Τετάρτη 30 Ιουλίου 2008

Ένα ασημένιο κουτάκι μ΄ένα κοκκαλάκι...



(στο http://www.elkibra-nouros.blogspot.com/ θα βρείτε μιά προσπάθεια ιχνηλάτισης της ζωής του Κώστα Νούρου)


Επειδή τα blogs μου δεν απευθύνονται μόνο σ΄αυτούς/ές που είναι μέσα στο ρεμπέτικο προλαβαίνω, ίσως, ένα πιθανό εσωτερικό σας ερώτημα.

Γιατί, άραγε, η προσκόλληση και το ψάξιμο στις λεπτομέρειες της ζωής ενός τραγουδιστή/τριας; Γιατί δεν αρκούμαστε σ΄αυτό που μας έδωσε αλλά ψάχνουμε, ψαύουμε, ψαχουλεύουμε τη ζωή τους;

Οι απαντήσεις μπορούν νά΄ναι πολλές. Ουσιαστικά, η ζωή του κάθε ανθρώπου είναι ένα γεγονός τελείως αδιάφορο, αν το δούμε μέσα σε μιά ολότητα. Ταυτόχρονα, αν και πιστεύω πως η ζωή μας δεν έχει μεγαλύτερη σημασία από μιάς ζέβρας, μιάς πικροδάφνης, μιάς καλέντουλας, ενός σπίνου ή μιάς σαρδέλας, υπάρχει κάτι ιδιαίτερο με τις ζωές των ανθρώπων, ή έτσι μας βολεύει να πιστεύουμε. Ιδιαίτερα απ΄τη στιγμή που κάναμε ένα βήμα έξω απ΄τη φύση και την παρατηρήσαμε.Σαν άτυχο είδος που είμαστε, πορευόμαστε μόνοι/ες κι έρημοι/ες μέσα στο βίο μας. Διασκεδάζουμε κάπως τη μοναξιά μας με το να ενωθούμε με άλλα άτομα, να εξαρτηθούμε απ΄αυτά, να τ΄αγαπήσουμε. Τελικά όμως, μόνοι/ες μας είμαστε...Κάποιοι/ες είναι πιό έντονα σημαδεμένοι/ες. Κάτι στον προγραμματισμό των γονιδίων μας, κάποια χαστούκια που εισπράξαμε πρώιμα, ο τρόπος που τα επεξεργαστήκαμε, αφήνουν κάποια ανεξίτηλα ίχνη που μας καθορίζουν γιά πάντα.

Κάπως έτσι βλέπω το Νούρο, αυτόν τον καλόκαρδο, τον μερακλή και μοναχικό μάγκα.

Κάθε άνθρωπος έχει ανάγκη επιβεβαίωσης, ανάγκη να τον/την θυμούνται, ιδιαίτερα όταν πρόσφερε. Ο Νούρος ανήκει στις στρατιές των ανθρώπων που ξεχάσαμε.

Και αν πάω και παραπέρα, σε ευαίσθητες περιοχές, μου είναι δύσκολο να βγάλω απ΄το κεφάλι μου ότι η αίσθηση της ομοφυλοφιλίας του Νούρου έχει κάτι να κάνει με το γεγονός ότι ξεχάστηκε και πετάχτηκε στους σκοτεινούς κάδους της λήθης. Στο αντροκρατικό τοπίο που δεσπόζει στο ρεμπέτικο, αυτά τα θέματα είναι ταμπού και αντιμετωπίζονται με νευρικότητα και καχυποψία. Ίσως θαρρούνε πως ήταν μιά περίπτωση σα τα νούμερα που βλέπουν στα κανάλια...

Είχε μιά ζωή ανακατεμένη, πότ΄εδώ και πότ΄εκεί. Αν δεν είχε αναγκαστεί να φύγει απ΄την πατρίδα του, απ΄την πόλη του, θα είχε μιά λογική ζωή. Θα τραγούδαγε, θα τον αγαπούσαν και εκτιμούσαν, θα γερνούσε σ΄ένα γνώριμό του περιβάλλον και θα έγερνε προς το σκοτάδι ήρεμα. Τον ξερίζωσαν όμως, του τσάκισαν τη ζωή του. Είχε μιά εξαίρετη φωνή που τον έσωσε. Τραγούδησε, τον θαύμασαν, έβγαλε λίρες πολλές, μπερδεύτηκε σε έρωτες με αρσενικά τσογλάνια που τον ταλαιπώρησαν. Φαίνεται στα μάτια του όλη αυτή η πίκρα.

Έτσι, πέρασε μιά ζωή. Δε πειράζει όμως. Τώρα είναι ήρεμος, ήσυχος μέσα στον κήπο του και η φωνή του ταξιδεύει. Κάποιοι, γιατί δε πιστεύω ότι υπάρχουν κάποιες, που μπορούν να διακρίνουν, τον ακούνε κι αυτό κάνει και τη δική τους τη ψυχή να ταξιδεύει...

