχει μπει ένα πετραδάκι, αλλά δε το βγάζει. Ανάσες βαθιές παίρνει και το φως γύρω του είναι γκρίζο. Διαβάτες ελάχιστους συναντάει, ένα περιστέρι περνάει ξυστά δίπλα του. Καλά, αφού κοιμούνται τέτοια ώρα. Τα σπίτια γέρνουν προς τη μεριά του, ο συνοικισμός ανασηκώνεται πλάγια, κι αυτός πάει. Τραμ τρουμ, τραμ τρουμ, α ναι, να μη ξεχάσω να του πω γιά το χαρτί της Δημαρχίας που πρέπει να παρουσιαστεί, τραμ, «γειά σου, ψηλέ», τον χαιρετάει ένας. «Πού τον ξέρω αυτόν; Τον ξέρω;»

«Ρε μάγκικο, σκερτσόζικο και πεταχτό, με σένανε δε ξέρω πιά τι θα γενώ». Η Αμπατζή. «Α, ρε Ρίτα... Όλοι φύγαν. Μονάχα ΄γω έμεινα. Πως του τη σκαπούλαρα, δε μπορώ να καταλάβω. Τρέχω όμως εγώ στη σκιά του, ή αυτός στη δική μου;» Γιά το θάνατο λέει.
Στην είσοδο του καφενείου, ένα χέρι τον χτυπάει στην πλάτη. Πάλι αυτός, «γειά σου, ψηλέ». Μα τι διάολο, από πίσω μ΄είχε πάρει;
- Ποιός είσαι, ρε φίλε; Δε σε θυμάμαι.
- Άντεεε, ξεκουτιάναμε φαίνεται. Καλά, δε θυμάσαι εκείνο το βράδυ στου Ξύδη; Μέχρι τα ξημερώματα μας τραγουδούσες.
- Στου Ξύδη; Α, ναι, ναι, πώς πάει;
- Ε, πώς να πάει; Περιμένουμε να γυρίσει ο τροχός...
- Και θα περιμένεις πολύ ακόμα. Κι αν γυρίσει, τι θα γίνει νομίζεις;
- Ε πώς; Όσο νά΄ναι...
Α παράτα μας. Όρεξη που σ΄είχα, και μπαίνεις, ενώ ο Μάης πάει προς το τέλος του.

Θά΄ταν κοντά δώδεκα όταν είπες να φύγεις. Τα σύννεφα εξακολουθούσαν να τρέχουν και είχε σηκωθεί δυνατός αέρας. Σήκωσες το γιακά του παλτού και ανασήκωσες τους ώμους. Εκεί, χτύπησε νέα σουβλιά δυνατή στην ωμοπλάτη. Μα, τί στο διάολο; Ναι, διάολος ήταν γιατί ήρθε κι άλλη σουβλιά, κι άλλη, σου κόπηκε η ανάσα και μετά, ορθώθηκε κάτι από μέσα, και σήκωσε τον ένα ώμο του παλτού. Πόνος σε ξέσκισε. Πέφτεις στο βυθό μιάς ζάλης, ευτυχώς που ήταν εκεί ο τοίχος, κόντεψαν να σου πεταχτούν τα μάτια έξω.

Κακόμοιρε Κ.Μ. Σμυρλή, τά΄χεις χαμένα ολότελα. Τί νομίζεις, πως η ζωή είν΄αυτό που βλέπουμε κι αυτό που ξέρουμε; Τίποτα δε βλέπουμε και τίποτα δε ξέρουμε. Κόσμοι ολόκληροι, παράλληλες ζωές κινιούνται γύρω μας κι εμείς πρέφα δε παίρνουμε. Δέντρα μπορούν να ξεφυτρώσουν απ΄τα κεφάλια μας, άϋλοι να γίνουμε, να βλέπουμε τους άλλους κι οι άλλοι να μη μας βλέπουν. Βαπόρια να φανούν στον ουρανό κι άστρα να πλημμυρίσ΄η άσφαλτο που έστρωσε ο Δήμος της Κοκκινιάς και καμώνεται πως κάτι έκανε.
Τώρα ήρθε η στιγμή να τύχει σ΄εσένα και να βγει ένα φτερό από την ωμοπλάτη σου. Ένα φτερό κατάμαυρο που σου σκίζει το δέρμα και το παλτό και βγαίνει έξω με τινάγματα στο βραδινό αέρα. Έχεις στρίψει έντρομος το κεφάλι και το βλέπεις να ορθώνεται προς τα πάνω. «Γιατί σ΄έμένα αυτό;» αναρωτιέσαι. Γιατί; Μα, όποιος κι όποιος θαρρείς πως είσαι; Επειδή σε ξέχασαν; Και τι μ΄αυτό; Οι ανθρωποι φύλλα στον άνεμο είναι. Τους πάει απο δώ, τους πάει απο κει κι όλο αναρωτιούνται. Εσένα σε ΄θελε ο δαίμονας, το ντουέντε σου, από τότε που πρωτάνοιξες τα μάτια. Σε διάλεξε, σ΄έριξε απο δω κι απο κει να τυραννιστείς, να δέσεις. Σ΄έχωσε μέσα στον μαύρο πηλό της ζωής, έξυσε τα σωθικά σου με τα γαμψά του νύχια, κάθισε στο λαιμό σου και τον έπλασε, όπως εκείνος ήθελε. Και τώρα, σου δίνει το τελευταίο του δώρο, ένα φτερό. Όχι δυό, ένα. Δίπλωστο λοιπόν και τρέξε να κρυφτεις στη χαμοκέλα σου...

