Τρίτη 31 Αυγούστου 2010


Πρόσκληση
επίσκεψης 
του



Μάμπο και σάμπα...

Μετά από το 1950 ανοίξαμε επιτέλους (...) τις πύλες του ελλαδικού ναού μας και, σαν ελευθερωτές του νου και της καρδιάς, καλωσορίσαμε τις νέες εκ του εξωτερικού μόδες. Μιά χαρά, σε τελευταία ανάλυση. Γιατί όχι; Ήταν σα μετάγγιση αίματος στις μπουκωμένες αρτηρίες. 
Το Ρεμπέτικο που θύμιζε, που μιλούσε ακατάπαυστα για χωρισμούς, εγκατάλειψη, φτώχεια κλπ., υποχώρησε άτακτα. Συνέχισε βέβαια το λαϊκό τραγούδι γιατί οι περισσότεροι δε μπήκαν στο τρένο της ανανέωσης. Το παρακολουθούσαν.

Αυτό το μικρό κειμενάκι επικεντρώνει σε δύο παραδείγματα τραγουδιών-παραπόνων.
Το πρώτο, από το 1954, του Βασίλη Τσιτσάνη που άργησε πολύ να κουραστεί. Η έμπνευσή του δε τον εγκατέλειπε, άσχετο με το τι λένε διάφοροι σημερινοί για τα μεταπολεμικά του τραγούδια. Με τη γνωστή του, καλυμένη ή όχι, ειρωνική διάθεση, δίνει στην Πόλυ Πάνου να του πει το

Μάμπο με τρελές πενιές (1954)
Πόλυ Πάνου
http://www.fileden.com/files/2008/6/6/1947074/1224.mp3

 Ο ευέλικτος Μανώλης Χιώτηςπου έχει ήδη αρχίσει να απογειώνεται προς άλλα τοπία, πετάει στην αγορά το


Σάμπα μου ξηγιέσαι (1950)
Λίτσα και Τόλης Χάρμα, Μ.Χιώτης


http://youtu.be/fJzNHag5xSQ


 Προσέξτε τις δύο αντρικές φωνές που λένε "σάμπααα..." και μοιάζουν σα να είναι με το στόμα ανοιχτό και με δέος να διαπιστώνουν την αλλαγή.

Δευτέρα 30 Αυγούστου 2010







Ο "ανοιχτός" και ο "κλειστός" ζεϊμπέκικος



H καλύτερη ίσως φωτογραφία από ζεϊμπέκικο χορό. Στο πάλκο με το μπουζούκι ο Λαύκας και δεξιά, ο άγνωστος νάνος που έχει αποθανατιστεί σε αρκετές φωτογραφίες και ήταν τακτικός θαμώνας των μπουζουκιών





Θα προσπαθήσω να πληκτρολογήσω μερικά λόγια γιά το ζεϊμπέκικο χορό. Μερικές διαφορετικές κουβέντες. Καθόλου γιά την καταγωγή του, καθόλου ιστορικά, καθόλου τέτοια.
Δε μ΄ενδιαφέρει, την παρούσα στιγμή - αν και το βρίσκω γοητευτικό - ότι αυτή η απεικόνιση της Μέδουσας πάνω σε πλάκα πηλού που βρέθηκε στη Συρακούσα (τέλος του 600 π.Χ.), θυμίζει φιγούρα του ζεϊμπέκικου,



ούτε αν ο ζωγράφος του ανθρώπινου φλεγόμενου πόνου Francis Bacon, είχε δει χορευτές ζεϊμπέκικου κι από κει του πρόκυψαν αυτές οι στάσεις,



ούτε οι ναύτες του Γιάννη Τσαρούχη που χορεύουν κρατώντας τα γεννητικά τους όργανα.


Ούτε μου καίγεται καρφί γιά το ότι ο ζεϊμπέκικος κακοποιείται κάθε βράδυ σ΄όλη την ελληνική επικράτεια και τα θλιβερά μαγαζιά των Ελλήνων του εξωτερικού. Το βρίσκω απόλυτα λογικό, μέσα στο καθολικό ξεχαρβάλωμα και μπέρδεμα μιάς χώρας που βυθίζεται αργά (;) και σταθερά. Όχι, τίποτ΄απ΄όλ΄αυτά δε θα θιγεί εδώ.

Θα κατέβω μονάχα τα σκαλιά μιάς υπόγειας ταβέρνας που δεν υπάρχει πιά. Τόσο βαθιά μες το έδαφος βρισκόταν, στα έγκατα ενός παλιού, ψηλού σπιτιού, που σ΄έπιανε κλειστοφοβία στην αρχή. Σκεφτόσουν πως, έτσι και γινόταν κανένας σεισμός, είν΄αμφίβολο αν θα βρίσκαν αυτούς που ήταν εκεί μέσα. Κατεβαίνω ακόμα μιά φορά τα απότομα σκαλιά γιά να περιγράψω, όσο πιό λακωνικά μπορώ, δυό ζεϊμπέκικους που είδα.

Θά΄ταν καμιά 30ριά άνθρωποι εκείνο το βράδυ. Άντρες, μεγάλοι στην ηλικία, κάποιοι νεότεροι, 4-5 γυναίκες. Κάποιοι φαίνονταν να γνωρίζονται μεταξύ τους. Σήκωναν τα ποτήρια και χαιρετιόνταν, πέφταν κεράσματα. Μοιάζαν όλοι/ες σα νά΄χαν μεθύσει στον ίδιο βαθμό. Μιλούσαν χαμηλόφωνα κι απ΄ένα μικρό τετράγωνο μεγαφωνάκι ακούγονταν ρεμπέτικα από κασέτες που ένας καλός φίλος που άφησε τον κόσμο από ένα μεθυσμένο γλύστρημα στα 33 του, είχε φτιάξει γιά τον ταβερνιάρη που ήταν πολύ μερακλής και θεριακλής.