Θά΄θελα, όπως κάναν κάποιοι παλιοί άνθρωποι, νά΄χα ένα μικρό κοκκαλάκι του. Θα τό΄βαζα σ΄ένα μικρό ασημένιο κουτάκι και θά΄λεγα, "εκεί μέσα είναι ο Νούρος μου". Θα το γυάλιζα το κουτάκι να μην οξειδώνεται και κάπου-κάπου, θα περνούσα το δάχτυλό μου απαλά, χαϊδεύοντας την επιφάνεια. Για να του στέλνω φωτεινά σήματα ότι δε τον ξεχνώ και τον ευγνωμονώ γιά την έκσταση που μου χάρισε...

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2008

Δικτατορία του μπουζουκιού, αδιαφορία και "ρατσισμός"...




Δηλαδή
με συγχωρείτε, τι θέλουν να πουν μ΄αυτές τις φωτογραφίες και μ΄αυτό τον τίτλο; Ότι το μπουζούκι (η δικτατορία δηλαδή του μπουζουκιού), ποτέ δε πεθαίνει; Ένας φίλος με πληροφόρησε, καταχαρούμενος , γιά ένα CD που βγήκε (;) (θα βγει;) όπου παίζουν κάποιοι μουσικοί και τραγουδούν μικρά παιδιά διάφορα "ρεμπέτικα". Βεβαίως, συγκαταλέγεται η θρυλική "Φραγκοσυριανή" άλλα και τραγούδια που μιλάν γιά ναργιλέδες κλπ. Καταπληκτικό νέο! Το "ρεμπέτικο" όσο πάει και εξαπλώνεται. Κυρίως, τα χασικλίδικα τραγούδια. Πρίμα... Όλα πάνε καλά. Το "ρεμπέτικο" να μπει και στα σχολεία, να τραγουδάνε δάσκαλοι και μαθητές μαζί...
Η Κίνα διαθέτει, αυτή τη στιγμή, 50.000.000 άριστα καταρτισμένους πιανίστες που περιμένουν την κατάλληλη ευκαιρία γιά να ξεχυθούν στον υπόλοιπο κόσμο. Κάτι παραπλήσιο, υποθέτω, θα κάνουμε κι εμείς...
Τι προσμένουν άραγε όλ΄αυτά τα παιδιά; Πιστεύουν στ΄αλήθεια ότι το μπουζούκι, σα κύριο όργανο ορχήστρας, έχει μέλλον;

Σάββατο 26 Ιουλίου 2008

Διάλειμμα (γέλιου) ολίγων λεπτών...(2)

Παρανυχήδες είναι οι τρομοκράτες που παραμονεύουν με νύχια και με δόντια. Μιά φορά, έναν παρανυχή τον έπιασαν επ΄αυτοφόρω και τον ζούληξαν γιά καλά.

(από το ίδιο βιβλίο)
(συνεχίζεται)

Πέμπτη 24 Ιουλίου 2008

Άντε ρε μόρτη, Πειραιώτη (2)



