Σάββατο 2 Ιουλίου 2011





Χασάπης και Φούλα





Αυτό είναι μιά μικρή ιστορία μαγικού ρεαλισμού για μιά Φούλα και το χασάπη αδερφό που διατηρούσε σχέσεις μαζί της. Ένα πείραμα αλλιώτικης χρήσης της εμπειρίας του ρεμπέτικου.


Ο Νότης ζούσε μαζί με την αδερφή του. Ο πατέρας τους ο Φώτης ο Σπάλας, πρόσφυγας απ΄το Κορδελιό, είχε πεθάνει δέκα χρόνια τώρα κι η μάνα τους η αγαπημένη, έφυγε ένα χρόνο αργότερα από φθίση και τον καημό της. Η Φούλα, η αδερφή, δυό χρόνια μικρότερη και ανύπαντρη. Ένα στρουμπουλούτσικο, μισόκλειστο πλάσμα που δε τό΄χαν βοηθήσει ποτέ του γιά ν΄ανθίσει. Κληρονόμησαν ένα χασάπικο που ήταν προίκα της μάνας και μ΄αυτό πορεύονταν. Από νωρίς κάθε πρωί ήταν κι οι δυό τους εκεί και το φρόντιζαν νά΄ναι πεντακάθαρο. Αμίλητοι, σα να μη γνωριζόντουσαν, έκανε ο καθένας τις δικές του δουλειές.

Ο κόσμος λέει. Χωρίς να ξέρει στα σίγουρα, οσμίζεται και λέει. Δε κοιτάζουν τα δικά τους γιατί τα δικά τους καίνε. Κοιτάζουν των άλλων. Λέγαν γι αυτούς τους δυό πως μεταξύ τους βολευόντουσαν. Κι αυτοί το ξέραν πως ψιθύριζαν γι αυτούς και φρόντιζαν να μη δίνουν λαβές.
Όταν τέλειωνε η δουλειά το βράδυ, έριχνε τη φασίνα με το λάστιχο εκείνος, έδιωχνε τα νερά, σφούγγιζε εκείνη και παίρναν το δρόμο γιά το σπίτι, δυό μοναχικές φιγούρες που προχωρούσαν πλάι-πλάι.
Κόσμο δε καλούσαν, γιορτές δε κάναν στον οίκο τους. Εκείνη δεν έβγαινε σχεδόν ποτέ, πέρα από καμιά επίσκεψη σε φιλενάδες. Είχε πατήσει τα τριάντα, μεγάλη γιά τα δεδομένα της εποχής. Γάμο δε σκεφτόταν. Ούτε έψαχνε, ούτε την ψάχναν. Είχε μιά θολωμένη νοστιμάδα που την κάλυπτε απ’΄την κορφή ως τα νύχια, ένα μελαγχολικό πέπλο. Όχι γεροντοκόρη, καθόλου. Ένα πλάσμα σε μιά ουτοπική και παθητική αναμονή και, δώστε βάση, καλοί μου άνθρωποι, μη νομίσετε πως σας λέω μιά ιστορία που ανήκει στο παρελθόν, κάτι σαν, τί να πούμε, σα την ταινία ”Δεσποινίς ετών…39” με τη Νίτσα Τσαγανέα και το Βασίλη Λογοθετίδη”, όχι. Σας λέω γιά πράγματα που συμβαίνουν και σήμερα, σε χώρες που βρίσκονται ως και 200 χρόνια πιό πέρα απ΄την Ελλαδίτσα…

