Τετάρτη 29 Ιουλίου 2009

Oι χήρες έρχονται στην Ελλάδα...

Μόνες γυναίκες με τα παιδιά τους στο μεγάλο φευγιό... (1922)


Οι άντρες, μεταξύ 17-45 θα μεταφερθούν στα βάθη της Ανατολίας γιά να επισκευάσουν τις ζημιές του πολέμου... (1922)

Οι χήρες φτάνουν στην Ελλάδα... (1922)


Το παρακάτω είναι ένα ακόμα μακρουλό κείμενο που μοιάζει σα προσπάθεια κατάδυσης σ' ένα "νεκρό" παρελθόν. Δε πρόκειται όμως γι αυτό. Δε πρόκειται γιά κατάδυση στα προβλήματα ενός δέντρου, πρόκειται γιά κατάδυση στα προβλήματα ενός δάσους... Είναι μιά προσπάθεια κατάδυσης μέσα στην ανθρώπινη ψυχή. Στη μοναξιά, στις εκρήξεις και συγκρούσεις με τον ιστό των μαρτυρίων που χτίζουμε γιά να τυραννιόμαστε στη ζωή...


Η έννοια της χήρας γυναίκας είναι φορτισμένη στην παλιότερη ανδρική ελληνική παράδοση. Το σύμβολο της γυναίκας που μόνη της ξαπλώνει και μόνη της ξυπνάει εκπέμπει ερωτισμό, ερωτικό κάλεσμα.
Χήρα και μάγκας - Ι. Μοντανάρη - τρ. Ρίτα Αμπατζή, Ρούκουνας
Τα βλέμματα ήταν συγκεντρωμένα πάνω τους, και απ' τα δυό φύλα. "Τί κάνει;", "τί θα κάνει;", "έχει κάποιον, κρυφά ή φανερά;", "θα ξαναπαντρευτεί;". Αν ναι, πόσο γρήγορα; Αν τό'κανε γρήγορα, κριτικές θα πέφταν επάνω της. "Δε πένθησε αρκετά" (πόσο είναι το "αρκετά";), δε τον αγαπούσε τον άντρα της, σκέφτεται μόνο τις ανάγκες της. Συνηθέστατα, οι ίδιες οι γυναίκες σέρναν το χορό της κριτικής και του κουτσομπολιού. Οι άντρες ακούγαν σιωπηλοί, στρίβαν τα μουστάκια τους και άλλα σκέφτονταν... Όλη αυτή η ξινή γκρίνια, το φάγωμα με τα ρούχα μας, ο εστιασμός στο "τι κάνουν οι άλλοι/ες"...

Όσο κι αν οι γιγάντιες τερατουπόλεις (το παρόν και το μέλλον της φουκαριάρικης ανθρωπότητας), με την ανωνυμία, τη μιζέρια και τη μοναξιά, είναι κατακριτέες, τελικά, είναι προτιμότερες από τα κοινωνικά μικροσύνολα. Καλύτερη η επιλεγμένη μοναξιά, παρά τα σόγια, τα χιλιάδες μάτια των μικρών κοινωνικών συνόλων, όπου ο ένας κατασκοπεύει τον άλλον. Έτσι κι αλλιώς, και η μιά λύση και η άλλη, αδιέξοδες είναι... Αυτή είναι η μοίρα του άτυχου ανθρώπινου γένους. Να αυτοκατασπαράζεται και να κατασπαράζει, έστω και μέσα από ποταμούς καταπιεστικής αγάπης. Τρέχα γύρευε...


ΟΙ ΧΗΡΕΣ ΣΤΑ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΣΤΑ "ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ" ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

"Οι Σμυρνιές μας παίρνουν τους άντρες μας"...


" Ε ρε, τι γυναικομάνι μέσα στο Πασαλιμάνι" (από το τραγούδι "Κάτω στο Πασαλιμάνι" (Γυναικομάνι) Μουσική-στίχοι Παν. Πετσά HMV AO- 2769 Γεωργακοπούλου, Στελλ. Περπινιάδης)

Eκτός από όλα τα άλλα βαριά προβλήματα που δημιουργήθηκαν από τον απότομο ερχομό τόσου μεγάλου αριθμού προσφύγων, σε καιρούς δύσκολους γιά την Ελλάδα, υπήρχε και ένα ακόμα πρόβλημα που σπάνια συζητιέται.