Στο χρώμα της μαλακιάς, ασβεστωμένης ώχρας ήταν οι φουσκωμένοι τοίχοι και τα απλά τραπέζια στρωμένα με λαδόκολλες. Το κρέας που έψηνε, κι αυτό σε λαδόκολλα στο έφερνε, χύμα. Μιά λάμπα μ΄ένα σκέπαστρο τενεκεδένιο κι άλλο ένα χλωμό φωτιστικό στον πάγκο με τα σύνεργα του φαγητού. Ένα διάφανο σύννεφο καπνού κουνιόταν νωχελικά, τρίβοντας την πλάτη του στο χαμηλό ταβάνι.

Δυό ζεϊμπέκικους φίνους είδα εκείνο το βράδυ. Έναν "ανοιχτό" κι έναν "κλειστό" και εσωτερικό. Οι χαρακτηρισμοί είναι δικοί μου. Με "ανοιχτό", εννοώ αυτόν που ο χορευτής σχεδόν "χαρίζει" τις βόλτες του στους άλλους. Το πως το κάνει όμως έχει σημασία. Δεν αποζητά το θαυμασμό και τα παλαμάκια τους. Απλά, ανοίγει την καρδιά του και τη σκορπάει στους γύρω του. Έτσι έκανε ο πρώτος.

Είχε ένα μόνιμο, φιλικό χαμόγελο, τα μάτια του γυάλιζαν απ΄το κρασί που είχε κατεβάσει. Με το ένα χέρι πίσω στη μέση του, χόρεψε χωρίς καθόλου να διπλωθεί. Κοίταζε και δε κοίταζε ταυτόχρονα. Το ζαλισμένο βλέμμα του περνούσε σα χάδι πάνω απ΄όλων τα κεφάλια. Πήγαινε πέρα-δώθε, έχανε την ισορροπία του και την ξανάβρισκε, σήκωνε κάθε τόσο το ένα του πόδι και βαρούσε το τσιμεντένιο δάπεδο με το παπούτσι του. Έκανε μπροστινές και πισινές στράκες, έγερνε τη μέση του προς τα πίσω, αμολούσε χαμηλά σφυρίγματα και φώναζε "όοοοπαααα!". Τέλειωσε μ΄ένα στριφογύρισμα στον αέρα που τον έριξε κάτω, σκασμένο σ΄ένα μαλακό, μεθυσμένο κι ικανοποιημένο γέλιο.
Ένας τού΄φερε μιά κούπα με κρασί που τη σήκωσε στην υγειά όλων, την ήπιε μονορούφι και πήγε τρικλίζοντας στο τραπέζι του.


Ο έτερος, που κάθονταν μόνος του, σηκώθηκε λίγο αργότερα, σ΄ένα οργανικό του Περιστέρη. Ήταν κάπου γύρω στα 60 και χόρεψε κρατώντας δυό ποτηράκια του κρασιού, περασμένα στα δάχτυλά του. Ξεκίνησε από ένα μεγαλύτερο κύκλο που τον έκλεινε προοδευτικά, κρατώντας τους ώμους του κυρτούς. Το ένα του χέρι δούλευε σαν από μόνο του, πότε τεντωμένο στο πλάι, ντιντινίζοντας τα ποτηράκια ρυθμικά, πότε τό΄φερνε στο μέτωπο, σα νά΄θελε να το στηρίξει ή να το δροσίσει με το γυαλί και πότε το σήκωνε ψηλά, σα νά΄θελε να προστατευτεί απ΄το ταβάνι που μπορεί να έπεφτε. Είχε μισόκλειστα τα μάτια και γύριζε το κεφάλι του αριστερά-δεξιά, σα νά΄ψαχνε κάτι, ή να έκοβε αν κάποια απειλητική σκιά τον παρακολουθούσε.
Δούλευε το χορό του πολύ κοντά στο τσιμεντένιο δάπεδο, το χτύπησε δυό φορές με ανοιχτή παλάμη, το χάϊδεψε την τρίτη και έφερε το χέρι στην καρδιά του.



Ξάφνου, σταμάτησε. Τέντωσε το σώμα του, έβγαλε το σακάκι που το πέταξε σε μιά άδεια καρέκλα κι έβγαλε ένα μαχαίρι απ΄το μπατζάκι του. Με τη μύτη του κόφτη άγγιξε τη λάμπα και της έδωσε μιά κίνηση. Μετά κατέβηκε και διπλώθηκε τόσο που το γόνατο ακουμπούσε το σαγόνι του. Εκεί, ακριβώς από κάτω της, άρχισε να κινείται αργά, ανάμεσα στο θαμπό φως που μιά τον έλουζε και μιά τού΄ριχνε σκιές, τεμαχίζοντας τον αέρα με απότομες κινήσεις του μαχαιριού. Ύστερα το "σκούπισε" απάνω στο μανίκι του πουκάμισου, το τσάκωσε ανάμεσα στα δόντια και τέλειωσε με κάτι σαν επίκληση, στραμένος προς το φως της λάμπας, κάνοντας μιά δυνατή στράκα.
Έβαλε το μαχαίρι στο μπατζάκι του, μάζεψε το σακάκι, τό΄ριξε στους ώμους κι έφυγε, με χαμηλωμένο το κεφάλι, ανεβαίνοντας σταθερά τα καμιά 15ριά απότομα σκαλοπάτια.

"Καλό ξημέρωμα, ρε Βασιλάκι", του φώναξε κάποιος. 

Δεν απάντησε...