Νάτη, τώρα που ετοιμάζεται να πλαγιάσει. Έχει ξεντυθεί, φοράει τη μαβιά νυχτικιά της, κάθεται μπροστά στη μικρή τουαλετίτσα και κοιτάζεται στον καθρέφτη. Πασαλείβεται με ροδόνερο και τα δάχτυλά της βρίσκονται κάτω απ΄τα μάτια της. Χαϊδεύει απαλά το δέρμα που είναι λιγάκι μελανό, περνάει στα χείλια και τσιμπάει το πάνω. Κοιτιέται ακίνητη και πάνω στα ξέπλεκα μαλλιά της εμφανίζεται εκείνο το παλιό πουλί που στέκεται κι αυτό και την κοιτάει ακίνητο. Αυτό το πουλί την επισκέπτεται από τότε που ήταν μικρουλάκι. Ένα μικρό φάντασμα πουλιού, σα καθρέφτισμα του μέσα της. Κάθε που την πλάκωνε στενοχώρια το πουλί μισάνοιγε το ράμφος του, σα να αγωνιούσε κι αυτό.

Απέξω, απ΄το μπαλκονάκι που βλέπει στον κήπο με τα λαχανικά της, έρχονται μέσα γλυκιοί ήχοι απ΄το σαντούρι που παίζει τ΄αδερφάκι της. Κάθεται συχνά εκεί ο Νότης τα βράδια και παίζει το σαντούρι του πατέρα τους. Τραγούδια μελαγχολικά παίζει και τραγουδάει χαμηλά με μιά ζεστή φωνή, ίδια με του Φώτη του Σπάλα που όλοι τον αγάπαγαν πολύ.

Ένα γαργάλημα νιώθει στην κοιλιά της, χαμηλά, και σηκώνεται. Τα δυό λευκά της πόδια την οδηγούν στο μπαλκονάκι. Στέκεται στο κατόφλι…
Εμείς όλοι οι ψαράδες είμαστε και χουβαρντάδες,
κάθε βράδυ ξενυχτούμε μες τις μπύρες και γλεντούμε.

Στα βιολιά και στα σαντούρια τα λεφτά μας τα πετούμε
και γλυκό σαμπαχαδάκι μας αρέσει να ακούμε.

Κι όταν θά΄ρθουμε σε κέφι, όλοι μας με μιά χαρά,
τραγουδούμε και γλεντούμε μες τον ψεύτικο ντουνιά.

Τότε λέμε, δε βαράτε, βρε σαντούρια και βιολιά
ξέρετε, πως οι ψαράδες είναι όλοι λεβεντιά.

- Τί με κοιτάς; Επειδή τραγουδάω γιά ψαράδες; Τ΄αγαπάω πολύ αυτό το τραγούδι.
- Όχι, δε σκεφτόμουν αυτό…
- Πας να πέσεις;
- Ε, είπα. Πήγ΄αργά…

Την κοίταξε από πάνω ως κάτω. Ακούμπησε το σαντούρι προσεκτικά στο πλάι και κάτι άστραψε στο μάτι του.

- Γιά κάνε δυό βήματα πιό μέσα…
- Γιατί;
- Θα σου πω. Πιό μέσα, να μη φαίνεσαι.
Τό΄κανε.
- Βγάλ΄τη νυχτικιά σου.
- Τί;
- Βγάλ΄τη νυχτικιά.
- Δε θά΄σαι με τα καλά σου…
- Φούλα, το ξέρω πως ντρέπεσαι, δε σού΄χω ξαναζητήσει κάτι τέτοιο. Αν μ΄αγαπάς, κάντο!
- Ξέχνα το, δε γίνεται!
- Φούλα, κάνε στον αδερφό σου αυτή τη χάρη…
- Καλέ, τί λες τώρα; Πάμε μέσα, αν θες…
- Πρώτα εδώ. Βγάλτη!