Ο μεγάλος αριθμός μόνων γυναικών που είτε είχαν χάσει τους άντρες τους, είτε τους είχαν κατακρατήσει γιά να εξοντωθούν σε τάγματα εργασίας, σε συνδυασμό με τη λειψανδρία, και μέσα στις προσφυγικές κοινότητες και μέσα στην υπόλοιπη ελληνική κοινωνία, λόγω των απωλειών από τους πολέμους.

Αυτές οι γυναίκες, εκτός απ' τα δυσβάστακτα προβλήματα της επιβίωσης και της τακτοποίησης, μόλις η πρώτη φούρια άρχισε να καταλαγιάζει, είχαν κάτι άλλο να λύσουν. Να βρουν ένα πατέρα γιά τα παιδιά τους και, καθόλου μικρότερης σημασίας, να βρουν μιά συναισθηματική και ερωτική συντροφιά.

Ας σκεφτούμε ότι, περίπου το 40% απ' αυτές ήταν από μικρότερες ή μεγαλύτερες πόλεις και ένας σημαντικός αριθμός από τη Σμύρνη, ένα κοσμοπολίτικο κέντρο. Αυτές που δεν ήταν αγρότισσες και δε μπήκαν στη σειρά γιά να πάρουν κομμάτια γης που το ελληνικό κράτος χορηγούσε, προωθήθηκαν, περισσότερες απ' τις μισές, στα τρία μεγάλα κέντρα της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και του Πειραιά. (Ο προσφυγικός πληθυσμός της Αθήνας έφτασε το ύψος του 40%, στον Πειραιά το 25%, στη Μυτιλήνη 10%, στα νησιά του Αιγαίου 48%.

Στα τρία μεγάλα κέντρα όμως παιζόταν το "παιχνίδι του ρεμπέτικου". Εκεί έδρευαν οι εταιρίες, εκεί μαζεύτηκαν οι συνθέτες/στιχουργοί, από κει πήγαζαν τα ερεθίσματα και οι εμπνεύσεις.

Ας δούμε λίγο το ευαίσθητο θέμα των "διαφορετικών ηθών". Οι "πηγές" που έχουμε είναι διάφορα, μαζεμένα από δω κι απο κει, έπιπόλαια σχόλια, κρίσεις, λεκτικές επιθέσεις Ελλαδιτών που, ανοιχτά ή κρυφά, κατηγορούσαν τους πρόσφυγες γιά "χαλαρά" ή "έκλυτα" ήθη. Διαφορετικά δηλαδή, πιό φιλελεύθερα απ' αυτά που υπήρχαν στη συντηρητική, μπερδεμένη και αλλοιθωρίζουσα προς τη Δύση Ελλάδα. Δε θα μπούμε σε συγκρίσεις. Θα θυμήσω μόνο ότι ο ιστός αρχών, εθίμων, κωδίκων και τα μύρια όσα "πρέπει" με τα οποία δυσκολεύουμε τη ζωή μας, χτίζοντας αυτό που το λέμε "πολιτισμό", μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα και ατονούν σε κρίσιμες στιγμές. Σε πολέμους, λιμοκτονίες, απόλυτη φτώχεια και πείνα. Οι πρωταρχικές και πρωτόγονες ανάγκες επιβίωσης δεν υπολογίζουν κανόνες. Υπάρχει όμως ακόμα ένας παράγοντας, εξίσου σοβαρός, που υποκρινόμαστε πως δε τον βλέπουμε. Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΣΑΡΚΑΣ.

Οι ανάγκες του ανθρώπινου σώματος (ίδιες, στη βάση τους, με κάθε άλλου έμβιου όντος) που ο Χριστιανισμός (και όχι μόνο) μίσησε και απώθησε, πετυχαίνοντας μιά τρύπα στο νερό. Η ξινή αντίδραση του Χριστιανισμού οφείλονταν στον τρόμο από την έκλυση ηθών που χαρακτήριζε τις τελευταίες περιόδους της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Αυτό το "μίσος" ήρθε, εγκαθιδρύθηκε και παρέμεινε διά παντός, σαν ανακλαστική αντίδραση, ακόμα και σε εγκόσμια καθεστώτα, σα κι αυτό που ζω...

Το φυσιολογικό "κυνήγι" στο οποίο επιδόθηκαν οι χήρες, σε συνδυασμό με τη λειψανδρία, αποτυπώθηκε στα τραγούδια. Φτάνει και παραφτάνει γιά να εξηγήσει τον φανερό ή έρποντα αισθησιασμό του μεγαλύτερου μέρους των μικρασιάτικων και των κατοπινότερων "ρεμπέτικων". Παρόλ' αυτά δε πρέπει να ξεχνάμε ότι οι χήρες, και ιδιαίτερα οι νεότερες, πιέζονταν απ' όλες τις μεριές. Εσωτερικά και εξωτερικά. Οι εξωτερικές πιέσεις ήταν οι γνωστές, του άμεσου και έμμεσου περιβάλλοντος που είχε τις, γνωστές πάλι, μοραλιστικές και συντηρητικές αρχές, που ενδυναμώνονταν ακόμα και από το ότι ζούσαν στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον.

Έχουν γραφτεί κάποια λόγια θαυμασμού, απ' όσο ξέρω μόνο από τον Πάνο Σαββόπουλο, γιά τις "απελευθερωμένες" γυναίκες του '30 (βλ. "Περί της λέξεως "ρεμπέτικο" το ανάγνωσμα...και άλλα", οδός Πανός εκδόσεις, Αθήνα 2006, σελ. 76-87, καθώς και κάποια δικά μου σχόλια στην ανάρτηση 18/12/07- Οι ρεμπέτισσες του '30 και ο Πάνος Σαββόπουλος).

Δεν επρόκειτο γιά κάποια πολιτική συνειδητοποίηση, όπου τμήματα του γυναικείου πληθυσμού ζητούν τα αναφαίρετα δικαιώματά τους, δεν επρόκειτο γιά κάποια μόδα (όπως έγραψα σε άλλη ανάρτηση), δεν επρόκειτο γιά γυναικεία "μαγκιά" (όπως πολλοί ακκίζονται και γαργαλιούνται να πιστεύουν). Ήταν, απλά, οι πρακτικές ανάγκες συν τη συνειδητοποίηση που προέκυψε από την οικονομική "ανεξαρτητοποίηση" των γυναικών που αναγκάστηκαν να βγουν από το σπίτι και να δουλέψουν.
Ακόμα, βάζω εγώ ο ίδιος ερωτηματικά αμφιβολιών στην ανάρτησή μου με τίτλο"Γιατί
παντρεύονταν αστυφύλακες;" (βλ. http://elkibra-rebetiko.blogspot.com/2008/02/blog-post_09.html. Αυτή η "εξέγερση" του κυνηγιού γιά προστάτη-σύζυγο/εραστή, ήταν κάτι "ευκαιριακό". Άπαξ και οι σκοποί επετεύχθησαν, γυρίσαμε στα σίγουρα. Παντρειά, χτίσιμο φωλιάς και σιωπή γιά τις περιόδους που οι ανάγκες επίτασσαν το ξεπέρασμα κάποιων ορίων. (Και) έτσι μπορεί κανείς να εξηγήσει τη σιωπή στην οποία τραβήχτηκαν οι γνωστές τραγουδίστριες του '30, (και) έτσι μπορεί κανείς να εξηγήσει την επιστροφή σε συντηρητικότερες φόρμες και ενδυνάμωση της ανδροκρατίας που σημάδεψε το κατοπινότερο "ρεμπέτικο".