Παρασκευή 27 Αυγούστου 2010







περί πολιτιστικής ανωτερότητας...



Στο elkibra-rebetisses blogspot.com δημοσίευσα ένα γραφτό (με τίτλο: Ένα σχόλιο και μιά απάντηση -


με αφορμή ένα σχόλιο σ΄ ένα παλιότερο post μου που είχε τον τίτλο "Σνόμπαρε η Ρίτα Αμπατζή το Μάρκο Βαμβακάρη;". Εδώ, συνεχίζω το ίδιο θέμα κάνοντας μιά αναφορά στον 

Elia Kazan
Born Elias KazanjoglouSeptember 7, 1909(1909-09-07)Kayseri, Ottoman Empire
Died September 28, 2003 (aged 94)



Όπως σημειώνω στο άλλο post, είναι έως αντιδραστικό να υποστηρίζουμε ότι ένας πολιτισμός είναι ανώτερος κάποιου άλλου, παραβλέποντας τις αιτίες και τις συνθήκες που τον διαμόρφωσαν. Κι όμως, εγώ που λέω έτσι, έπιασα τον εαυτό μου τις προάλλες, να κάνει ακριβώς αυτό. Προσπαθώντας να πείσω, σε κάποια περίπτωση, ότι δεν έχω καμιά διάθεση να καταπιέσω ή να κατέχω έναν άνθρωπο που ανησυχούσε, έστειλα ένα μήνυμα με το κινητό που έλεγε:

Δεν είμαι latino, ούτε καν τυπικός Έλληνας δεν είμαι.
Οι ρίζες μου είναι από μιά πόλη που κάποτε ήταν
κοσμοπολίτικη (Σμύρνη)...

Να λοιπόν οι αντιφάσεις. Μόλις τό΄στειλα, πήγε το μυαλό μου σ΄ένα βιβλιαράκι πόκετ της BELL που το είδα τυχαία να κρέμεται με μανταλάκι σ΄ένα περίπτερο. Ο τίτλος ήταν "Ο Ανατολίτης" του Elia Kazan. Θυμάμαι πόση εντύπωση μου είχε κάνει το απόσπασμα που μεταφέρω. Ο Σταύρος Τοπούζογλου, ήρωας του βιβλίου, είναι Έλληνας από την Ανατολία που μετανάστευσε στις ΗΠΑ στις αρχές του 1900. Κάποια στιγμή τα μπλέκει με μιά Αμερικανίδα, την Αλθέα, κόρη μιάς καλοστεκούμενης οικογένειας. Η μάνα τον σνομπάρει και δε τον θέλει γιά πιθανό μελλοντικό γαμπρό. Η παρακάτω σκηνή εκτυλίσσεται στο σπίτι τους όπου βρέθηκε ο Σταύρος Τοπούζογλου, σε ένα γεύμα και θίγει ακριβώς το θέμα της πολιτιστικής ανωτερότητας και απ΄τις δύο πλευρές.