Γκαπ, κλείνεις την πόρτα πίσω σου, λαχανιασμένος. Αυτό ήταν λοιπόν; Έφτασε η ώρα; Μπορεί ναι, μπορεί κι όχι. Άντε, βγάλε την παλτουδιά σου, τα γυαλιά σου τα μαύρα, βγάλε και τ΄άλλα σου τα ρούχα, μείνε τσίτσιδος και πάνε, στάσου μπροστά στον καθρέφτη. Μη τρέμεις, μη φοβάσαι. Ο συγκάτοικος δε θάρθει απόψε, δε θα δει το φτερό, στο λέω εγώ.
Να, το πρόσωπο του δαίμονα που βγαίνει μές΄απ΄το σοβά, φουσκώνοντάς τον. Ανοίγει το στόμα κι αμολάει μιά πνοή που μυρίζει θειάφι, που σε σηκώνει και σε πετάει πάνω στο κρεβάτι. Εκεί, μείνε τώρα Κώστα Σμυρλή. Δίπλωσε το μαύρο φτερό στο πλάι, γιατί ήρθ΄η ώρα. Ως εδώ ήταν...

Τώρα κατάλαβες που πάει το πράμα. Τώρα μπαίνεις στο δικό σου θαλάμι, εκεί που δεν υπάρχει χώρος γιά κανέναν άλλον...

Ντοκ, χτύπημα, ντοκ, χτύπημα, κουνιέται συθέμελα η πόρτα της χαμοκέλας. Ντοκ, χτυπάει, «κάνω πως δε καταλαβαίνω. Τί να κάνω; Τίποτα δε θα κάνω. Τέλειωσαν οι μέρες των τραγουδιών, το ριγωτό σακάκι κρέμεται σα σφαχτό, απ΄το ΄30 τό΄χω, μυρίζει γεροντάματα, πικρό ιδρώτα, παλιά ξεθυμασμένα αρώματα, ντοκ, ντοκ, ντοκ. Έμπα λοιπόν, δεν αντέχω να σ΄ανοίξω, πάρε με και παρηγόρησέ με στα σκοτάδια, ας τελειώσει αυτός ο δρόμος, δε θέλω άλλο. Ότι αγάπησα, όσους αγάπησα με μάδησαν, με ξεφλούδισαν ως το μεδούλι.

Ντοκ, γρατζούνισμα στην πόρτα νευρικό, ανυπόμονο, σηκώθηκαν τα σώματα στον αέρα, στριφογύρισαν, με κάρφωσαν, με σταύρωσαν. Δε μπορώ άλλο, ντοκ, να τα κορίτσια στα λευκά που κατέβαιναν να προϋπαντήσουν τη γιορτή της καρδιάς τους, φυσούσε τ΄αεράκι πού΄ρχονταν απ΄τη θάλασσα και ντοκ, ντοκ, που νά΄ξεραν μάνα, πως στο βυθό θα καταλήξουν με αίμα ανάμεσα στα πόδια τους... Γείρε στο σκοτάδι, γερο-ανεμοδούρα, κανείς δε θα καταλάβει τίποτα, σε κανέναν δε θα λείψεις. Γύρνα ψυχή στη γη, εκείνη τη γη, όχι, ντοκ, μη γυρνάς πίσω και θυμάσαι, αχνά είναι όλα καθώς γέρνουν τα πανδοχεία, καθώς κουνιέτ΄η βάρκα πάνω-κάτω, πέρα-δώθε, απ΄ τη μιάν ακτή στην απέναντί της κι άντε πάλι απ΄την αρχή, ντοκ, κλείσε τα μάτια με λευκή καρδιά, έτοιμος, χωρίς σύντροφο, γιά τις ερημιές που δε θα θωρείς ανθρώποι. Αυτός θα μπει κι ας μη του ανοίγεις. Εγώ είμαι δω, φεγγίζω και δε θα σηκωθώ. Να, γέρνω, να οι φωτοσημαντές κι οι λαμπαδόροι, το δρεπάνι όπου νά΄ναι θα βουίξει, θα λογχίσει το λιγοστό το φως της κάμαρης, νάτοι που γνέφουν απ΄το βυθό, τα γρι-γρι του Άδη που προς τα κάτω με έλκουν...
έλκ...
ελ...

ε........................









Καλωσόρισες στον κήπο μου!