o M. Σκουλούδης στα δεξιά, με το μαντολίνο (1928) - αρχ. Η. Πετρόπουλου

περίπτωση αγαπητικού (1935;) - αρχ. Η. Πετρόπουλου


To τραγούδι "Άντε ρε μόρτη, Πειραιώτη" (1931;)(M.Σκουλούδη), ιδιαίτερα στην έκδοση με το Δ. Αραπάκη (μιά και υπάρχει μιά με το Νούρο και άλλη μιά με το Νταλκά), είναι ένα απ΄τα καλύτερα τραγούδια που γράφτηκαν τη δεκαετία του ΄30. Ο στιχουργός μας παρέχει διάφορες κωδικές πληροφορίες που οι "διανοούμενοι",ή οι ερευνητές με τα "λευκά γάντια" που σκαρφαλώνουν πάνω στα ίδια τους τα κεφάλια, αγωνίζονται να μας περιγράψουν. Το τραγούδι δίνει μιά άψογη σκιαγράφηση ενός "σωστού"μάγκα και της "λούμπας" που μέσα της κολυμπούσε.
Γιά όσους/ες μπαίνουν στη χρήσιμη σελίδα http://www.stixoi.info/stixoi.php?info=Lyrics&act=details&song_id=20441 γιά να βρουν στίχους τραγουδιών, θα ήθελα να επισημάνω ότι, πολύ συχνά, υπάρχουν λάθη. Αυτά οφείλονται, συνήθως, στη περιορισμένη καθαρότητα του υλικού απ΄όπου ανασύρθηκαν και, σε μικρότερη ή μεγαλύτερη άγνοια. Στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουν τους στίχους της έκδοσης του Νταλκά. Εστιάζω σε δύο λάθη που κάνουν καίριο κακό στην αντίληψη γιά το περιεχόμενο του τραγουδιού.
Το ένα λάθος βρίσκεται στην 5η στροφή όπου είναι σημειωμένο "γιά να δράσουνε, λεβέντη", ενώ στις δύο εκτελέσεις που έχω, οι Αραπάκης και Νούρος λένε, "Γειά χαρά σου, βρε λεβέντη". To ρ. δρω δεν απαντιέται σε κανένα απολύτως τραγούδι.
Το δεύτερο, στην 8η στροφή υπάρχει σημειωμένο, "το σαντουράκι σαν μου παίζει το ντουμ ντουμ". Το σωστό είναι, τουλάχιστο στην έκδοση με το Νούρο, "το μπουζουκάκι (σαντουράκι) σαν μου φύγει κι η ντουντού (= αγαπητικιά).
Δε θέλω να παρεξηγούμαι. Δεν είμαι η περίπτωση του ανθρώπου που βρήκε το αντικείμενο της υπόλοιπης ζωής του και το μετράει με το υποδεκάμετρο. Αγαπώ αυτή τη μουσική, μ΄ενδιαφέρει η σωστή φήμη της και, προσπαθώ να μην είμαι επιπόλαιος.
Σέβομαι πολύ αυτό το τραγούδι και πιστεύω ότι ο συνθέτης/στιχουργός Μ. Σκουλούδης έκανε πολύ καλή δουλιά (με ιώτα). Δε σκιαγραφεί έναν ψευτονταή αλλά ένα σωστό μάγκα. Αν είχε γράψει "γιά να δράσουμε, λεβέντη", εκτός απ΄το ότι το "δράσει" παραπέμπει σε "ταινίες δράσης" και είναι όρος που γαντζώθηκε στη γλώσσα μετά τον πόλεμο, θα έδινε την αίσθηση ότι περιγράφει ένα τύπο που πάει γυρεύοντας γιά καυγάδες, ενώ δεν είναι καθόλου αυτό.
Αν είχε γράψει "ντουμ-ντουμ", θα έδινε την εντύπωση ότι δεν έβρισκε την κατάλληλη λέξη και έβαλε μιά ηχομιμητική (σα το "νταρι-νταντρά"). Όχι. Τα νοήματά του είναι τελείως ζυγισμένα και ξεκάθαρα. Ο τύπος του μόρτη που περιγράφεται είναι, αυτός του ανθρώπου που δε θέλει να πειράζει κανέναν ("και άνθρωπο ποτέ μου δεν παραξηγάω"), αλλά δεν ανέχεται και να τον πειράζουν ("κι όποιος τον κάλο θα μου πατήσει, ούτε στιγμή σ΄αυτό τον κόσμο δε θα ζήσει").
Στο στίχο ("γι αυτό τα κάνω θάλασσα παντού, το σαντουράκι/μπουζουκάκι σαν μου φύγει κι η ντουντού"), η φράση "τα κάνω θάλασσα" δεν έχει τη σημερινή έννοια, αλλά την απώλεια ελέγχου΄, με τα γνωστά αποτελέσματα, τη μη παραδοχή της διακοπής του γλεντιού και την αποχώρηση της αγαπημένης.
Οι νέοι αρσενικοί θιασώτες του ρεμπέτικου που διακατέχονται απ΄την ανάγκη ν΄ακούνε και να λατρεύουν τραγούδια "σκληρά", "νταηλίδικα" και macho, μπορεί να βρουν την εκτέλεση με τον Αραπάκη νερόβραστη΄, μελλοδραματική και επιθεωρησιακή. Εκεί, σ΄αυτό ακριβώς το σημείο, βρίσκεται ο βασικός πυρήνας της παρεξήγησης του Μικρ.+ρεμπέτικου. Ότι δηλαδή, δεν είναι μιά μουσική που ορμάει μπροστά με προτεταμένα δίκοπα μαχαίρια, ένα στο κάθε χέρι. Έχοντας και διατηρώντας μιά τέτοια αντίληψη, πέφτουμε στο ίδιο επίπεδο με τους αντιδραστικούς πολέμιους αυτής της μουσικής, τοτινούς και τωρινούς, που δε καταλάβαιναν/καταλαβαίνουν γρυ. Τα μικρ+ρεμπέτικα έχουν και τέτοια τραγούδια αλλά, στην πλειοψηφία τους είναι τραγούδια "ενδοσκόπησης", μοναξιάς, εγκατάλειψης, παράπονου, τρυφεράδας. Όσοι δε μπορούν να το πιάσουν, χτίζουν τις βάσεις γιά να στηριχτεί η δική τους μοναξιά του νου. Δυστυχώς, αυτά τα πράγματα τα καταλαβαίνουμε, αν το κάνουμε ποτέ, όταν είναι πλέον αργά...

Τρίτη 22 Ιουλίου 2008

Διάλειμμα (γέλιου) ολίγων λεπτών...(1)

Εκδοροσφαγεία λέμε γιά τα ζώα που εκδοροσφάζονται διότι με σκέτο σφάξιμο, εξακολουθούν να ζωντανεύουν και φέρονται ατίθασα, αποφεύγοντα με τον τρόπον αυτό το τσιγγέλι του κρεοπωλείου και την κοπήν τους σε κιμάν.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ν. ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΙΤΕ ΠΑΙΔΕΣ ΕΛΛΗΝΩΝ, ΕΙΤΕ ΠΑΙΔΕΣ ΒΑΡΒΑΡΩΝ. ΚΑΙ ΤΑ ΔΥΟ ΔΕ ΓΙΝΕΤΑΙ!, Αθήνα, 1994

(συνεχίζεται)

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2008

Μπεκρής και νταής...