"...Αφού επιμένεις τόσο", είπε η κυρία Πέρι, "θα σου πω. Είναι αλήθεια ότι απέφευγα να σου μιλήσω, ακόμα και να σε κοιτάξω. Η Αλθέα είναι το μόνο παιδί που έχω. Κάποτε είχα κι ένα γιό. Πέθανε, όπως ξέρεις. Μετά το θάνατό του συγκέντρωσα όλες μου τις ελπίδες στην Αλθέα. Όταν τέλειωσε το πανεπιστήμιο, δεν υπήρχε πιό περήφανη μητέρα από μένα. Δε νομίζω ότι οι ελπίδες που είχα γιά την κόρη μου ήταν παράλογες. Ειλικρινά πιστεύω ότι θα μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα στη ζωή της - να παντρευτεί ένα μεγαλοβιομήχανο ή τον εκδότη μιάς μεγάλης εφημερίδας ή έναν ονομαστό συγγραφέα. Στο κάτω-κάτω, ο προπάππος της ήταν πρόεδρος ενός πανεπιστημίου. Θα μπορούσε ακόμα - και δε νομίζω ότι υπερτιμώ την αξία της - να παντρευτεί τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, αν ήθελε".
Είχε αρχίσει να κλαίει.
"Μητέρα", είπε η Αλθέα, "φτάνει ως εδώ".
"Αυτός μου το ζήτησε", είπε η κυρία Πέρι, "και του κάνω τη χάρη να του απαντήσω. Πιστεύω μάλιστα ότι θα νιώσω καλύτερα αν πω αυτά που έχω μέσα μου παρά να τα καταπιώ, όπως είπε κι ο πατέρας σου".
Αυτή τη φορά γύρισε και κοίταξε κατάματα τον Σταύρο. "Ναι, θα μπορούσε να τά΄χει κάνει όλα αυτά τα πράγματα. Εκείνη όμως ποιόν πάει και βρίσκει;". Άπλωσε το χέρι της κι έδειξε τον Σταύρο. "Εσένα! Τί θες, νά΄μαι ευτυχισμένη γι αυτό; Δεν είμαι. Νιώθω μιά φοβερή απογοήτευση, πίκρα, μίσος, ακόμα και οργή".
"Πώ, πώ, πώ", είπε ο Σταύρος.
’Έκανα ότι καλύτερο μπορούσα σήμερα", είπε η κυρία Πέρι. "Αυτό θα πρέπει να το παραδεχτείς, Αλθέα. Προσπάθησα, αλλά ο Μόργκαν είχε δίκιο. Δεν τα κατάφερα".
Δεν μπόρεσε να συνεχίσει. μερά φάνηκε να συνέρχεται. Κοίταξε την Αλθέα και είπε: "Φτωχό μου κορίτσι. Κοιτάξτε την, κύριε Αρνές! Δεν είναι όμορφη; Όταν γεννήθηκε είχε ένα φωτοστέφανο πάνω απ΄το κεφάλι της - χρυσά μαλλιά - και το χρώμα του ουρανού στα μάτια της. Τότε είχα πει μέσα μου, "Αυτό το κορίτσι θα κάψει πολλές καρδιές. Ναι, ήταν ένας άγγελος και τώρα είναι στο βόθρο μαζί σας". Κοίταξε πάλι την Αλθέα. "Φτωχό μου κορίτσι", επανέλαβε. "Και τώρα πρέπει να πάω ν΄αλλάξω παπούτσια". Κλαίγοντας με αναφιλητά, σηκώθηκε κι έφυγε από το δωμάτιο.
Ο Σταύρος με το κεφάλι ψηλά, έβγαλε το παπιγιόν του, ξεκούμπωσε το κολάρο του πουκαμίσου και το σακάκι του και μετά κοίταξε το πιάτο με το καμένο κρέας.
"Δε σε θέλουμε άλλο", είπε η Αλθέα στη Ρόντα που είχε έρθει να ρωτήσει αν τη χρειάζονταν. μετά η Αλθέα σηκώθηκε και πήγε ως την πόρτα, λέγοντας στον Σταύρο. "Μπορούμε να κάνουμε ένα περίπατο, αν θες. Έχουμε ώρα και είναι πολύ όμορφο απόγευμα".
Εκείνος δεν της απάντησε. Ύστερα από λίγο βγήκε από την τραπεζαρία, ανέβηκε τις σκάλες και χτύπησε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας της κυρίας Πέρι. Δεν πήρε απάντηση. "Κυρία Πέρι", είπε, "είμαι ο Σταύρος Τοπούζογλου". Το μόνο που άκουσε πίσω από την κλειστή πόρτα ήταν ένα παπούτσι που έπεφτε στο πάτωμα. "Θέλω να σας πω μερικά πράγματα, κυρία Πέρι. Παρακαλώ να μ΄ακούσετε". Μετά δυνάμωσε τη φωνή του γιά να σιγουρευτεί ότι θα τον άκουγε η οικοδέσποινα, η κόρη της που ανέβαινε τις σκάλες, ακόμα κι οι δυό υπηρέτριες που καθάριζαν την τραπεζαρία.
"Θά θελα να ξέρετε, κυρία Πέρι, ότι ανήκω σε μιά πολύ παλιά φυλή ανθρώπων που υπέφεραν αιώνες ολόκληρους δίχως να χάσουν την αξιοπρέπειά τους. Είμαστε φτωχοί, ναι, αλλά έχουμε καθαρό μέτωπο και καθαρή ψυχή. Πολύ καλύτεροι από σας! Αυτό το ανακάλυψα σήμερα. Εμείς έχουμε τρόπους, εσείς όχι. Ποτέ, μα ποτέ, δε θα προσβάλλαμε έναν καλεσμένο στο σπίτι μας. Δεν μπορώ να σας συγκρίνω ούτε με τους χαμάληδες της Κωνσταντινούπολης. Τέτοιος ήμουν κι εγώ...δίχως φαγητό να φάμε, δίχως κρεβάτι να κοιμηθούμε, δίχως καμιά ελπίδα. Αυτοί όμως είναι πιό άνθρωποι από σας και τον άντρα σας. Πρέπει να σας πω ότι είναι τυχερή η κόρη σας που είναι μαζί μου κι όχι εγώ που είμαι μαζί της. Αυτό μην το ξεχνάτε. Δε μου κάνει τιμή που είναι κοντά μου. Εγώ της κάνω τιμή".

Η κυρία Πέρι άνοιξε την πόρτα μ΄ένα χαμόγελο στα χείλια της. Είχε φορέσει ψηλές γαλότσες γιά τον κήπο της, μιά μάλλινη φούστα κι ένα χοντρό πουλόβερ. "Ώρα να δω τα λουλούδια μου", είπε.
Προσπάθησε να περάσει μπροστά από τον Σταύρο, αλλά της έκλεισε το δρόμο.
Τον κοίταξε και το χαμόγελό της ήταν προκλητικό. "Μπορώ να περάσω;" είπε.
"Μιά στιγμή", απάντησε ο Σταύρος. "Η κόρη σας, όπως ξέρετε", επέμεινε μ΄έναν ψυχρό τόνο στη φωνή του - και τώρα η κυρία Πέρι κατάλαβε γιά πρώτη φορά ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν επικίνδυνος - "έχει πάει με πολλούς άντρες. Όχι μ΄έναν, αλλά με πολλούς. Δεν είναι καθαρό κορίτσι. Εγώ όμως θα την πάρω".

Η κυρία Πέρι του έδωσε ένα δυνατό χαστούκι. ΄Οταν της χαμογέλασε, τον ξαναχαστούκισε. "Κι άλλο", της είπε. "Άλλη μιά φορά!"

Η κυρία Πέρι στάθηκε ακίνητη, με το κεφάλι χαμηλωμένο, τρέμοντας.
"Το σκαμπίλι σας δε σημαίνει τίποτα, κυρία Πέρι. Δεν πονάω εγώ. Εσείς πονάτε - και η Αλθέα. Τη βλέπετε που σας κοιτάζει; Αυτά που είπα γιά την κόρη σας είναι αλήθεια, αλλά γιά μένα δεν σημαίνουν τίποτα, επειδή την αγαπώ σαν γυναίκα μου. Γι αυτό σας ζήτησα να την παντρευτώ".

Τρίτη 24 Αυγούστου 2010


Γειά σου Νούρο μου,
μάτια μου, καλέ




Αυτό δεν είναι ποίημα,
μιά περαστική ανάσα είναι...