Aν δεχτούμε ότι κάπως έτσι είχαν τα πράγματα, οι απορίες και ο θαυμασμός για το, πως ήταν δυνατό να γράφτηκαν από άντρες συνθέτες/στιχουργούς τέτοιοι "ανατρεπτικοί" στίχοι, κοροϊδευτικοί και ειρωνικοί γιά τη μαγκιά, μέσα στην οποία οι ίδιοι ζούσαν, μετριάζεται σημαντικά. Η αλήθεια φαίνεται να είναι ότι είχαν την ειλικρίνεια και την τόλμη να γράψουν γι αυτά που έβλεπαν γύρω τους, σε συνδυασμό ότι όλ' αυτά "πουλούσαν". Την ανακατωσούρα που είχε προκύψει απ' τη διαταραχή των γνωστών ισορροπιών, μπορεί να τη δει κανείς σε πολλά μικρασιάτικα, "ρεμπέτικα" και πρώιμα λαϊκά.

Tην 1η Μαρτίου 1923, η αναλογία ανδρών-γυναικών, ανάμεσα στους πρόσφυγες, ήταν 58/42. Στο 42 των ανδρών περιλαμβάνονται τα αρσενικά αγόρια και οι γέροντες!

Καταλαβαίνει κανείς την "πλεονεκτική" θέση των ανδρών, στο θέμα της επιλογής της "καλύτερης" νύφης. ΄Στο τραγούδι "Ομολογίες" έχουμε ένα παράδειγμα σκληρής αντιμετώπισης του θέματος, στο "κι αν δε σου ΄δώσ' η μάνα σου τα όσα σού'χει τάξει, μες του Φαλήρου τα νερά να πά' να σε πετάξει" ή, εύθυμης αντιμετώπισης, όπως στο παρακάτω τραγούδι του Πάνου Τούντα "Ο μοντέρνος Χαραλάμπης" με τη Ρίτα Αμπατζή.


Ο ΜΟΝΤΕΡΝΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΗΣ (1934)
Χαραλάμπη, πούν' εκείνα, πούν΄τα χρόνια τα παλιά,
που δεν ήθελες μες την Αθήνα να σου πουν γιά παντρειά;
Τώρα, μέσα σ' ένα χρόνο, πήρες δυό και μία, τρεις
τις αμόληκες στο δρόμο πάλι για να ξαναπαντρευτείς.
Μη μας κάνεις το βαρβάτο, Χαραλάμπη μερακλή, πωπώ,
δε μπορείς να βρεις τον πάτο, βρε Λάμπη σεβνταλή (και θα πας γιά το Δαφνί).
Πήρες, Λάμπη, μιά 'θηναία, τώρα θες και μιά Σμυρνιά
σου γουστάρει και μιά απ' τον Πειραία, θες και μιά Μυτιληνιά.
Βρήκες μπόλικες γυναίκες κι όλο ψάχνεις γιά να βρεις,
τις διαλέγεις σα τις ρέγγες, κι όλες θέλεις να τις παντρευτείς.


(συνεχίζεται)

Δευτέρα 27 Ιουλίου 2009

Χωρίς τίτλο, αλλά σημαντικό...

Υπάρχει μεγάλη και ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στο "δεν αντέχω" και στο "δε θέλω να αντέχω". Πολύ σημαντικό να το ξεκαθαρίζει κανείς με τον εαυτό του, όταν αρχίζουν και εγείρονται αρνήσεις μέσα μας και νομίζουμε διάφορα...

Εξομολόγηση στο κενό και (δήθεν) στα μουλωχτά...


Μετά από ατέλειωτες περιπλανήσεις και αλλεπάληλες μετακομίσεις (βρίσκομαι στο 38ο σπίτι της ζωής μου...), ταξίδια, μετανάστευση, επιστροφή και ξαναφευγιό, μετά από που πάντοτε αισθανόμουν άβολα και ξένος, όπου κι αν βρισκόμουν, άρριζος σπόρος που τον παράσερνε ο αέρας, βρήκα πριν από 3 χρόνια την απάντηση και όλος ο κουρνιαχτός του μυαλού κατακάθισε και απλώθηκε μιά μπουνάτσα σ΄ολόκληρον εμένα. Η απάντηση μπορεί να είναι αστεία, ουτοπική, ίσως ένα mind game αλλά, παραδόξως, λειτουργεί άψογα. Και η απάντηση είναι πως, ΕΙΜΑΙ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΗΣ ΚΙ ΟΧΙ ΕΛΛΗΝΑΣ! Και πολύ περήφανος γι αυτό!!!


