Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010





περί του Βαγγελάκη Παπάζογλου, 
του "Αγγούρη"...





Μου άρεζε πάντα να κοιτάζω με μεγεθυντικό φακό διάφορες φωτογραφίες, να έρχομαι κοντύτερα στα πρόσωπα, στα μάτια, να προσπαθώ να μπω από πίσω... Τώρα είναι πολύ πιό απλό με τους υπολογιστές.


Νάτος, λοιπόν, ο Βαγγελάκης Παπάζογλου στα 1923, ένα χρόνο μετά τη συντριβή της ζωής και των ονείρων περίπου 2 εκατομμυρίων ανθρώπων, χάρη σε κάποιες φρούδες προσμονές, λανθασμένους (βλ. ηλίθιους) υπολογισμούς και μιά καταστροφική υπεροψία απέναντι στο γειτονικό λαό (που, δυστυχώς, εξακολουθεί) ...


Κοιτάξτε προσεκτικά το βλέμμα και την έκφραση στο στόμα του και πείτε μου, θα σας έκανε εντύπωση αν, την επόμενη στιγμή, έφτυνε καταπάνω στην οθόνη του υπολογιστή; Αυτό δε το λέω γιά ν΄αστειολογήσω. Εννοώ πως, πάνω στο πρόσωπό του είναι γραμένη όλη η αηδία και η πίκρα που είσπραξε ΚΑΙ αυτός ο άνθρωπος απ΄όσα είχαν συμβεί τα προηγούμενα χρόνια, ιδιαίτερα την προηγούμενη χρονιά (1922), και αυτά που συνάντησε μόλις ήρθε, μέχρι τη στιγμή που πάρθηκε αυτή η φωτογραφία (1923). Ο φουκαράς δεν ήξερε ,τότε, τι ακόμα του επιφυλασσόταν...

Υπάρχει μιά καθολική αποδοχή στο πρόσωπο, στο ταλέντο, στην περηφάνεια και στη γνήσια μαγκιά (με τη σωστή έννοια) του Βαγγελάκη Παπάζογλου. Όλοι που σκύψαν στη μουσική του, που διάβασαν ότι ξέρουμε γι αυτόν και κυρίως, αυτοί που διάβασαν την πιό τολμηρή και έξω απ΄τα δόντια περίπτωση στην ελληνική λογοτεχνία, διήγηση της Αγγελίτσας Παπάζογλου, έχουν εισπράξει την ιδιαιτερότητα της περίπτωσης αυτού του ανθρώπου. 


Δε θέλω να επαναλάβω όλα όσα έχουν ήδη γραφτεί. Θέλω να κάνω μιά προσπάθεια να κατέβω βαθύτερα μέσα στην ψυχή του. Ο Βαγγελάκης Παπάζογλου ήταν, είμαι σίγουρος, νευρικός και μοναχικός άνθρωπος. Όχι μόνο από χαρακτήρα, όχι μόνο απ΄αυτά που τράβηξε, αλλά απ΄το ότι ήταν γινάτης, απ΄αυτό το πείσμα που κουβαλούσε μέσα του, και καλά έκανε! Λογικά, θα συγκρουόταν με τον εαυτό του, άσχετα αν είχε ησυχασμένη συνείδηση. Το ότι ήξερε πολύ καλά τι του γίνεται, φαίνεται πεντακάθαρα στο τραγούδι του, σε διαλογική μορφή,  "Τεχνίτης και κατεργάρης" (1934), όπου τραγουδάει ο ίδιος, μαζύ με το Στελλάκη Περπινιάδη.


Τεχνίτης και κατεργάρης

Για πες μου ρε Στελλάκη μου
το πως τα καταφέρνεις
και κάθε μέρα φορεσιά
καινούρια μου κοτσέρνεις;

Τι να σου πω, Βαγγέλη μου,
ρωτάς, θέλεις να μάθεις,
μα η δουλειά μου είναι βαριά βρ΄αμάν, αμάν,
πρόσεξε μη την πάθεις.

Ρε πες μουυ γιατί δε βαστώ,
δουλεύω, τυραγνιούμαι
και κάθε μέρα με ελιά
στο σπίτι την περνούμε.

Πρέπει να ξέρεις ψέμματα
πολλά να κουβεντιάζεις,
νά΄σαι και λίγο ζόρικος 
και τα λεφτά ν΄αρπάζεις.

όπα!