Α, πως θά΄θελα σε μιά μπρατσέρα νά΄μπαινα,
ένα πρωί, προτού κανείς ξυπνήσει.
Να φύγει για τα μέσα
και να πααίνει, να πααίνει,
λιμάνια να μη πιάνει,
αθρώπους να μη συναντάει.

Να ξεχάσω τι έμαθα,
τι κατάλαβα,
ν΄αφήσω μοναχά το κούτελο να το φυσάει και υγραίνει
ο άνεμος και το νερό
και να πααίνω, να πααίνω,
ώσαμ΄εκεί που τελειών΄η θάλασσα
και τότε να γλυστρήσει μαλακά η μπρατσέρα
προς τα κάτω
καθώς που θα ψελλίζω
ένα μεγάλο ευχαριστώ.

Δευτέρα 23 Αυγούστου 2010



Οι αλήθειες είναι πικρές, φαρμάκι...


Για μιά επαναθεώρηση καθιερωμένων πρακτικών
διατήρησης των αναμνήσεων και της
πολιτιστικής παράδοσης

Μέρος 1

ότι δε γνωρίζεις δε σου λείπει

ότι δε σε σημάδεψε στη παιδική ηλικία,
δύσκολα το ενστερνίζεσαι

η νοσταλγία για κάτι χαμένο δε μεταδίνεται
κι αν το κάνει έχει περιωρισμένη εμβέλεια

η νοσταλγία αν είναι βρεγμένη με δάκρυα, 
στο μάκρος του χρόνου απωθείται







Οι αλήθειες είναι πικρές, φαρμάκι...

Για μιά επαναθεώρηση καθιερωμένων πρακτικών
διατήρησης των αναμνήσεων και της
πολιτιστικής παράδοσης

Μέρος 2

Ζούμε σε μιά εποχή που επειδή μεταφέρει μιά ενδογενή μελαγχολία και ερωτηματικά για το σήμερα και το αύριο που έρχεται απειλητικό, προσπαθεί να εμπεδώσει τη μηχανισμό Smiley


σαν "αντίβαρο". Έχουν καταλάβει τα Συστήματα ότι η μνήμη είναι τροχοπέδη και γι αυτό προσπαθούν, πάσει θυσία, να την εξαλείψουν με καταιγισμούς συνειδητά μπερδεμένης πληροφόρησης, φανταχτερά προϊόντα, μουσική περιωρισμένης ημερομηνίας κλπ.

Απ΄την άλλη όμως,
η βαριά μνήμη μπορεί όντως να είναι μιά προσωπική ή εθνική τροχοπέδη. Δεν αφήνει μιά χώρα να επαναθεωρήσει, να προχωρήσει, να δημιουργήσει νέες μορφές.







Οι αλήθειες είναι πικρές, φαρμάκι...

Για μιά επαναθεώρηση καθιερωμένων πρακτικών
διατήρησης των αναμνήσεων και της
πολιτιστικής παράδοσης

Μέρος 3

Σε περιόδους κρίσεων, ιδίως οικονομικών, οι λαοί αναδιπλώνονται και, αν δε ξεσηκωθούν, στρέφονται να βρουν παρηγοριά στη παράδοση. Στοιχειώδης ανθρώπινος αμυντικός μηχανισμός. Εκεί μέσα υπάρχει σταθερότητα, σιγουριά, ζεστασιά. Δεν υπάρχει έμπνευση όμως. Η παράδοση είναι επανάληψη δοκιμασμένων χειρονομιών και πρακτικών.

Κυριακή 22 Αυγούστου 2010



Να χορέψω μες τη ζάλη,
όμορφα και ταπεινά...






Περί Καραγκιόζη



Λυπάμαι που τα παρακάτω λόγια θα ηχήσουν εριστικά και αντιπαθητικά...
Η αλήθεια είναι ένα δύσκολο και άβολο χάπι.


Ο Καραγκιόζης είναι ένα απολύτως νεκρό θέατρο, άσχετα αν τιτλοφορείται διατήρηση της παράδοσης. Χώρια απ΄αυτό, έστω και μιά γραμμή πάνω στο αέναα επανερχόμενο θέμα του αν είναι Έλληνας ή Τούρκος, δείχνει μονάχα πόσο ναρκωμένα και αγκυροβολημένα στο παρελθόν είναι τα πνεύματα. Μιά ακόμα απόδειξη αυτάρεσκης στασιμότητας...


Ο άνθρωπος που γράφει αυτό το κειμενάκι τυχαίνει να ΄χει παίξει Καραγκιόζη, κάποια στιγμή της ζωής του και νά΄χει λατρέψει το εικαστικό του κομμάτι, φτιάχνοντας μιά μεγάλη σειρά από φιγούρες.


Δυό μικρά παραδείγματα, εδώ






Θέλω να θυμίσω πως μόνο μηδαμινές, αστείες και ανούσιες προσπάθειες έχουν γίνει για μιά ανανέωση (που, έτσι κι αλλιώς, δε γίνεται) ή, χρήση της γενικότερης εμπειρίας απ΄αυτή τη μαγική θεατρική τέχνη, για κάτι τελείως νέο και σύγχρονο. 
Ας μη μιλήσουμε για τον εξογκωμένο, πολλές φορές και ρατσιστικό εθνικισμό που έρπει μέσα στα κείμενα, αλλά βιώνεται σα σάτυρα και σαν αστείο.


Αυτό που γίνεται είναι μόνο μιά θλιβερή επανάληψη κι ένα ατέλειωτο παρωχημένο μπλα μπλα για την εθνικότητα του πρωταγωνιστή. Κάνω μεγάλο λάθος; 




Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις

μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Μην την εξευτελίζεις πιαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ' εκθέτοντάς την,
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ως που να γίνει σα μιά ξένη φορτική.