Αχ, ρρρε Αμπατζή, κορίτσι μου γλυκό...


Ποιοί ελαιώνες, ποιά δροσερά πηγάδια, ποιά κατακόκκινα ρόδια
και ποιοί πρασινισμένοι λόφοι μπορούν να περιγράψουν τη γλύκα
και το μεράκι της φωνής σου;
Πόσες δάφνες, πόσες μυρτιές και μέντες, πόσα αηδόνια και κότσυφες,
πόσα κύματα λαμπερά, ανακλάσεις του νερού στο ταβάνι
και γλυκά σορόπια στην ψυχή μοίραζε η μεγάλη καρδιά
που φώλιαζε στο μικρό σου σώμα;

Δευτέρα 20 Ιουλίου 2009

Τα εγκλήματα στα "ρεμπέτικα"



Το παρακάτω κείμενο γεννήθηκε από μια ευγενική πρόσκληση και υπάρχει και στο
http://eglima.wordpress.com/2008/05/27/rebetiko/#comment-1359


Kαταγίνομαι με το ρεμπέτικο, κάτω από μιά ανήσυχη και αναρχική οπτική γωνία. Το προσδοκώμενο, υποθέτω, είναι να γραφτεί κάτι για το έγκλημα στο ρεμπέτικο. «Εγκλήματα» υπάρχουν μερικά, μέσα στις χιλιάδες των τραγουδιών και η αυτόματη αντίδραση θα ήταν να πω δυο λόγια για το πιο γνωστό, το τραγούδι «Κακούργα πεθερά» (1931) του Ιάκωβου Μοντανάρη, σε τέσσερις διαφορετικές εκτελέσεις με τον Νταλκά, Νούρο, Ρ.Εσκενάζι και Μαρίκα Φραντζεσκοπούλου. Δεν έλκομαι όμως καθόλου. Είπα…, είπα…, αλλιώς. Όχι τα ίδια και τα ίδια. Άλλους θάμνους φλεγόμενους, με εσωτερικές πυρκαγιές. Όχι στις κούφιες και ουσιαστικά τρυφερές απειλές του ευαίσθητου Μάρκου Βαμβακάρη («θα σού΄χυνα πετρέλαιο κι ύστερα να σε κάψω και μες το ξεροπήγαδο να πα΄να σε πετάξω»).

Πιστεύω (τι πιστεύω, το εννοώ!) ότι κάποιες πραγματικές απειλές εκτοξεύονται μέσα σε κάποια Μικρασιάτικα, αυτά που τα λέμε Σμυρνέικα. Πάλι όμως δε θέλω να μιλήσω για τέτοια. Προτιμώ το παιχνίδι σε δύο ταμπλό. Λίγο στα Μικρασιάτικα και ρεμπέτικα και, κύρια, στους αμέτρητους «φόνους» που εκτελούνται στο τοπίο του μυαλού και σήμερα.

« Δε περνάει μέρα που να μη θέλω να μαχαιρώσω κάποιον», διάβασα κάπου και μου άρεσε.
Θεωρώ πως η σημερινή καθημερινή ζωή στην Ελλάδα είναι ένα είδος virtual συνεχούς επανάληψης του φονικού οργίου του Τρωικού πολέμου. Εκατοντάδες χιλιάδες μαχαιρώματα, πυροβολισμοί με πιστόλια και αυτόματα, στραγγαλισμοί εκτυλίσσονται γύρω μας αθόρυβοι, μέσα στο σκοτάδι του νου και των σπλάχνων.