Μπερδεύτηκε η Φούλα. Πώς τού΄ρθε τώρα αυτό; Ποτέ δε τον είχε αφήσει να τη δει τσίτσιδη. Όλα ήρθαν τα πάνω-κάτω μέσα της. Ναι, αλλά…έτσι, ξαφνικά;…όχι, δε γίνεται… το στήθος μου…που θα πάει αυτό… αν μ΄έβλεπε η μάνα μου… μα, εγώ… τρομάζω, δε κάνει…αλλά… αλλά, κατέβασε τη μιά μπριτέλα, κατέβασε και την άλλη, σωριάστηκε η μαβιά νυχτικιά στο πάτωμα…

Σαν εκείνα τα μπουρίνια που βγαίνουν ξαφνικά μες από τη θάλασσα ήρθε εκείνος. Σαν εκείνους τους στρόβιλους που παν στη ξηρά και τσακίζουν τους αγρούς με τα στάχυα. Σκληρά ήταν τα μουστάκια του πάνω στη πλάτη της και τα μπράτσα του τη σφίγγαν να σκάσει. Μόρφαζε, ανάσαινε βαριά, το ροδόνερό της τον τρέλαινε. Το ταβάνι κοίταζε και το μυαλό του γύριζε σα δερβίσης. Τα πόδια του σφίγγονταν και ξεσφίγγονταν και η καρδιά του χτυπούσε σα τρελό τύμπανο. Η θύελλά του ξεχύθηκε μέσα στο σπίτι και όλα άρχισαν να κουνιούνται. Τα φλυτζανοπότηρα ντιντίνιζαν, οι καρέκλες τρίζανε, το μεγάλο τραπέζι ήρθε καταδώθε, ο σουμιές του κρεβατιού τσίριζε. το μαξιλάρι έγινε μιά μπάλλα και υγραίνονταν. Μιά βαριά πάχνη ιδρώτα σηκώθηκε και θάμπωσε το γλόμπο του ταβανιού που έκανε ένα ”τσσσ…” και έσβησε.
Το μπουρίνι άρχισε να μαζεύεται. Τυλίχτηκε γύρω απ΄τον εαυτό του, έγινε διάφανο, τα στάχυα ξαναγύρισαν στην όρθια στάση τους κι αυτό, ταξίδεψε πίσω στη θάλασσα και ρουφήχτηκε απ΄τα σκοτεινά νερά.

Ησυχία.
Με απορημένα μάτια τον κοίταζε.
- Τί έπαθες ξαφνικά;
- Τί να πάθω; Μού΄ρθε να σε φάω. Άκου Φούλα, κάπως κάνει το μυαλό μου απόψε. Σα να θέλει να βγει έξω απ΄το κεφάλι μου. Αντέχεις να σηκωθείς και να ντυθείς;
- Τί; Γιατί;
- Να σε πάρω και να πάμε στη μπύρα του Λάμπου.
- Μα, είσαι με τα καλά σου; (πετάρισε η καρδούλα της) Τέτοια ώρα; Να βγούμε έξω οι δυό μας; Δε σε νοιάζει που θα μας δούνε, τους δυό μας;
- Όχι, δε δίνω δυάρα. Άειντε, σήκω!

Μέσα στη μπύρα του Λάμπου γινόταν μεγάλο πατιρντί. Είχε έρθει μιά απ΄τις πιό γερές τραγουδίστριες. Μιά σταλιά ήταν, αλλά με φωνή που σε γύριζε το μέσα έξω. Χτυπούσε τα κουτάλια της και δε παράλειψε να στείλει ένα χαμόγελο στη Φούλα που μπήκε μέσα μετά το Νότη. Ένα σαντούρι έπαιζε αγγέλους, ένας παχουλός με γυαλιά έπαιζε το τσουμπούς, ένας βλοσυρός με τη κιθάρα κι ένας αδύνατος με χαμογελαστά μάτια, μ΄ένα βιολί που έβγαζε φλόγες.
Αυτό το τραγούδι έπαιζαν σα μπήκαν τα δυό αδέρφια.
- Βρε, ο Νόοοτης με τη Φούλα! Ελάτε παιδιά, εδώ μαζί μας…

Ήταν μιά παρέα από χασαπάδες με δυνατά βαμένες γυναίκες μαζί τους κι ένα νέο παιδί που τους κοίταξε έντονα.