Κ. Νούρος






Παιχνιδιάρα μου (1929) Κώστας Νούρος/Πάνος Τούντας 














Ήμουνα κάποτε μιά φωνή που χάιδεψε, αναστάτωσε, μαλάκωσε τις ψυχές που την άκουσαν. Διαφορετική... Δεν έβλαψα κανέναν, μ΄αγάπησαν. Συγχωρώ αυτούς που με πόνεσαν, που μ΄εκμεταλλεύτηκαν. Δεν καταλάβαιναν...
Στα τελευταία μου χρόνια, αλλά και μετά το θάνατό μου, με λησμόνησαν. Δε πειράζει. Ήμουνα πολύ μόνος στη ζωή, μόνος ανάμεσα σε πολλούς ανθρώπους. Όταν τραγουδούσα πήγαινα τους ανθρώπους σε μελαγχολικά τοπία, στο αληθινό νόημα της ζωής. Τώρα, κάθομαι σ΄ένα βραδυνό κήπο, μαζί με το φίλο μου τον Ογδοντάκη, απαλλαγμένος από αγάπες, ζήλειες, πάθη. Κάθομαι στην πόλη που αγάπησα. Αόρατος...



Εσύ, Έλληνα ή απο ΄πουδήποτε κι αν είσαι, εσύ που τρέχεις μέσα στης ζωής τη μπερδεμένη χλαπαταγή, σκέψου καμιά φορά το Νούρο, πού ήταν κάποτε όμορφος και ψηλός σαν κι εσένα...

Κυριακή 22 Μαΐου 2011


Bob Dylan - Ballad Of A Thin Man .mp3
Found at bee mp3 search engine


Μάνα, θέλω έναν άντρα...




Τα καταλαβαίνω τα νέα παιδιά...
Όταν τελειώσουν οι "μέρες του κρασιού και των λουλουδιών" (για τα ελληνικά δεδομένα= πληρώνω για να διασκεδάζουν και να αγοράζουν τα παιδιά μου γιατί εμένα μου έλλειψαν όταν ήμουν στην ηλικία τους, άρα τα καταστρέφω), το μοντέλο που τους προσφέρεται για ζωή είναι τόσο βαρετό, τόσο ανοργασμιακό, ναρκωμένο, φιλήσυχο και...και...και..., που δεν έχουν και πολύ παράξενο να προσανατολίζονται προς εύκολα λεφτά, ακόμα και βρώμικα, χωρίς κόπο.

Το λέω αυτό λίγο ξεκάρφωτα. Ουσιαστικά, θέλω να πάω κάπου τελείως αλλού. Η επίσημη δικαιολογία μου, το ακόλουθο:

"Αφού ο κόσμος παίρνει ένα παραληρηματικό δρόμο,
εμείς πρέπει να υιοθετήσουμε μια παραληρηματική οπτική"
Jean Baudrillard

Ακούω ένα τραγούδι της μικρασιάτικης σχολής που λέγεται "Θέλω να είσαι τζέντελμαν" (όπως έλεγαν οι μάγκες), του Γρηγοράκη Ασίκη, με την υπέροχη Γεωργία Μητάκη.

Ακούστε το



http://www.4shared.com/audio/13FC3r1u/THELW_NA_EISAI_TZENTLEMANASIKH.html

Θέλω να είσαι τζέντελμαν, 1936


Αφού εσύ μου τά΄ριξες
γιατί να με σκοτίζεις;
Εγώ ξηγιέμαι ξάστερα
κι εσύ όλο με βρίζεις.


Θέλω να είσαι τζέντελμαν
νά΄χεις και ασικλίκι,
να μου τα παίρνεις έξυπνα
κι όχι με νταηλίκι.


Η πρώτη καλησπέρα σου
την τσάντα μου κοιτάζεις
κι όταν τη δεις που είν΄αδειανή
αρχίζεις και γκρινιάζεις.


Σα να μού΄χεις γραμμάτιο
και με τουπέ τα παίρνεις, 
γραμμή στο τζογαδόρικο
μου πας και τα πασέρνεις.


Σο κάτω κάτω της γραφής
θα σου την αμολήσω,
γιατί βιολί δεν είν΄αυτό
στη ψάθα να ψοφήσω.

Ναι, είναι ένα απλό τραγούδι χωρίς πολλά καμώματα, όπου παραπονιέται δυναμικά, όχι παθητικά, μιά γυναίκα που εκδίδεται, στον αγαπητικό της (βλ. νταβατζή).

Ούτε οι στίχοι λένε τίποτα(στους ανυποψίαστους) στα καλογυαλισμένα αυτιά που ακούνε έντεχνη ποιητικοφανή μουσική ή εκστασιάζονται με τη κλασσική εποχή. Δε μιλάω για τους άλλους, τις νοικοκυρές και τους κολπαδόρους, που έχουν αφεθεί να τους απάγουν τη ψυχή και ακούνε διάφορα καψουροειδή σκυλάδικα με ημερομηνία λήξεως ενός μηνός...

Λέω μονάχα ότι μέσα σ΄αυτό το λαϊκό τραγουδάκι του παρελθόντος, συμβαίνει κάτι. Κάτι κινείται. Δεν είναι ένα κοιμισμένο λίκνισμα ερμηνειών όπου σε παίρνει ο ύπνος. 

Μιλάει για μιά ζωή που συμβαίνει στα κατώγεια, εκεί κάτω; Ναι!
Είναι μεγάλες οι διαφορές μ΄αυτά που συμβαίνουν στα ανώγεια, εκεί "πάνω";
Ας μη κοροϊδευόμαστε.