Εγώ σκοτώνω τη γκόμενα,



εσύ πνίγεις τον πατέρα σου ή τη μάνα σου,



αυτός τεμαχίζει τον προϊστάμενο,



αυτή τρώει ζωντανό τον εραστή,



αυτό μαχαιρώνει το φίλο του,



εμείς πολυβολούμε το αλλοτριωμένο πλήθος,



εσείς ποδοπατάτε τους οπαδούς της αντίπαλης ομάδας στα γήπεδα,



αυτοί θα΄θελαν, ίσως και χειρότερα αλλά δε τολμούν ούτε στη φαντασία τους.



Έτζι, μέσα στα απέραντα τοπία των «πτωμάτων» ανασύρω με το τσιμπιδάκι του γραμματοσυλλέκτη τους άντρες φονείς, όχι μόνο γιατί τους ξέρω, για ευνόητους λόγους, καλύτερα, αλλά και επειδή είναι φονιάδες και «φονιάδες» κατ΄εξακολούθηση.

Οι γυναίκες όταν φτάνουν να σκοτώσουν έχουν αγγίξει ή υπερβεί τα ύστατα άκρα των αντοχών τους. Εξαιρέσεις υπάρχουν πάντα στις γενικεύσεις, αλλά οι γυναίκες είναι προγραμματισμένες να παράγουν και να προστατεύουν τη ζωή. Οι άντρες δε καταλαβαίνουν γρυ από τέτοια, δεν ιδρώνει η μύτη τους. Οι άντρες δεν παράγουν ζωή, απλά τη μοιράζουν. Οι τράπεζες σπέρματος αναμένουν με ανυπομονησία τις εξελίξεις…

Θά΄χετε προσέξει ότι στα «ξαφνικά εγκλήματα», όπου εμείς μαθαίνουμε μόνο την τελευταία πράξη του εσωτερικού δράματος, οι γείτονες και οι γνωστοί/ές λένε συνήθως τα ίδια στερεότυπα. «Μα, ήταν τόσο καλός, τόσο ευγενικός, τόσο σιωπηλός και ντροπαλός… Πώς μπόρεσε να κάνει ένα τέτοιο πράγμα;» Αυτά τώρα για κάποιον που τεμάχισε με ηλεκτρικό πριόνι, μοίρασε τα κομμάτια σε κάδους απορριμμάτων και άλλα τέτοια, Ή, απλώς, ένα «μπαμ», ένα σφίξιμο του λαιμού και, τέλος.

Αυτά είναι εγκλήματα που, έτσι ή αλλιώς, τα περιμένει μια τιμωρία. Τα άλλα όμως; Αυτά που τελούνται και εκτελούνται στο χώρο της φαντασίας; Για να μη μιλήσουμε για τα εκατομμύρια καθημερινούς virtual βιασμούς… Μα, και τι πειράζει, θα αντιτείνει κάποιος/α. Είναι ακίνδυνες πράξεις λύτρωσης. Ναι, είναι και κανείς/καμιά δεν έχει το δικαίωμα να υπεισέλθει σ΄αυτούς τους κλειστούς χώρους που μυρίζουν χνώτα μοναχικά, δωμάτια που το σκοτάδι μασάει τα νύχια του και φως δε μπαίνει από πουθενά.

Ένα τελευταίο.
Οι άντρες εγκληματούν για χιλιάδες λόγους. Μοναχικούς και φανερούς. Ένας σημαντικός φανερός
είναι «η γνώμη των άλλων». Τι θα πουν οι άλλοι για μένα. Πως θα κυκλοφορώ, ακόμα και στην ανωνυμία των μεγάλων πόλεων, τι θα νιώθω όταν με κοιτάζουν με χακί βλέμμα. Αυτά τα λένε «εγκλήματα τιμής». Δεν είναι έτσι απλό. Είναι εγκλήματα προσωπικής, βλακώδους αν θέλετε, αντρικής αξιοπρέπειας. Αυτή την αξιοπρέπεια που την έχουν οι περισσότεροι χτίσει με τα ίδια υλικά και με πανομοιότυπο αρχιτεκτονικό σχέδιο. Ουσιαστικά, οι άλλοι που κρίνουν είναι συνένοχοι. Συνένοχοι στην ίδια ανοησία, στους μηχανισμούς αυτοτυραννίας. Άλλωστε, βράζουν κι οι ίδιοι μέσα στα ίδια κόπρανα…