Οι τούρκικες λέξεις που κληρονομήσαμε από τα χρόνια της σκλαβιάς και κάποιες άλλες που πέρασαν μέσα στον κορμό της γλώσσας από τους πρόσφυγες του '22, έχουν απογυμνωθεί από κάθε ενδιαφέρον που μετέφεραν και έγιναν απλές χρηστικές λέξεις. Αυτό είναι κάτι που συμβαίνει σε όλες τις χώρες που υιοθετούν νέες λέξεις από τις μειονότητές τους. Ο καθημερινός άνθρωπος δε δίνει δυάρα γιά την ιστορία των λέξεων. Κάτι που μας ξεχωρίζει, τουλάχιστο ανάμεσα στις χώρες της Ένωσης που ανήκουμε, είναι ότι πλάι στην αδιαφορία και τη διαστρέβλωση αυτών των λέξεων, προσθέτουμε και μιά, από χέρι, υποτίμηση της καταγωγής τους και τις γελοιοποιούμε. Είναι ένα κομμάτι απ΄αυτό που ονομάζουμε με περηφάνεια, ο εύθυμος χαρακτήρας του Έλληνα...
Παίρνω σα παράδειγμα τις δυό λέξεις μπεκρής και νταής.
Αντιγράφω από το βιβλίο του ΖΑΧΟΥ η Πιάτσα, εκδ. ΚΑΚΤΟΣ, Αθήνα 1980, σελ. 231, 32:

"... Στους μουσουλμάνους βιοτέχνες και εμπόρους του Παζαριού, τη μεγαλύτερη διάδοση είχαν οι αιρέσεις των μπεκρήδων και των μπεκτασήδων, που επέτρεπαν στους οπαδούς τους την κατανάλωση του κρασιού και των άλλων οινοπνευματωδών ποτών. Έτσι οι μουσουλμάνοι, που απαξιούσαν να πιούν κρασί, ταύτισαν τους θαμώνες της Ταβέρνας με τους μπεκρήδες, τους οπαδούς της αίρεσης και του μοναχικού τάγματος των Μπεκρί, που λάτρευαν τον Αμπού Μπεκρ, τον πεθερό του προφήτη Μωάμεθ και πρώτο χαλίφη του Ισλάμ. "Μπεκρής" κατάντησε να σημαίνει "ταβερνόβιος", "μέθυσος", και μ΄αυτή τη σημασία έμεινε η λέξη στην ελληνική γλώσσα και παράδοση, χωρίς καμιά ανάμνηση της πρώτης ιερατικής της σημασίας".

"... Οι "νταήδες" δεν ήταν, όπως θεωρείται συνήθως, βίαιοι παλικαράδες, ανυπότακτοι, ταραχοποιοί και συνηθισμένοι στην αυτοδικία. Οι άνθρωποι του Παζαριού, έμποροι και βιοτέχνες, ήταν όπως είπαμε οργανωμένοι σε συντεχνίες, τα "συνάφια" (εσνάφια ή ρουφέτια), που το καθένα τους είχε προνόμια διοικητικά, δικαστικά και αστυνομικά, και μέσα στο Παζάρι και σ΄ολόκληρη την πόλη. Κάθε σινάφι είχε την πολιτοφυλακή του και όλα μαζί συμφωνούσαν και διόριζαν την αστυνομία του Παζαριού κι ολόκληρης της πόλης. Οι "νταήδες" ήταν λοιπόν αυτοί οι διορισμένοι πολιτοφύλακες που είχαν γιά βραδινή τους βάση την Ταβέρνα απόπου ξεκινούσαν γιά τις περιπόλους και τις εφόδους τους στις γειτονιές. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε πως η λέξη "μπασκίνι", που κακώς δίνεται υποτιμητικά στους σημερινούς αστυφύλακες, σημαίνει την ξαφνική "έφοδο" των πολιτοφυλάκων-νταήδων στις γειτονιές, γιά περιφρούρηση της δημόσιας τάξης και αιδούς, γιά άμεση απονομή δικαιοσύνης, ή γιά σύλληψη του φταίχτη που θα κρινόταν κατά τα έθιμα από το δικαστήριο των συναφιών".

Πέμπτη 17 Ιουλίου 2008

Οδηγίες προς ναυτιλομένους/ες...