Ξαναβάζω κάτι που έχει γράψει η Μεγάλη και ξύπνια Billy Holiday που είχε φάει τη ζωή με το κουτάλι και, ανάμεσα σε πολλά άλλα, υποστεί την ηλιθιότητα του λευκού ρατσισμού.
Εξηγώ ότι όταν λέει Πάνω Πόλη εννοεί τα φτωχά στρώματα του Χάρλεμ.

"...Ανακάλυψα ότι η βασική διαφορά ανάμεσα στην Πάνω Πόλη και στην Κάτω είναι πως στην Πάνω οι άνθρωποι είναι πιό ντόμπροι. Ή μαλλον έτσι μου φαίνεται πως είναι. Στην Πάνω Πόλη μιά πουτάνα είναι πουτάνα, ο νταβατζής νταβατζής, ο κλέφτης κλέφτης, η αδερφή αδερφή, η τζιβιτζιλού τζιβιτζιλού, τα μαμόθρευτα μαμόθρευτα. Στο κάτω μέρος ήτανε διαφορετικά - πιό μπερδεμένα. Μιά πουτάνα ήτανε πολλές φορές κυρία της καλής κοινωνίας, ο νταβάς υπάλληλος σε διοικητική θέση, η αδερφή πλαίυμπόυ, η τζιβιτζιλού ντεμπυτάντ, το μαμόθρευτο κάποιος που δεν μπορούσε να προσαρμοστεί κι είχε προβλήματα".

Τώρα πιά οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε ημάς και τους "άλλους" δεν είναι καθόλου ευδιάκριτες, ή καλύτερα, δεν υφίστανται. Ωστόσο υπάρχουν, εν δυνάμει...

Το 1932, σε μιά Ελλάδα που ξεχειλίζουν τα κοινωνικά προβλήματα, κυκλοφορεί το τραγούδι των "άλλων", "Θέλω μαμά ένα αντρούλη" με την Ελένη Παπαδάκη, έναTango  σε σε μουσική Bobby Collazzo και στίχους Πωλ Μενεστρέλ.

Ακούστε το και προσέξτε τους στίχους


Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1936, έρχεται η απάντηση από το Γιώργο Ροβερτάκη, το τραγούδι "Μάνα, θέλω έναν άντρα", με τη Γεωργία Μητάκη.


Δεν ανήκω στις τάξεις των αφελών για να πιστεύω πως, σύμφωνα με τους στίχους, υπήρχαν γυναίκες που ήθελαν ένα τέτοιο άντρα σα κι αυτόν που περιγράφει το τραγούδι. Αυτά ήταν θέματα μόδας, απευθύνονταν σε ανδρικό κοινό και οι γυναίκες σίγουρα χαμογελούσαν συγκαταβατικά. Αυτό όμως είναι μιά άλλη κουβέντα. Το σημαντικό είναι πως, τουλάχιστο, δεν είναι νερουλό, όπως το  "Θέλω μαμά ένα αντρούλη"...

Αντεπιχειρήματα, δεκτά...



Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

Jules Dassin - συμφέρει να ξεχνάμε ή να αγνοούμε...








Tις προάλλες μου συνέβη κάτι που δε τό΄χα ξαναπεράσει. Έβαλα να δω τo film-noir "Night and the City" του Irwin Winkler (1992) με τον εξαιρετικό, ήδη στα νιάτα του, Robert De Niro, τη Jessica Lange και διάφορους από το επιτελείο των σκληρών Aμερικανών ηθοποιών που έχουν παίξει σε γκανγκστερικές ταινίες εποχής όπως, τους Alan King, Jack Warden, Eli Wallach κ.ά. Η ταινία είναι remake της ομώνυμης από το 1950 που την είχε σκηνοθετήσει ο Jules Dassin.

Προς το τέλος της, οι εξελίξεις της προσωπικής καταστροφής του ήρωα κορυφώθηκαν τόσο που δεν άντεχα τον πόνο και διέκοψα την ταινία. Ήταν αργά και προσπάθησα να κοιμηθώ απορώντας, γιατί δεν είχα ποτέ ξανακάνει κάτι παρόμοιο. Μ΄έτρωγε όμως να δω τη συνέχεια. Τελικά, την ξανάβαλα και την είδα ως το τέλος. Εκεί, με τα γράμματα των συντελεστών, διάβασα ότι η ταινία αφιερωνόταν στον Jules Dassin. Την άλλη μέρα διάβασα ότι το 1950 την είχε πρωτοσκηνοθετήσει ο ίδιος.
Τότε, ξανασκέφtηκα, γιά μυριοστή φορά, το πόσο αδιάφορος και αχάριστος λαός είμαστε. Τί ξέρει άραγε ένας σημερινός νέος άνθρωπος στην Ελλάδα γιά τον Dassin;