Και η ζωή συνεχίζει το δρόμο της αδιάφορη για τις σαχλαμάρες που επινόησαν οι «πολιτισμοί» μας. Συνεχίζει ως εκεί που η αυτοσυγκράτησή μας θα της επιτρέψει. Μετά, θα πέσει ένα σκοτάδι και κάποτε, χωρίς εμάς πια, ένα φυλλαράκι θα ξαναφυτρώσει. Ένα καινούριο φυλλαράκι που θα είναι ακόμα πιο αδιάφορο από τα σημερινά φυλλαράκια, γιατί δε θα΄χει κρατήσει τίποτα μέσα στη γενετική του μνήμη. Τα άχρηστα απορρίπτονται…
Ποιος ο λόγος λοιπόν να μιλήσουμε για τις υποδιαιρέσεις και τα υποσύνολα του ρεμπέτικου;

Πέμπτη 2 Ιουλίου 2009

Adiexodentzis Griniaricus...

Υπάρχει μιάς μορφής κάμπια που είναι πανταχού παρούσα, αλλά αμελέτητη ακόμα. Της έχω δώσει το επιστημονικοφανές όνομα Adiexodentzis Griniaricus. Σε απλά ελληνικά, κάμπια της γκρίνιας των αδιεξόδων. Η κάμπια αυτή συναντιέται σχεδόν παντού μέσα στην ελληνική επικράτεια και, ως εκ τούτου, και μέσα στις συζητήσεις γιά το "ρεμπέτικο". Μιά απ΄αυτές είναι η διάβρωση της λαϊκής παράδοσης απ΄τούς "άλλους" (βλ. το ρεμπέτικο στο "Μέγαρον Μουσικής", στο Ηρώδειο, σε παραλιακό club κτρ.).

Δε θα μπω σε λεπτομέρειες. Θα επικεντρώσω μόνο στο σημείο πως, από αρκετά νωρίς, μέσα του ’30, οι "άλλοι/ες" που δεν ήταν λαϊκοί - αλλά ήταν τι; - κατηφόρισαν στα μαγαζιά όπου παίζονταν "ρεμπέτικα". Η παρουσία τους και μόνο άρκεσε γιά το ξεκίνημα της διάβρωσης.

Σήμερα, βρισκόμαστε σε μιά πιό "λουσάτη", όπως λένε, φάση. Είναι κωμικό να ονομαστεί "νέα διάβρωση" γιατί δεν υφίσταται το ίδιο το αντικείμενο. Υπάρχει μόνο ο απόηχός του και, σκορπισμένες σ΄όλη την Ελλάδα, μικρές (τελικά, όχι και τόσο ασήμαντες), εστίες "αντίστασης" που επιμένουν χωρίς, προς το παρόν, να έχουν κάποια εναλλακτική λύση. Κάτι σημαντικό είναι πως ψάχνουν να βρουν όλ΄αυτά που τους είχαν καταχωνιάσει.

Η νέα, πιό "λουσάτη" φάση είναι κι αυτή αδιέξοδη. Άνθρωποι "στιλβωμένοι", γαντζωμένοι με νύχια και με δόντια στο "κατεστημένο", μιλούν γιά "σκληρά" ρεμπέτικα ή τα τραγουδούν, μπερδεύοντας αυτούς/ές που έχουν, από καμιά ως επιδερμική σχέση με το θέμα. Σκληρά ρεμπέτικα, ουσιαστικά, δεν υπήρχαν, εκτός από μιά σειρά που προειδοποιούν, απειλώντας.

Μύθος ότι τα "ρεμπέτικα" (εκτός απ΄την πρώτη φάση) ήταν τραγούδια του υποκόσμου, μιάς και πραγματικός και οργανωμένος υπόκοσμος δεν υπήρξε στην Ελλάδα. Χαριεντιζόμαστε με λέξεις και έννοιες...