Σάββατο 21 Αυγούστου 2010



Ότι θέλουν οι γυναίκες
θα μας κάνουνε;




O Γιάννης Παπαϊωάννου (φωτογραφία) και ο Βασίλης Τσιτσάνης ήταν αυτοί που έκαναν το ρεμπέτικο να περάσει στους "άλλους". Ο Γιάννης με τη γλυκιά Μικρασιάτικη φυσιογνωμία, την επιβλητική ξερακιανή κορμοστασιά , την εξυπνάδα του, την ανθρωπιά και το αστείρευτο κέφι του, δεν άφησε περιθώρια ερωτηματικών. Μπήκε ορμητικά στη δισκογραφία, έκανε ένα σωρό επιτυχίες και δούλεψε σκληρά στο πάλκο ως το μοιραίο βράδυ που, μεθυσμένος, τσακίστηκε σε μιά κολόνα.

   Τον είχα ακούσει στις Τζιτζιφιές 20 μέρες πριν πεθάνει κι όταν με πήραν τηλέφωνο γιά να μου το πουν, βρισκόμουνα στη Στοκχόλμη κι έπαθα. Θυμάμαι πως καβάλλησα ένα ποδήλατο που είχα και περιπλανιόμουνα νυχτιάτικα σε μιά θερμοκρασία -28oC (!). Έκλαιγα με δάκρυα που γίνονταν κρύσταλλοι.

   Δεν ήταν όποιος κι όποιος ο Παπαϊωάννου.Ο Τσιτσάνης (στενός του φίλος) μπορεί να ήταν Μεγάλος, αλλά δεν ήταν διασκεδαστής, ενώ αυτός είχε πραγματικά εκτόπισμα. Μέσα στο μαγαζί κυριαρχούσε με το γλυκό μπουζούκι του, με τ΄ατέλειωτα ταξίμια που αγκυλώναν την καρδιά. Κι όταν διάφοροι/ες νερουλοί/ές φωνασκούσαν, αρκούσε μόνο να πετάξει με τη μάγκικη, καλόκαρδη κι επιβλητική φωνή του  εκείνο το "Ησυχία! Έχουμ΄άρρωστο..." κι όλοι/ες γίνονταν αρνάκια.

    Ήταν έξω καρδιά σε ούλα του και τά΄δινε ούλα. Αστειευόταν με τους πελάτες, ήταν απέραντα ανθρώπινος, απέραντα λαϊκός με το σωστό τρόπο, τον αγάπαγαν και τό΄ξερε. Μικρασιάτης. Καρδιά περιβόλι.

Γιά να μη λέω πολλά, σας δίνω ένα από τ΄άγνωστα τραγούδια του με τη Μπέλλου, στο μεσοδιάστημα της φωνής της, πρίν να γίνει μπρούτζινη. Η Μπέλλου του είπε πολλά τραγούδια που όλα τους έγιναν επιτυχίες. Το συγκεκριμένο λέγεται "Ότι θελουν οι γυναίκες" (Columbia DG-6902, τρ. Σ.Μπέλλου, Ν. Καλλέργης) και το βρίσκω εξαιρετικό. Έχει ένα ανέβασμα, ακριβώς στο ρεφρέν, που το χρησιμοποίησε ο Παπαϊωάννου και σε 2-3 άλλα τραγούδια του και είναι, κατά τη γνώμη μου, αυτό που το κάνει υπέροχο.
Η Μπέλλου, όπως πάντα, σταθερή και άψογη.

Το θέμα του τραγουδιού, οι γυναίκες και οι περιπέτειες μ΄αυτές. Με δυό λόγια, το γνωστό μοτίβο, που υπήρχε ήδη από την αρχαιότητα, όταν τις χαρακτήριζαν σαν ένα "αναγκαίο κακό"...

Ακούστε το τραγούδι κάνοντας διπλό κλικ








Στέλλα Βαρθαλίτου (Βογιατζή)

Δευτέρα 16 Αυγούστου 2010





Περί του χασισιού ο λόγος...




Άλλο πράμα να είναι το χασίσι ενταγμένο μέσα σε μιά γενικότερη πολιτισμική παράδοση που μέσα της μεγαλώνεις, και άλλο να μπαίνεις μέσα σ΄αυτό σα καινούριος.

Τα παρακάτω δεν αποτελούν κανενός είδους προάσπιση του χασισιού ή γενικότερα των ηδονιστικών ουσιών. Προσπαθούν μονάχα να βάλουν κάποια πράγματα στη θέση τους.

Πριν κάποια χρόνια είμαι με μιά φίλη και θέλει να μου γνωρίσει την αδελφή της. Πάμε στο σπίτι της, με συστήνει, καθόμαστε και, είναι ζήτημα αν έχουν περάσει δέκα λεπτά, με ρωτάει η αδερφή, "να φτιάξω ένα τσιγαράκι;". Μου κακόρθε. Να καπνίσουμε για να μιλήσουμε;

Η συνεχής αύξηση του ενδιαφέροντος, κύρια απ΄τη μεριά των νέων, για την ατμόσφαιρα των παλιών τεκέδων και του χασισωμένου πειραιώτικου ρεμπέτικου είναι κατανοητή. Αποτελεί μιά αντανάκλαση, αφενός της "ελεύθερης", επιπόλαιας, αυτοκαταστροφικής, "λεβέντικης" και σκληρής στάσης απέναντι στα πράγματα που μπορεί να έχει κανείς στη διάρκεια της νεότητας.
Απ΄την άλλη, είναι και αντίδραση, και δραπέτευση σε θολά τοπία, απέναντι σε μιά δύσκολη, μελαγχολική και αδιέξοδη εποχή που περνάμε που, δυστυχώς, θα συνεχίσει να χειροτερεύει, ώσπου να φτάσουμε σε μιά απόλυτα εδραιωμένη διπολική κατάσταση. 
Την πληθώρα συνεχώς ανανεούμενων cool χημικών ουσιών 
και την καλλωδιοποίησή μας, με την ευγενή βοήθεια της τεχνολογίας.
Ήδη βρισκόμαστε κάπου εκεί...