Πολύ καλή ν΄αυτ΄η δουλειά
Στελλάκη, θα τη μάθω
και μη σε μέλλει ότι μπορεί
εγώ για να την πάθω.

Έλα μαζύ μου για να δεις
οι έξυπνοι πως περνούνε
και πως τον κάθε ένανε
με τρόπο τον γελούνε.

Θα μάθω όλη την ψευτιά,
γτάνει καλά να ζήσω
κι αυτή την τέχνη πού΄μαθα
θα την απαρατήσω.

Βαγγέλη, φίνα θα περνάς,
την τέχνη σου ν΄αφήσεις
γιατί μ΄αυτά τα ψέμματα
καλύτερα θα ζήσεις.

-Γειά σου φίλε μου Στελλάκη που μ΄έβαλες στον ίσιο δρόμο.
Εμ, κορόιδο γίνεσαι;

Γειά σου ρε Γιάννη Σεβδικιαλή* με το βιολί σου!

* παρατσούκλι του Γιάννη Τσομπανέλλη από το Σεβδίκιοϊ

Επειδή αδυνατώ να σας ανεβάσω το τραγούδι, σας στέλνω στο:
όπου μπορείτε, με κάποιο τρόπο, να τ΄ακούσετε


Όλοι όσοι προσπάθησαν ή προσπαθούν ακόμα να είναι εντάξει με τον εαυτό τους και τους γύρω τους μέσα στη δύσκολη Ελλάδα, καταλαβαίνουν που το πάω. Το να προσπαθήσεις να είσαι σωστός βγάζει σαν αποτέλεσμα, στην πράξη, οικονομική στασιμότητα, μέχρι να ψοφήσεις στη ψάθα. Χώρια που σε βλέπουν, ακόμα και τα πιό κοντινά σου πρόσωπα, σαν αποτυχημένο, σα κορόιδο, βλάκα κτρ. Υπάρχει βέβαια η περίπτωση να σου αναγνωρίσουν την τιμιότητά σου, μετά θάνατον. Χαίρω πολύ...

Τα πράγματα, λοιπόν, τρέχανε γύρω του, οι άλλοι βγάζαν απανωτά δίσκους, ο ίδιος ήταν απ΄τους καλύτερους και το ήξερε, του κλέβανε τα τραγούδια του, είχε να κάνει με ηλίθιους υπάλληλους της λογοκρισίας που του την έδιναν, αλλά το πείσμα κι η περηφάνεια του δε τον άφηναν να κάνει βήμα πίσω. Αγαπούσε κι εκτιμούσε τη γυναίκα του, είχαν οικονομικά προβλήματα, οι καταιγίδες ξεσπούσαν η μιά πίσω απ΄την άλλη ε, πως να μην ήταν νευρικός ο άνθρωπος; Όταν μάλιστα είχε και καρδιά περιβόλι, βλέμμα καθαρό και έβλεπε τι συνέβαινε γύρω του...

Όλη αυτή η φωτιά που τον έκαιγε, περνούσε στο διαολεμένο τρόπο που έπαιζε την κιθάρα του. Και σε ποιά τραγούδια παίζει κιθάρα ο Βαγγελάκης Παπάζογλου; Πολλοί από σας μπορεί να ξέρετε, κι εγώ που πρόσφατα το εντόπισα, να νιώθω την ίδια πρωτόγονη χαρά των μικρών παιδιών όταν ανακαλύπτουν τη μαγική μυρωδιά των τριαντάφυλλων μετά από βροχή. Όπως ξέρετε, δεν έχουμε, στην πλειοψηφία, πολλά στοιχεία γιά τα "δευτερεύοντα" όργανα (πχ. την κιθάρα), εκτός από μεμονωμένες περιπτώσεις των Σκαρβέλη, Χρυσίνη και Καρίπη. Έτσι, απομένει η δική μας γνώση του υλικού που οδηγεί, στην καλύτερη περίπτωση, στο συνδυασμό στοιχείων και στην αναγνώριση του τρόπου παιξίματος, γιά να συμπληρώσουμε τα κενά του σταυρόλεξου. Ο Βαγγελάκης λοιπόν παίζει την κιθάρα στο εξαιρετικό τραγουδάκι του "Της το βγάλανε" με τη Ρόζα Εσκενάζι. Αν ακούσετε προσεκτικά τα ιδιαίτερα γρήγορα και σκόπιμα περιωρισμένα τερτίπια που κάνει, θα τον αναγνωρίσετε και σε τραγούδια του Γρηγοράκη Ασίκη. Στη δαιμονισμένη εκτέλεση του "Είσαι πόντος έξτρα έξτρα" (1935) με τη Γεωργία Μηττάκη, στο "Με βρήκες ή σε βρήκα" (1935), στο "Tι τραβούν οι αρρεβωνιασμένες" (1936). Αυτός είναι που κρατάει τη σπονδυλική στήλη των παραπάνω τραγουδιών, αυτός τα κάνει έξοχα. Το κυριότερο, δίνει μιά πλήρη εικόνα του τι σημαίνει "ρεμπέτικη κιθάρα".