Δε θ΄αναφερθώ στα λίγα δοξαστικά που έχουν γραφτεί γι αυτόν όπου, πράγμα ασυνήθιστο γιά τα ελληνικά δεδομένα, παρουσιάζεται στη σκιά της γυναίκας του Μελίνας Μερκούρη. Ίσως (;) λόγω του ότι θεωρείται ότι εκείνος ανήκε στην κατηγορία φτερού, ενώ εκείνη είχε (όντως) μεγάλο εκτόπισμα...
Ούτε θ΄αναφερθώ στην πλούσια και σημαντική καλλιτεχνική του πορεία, κύρια στο εξωτερικό. Θα πως μόνο μερικά λόγια γιά το προσωπικό του πλησίασμα στον κόσμο του Πειραιά και την αποσπόντα "επαφή" του με το "ρεμπέτικο". Συγκεκριμένα, γιά την ταινία "Ποτέ την Κυριακή".
Ας δούμε πρώτα μιά τυπική αντιμετώπιση από άνθρωπο του ρεμπέτικου.
Θά΄ταν ξυνό εκ μέρους μου να μην αναγνωρίσω τη δουλιά (με ιώτα) που έχει κάνει ως σήμερα ο Ηλίας Βολιότης - Καπετανάκης (βλ. μεταξύ άλλων, ΑΔΕΣΠΟΤΕΣ ΜΕΛΩΔΙΕΣ, εκδ. Α.Α. Λιβάνη). Το πλούσιο υλικό του με βοήθησε να καταλάβω και να βάλω σε τάξη κάποια πράγματα. Οι όποιες αντιρρήσεις μου ανάγονται στον ιδεολογικό τρόπο θέασης, αν και συναισθηματικά βρίσκομαι στον ίδιο γενικότερο χώρο. Δείτε όμως με ποιό περιφρονητικό τρόπο εκφράζεται.


"... Διαθλασμένη και χλομή ανατέλλει (στα μέσα της δεκαετίας του ΄50), η διεθνής καριέρα της λαϊκής μας μουσικής. Αδυνατούν να διεισδύσουν στην ουσία του νεότερου ελληνικού πολιτισμού οι ξένοι, ιδιαίτερα οι γείτονες και κατοπινοί συνέταιροι Ευρωπαίοι. Κατ΄αναλογία των προγόνων τους περιηγητών αρχαιοκάπηλων ή ρομαντικών αναπολητών της λαμπρής αρχαιότητας, εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τον Νεοέλληνα ως απολειφάδι του Χρυσού Αιώνα και την χώρα ως βάναυσα κακοποιημένο, από την αμάθεια και την χοντροκοπιά των ιθαγενών, μουσείο. Η φολκλορική τυποποίησή τους παρέχεται και την αποδέχονται ασμένως, γιά να γεμίζουν λίγα από τα ατέλειωτα ψυχρά τους βράδια.
Να θυμηθούμε, ίσως, το παραστατικότερο δείγμα αυτής της αντίληψης: Τον Αμερικανό καθηγητή που έρχεται και... διδάσκει στους αμαθείς χωρικούς, χαροκόπους, προαγωγούς και πόρνες της πειραιώτικης Τρούμπας, το μεγαλείο των προπατόρων τους ("Ποτέ την Κυριακή", 1960). Εκθειάζοντας οι ξένοι την δυναμική γυναίκα μα μετριότατη ηθοποιό Μελίνα Μερκούρη, νομίζουν ότι βλέπουν κάτι μεταξύ αρχαίας εταίρας και σύγχρονης Ρωμιάς γκόμενας".


Δυό είναι οι παλιότερες ελληνικές ταινίες που αγγίζουν τις παρυφές του "ρεμπέτικου". Το "Ποτέ την Κυριακή" και η άψογη "Στέλλα" του Μιχ. Κακογιάννη. Και οι δυό στο πνεύμα του ιταλικού νεορεαλισμού. Θεωρώ πως οι δυό αυτές ταινίες ήταν οι μοναδικές του παλιότερου ελληνικού κινηματογράφου που έδωσαν κάποια ολοκληρωμένα λαϊκά πορτρέτα.


Η ταινία "Ποτέ την Κυριακή" ήταν μιά έξυπνη κωμωδία (;) προορισμένη να "πιάσει" και στην Ελλάδα και έξω (κύρια το δεύτερο). Άρα, έπρεπε να τηρήσει κάποιες συμβάσεις. Τώρα, όσοι/ες πιστεύουν ότι παρουσίαζε εμάς τους Έλληνες σα κάτι κατώτερο απ΄αυτό που είμασταν/ε και μας "γελοιοποιούσε" στα μάτια των "ξένων", ας απευθυνθούν σ΄ένα ψυχαναλυτή που να χαρακτηρίζεται όμως κι από εθνική αυτογνωσία.


Μπορεί ο Dassin να ελάφρυνε σε κάποιες σκηνές τα κιλά των Φούντα και Τίτου Βανδή αλλά, σιγά τα ωά... Η ταινία είχε χρώμα, χαρά, ατμόσφαιρα, κέφι, νεύρο, σπιρτάδα. Ούτε βαρύθυμα αργά πλάνα, ούτε ματιές "αινιγματικές" με πολλά (δήθεν) νοήματα, απ΄αυτά που κυκλοφορούν μόνο στα κεφάλια των κατοπινότερων Ελλήνων σκηνοθετών, αλλά σπάνια ακουμπούν το θεατή, ούτε πρόσωπα βαριά, ανέκφραστα, που κουβαλούν γιγάντια (...), πολυσήμαντα (...) και σοβαροφανή δράματα που ποτέ δεν αποκαλύπτονται. Όλ΄αυτά, τελοσπάντων, που δημιουργούν μιά αφόρητη πλήξη.