Αν ξεφύγουμε απ΄αυτή τη διπλή μέγγενη, εμένα να μου κρεμάσετε χαλκά στη μύτη!

Ωστόσο, για τους σημερινούς νέους, δεν ειναι ανάξιο λόγου να ξεκαθαρίζονται μερικά βασικά πράγματα σ΄ότι αφορά το χασίσι και το Ρεμπέτικο.

Όταν, για παράδειγμα, ο Νταλγκάς αμολάει σε κάποια τραγούδια ένα "γειά σου, ρε χασίκλα!", η λέξη είναι απομυθοποιημένη και αποχαρακτηρισμένη γι αυτόν και σ΄αυτούς που απευθύνεται, δηλαδή κατά κύριο λόγο, στο κοινό των προσφύγων.

 Δεν απευθύνεται σε χασικλήδες, απευθύνεται σε μιά μεγάλη πλειοψηφία ανθρώπων που το χόρτο ήταν απλώς ένα απ΄τα κομάτια του μωσαϊκού της δύσκολης ζωής τους. Απευθύνεται σε ανθρώπους που ήξεραν να το χρησιμοποιούν, όταν οι περιστάσεις το σήκωναν και, το σημαντικότερο απ΄όλα, είχαν σταθερούς και κοινούς κώδικες συμπεριφοράς και γερή πολιτισμική παράδοση, πολύ ανώτερη από των Ελλαδιτών.

Μιλάμε τώρα για τις λαϊκές τάξεις των Μικρασιατών.

Οι λέξεις κρύβουν ιστορία από πίσω τους και εκφράζουν την εποχή τους




Πέμπτη 12 Αυγούστου 2010





Πρασατζήδες και λαχανάδες

βλ.






"Γειά σου, ρε Ρίτα!"


Η, ουσιαστικά, απαγόρευση (1937) της μουσικής των Μικρασιατών προσφύγων, δηλαδή 1,6 εκ. ανθρώπων μέσα σ΄ένα ελλαδικό πληθυσμό 6,5 εκ. το 1930, ήταν το τελειωτικό ηχηρό χαστούκι που είπραξαν. Το "μήνυμα" ήταν πως, αν ήθελαν να έχουν μέλλον έπρεπε ν΄ακολουθήσουν ένα μονόδρομο, αυτόν της αφομοίωσης και της καταναγκαστικής αμνησίας...

Τα χαστούκια που είχαν ήδη φάει ήταν αρκετά. Ξερρίζωμα απ’ τον τόπο τους γιά ελλαδικά συμφέροντα, μηδαμινές ως μηδενικές αποζημιώσεις γιά ότι έχασαν (η Εθνική Τράπεζα κατακρατούσε το 25% από τις αποζημιώσεις...), η κοροϊδία των Ομολογιών, το οικονομικό "κραχ", δικτατορίες κλπ. Με την επιβολή του νόμου περί λογοκρισίας, πετάχτηκαν στη σιωπή. 3-4 μόνο απ’ τους μουσικοσυνθέτες και τραγουδιστές μίλησαν, πολλοί πέθαναν στη διάρκεια της Κατοχής από στερήσεις, κανείς, εκτός από τον Χατζηδουλή, δεν έψαξε να μιλήσει μ΄αυτούς που επέζησαν. Σα να μην υπήρξαν ποτέ...

Έτσι, ψάχνοντας σήμερα γιά στοιχεία έχουμε κάποια ελάχιστα κείμενα, τις φωτογραφίες που "συνέλεξε" ο Ηλίας Πετρόπουλος (σκεφθείτε να μην είχαμε κι αυτές) και τους δίσκους.
Ο ψύλλος
1932, Παντελίδη Σ.
όπου ο Νούρος που ήταν παρών στην αίθουσα φωνοληψίας, χαιρετάει τη συντοπίτισσά του Ρίτα Αμπατζή

Κυριακή 8 Αυγούστου 2010





Καλέ...

Άραγε, πως θα αντιδρούσε μιά σημερινή γυναίκα αν της έλεγε κάποιος,
"τρέμω όταν σε βλέπω",
"όταν σε δω λιποθυμώ",
"καλέ, δε με λυπάσαι;"
"δακρύζω όταν σε βλέπω",
"τρέχω στη σκιά σου";

Είμαστε στο 2009 και ο τρόπος που οι άνθρωποι, κύρια οι νέοι άνθρωποι, εκφράζουν τον έρωτά τους έχει αλλάξει. Μπορεί, σε κάποια υπολείμματα των λαϊκών τάξεων να εκφράζονται ακόμα παραπλήσια, αλλά και γι αυτούς είναι θέμα χρόνου να τα ξεχάσουν αυτά.