Φιλικές οδηγίες προς φοιτητές/τριες που ξεκινάν εργασία με θέμα το Μικρασιάτικο+ρεμπέτικο τραγούδι
Η σειρά των παρακάτω αναρτήσεων έχουν σα μοναδικό σκοπό να σε βοηθήσουν αν έχεις πάρει μιά τέτοια απόφαση. Το να ξέρεις να βοηθάς είναι μιά πραγματική τέχνη. Δε ξέρω πόσο καλά την κατέχω. Ένας γενικός κανόνας είναι να μη ξεχνάει αυτός/ή που βοηθάει τον εαυτό του/της όταν έκανε τα πρώτα βήματα. Αυτό ισχύει γιά τα πάντα, άσχετα αν πρόκειται για τα ρεμπέτικα ή καινούριες γνώσεις στον υπολογιστή.
Ας ξεκινήσω με μιά σειρά επισημάνσεις/προειδοποιήσεις:
1. Eκτός από σπάνιες περιπτώσεις, μη περιμένεις σημαντική βοήθεια από τον καθηγητή/τρια σου. Υπάρχει μιά πλατιά άγνοια γιά το Μικρασιάτικο τραγούδι κι ένα σωρό λαθεμένες απόψεις γιά το ρεμπέτικο, στεφανωμένες από μικρότερη ή μεγαλύτερη αντιπάθεια. Απόφυγε το "καπέλωμα", εμπιστέψου τον εαυτό σου και το ένστικτό σου. Η μέσα φωνή εκπέμπει σήματα. Εμπιστέψου και άκουσέ την.
2. Οι παλιοί δε ζουν πιά, οπότε θα΄ρθείς σε επαφή με διάφορους "επαϊοντες" του χώρου, τους "βεζύρηδες" του ρεμπέτικου. Συνήθως είναι διατεθειμένοι να βοηθήσουν. Συνήθως θα συναντήσεις ανθρώπους κάποιας ηλικίας που κυριαρχούνται από ανάγκη αυτοεπιβεβαίωσης και είναι αμετακίνητοι στις απόψεις τους. Προετοιμάσου καλά πριν τους συναντήσεις. Ρώτα, διασταύρωσε απόψεις, σχημάτισε μιά, κατά το δυνατό, καθαρότερη εικόνα γιά το άτομο που θα συναντήσεις. Προετοίμασε καλά τις ερωτήσεις σου. Δεν έχει σημασία να δείξεις ότι κατέχεις καλά το θέμα σου. Σημαντικό είναι να δείξεις ότι ξέρεις, όσο πιό συγκεκριμένα μπορείς, τι ακριβώς θες, τι ψάχνεις. Μην αφήνεις τη συζήτηση να βγαίνει έξω απ΄τα όριά της, μην αφεθείς να επηρρεαστείς απ΄τις δικές τους προτιμήσεις σε συνθέτες, τραγούδια κλπ. Άκουγε, σημείωνε/ηχογράφησε αλλά μην αφεθείς να "χρωματιστείς" από τις απόψεις τους γιά άλλους/ες ερευνητές/τριες. Δεν είναι κακό να θυμάσαι ότι όλοι είναι εναντίον όλων και άπαντες βάλλουν εναντίον του Ηλία Πετρόπουλου. Δείξε ότι εκτιμάς το έργο τους και το χρόνο που έχουν δώσει απ΄τη ζωή τους, χωρίς να υπερβάλλεις. Κάντους να σε πάρουν στα σοβαρά. Επισήμανε ότι η βοήθεια και η προσφορά τους θα αναφερθεί μέσα στην εργασία σου. Μη παραλείψεις να στείλεις ένα αντίγραφο και ζήτα τους παρατηρήσεις που, αν θέλεις, τις παίρνεις υπόψη σου. Μην εμπλακείς σε ατέλειωτους διαλόγους. Ακόμα, σιγουρέψου ότι ο άνθρωπος που συναντάς έχει ξεκάθαρες τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στα τραγούδια των Μικρασιατών (αυτά που ονομάζουμε "Σμυρνέικα") και το πειραιώτικο ρεμπέτικο.
Σχετικά με το θέμα της ηχογράφησης της συν'έντευξης, θα σου πρότεινα το δρόμο των σημειώσεων. Μπορεί να το ΄ρίσκεις άβολο, αλλά η ηχογράφηση κλειδώνει και περιωρίζει τους ανθρώπους. Προσωπικά, όσο κι αν χαίρομαι που έχω κρατημένες τις φωνές κάποιων, προτιμώ αυτούς/ές που αρνούνται, απ΄αυτούς που το παίζουν άνετοι/ες.

Οδηγίες προς ναυτιλομένους/ες... (2)

Συνεντεύξεις από λαϊκούς ανθρώπους.


Εδώ, το θέμα της ηχογράφησης είναι ακόμα πιό ευαίσθητο. Ο ηχογραφούμενος νιώθει ότι δε μπορεί να προκαθορίσει τη χρήση αυτών που θα πεί. Ο φόβος της έκθεσης είναι μεγάλος και γι αυτό "φοράει τα καλά του" (όπως όταν θα έβγαιναν φωτογραφία), προσέχει πως εκφράζεται κι έτσι, χάνεται ένα σημαντικό κομμάτι από τη ζεστασιά της απλής κουβέντας. Κάτι άλλο είναι ο κίνδυνος της υπερβολής, της αυτοεξύμνησης, των πλασματικών πληροφοριών ("βέβαια και τον ήξερα"...). Οι άνθρωποι, ιδιαίτερα οι λαϊκοί, έχουν την τάση να ανασκευάζουν το γενικότερο και το δικό τους παρελθόν, είτε υπερ-δραματοποιώντας το, είτε αφαιρώντας λεπτομέρειες που τους εκθέτουν.