Τελειώνοντας, εννοώ πως ο Dassin, πέρα από πανέξυπνος, ήταν και παρατηρητής. Έβλεπε με καθαρή ματιά, δε κουβαλούσε εθνικά συμπλέγματα, έβρισκε τους μάγκες γραφικούς (και ήταν, οι περισσότεροι) και επέλεξε γιά τον εαυτό του το ρόλο ενός ρομαντικού/μισή μερίδα Αμερικανού που άλλα περίμενε, αλλά γοητεύεται απ΄αυτό που συναντάει. Τελικά, ο άνθρωπος ερωτεύτηκε την Ελλάδα κι έμεινε κοντά μας ως το θάνατό του.



Πέμπτη 5 Μαΐου 2011



Οι άγγελοι των πεζοδρομίων και των "σπιτιών"...



Οtto Griebel, The naked whore, 1923


αφιερωμένο σ΄όλες αυτές τις γυναίκες που δέχονται πάνω στα σώματά τους τις στρατιές του αρσενικού γένους...


Έρχονται τα κύματα, το ένα μετά το άλλο και χρυσά είναι, με αφρούς αγκαλιασμένα. Κι είναι παλιά κύματα από θάλασσες πόλεων που βούλιαξαν και κανείς πιά δε μιλάει γι αυτές.

Κουφάρια πόλεων γεμάτα σώματα γυναικών νεκρά που κάποτε λαμπύριζαν. Σειρές έρχονται τα κύματα σιωπηλά γιατί κι ο ήχος πνίγηκε μαζί με τις πολιτείες... Και τα σώματα γνέφουν με διάστικτα σινιάλα να προειδοποιήσουν, αλλά καμιά δε τ΄ακούει. Κι αν τ΄άκουαν τι;

Και επαναλαμβάνουν και ξαναπαίρνουν τους ίδιους δρόμους απ΄την αρχή, γιατί έτσι είναι οι άνθρωποι. Κάνουν και ξανακάνουν τα ίδια λάθη, νομίζοντας πως γιά λίγο θα κρατήσει, πως κάτι ευκαιριακό είναι και παραπέρα, θα βρουν τη γαλήνη. Όμως η γαλήνη δεν έρχεται. Φεύγουν απ΄τον έναν και παν στον άλλον και ίδιοι όλοι είναι με διαφορές ασήμαντες.

Και ελπίζουν, όλο ελπίζουν γιατί η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Και πεθαίνειη ελπίδα, συνήθως πριν απ΄αυτές, αφήνοντάς τες να κοιτιούνται στον καθρέφτη, ν΄ακουμπάν τις ρυτίδες τους και να διαπιστώνουν πως η ζωή γλίστρησε μες απ΄τα χέρια τους, σα το σαπούνι...


OTTO DIX, Girl at the mirror, 1921





Οι "αμαρτωλές",
τα χανουμάκια,
οι πρόστυχες,
οι πόρνες,
οι πουτάνες,
οι γυναίκες "ελευθερίων ηθών",
οι γυναίκες του δρόμου/του πεζοδρόμιου/της νύχτας,
οι broadies...

Δε φτάνουν τα κότσια μου γιά να μπω βαθιά σ΄ένα τόσο ευαίσθητο και περίπλοκο θέμα. Ούτε θα κουράσω με ιστορικές πληροφορίες και στατιστικές (που, άλλωστε, δεν υπάρχουν). Θα προσπαθήσω μόνο ν΄ακουμπήσω κάποιες παραμέτρους, σε σχέση με το "ρεμπέτικο" και όχι μόνο...

Αν, με τα παρακάτω, κινδυνέψω να χαρακτηριστώ σαν υπερασπιστής της πορνείας, ρομαντικός ή αδιάφορος παρατηρητής της, γράψτε λάθος! Απλά, δε μπορώ τα κροκοδείλια δάκρυα γιά κάτι που ποτέ δε πρόκειται να εκλείψει. Εννοώ, την έτσι ή αλλιώς πορνεία...

Μέσα στο μυαλό των ανθρώπων, ιδιαίτερα στων ανδρών, συνωστίζονται πλήθη από μουχλιασμένες, ανεπεξέργαστες προκαταλήψεις, χριστιανικές υποκρισίες, μισογυνισμός αντιλήψεις περί μονογαμίας (γυναικείας, όχι ανδρικής...), προσωπικά τραύματα κλπ. κλπ. ’Ολ’ αυτά και πολλά άλλα, ανακατεμένα με φυσιολογικές ορμές, κληρονομημένες απ τους μηχανισμούς της ζωής.

Υπάρχει ένα άρρωστο νήμα που ενώνει τους βιασμούς άμαχου πληθυσμού (και αυτό δε γίνεται μόνο σε χώρες της Αφρικής, τό΄κανε και ο υπέροχος και νικηφόρος σοβιετικός στρατός όταν μπήκε στο Βερολίνο, βιάζοντας πάνω από 80.000 γυναίκες), την παιδοφιλία, τους καθημερινούς βιασμούς γυναικών, την "εξαγορά" θέσεων γιά καριέρα, το καινούριο φρούτο με τις εκτρώσεις θηλυκών εμβρύων τα τελευταία χρόνια κλπ. κλπ., όλα τα αμέτρητα...