Οι Μικρασιάτες, όταν τραγουδούσαν στίχους ερωτικούς, είχαν ένα ιδιαίτερα μαλακό και τρυφερό λεξιλόγιο. Ο τρόπος αυτός, αν κρίνουμε απ΄τους αντίστοιχους στίχους των Ελλαδιτών της δεκαετίας του ΄30, θα πρέπει να θεωρούνταν σαν υπερβολική και αχρείαστη ένδειξη "αδυναμίας" απέναντι στο γυναικείο φύλο. Η Ελλαδική μαγκιά του Πειραιά είχε, στα πρώτα της βήματα τουλάχιστο, μιά αντίστοιχη στάση μ΄αυτή που έχουν τα αγόρια πριν την εφηβεία, όταν περιφρονούν έντονα τα κορίτσια και τα αποφεύγουν, πριν χτυπήσει το γιγάντιο ξυπνητήρι μέσα τους...

Όταν καμιά φορά πετάω τέτοια μέσα στα ανδροκρατούμενα forum, μου ρίχνονται άγρια. Μου φέρνουν παραδείγματα από στίχους του Μάρκου ή του Χατζηχρήστου που, κατ΄αυτούς, εκφράζονται ίδια. Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι αυτοί οι δυό ήταν ευαίσθητοι άνθρωποι. Προφανώς όμως, δε καταλαβαίνουν τι εννοώ.

Θα φέρω ένα παράδειγμα, τη χρήση του επιφωνήματος "καλέ" που είναι και κλητ. του επιθ. καλός.

Στο τραγούδι "Mάγκας σεβνταλής" του Κ. Σκαρβέλη με τον Νούρο, ένας απ΄τους μουσικούς πετάει το: "Να χαρώ εγώ μάγκες...γειά σου Νούρο μου, μάτια μου, καλέ".

Ο Νταλκἀς, στο τραγούδι "Καμωματού Σμυρνιά", πετάει το "μού΄φαγες τα νιάτα μου, καλέ" κλπ.

Από την επιβολή της λογοκρισίας και μετά, απ΄τη στιγμή δηλαδή που πολλοί Μικρασιάτες σιώπησαν και κάποιοι απ΄αυτούς κατάλαβαν πως πρέπει να φορέσουν μάσκα αν θέλουν να είναι μέσα στο παιχνίδι, το επιφώνημα αυτό χρεώθηκε (και εξακολουθεί και σήμερα) στους ομοφυλόφιλους και στους τέτοιες στάσεις έχοντες.

Ο Ζάχος στο Λεξικό της πιάτσας αργκό (Ευαγγ. Παπαζαχαρίου) εκδ. ΚΑΚΤΟΣ, γράφει:

καλέ!= α) προσφώνηση ατόμου που δεν ξέρουμε τ΄όνομά του. Υπόλειμμα της έκφρασης καλέ μου άνθρωπε! Χρησιμοποιείται κυρίως από τις γυναίκες και όταν ένας άντρας τη χρησιμοποιεί κάνει συνήθως και την κίνηση μίμησης της γυναίκας, που κάνουν οι παθητικοί ομοφυλόφιλοι με άνοιγμα της παλάμης προς τα έξω στο ύψος του στήθους.

ακόμα,

καλέ= χαϊδευτική επίκληση της πόρνης απ΄τον προαγωγό της, και αναφορά της σε συζἠτηση: πήρα την καλέ μου κι έφυγα. Άλλοτε λεγόταν και γιά τη φιλενάδα, την ερωμένη.

Υπάρχει κάτι που ονομάζεται θηλυκή γλώσσα. Πρόκειται γιά μιά ιδιαίτερη χρήση της γλώσσας, με περισσότερα συναισθηματικά χρώματα. Το ρεμπέτικο, μετά τη "σκληρή" περίοδο του πειραιώτικου, έχει πολλά τέτοια δείγματα που δε τα προσέχει κανείς σε πρώτη ανάγνωση.
Ο Γιώργος Λαύκας, γιά παράδειγμα, στο τραγούδι του "Μάχαιρα θα λάβεις", χρησιμοποιεί μιά γλώσσα που, παρόλο που βγαίνει από ανδρικό στόμα, έχει στοιχεία θηλυκής γλώσσας. Το τραγούδι είναι συνδημιουργία με την Ιωάννα Γεωργακοπούλου και είναι πιθανό πως έβαλε εκείνη το χέρι της.

ΜΑΧΑΙΡΑ ΘΑ ΛΑΒΕΙΣ

Αφού το ήξερες πως θα με βαρεθείς,
ήτανε σφάλμα σου γιά να με ξεμυαλίσεις.
Αφού ήτανε τόσο σκληρά να μ΄αρνηθείς,
γιατί ν΄ανάψεις τη φωτιά και να μ΄αφήσεις;

Πες μου, πού θά΄βρω τώρα πιά παρηγοριά,
χωρίς εσένα, πες μου, πώς θα ζήσω, αλήθεια;
Ήρθες και μού΄μπηξες βαθιά τη μαχαιριά
και πας αλλού να πεις τα ίδια παραμύθια.

Θά΄ρθ΄η σειρά σου κι ο κατήφορός σου αυτός
θα σε τσακίσει δίχως να το καταλάβεις,
αλήτης έγινα γιά σένανε σωστός,
μάχαιρα έδωσες και μάχαιρα θα λάβεις

"Ναι", θα μου πουν αυτοί που ξέρουν, "υπάρχει το μουρμούρικο με τον Σπαχάνη (CD Μόρτικα) "Καλέ μάνα, δε μπορώ". Nαί, αλλά εκεί έχουμε μιά σύναξη ανόμοιων στίχων από παλιά μουρμούρικα. Άλλο η μάνα κι άλλο η γκόμενα...

Όντως, οι Μικρασιάτες είχαν κληρονομήσει και χρησιμοποιούσαν μιά πιό τρυφερή γλώσσα, ακόμα και στην καθημερινή τους ομιλία. Τέτοια όμως "θηλυκοφέρνοντα" παραμερίστηκαν εν τάχει από το πειραιώτικο ρεμπέτικο...