Μεγάλο βάρος πέφτει στον /στην ερωτούντα/σα. Είναι αναγκαία η δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης, χαλαρή και φιλική ατμόσφαιρα και χρησιμοποίηση της φαντασίας γιά να εκμαιεύσεις πληροφορίες και να βγάλεις τον/την ερωτούμενο/η από διλήμματα.

Κάτι που λείπει - και δυστυχώς είναι πιά αργά- είναι οι μαρτυρίες των γυναικών. Κανείς δε τις ρώτησε κι εκείνες απέφευγαν. Παίρνοντας συνέντευξη κι από κείνες, θα σου αποκαλυφθεί μιά άλλη πλευρά της πραγματικότητας.

(συνεχίζεται)

Σάββατο 12 Ιουλίου 2008

Χωρίς λόγια...

Οι βαρκούλες με τα πανάκια της ψυχής...

(σκίτσο του Φώτη Κόντογλου από το βιβλίο "Το Αϊβαλί, η πατρίδα μου", εκδ. οίκος "ΑΣΤΗΡ", 1975
Το ρεμπέτικο, αυτός ο μη ιάσιμος βάκιλλος αποτελεί προσωπικό πάθος. Το κυριότερο. Τα blogs μου απευθύνονται σε μερακλήδες ανθρώπους και σε όσους/ες είναι πρόθυμοι να ξεπλύνουν την άμμο από τα μάτια και τ΄αυτιά τους...Πέρα απ΄αυτό, ξέρω ότι είναι μιά άσκηση αυτογνωσίας που θέλω να τη μοιραστώ. Χρησιμοποιώ λοιπόν το ρεμπέτικο σαν εργαλείο και όχι σα περίπατο στο παρελθόν για να συνομιλήσω με πεθαμένους, ακόμα κι αν έτσι φαίνεται. Σαν εργαλείο γιά να ειπωθούν και πράγματα γιά το σήμερα, όσο παράξενο κι αν ακούγεται αυτό. Πράγματα που έχουν να κάνουν με το βαθύτερο εαυτό μας και όχι σπατάλη με την επικαιρότητα. Γι αυτό την αποφεύγω, γιατί δε δέχομαι το κομμάτιασμα της ψυχής μου. Γιατί, ότι κι αν συμβαίνει έξω από μας, ακόμα κι αν πρόκειται γιά ένα καταστρεπτικό σεισμό, ακόμα και γιά ένα πόλεμο, είναι πράγματα που πάντα συνέβαιναν και είναι περαστικά. Έχω επίγνωση ότι η τελευταία πρόταση ακούγεται εξοργιστική... Οι βαρκούλες των ψυχών μας όμως, κάπου αλλού σιργιανάνε. Εκεί, σ΄αυτές απευθύνομαι . Με τη μικρή σακολέβα μου, μ΄ένα μικρό πανί, μ΄ένα κρεμύδι, λίγες ελιές, ένα κοματάκι χταποδίσιου πλοκαμιού ψημένου στα κάρβουνα που μόλις το δαγκώνω, και με κρητικά παξιμάδια, γυρίζω το πανί κόντρα σε κάθε φυσηματάκι του ανέμου γιά να ψιθυρίσω τα πέντε μου λόγια. Θυμάμαι τα λόγια του Καζαντζάκη, "δε πιστεύω σε τίποτα, δεν ελπίζω σε τίποτα, είμαι λεύτερος!"

Παρασκευή 11 Ιουλίου 2008

Η σχέση του παλιού με το καινούριο...