οίκοι ανοχής στο Βαρδάρη, 1917 - ΕΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 1900-1960, Χρίστος Ζ αφείρης, φωτ. Συλλογή Άρη Παπατζήκα, εκδ. ΕΞΑΝΤΑ

Ειδικά το θέμα της πορνείας είναι περιτυλιγμένο με άφθονη υποκρισία, φόβο και δέος. Ακόμα και οι φεμινιστικοί κύκλοι διστάζουν να τ΄αντικρύσουν καταπρόσωπα κι ένας απ΄τους λόγους είναι πως δεν έχουν να προτείνουν απολύτως τίποτα, όπως και κανείς άλλος.
Ας μη χαθούμε όμως σε κυκεώνες τρύπιων απόψεων, ιδιαίτερα όταν οι κοινωνίες που τις ονομάζουμε "πολιτισμένες" έχουν σαν έναν απ΄τους κύριους μοχλούς προώθησης την κρυφή ή φανερή πορνογραφία (πορνογραφία, όχι ερωτισμό) που διαχέεται σ΄όλα τους τα επίπεδα.
Ο ορισμός πορνεία = παραχώρηση του ανθρώπινου σώματος γιά σεξουαλικές πράξεις έναντι αμοιβής, είναι κι αυτός υποκριτικός. Καλύτερα, η επαγγελματική πορνεία παίζει με ανοιχτά χαρτιά. Πληρώνεις. Στα άλλα επίπεδα, σε άλλους κύκλους, εκεί που, δήθεν, δε πληρώνονται, το παιχνίδι παίζεται με περιτύλιγμα σελοφάν και γαρνιτούρες, σα τα τραγικά μπουκέτα που φτιάχνουν οι ανθοπώλες/ισσες.



οίκος ανοχής του Βαρδάρη. Δεξιά, γυναίκες στην είσοδο των "σπιτιών" - όπως και παραπάνω.

Το "ρεμπέτικο" ανάφερε τη λέξη νταβατζής από πολύ νωρίς, ήδη απ΄τα μικρασιάτικα του ’10 και του ’20, πριν έρθουν εδώ οι πρόσφυγες.
"Αμαρτωλές" και χανουμάκια λέγαν αυτές τις γυναίκες. Κάπου εκεί κατέτασσαν και τις αλανιάρες (η λέξη επιζεί στα κότόπουλα, χάριν αστεϊσμού...). Βλ. και λέξη αλάνης στο http://www.klika.gr/cms/index.php?option=com_content&task=view&id=277&Itemid=171

Βρίθουν προειδοποιήσεων τα "ρεμπέτικα". Κύρια προς τις γυναίκες. Γιατί οι γυναίκες δεν έχουν μυαλό (...), ενώ οι άνδρες έχουν (...). Οι προειδοποιήσεις προς αυτές είναι αντιφατικές. Απ΄τη μιά, πρέπει να βιαστούν να "δεσμευτούν" (να περάσουν δηλαδή από την εξουσία της οικογένειας στην εξουσία του άντρα), γιατί η νεότητά τους είναι "σύντομη"και γρήγορα θα μαραθεί. Απ΄την άλλη, τις καλούν στη ρεμπέτικη, ανέμελλη ζωή. Με μέτρο όμως και να μη "παρεκτραπούν" γιατί τότε θα πέσουν χαμηλά, και κανείς δε θα τους δίνει σημασία γιατί, έτσι κι αλλιώς, αυτές φταίνε, μιά γιά πάντα κλπ. κλπ. Ε, και τότε, γιατί τόση αγάπη γι αυτά τα τραγούδια, καλέ μου κύριε; Μα, γιατί αυτά τα τραγούδια περιγράφουν τη ζωή και τις αντιφάσεις της. Όχι τις τοτινές, αλλά τις αείποτε. Τα ίδια ακριβώς συμβαίνουν και σήμερα, πίσω από τη βιτρίνα...

τρία τραγούδια γιά το θέμα

1. http://www.esnips.com/doc/dfe0c582-086f-4571-b956-320e607b4d5f/06-Esimane-Mesanuxta

2. http://www.esnips.com/doc/b48b62c4-f4fb-465c-98bc-7d49c97ca2fa/04-H-Kataigida

3. http://www.esnips.com/doc/3543f6b0-ff86-4e4b-a22c-aac5a9a460ff/Opoios-gnwrise-ti-ftwheia,-1951-(perist.)