Ο άνθρωπος ήταν μουσικός ως το μεδούλι του. Ήξερε απόλυτα καλά τι σημαίνει οικονομία έκφρασης, κάτι που χαρακτήριζε τη μουσική των Μικρασιατών. Γιά να είμαστε δίκαιοι, η οικονομία αυτή συνέχισε επάξια με το Μάρκο Βαμβακάρη και, με κάποιο τρόπο, τελείωσε εκεί που σταμάτησε ο Βασίλης Τσιτσάνης.
Όταν ο Στελλάκης Περπινιάδης, με τη γνωστή του παγερή υπεροψία, πέταξε μιά δηλητηριώδη σπόντα γιά τις ικανότητες του Μάρκου στο μπουζούκι, τον σύγκρινε με ώριμους δεξιοτέχνες μουσικούς Μικρασιάτες. Ήταν άδικος όμως. Ο τρόπος παιξίματος του Μάρκου ήταν απόλυτα προσαρμοσμένος στο είδος των τραγουδιών που έφτιαξε. Ο Μάρκος δε χρειαζόταν δεξιοτεχνία γιατί ήταν, απ΄την αρχή, δεξιοτέχνης στο συναίσθημα που έκπεμπε η πενιά του. Παραπάνω δε χρειαζόταν, θά΄ταν μονάχα πολυλογία. Το ίδιο και ο Τσιτσάνης. Μα, ακόμα και ο Χιώτης που τράβηξε άλλους δρόμους, ήξερε πολύ καλά την οικονομία της έκφρασης. Ο Χιώτης ήταν μεγάλος μουσικός και τα πρώτα του τραγούδια το αποδεικνύουν. Αν "πήγε αλλού" τό΄κανε επειδή ήταν έξυπνος, κατάλαβε προς τα που φυσούσαν οι άνεμοι του καιρού του και διάλεξε να συνεχίσει το ταξίδι του με το τρένο, αντί να κατέβει στο επόμενο σταθμό.
Στους σημερινούς λοιπόν δεξιοτέχνες των δαχτύλων, αλλά όχι του συναισθήματος, θα μπορούσε να θυμίσει κανείς ότι ο Τσιτσάνης κι ο Χιώτης μπορούσαν, αν ήθελαν, να παίξουν πολύ πιό γρήγορα (δε πάω παραπέρα σε Μπέμπη, Ιορδάνη κλπ, γιατί αυτοί ήταν κάτι άλλο). Δε τό΄καναν λοιπόν γιατί δε το χρειάζονταν, γιατί ήξεραν τι ακριβώς ήθελαν.

Ο Βαγγελάκης ο Παπάζογλου τα ήξερε όλ΄αυτά ακόμα καλύτερα, γιατί ήταν απαλλαγμένος από ταξίδια και τρένα. Ήθελε μοναχά να δώσει το καθαρό απόσταγμα των πλούσιων χυμών της ψυχής του. ΤΙΠΟΤΕ ΑΛΛΟ!







Η εις Άδου κάθοδος

Η φωτογραφία είναι δανεισμένη από το βιβλίο του Γιώργη Παπάζογλου "Τα χαϊρια μας εδώ"Αντίτυπο της φωτογραφία αυτής χρησιμοποιήθηκε γιά το δελτίο ταυτότητας του Βαγγέλη, με ημερομηνία 19-4-1941. Η ηλικία του είναι 48 χρονώ και το επάγγελμα, παλαιοπώλης.Είναι ήδη καταπονημένος και άρρωστος. Σε δυό χρόνια, στις 27 Ιουνίου 1943 φεύγει απ΄αυτόν τον κόσμο...




1 σχόλιο:

Μπάμπης είπε...

Πολύ ενδιαφέρον κείμενο, κυρίως σε ό,τι αφορά τα "συναισθηματικά", εσωτερικά ζητήματα.
Ευχαριστούμε Κώστα.
babis