Η σκηνή εκτυλίσσεται σ΄ένα πολύ όμορφο σουηδικό νησί που έχει, περιέργως, κάποια μεσογειακή ατμόσφαιρα. Πολύ ήλιο, δυνατούς ανέμους, βλάστηση που θυμίζει την ελληνική. Η ώρα είναι 21:οο, το καλοκαιρινό φως είναι ακόμα απόλυτα ζωντανό. Το ίσως πιό ενδιαφέρον και πιό εμπνευσμένο καφεστιατόριο όλης της Σουηδίας, διαμορφωμένο μέσα σ΄ένα παλιό γαλατάδικο, ιδιοκτησία ενός πολύ έξυπνου ανθρώπου, πολυταξιδεμένου και φίλου της Ελλάδας, προσφέρει κάθε καλοκαίρι, γιά δυό μέρες, ...ρεμπέτικη μουσική. Μπουζούκι παίζει ένας Σουηδός ο Robert, που είναι πιά εγκατεστημένος στην Περαία της Θεσσαλονίκης, η Μαρία Stellas, Ελληνίδα που έχει μεγαλώσει στη Σουηδία και τραγουδάει πολύ όμορφα, και o Δημήτρης Σφίγγος, ικανότατος κιθαρίστας που ήρθε από τη Θεσσαλονίκη γιά ταξιδάκι και να παίξει αυτές τις δυό μέρες. Παίζουν έξω από το μαγαζί, μέσα στο πράσινο. Το κοινό σουηδικό, όλων των ηλικιών, παιδιά κλπ. Καμιά σχέση βέβαια δεν έχουν με το ρεμπέτικο. Είναι άνθρωποι που έχουν έρθει στην Ελλάδα, έχουν κάποτε εντυπωσιαστεί από τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, που έδρεπε δάφνες με τα αντιστασιακά του τραγούδια στη Σουηδία. Άνθρωποι που αγνοούν την ύπαρξη του Μάνου Χατζηδάκη, αλλά έχουν ακούσει άφθονες αηδίες όταν τα τουριστικά γραφεία τους πηγαίνουν γιά να απολαύσουν «ελληνικές βραδιές». Άνθρωποι μιάς μετα-μοντέρνας κοινωνίας, απόλυτα πεισμένοι, ήρεμοι στην επιφάνειά τους, ερωτευμένοι με την τεχνολογία, λίγο πειραγμένοι που η χώρα τους δεν έχει πιά την ίδια λάμψη και τις ίδιες προσφορές μ΄αυτές που είχε ως τη δεκαετία του ΄70. Γυναίκες που θεωρούν τον εαυτό τους απόλυτα «απελευθερωμένο», αλλά δε ξέρουν τι να κάνουν με το σώμα τους και ζουν σε μιά στεγανή συντήρηση, άντρες που κρατάν με τα δόντια κάποια στοιχεία του φύλου τους, γιά να μη γίνουν τελείως διαφανείς και αόρατοι. Άνθρωποι που βλέπουν με συμπάθεια τις παραδόσεις άλλων λαών και νιώθουν μιά ιδιαίτερη γοητεία γιά τις ελληνικές θάλασσες, το ελληνικό φαγητό και την ελληνική μουσική, αυτή που γνωρίζουν.

Ο μπουζουξής ξέρει καλά το ρεμπέτικο. Τό΄χει ψάξει βαθιά και παίζει τραγούδια που σπανιότατα, ή ποτέ, ακούγονται στην Ελλάδα. Παίζει Τούντα, Σκαρβέλη, Καλφόπουλο, Τζουανάκο, τρυφερά τραγούδια του Τσιτσάνη κλπ. Η τραγουδίστρια, γιά να χτίσει γέφυρες επικοινωνίας, μεταφράζει τους στίχους των περισσότερων τραγουδιών και προσθέτει φιλότιμα μερικά συμπαθητικά σχόλια, προσπαθώντας να βοηθήσει το κοινό να καταλάβει λίγο περισσότερο. Την ακούω τι λέει και κοιτάζω προσεκτικά τις αντιδράσεις στα πρόσωπα.

Βλέπω πρόσωπα να χαμογελάνε συγκαταβατικά όταν ακούνε τη μετάφραση των στίχων «τώρα με το ΕΝΑΡΕ θα σου πάρω καναπέ, χάρη θέλω από σένα, αμάν, αμάν, αχ, πες κουκλάκι μου το ναι». Το βρίσκουν αστείο, ερωτιάρικη φράση παλιών καιρών. Ξεχνάνε, δε σκέφτονται ότι η μυθολογία του καναπέ (του καναπέ της τηλεόρασης, όπως τον λένε), αποτελεί το μεγαλύτερο κομμάτι των βιομηχανιών επίπλων. Ξεχνάνε (βλ. αποφεύγουν να σκεφτούνε) ότι χωρίς την ύπαρξη καναπέ νιώθουν το σπίτι τους άδειο. Το «πες, κουκλάκι μου, το ναι» δε τους λέει απολύτως τίποτα, γιατί ο τρόπος που πλησιάζονται είναι πιά σε «τελείως» διαφορετικές βάσεις (έχουν ανάγκη να το πιστεύουν)...

Βλέπω πρόσωπα να χαμογελάνε συγκαταβατικά όταν ακούνε τη μετάφραση των στίχων «στην Αγορά ποτέ μονάχη μη γυρίσεις, στους χασαπάδες και ψαράδες μη μιλήσεις......δε θέλω άλλος από με να σου μιλήσει και το χειλάκι σου, μικρή μου, να φιλήσει». Το βρίσκουν αστείο, εκδήλωση ζήλειας του παρελθόντος, αντρική καταπίεση και στέρηση ελευθερίας. Ξεχνάνε (βλ. δε θέλουν να το σκέφτονται) ότι η ζήλεια, η έλλειψη συναισθηματικής σιγουριάς και η νεκρή ουσιαστικά, συναισθηματική ζωή είναι καθημερινή πραγματικότητα που όμως, ελάχιστα θίγεται. Μοναχά οι εφημερίδες δημοσιεύουν κάθε τόσο «μεθόδους» δημιουργίας ερωτικής ατμόσφαιρας γιά να πλησιαστούν μεταξύ τους οι «τρύπιοι άνθρωποι». Αλλιώς, γιά τους άντρες (επί του παρόντος ωσότου ν΄αρχίσουν και οι γυναίκες την «εισαγωγή» εξωτικών εραστών), υπάρχει η λύση της Ταϊλάνδης. Κάνουν ένα ταξιδάκι (ή μέσα από το Διαδίκτυο) και, στην ουρά περιμένουν οι γυναίκες γιά ένα «γάμο» και ερχομό στη Σουηδία...