"They are all human beings, even the broads", λέει ο καλός, αγαθός και κακομοίρης Φραντς Μπίμπερκοπφ στο αριστουργηματικό βιβλίο του Alfred Döblin (http://www.kirjasto.sci.fi/adoblin.htm), BERLIN ALEXANDERPLATZ , ένα βιβλίο που συντελεί σε μιά καλύτερη κατανόηση του "ρεμπέτικου". (εκδ. ΟΔΥΣΣΕΑΣ, 1982)
broad, broady, (σε αμερικάνικη διάλεκτο του 1910 - και παραπέρα - σημαίνει,
1. πόρνη
2. γυναίκα
3. άνδρας ομοφυλόφιλος που πουλιέται (διάλεκτος των Μαύρων του 1930)___________________________________________

Στο μυαλό του Μάρκου Βαμβακάρη (και όχι μόνο βέβαια...) ο κόσμος χωρίζεται σε ανθρώπους και σε γυναίκες (βλ. ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ - ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ, Αθήνα 1973, σελ. 165)
Μιά γυναίκα που γίνεται πόρνη εκτοξεύεται ακόμα πιό πέρα απ΄το ανθρώπινο είδος στο οποίο δεν ανήκει, έτσι κι αλλιώς, σύμφωνα με το σμπαραλιασμένο ανδρικό συλλογικό υποσυνείδητο.
Η λέξη πουτάνα είναι χωμένη στο βούρκο ως το λαιμό αλλά ταυτόχρονα, στη λαϊκή ή λαϊκίζουσα, πέρα γιά πέρα, Ελλάδα, είναι πιά μιά λέξη που αλλάζει φύλο και περνάει με άνεση στο αρσενικό. Ανάλογα με το χρωματισμό της φωνής σημαίνει, έξυπνος, καπάτσος, πονηρός, αξιοθαύμαστος...
___________________________________________
Μιά γυναικεία φωνή μιλάει γι "αυτές"
(από το περιοδικό "Λαϊκό τραγούδι", τεύχος 10, Δεκέμβριος 2004, σελ. - συνέντευξη της Πόλυς Πάνου από τον Θωμά Κοροβίνη)
"... Είχε γράψει (ο Κώστας Βίρβος σε μουσική του Δερβενιώτη) την "Αμαρτωλή" ειδικά γιά τις γυναίκες της νύχτας, του πεζοδρομίου. Αφού μιλάει ανοιχτά γιά κόκκινα φανάρια. Τα κόκκινα φανάρια υπήρχαν τότε. Κι άκου τι λέει τώρα αυτό το τραγούδι. (αρχίζει και το σιγοτραγουδάει)
Είμαι μιά γυναίκα αμαρτωλή,/ένα από τα ανθρώπινα συντρίμμια,/για να ζω πουλάω το φιλί/στης ζωής τα μαύρα καλντερίμια./Μα προτού κοινωνία με φτύσεις/την ευθύνη αλλού να ζητήσεις.
Δε θέλω ν΄ακούω αυτό το τραγούδι. Δε θέλω και δε μπορώ ούτε να το ακούω ούτε να το τραγουδώ. Έχω εμπειρίες μ΄αυτό το τραγούδι απίστευτες. Μόλις κλείναν τα σπίτια, οι κοπέλες που εργαζόντουσαν τότε σ΄εκείνους τους χώρους - εγώ δε τις θεωρώ πόρνες, γιά χίλιους λόγους βρέθηκαν εκεί, είναι οι τελευταίες που φταίνε - κατέφευγαν σ΄εμένα"..."...Ερχόντουσαν με την παρέα τους στο μαγαζί, γιατί ήταν μόνιμη συντροφιά δίπλα τους, ήθελαν κάποιον άνθρωπο να έχουν κι αυτές. Και μόλις μπαίνανε, από την πόρτα ακόμα, στου "ΤΖΙΜΗ ΤΟΥ ΧΟΝΤΡΟΥ" φώναζαν "Πολάρα" - όπως έλεγαν το Στέλιο (Καζαντζίδη) "Στελάρα", έτσι κι εμε΄να δε με λέγανε ποτέ "Πόλυ" και τραβούσαν τα μαλλιά τους. "Το τραγούδι μας" ούρλιαζαν, τρελαινόντουσαν. Αυτές κάνανε χοντρούς λογαριασμούς. Και καθόντουσαν μπροστά στα πρώτα τραπέζια και μόλις ξεκινούσα το τραγούδι κάναν έτσι μιά στα χέρια τους με κείνα τα χοντρά ποτήρια και κόβανε φλέβες, φλέβες βαθιά, μιλάμε να σφάζονται, να φαίνονται κομένοι οι τένοντες, να ξεσκίζονται οι σάρκες τους και να τις παίρνουν τα αίματα. Γέμιζε ο τόπος αίματα και πριονίδια, γιατί τις έβαζαν οι άνθρωποι του μαγαζιού πριονίδια γιά να κλείσουν οι ανοιχτές πληγές που αιμορραγούσαν, να σταματήσει το αίμα. Αυτές δε δεχόντουσαν, "αφείστε μας" φώναζαν, ήθελαν να φαίνεται το αίμα"..."Αίμα, αίμα πασαλειμένες με αίμα, το δέρμα και τα ρούχα τους. κυνηγημένες, καταραμένες γυναίκες, όλη η μοναξιά τους και η απόγνωσή τους έβγαινε εκείνη τη στιγμή"..."Ήταν κάτι που το ζούσαν αυτές, κάτι πολύ αυθεντικό, δε μπορούσες να τους αντισταθείς. όλο το πάθος της ζωής τους έβγαινε εκεί, σ΄αυτό το τραγούδι και στο αίμα τους που χυνόταν ασταμάτητα".