- Πού ήσουν, ρε παιδί, τόσον καιρό; Τί κάνεις σπίτι σας, κλωσσάς αυγά;
- Ή φυλάς τα μπριζολάκια να μη σου φύγουν, α, ρε μπαγάσα… Έλα, κάτσε. Στην υγειά του Νότη και της Φούλας! Τα νιάτα μιά φορά είναι. Φεύγουν και δε ξαναγυρνάνε. Η Νένα, η Μαρία και η Νότα. Απο δω είναι το Βασιλάκι, δικό μας παιδί που έπιασε δουλειά στο μαγαζί. Η Φούλα κι ο Νότης. Αδέρφια!

Ο Βασίλης άπλωσε το χέρι του και τους τός΄σφιξε. Θά΄ταν δε θά΄ταν δεκαοχτάρης. Είχε ένα στενό, φιλικό πρόσωπο και μάτια κατάμαυρα, πίσσα. Ψηλός ήταν, αδύνατος και νευρώδης φαίνονταν μέσα απ΄το καλοσιδερωμένο λευκό πουκάμισο.

- Κάτσε ρε Νότη εδώ, δίπλα στο Βασιλάκι. Φούλα, εδω εσύ, δίπλα στα κορίτσια, να λέτε καμιά κουβέντα. Πάω να παραγγείλω ένα τραγουδάκι γιά σας.

Έβγαλε μιά λίρα από τη τσέπη του και την έβαλε στη φούχτα της τραγουδίστριας.
- Μόλις σού΄ρθει βολικό, Ριτάκι, πιάσε μας ένα καρσιλαμά να τονε χορέψουν δυό φίλοι.
- Ότι θέλει το Βαγγελάκι. Απ΄τη καρδιά μου γιά τους φίλους σου.

Τον έβλεπε και τον καμάρωνε το Νότη η Φούλα, πως λύγιζε το κορμί του και της έδινε τον πρώτο ρόλο και έπλεε σε πελάγη ευτυχίας, όταν άνοιξε η πόρτα του μαγαζιού με πάταγο. Μπήκε μέσα ένας χλωμός που παραπάταγε, με τό΄να χέρι χωμένο σ΄ένα ζουνάρι τυλιγμένο στη μέση του. Από πίσω, δυό ακόμα ογκώδη σώματα. Έβαλε τα δυό του χέρια στη μέση και το θολό του βλέμμα πέρασε πάνω απ΄τους πελάτες του μαγαζιού.

- Αυτοί μας έλειπαν τώρα, τα Πειραιωτάκια, είπε ο Βαγγέλης κακόκεφα και άφησε το ποτήρι του στο τραπέζι
- Ρε, είπε αυτός με το θολό βλέμμα, στους μουσικούς. Κόψτε αυτό τον κωλοκαρσιλαμά και πιάστε μιά ζεμπεκιά λέω εγώ, ο Γαμόσταυρης απ΄τα Υδρέικα. Με μπουζούκα! Μπουζούκια δεν έχετ΄εδώ; Τι σκατά…

Καλό μου φεγγάρι που τραβάς αδιάφορο το δρόμο σου στον ουρανό, τί θέλουν αυτοί οι άνθρωποι; Να φαν ο ένας τον άλλον; Αυτός ο χλωμός έχει κατεβάσει οχτώ ξανθιές, πέντε κονιάκ και έξη ούζο, μαστουρώθηκε πάνω απ΄όλ΄αυτά, έχει γίνει μαντάρα, έχει μπει μέσα, κι όποιον πάρει ο Χάρος.