Χαμογελάνε συγκαταβατικά όταν ακούνε τη μετάφραση των στίχων «τα λεφτά σου δε τα θέλω ΄γω, πάψε να μ΄αγαπάς......εγώ θέλω ψαραδάκι μες την Αγορά, νά΄χει ζυγαριά, τεζιάκι, ψάρια να πουλά». Μπερδεύονται λιγάκι όταν η τραγουδίστρια, πέφτοντας στη γνωστή παγίδα, τους εξηγεί ότι οι ρεμπέτισσες δε νοιάζονταν γιά τα χρήματα (...), αλλά αντιδρούν θετικά στη μελωδία αυτού του απλού και υπέροχου τραγουδιού.

Αργότερα, τους λέει ότι όλ΄αυτά τα τραγούδια χορεύονται. Ζητάει απ΄τον μπουζουξή να παίξει ένα σκοπό σε αργό τέμπο γιά να τους μάθει τα βήματα του χασαποσέρβικου. Σηκώνονται μόνο γυναίκες κι ένα ολόγραμμα ενός άντρα που τον πηγαίνουν πέρα δώθε σα νά΄ταν φούντα.

Λίγο αργότερα άρχισε να βρέχει. Όσοι/ες ήθελαν ν΄ακούσουν κι άλλο, μπήκαν μέσα κι εκεί, συνεχίσαμε με πιό βαριά τραγούδια. Η βραδιά τελείωσε κάπου προς το ξημέρωμα. Η τελευταία γυναίκα που έφυγε, ήρθε και σφήνωσε ένα λευκό τριαντάφυλλο στο μπράτσο του μπουζουκιού και ψιθύρισε «ευχαριστώ»...

Γιατί γράφτηκε το παρακάτω;

Είναι γνωστό ότι πολλοί νέοι και πολύ λιγότερες νέες αγαπούν/λατρεύουν το Μικρασιάτικο και ρεμπέτικο τραγούδι. Επειδή οι πληροφορίες γιά την περίοδο πριν το πειραιώτικο ρεμπέτικο είναι ελάχιστες, επειδή...επειδή, οι περισσότεροι/ες νομίζουν ότι όλα ξεκινάν με το Μάρκο Βαμβακάρη. Η περίοδος της πειραιώτικης μαγκιάς είναι μιά εποχή που καταπίνεται αμάσητη, σα κάτι γοητευτικό και ελκυστικό. Οι λόγοι είναι πολλοί. Ακόμα και τα πιό γοητευτικά πράγματα όμως περιέχουν άφθονα σκουπίδια. Οι φακές είναι πολύ νόστιμο φαγητό αλλά, πριν τις σημερινές «καθαρές» φακές του super market, οι νοικοκυρές τις καθάριζαν, βγάζοντας τα πετραδάκια και άλλα μικροσκουπίδια. Η παρaκάτω διήγηση για τον εικονιζόμενο στη φωτογραφία νεαρό νταβατζή-«μάγκα» είναι βέβαια προϊόν φαντασίας, αλλά κανείς δεν αμφιβάλλει ότι τέτοιες καταστάσεις υπήρχαν, όπως και υπάρχουν. Σύμφωνα με τη διήγηση, ο παρακάτω νεαρός «μάγκας» είναι ένα σκουπίδι μιάς μπερδεμένης κοινωνικής ομάδας, σε περίοδο δύσκολων κοινωνικο-οικονομικών συνθηκών. Γιά μένα, δεν είναι καθόλου μάγκας. Είναι ένα νεαρό, ανθρώπινο ράκος. Εξακολουθώ να κρατάω ψηλά το σύμβολο του πραγματικού μάγκα, είτε γιά το τότε, είτε γιά το σήμερα, αλλά δεν εννοώ βέβαια τέτοιους. Eίναι σχεδόν αδύνατο σ΄ένα νέο άτομο να συγκεντρώνει τα σωστά στοιχεία που διέπουν ένα γνήσιο μάγκα. ΄Αρα, η επόμενη ανάρτηση με τίτλο "Ο μάγκας", θα αναφέρεται σε άτομα ώριμα που δε νιώθουν πιά την ανάγκη να επιδεικνύονται, που έχουν καταλάβει το παιχνίδι της ζωής και αποσύρονται σ΄έναν ήρεμο δρόμο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι γίνονται ξε-μάγκες , γιά να χρησιμοποιήσω τη λέξη του Βαγγέλη Παπάζογλου από το ομώνυμο τραγούδι.