Είναι στιγμές που ο χρόνος σταματάει. Σα να ζωντανεύει που, τι λέμε τώρα, του χρόνου δε του καίγεται καρφί κι όμως… Σα να ζωντάνεψε, σα να μη θέλει να δει τι θα συμβεί. Έτσι έγινε κι όλα ακινητοποιήθηκαν. Τα κουτάλια της Ρίτας μείναν σταυρωμένα στον αέρα, ο νταής του μαγαζιού πάνω στην κίνησή του να προλάβει, τ΄αφεντικό με υψωμένα τα χέρια, να καθησυχάσει τους πελάτες. Ο χρόνος όμως ξεκίνησε πάλι και ο χλωμός πρόλαβε, έφτασε στη Φούλα, την άρπαξε απ΄το μπράτσο, ο Νότης κατακόκκινος σα παντζάρι τον μούνταρε, άρπαξε μιά γερή κλωτσιά κι η Φούλα έπεσε καταγής. Οι δυό άλλοι μπαίνουν να προφυλάξουν τον δικό τους, οι χασαπάδες ορμάνε, το Βασιλάκι καβαλάει δυό τραπέζια και πετάει ένα κοφτερό μαχαίρι που έρχεται σφυρίζοντας και μπήγεται στη φτέρνα του χλωμού που διπλώνεται. Ο νταής έχει φτάσει, αλλά στο χέρι του ενός βοδιού αστράφτει ένα πιστόλι που ξερνάει φωτιά δυό φορές. Κάτω κι ο νταής και το Βασιλάκι. Οι δυό μαζεύουν τον πληγωμένο χλωμό και γίνονται καπνός, τέλος.

Έτσι είναι. Απ΄το τίποτα, ανοίγουν οι ουρανοί και πέφτουν τόννοι θειάφι, βλακείας, κούφιας δειλίας, μπερδεμένα μυαλά. Μετά, κλείνουν οι ουρανοί και χταπόδια πλημμυρίζουν τον αέρα. Δε θα τη βγάλουν καθαροί οι τρεις ψευτόμαγκες. Τα πλοκάμια παραμέρισαν κι από πίσω τους βγήκε μιά μορφή σκοτεινή και μαύρη, τρεις φορές το μπόι του ανθρώπου, που τους πήρε το κατόπι, φτερουγίζοντας. Ακολούθησε τα αίματα της κομένης αρτηρίας και τους πέτυχε τρία στενά πιό πέρα που είχαν αποθέσει τον πληγωμένο και πάσχιζαν να σταματήσουν την αιμοραγία του. Στάθηκε μπροστά τους η μορφή κι αυτοί γίναν γκρίζοι, πάνιασαν, δε καταλάβαιναν τι σόι πράμα είν΄αυτό. Πυροβόλησε ξανά το βόδι κι η σφαίρα πέρασε μες από τη μορφή και καρφώθηκε στον απέναντι τοίχο. Άνοιξε η σκιά μιά τρύπα που φάνηκε σα στόμα και βγήκε ένα κοφτό σαρκαστικό γέλιο που κόπηκε αμέσως, γιατί μίλησε. ”Θρηνείστε, σκουπίδια! Κόλαση ο κόσμος σας κι εσείς τ΄αποκαϊδια του. Μάγκες θέλετε να σας λένε και βάρος είστε, άχρηστο στη γη. Εδώ, σ΄αυτό το σκοτεινό στενό, θα τελειώσουν οι άδειες μέρες σας. Εσύ, είπε στο βόδι, πέτα κάτω αυτό το δειλό εργαλείο που κρατάς και καλωσόρισε το αιώνιο σκοτάδι που σε περιμένει, όπως και τους άλλους δυό…”

Ανάσα καφτή βγήκε απ΄αυτό το στόμα, ανάσα γεμάτη φλόγες που τους τύλιξαν κι αυτοί οι τρεις, σα νά΄ταν ένας, κόλλησαν στριφογυρίζοντας, ουρλιαχτά δεν ακούστηκαν, κάηκαν στο λεπτό και στάχτες έγιναν..

Κώστας Λαδόπουλος.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

E-ΞΑΙ-ΡΕ-ΤΙ-ΚΟ!
Σας ανακάλυψα πρόσφατα και είστε θησαυρός.

Ευχαριστώ,
Φραγκίσκος.

elkibra είπε...

Εγώ σ΄ευχαριστώ Φραγκίσκο.
Καλωσόρισες!